Η Αθηνά με το κατάλευκο φόρεμα της έμοιαζε με νεράιδα και ήταν σίγουρη ότι πολλά παλικάρια την πρόσεξαν εκείνη την μέρα.

Άραγε θα είναι όμορφο το παλικάρι που θα με ζητήσει; Θα είναι ευγενικός και θα με αγαπάει; Μήπως είναι αυτός ο μελαχρινός λεβέντης που τόλμησε και την πλησίασε επικίνδυνα την ώρα του χορού και της χάιδεψε το χέρι δήθεν τυχαία; Τις σκέψεις της διέκοψε το σύρσιμο από τις καρέκλες και τότε άκουσε την πόρτα να ανοίγει και να κλείνει σημάδι ότι η προξενήτρα έφυγε.

«Λοιπόν γυναίκα, τι λές;» Ρώτησε αμέσως ο πατέρας της.
«Τι να σου πω άντρα μου καλά ακούγονται τα πράγματα. Νέος είναι πράματα έχει και αρκετή γη, πεθερά πάνω από το κεφάλι της δεν θα έχει μιας και ορφάνεψε από μάνα, η κουνιάδα κάποια στιγμή θα παντρευτεί και θα φύγει, κυρά και αρχόντισσα θα είναι στο σπιτικό της».

Φυσικά το να ρωτήσουν την γνώμη της ούτε λόγος. Ο γαμπρός ήρθε στο σπίτι με συνοδεία της αδερφής του μιας και ο ηλικιωμένος πατέρας του δεν ήταν σε θέση να παραβρεθεί λόγο της υγείας του και το προχωρημένο της ηλικίας του. Τους υποδέχτηκαν με τις αρχές και τα έθιμα που όριζε η εποχή στο πατρικό της και αφού έγιναν οι απαραίτητες συστάσεις και συνεννοήσεις στρώθηκε το τραπέζι του αρραβώνα. Τότε μόνο μπόρεσε να σηκώσει λίγο το βλέμμα της και να παρατηρήσει καλύτερα τον άγνωστο άντρα που έμελλε να γίνει σύζυγος της. Ήταν συμπαθητικός, μετρίου αναστήματος, με χέρια δουλεμένα από τις αγροτικές εργασίες και το δέρμα του ηλιοκαμένο και γεμάτο πρόωρες ρυτίδες από την πολύωρη παραμονή στα βουνά, εκτεθειμένος στα στοιχεία της φύσης.

Αυτό που δεν της άρεσε καθόλου ήταν το βλέμμα της κουνιάδας, που το ένιωθε έντονο και ερευνητικό σε κάθε της κίνηση. Δεν είχε ξανά νιώσει να την κοιτούν τόσο επίμονα και αυτό της έφερε μία ανατριχίλα σε όλο της το σώμα. Όταν έφυγαν, ένιωσε να φεύγει ένα βάρος από πάνω της. Ο γάμος έγινε σύντομα, μέσα στην καρδιά του καλοκαιριού. Σε όλη την διάρκεια του μυστηρίου αλλά και στο γλέντι του γάμου το βλέμμα της κουνιάδας της την ακολουθούσε και ένιωθε μία αδιόρατη δυσφορία. Όσο και αν προσπαθούσε να μην το σκέφτεται τόσο το ένιωθε έντονο πάνω της και κατάλαβε ότι η συμβίωση μαζί της δεν θα ήταν εύκολη και δεν έπεσε έξω.

Από την πρώτη κιόλας μέρα που εγκαταστάθηκε στο νέο της σπιτικό φρόντισε να της κάνει την ζωή δύσκολη. Δεν ήταν ευχαριστημένη με ό,τι και αν έκανε, ήταν επικριτική και την πρόσβαλε συνεχώς. Το χειρότερο δε, ήταν ότι εκτός από την πρώτη νύχτα που πέρασε μαζί με τον άντρα της, τα επόμενα βράδια που ακολούθησαν, στο ίδιο δωμάτιο κοιμόταν και η κουνιάδα της. Την δεύτερη φορά που έκανε έρωτα με τον άντρα της αμυδρά μέσα στο σκοτάδι ένιωσε πάλι το βλέμμα της αλλά όταν γύρισε προς το μέρος της η πλάτη της ήταν γυρισμένη και έδειχνε να κοιμάται βαθιά.

Η κατάσταση πάνω στους πρώτους μήνες άρχισε να γίνεται ανυπόφορη και αποφάσισε να μιλήσει στον άντρα της που νύχτα έφευγε και νύχτα γυρνούσε από τα χωράφια και ο χρόνος μαζί του ήταν ελάχιστος ως ανύπαρκτος. Κάποια φορά που βρήκε το χρόνο να του μιλήσει αυτός την άκουσε χωρίς να πει κουβέντα. Μετά από λίγο κλείστηκε σε ένα άλλο δωμάτιο με την αδερφή του και όταν βγήκε ήταν θυμωμένος και κινήθηκε άγρια προς το μέρος της, πίσω η αδερφή του έκλαιγε και ορκιζόταν ότι τίποτα απ’ ότι την κατηγορούσε η νύφη της δεν είχε κάνει και ότι έβαζε λόγια για να την διώξει ο αδερφός της από το σπίτι. Το χαστούκι στο μάγουλο της το ένιωσε καυτό και δεν ήταν ο πόνος που την έκανε να δακρύσει, αλλά το άδικο που ανέβηκε στο λαιμό της. Πήγε να μιλήσει αλλά και το δεύτερο χαστούκι την βρήκε απροετοίμαστη. «Δεν σηκώνω κουβέντα» της είπε «σε έχουμε κυρά στο σπίτι μας δεν είσαι χρήσιμη για τίποτα και βάζεις και λόγια για την κουνιάδα σου που όλη μέρα σε υπηρετεί για να μην σου λείψει τίποτα, τα έχω μάθει τα χαΐρια σου αλλά δεν μίλαγα μέχρι τώρα, αρκετά σε κανακέψαμε». Δεν τόλμησε να πεί τίποτα άλλο, έκατσε σε μία γωνιά και αποκοιμήθηκε μέσα σε βουβά κλάματα.

Κάποια στιγμή στην διάρκεια της νύχτας άκουσε θόρυβο από την κρεβατοκάμαρα και πλησίασε στις μύτες να ακούσει καλύτερα. Αυτό που είδε, ο εγκέφαλος της δεν μπορούσε να το επεξεργαστεί και κοίταξε μαρμαρωμένη την αφύσικη εικόνα ενός αδερφού και μιας αδερφής να κάνουν έρωτα και να μουγκρίζουν από ευχαρίστηση. Η κουνιάδα της την είδε που στεκόταν στην πόρτα και αντί να κρυφτεί ή να σταματήσει ,χαμογέλασε και έσφιξε στα χέρια της τον αδερφό της και άφησε μία κραυγή ηδονής και ευχαρίστησης χωρίς καμία ντροπή. Δεν άντεξε άλλο, βγήκε έξω από το σπίτι και έκανε εμετό.

Ξεκίνησε μέσα στην νύχτα με τα πόδια για το χωριό της και το ξημέρωμα την βρήκε έξω από το πατρικό της σπίτι. Εκείνη την ώρα έβγαινε ο πατέρας της να πάει για βοσκή τα πρόβατα και σχεδόν λιποθύμησε στα χέρια του. Όταν συνήλθε αργότερα στην θαλπωρή του κρεβατιού της είδε τους γονείς της να την κοιτούν με αγωνία. Δεν μπόρεσε να τους ξεστομίσει αυτά που είχε δει με τα μάτια της πριν λίγες ώρες. Το μόνο που μπόρεσε να πει ήταν ότι δεν περνούσε καθόλου καλά και ότι η κουνιάδα της ήταν ένας κέρβερος που της έκανε την ζωή δύσκολη. Ο πατέρας της έπρεπε με κάθε τρόπο να την πείσει να γυρίσει στον άντρα της ήταν ντροπής πράγματα να χωρίσει με τον άντρα της. Της είπαν να μείνει λίγο να ηρεμήσει και μετά θα την γύριζαν στο σπίτι της. Δεν χρειάστηκε όμως γιατί ο άντρας της πήγε και την πήρε.Σε όλη την διαδρομή πάνω στην άμαξα δεν αντάλλαξαν κουβέντα το μόνο που της είπε ήταν “κοίτα να τα έχεις καλά με την κουνιάδα σου γιατί θα είμαστε για πολλά χρόνια όλοι μαζί”

Τα πράγματα έγιναν χειρότερα από εκείνη την μέρα και τα βράδια άρχισαν να μοιράζονταν το κρεβάτι και οι τρεις. Οι μέρες ήταν ανυπόφορες από τις βαριές δουλειές και τις προσβολές και οι νύχτες κόλαση και αηδία. Της είχε δοθεί να καταλάβει με πολύ σαφή τρόπο και με αρκετό ξύλο ότι αν ποτέ έφευγε ή έλεγε πουθενά τι συνέβαινε τις νύχτες μέσα στην κρεβατοκάμαρα τους θα την έβρισκε μεγάλος μπελάς.

Κάθε μέρα παρακαλούσε τον Θεό να γλιτώσει από αυτό το μαρτύριο και μέσα στην κακή της ψυχολογία δεν πρόσεξε τις αλλαγές στο σώμα της. Είχε αρχίσει να νιώθει κούραση, έντονη αδιαθεσία εδώ και μερικούς μήνες και μόνο όταν η κοιλιά της φούσκωσε για τα καλά κατάλαβε τι σήμαινε αυτό. Δεν ήξερε πως έπρεπε να νιώσει με τον ερχομό ενός μωρού που ερχόταν. Ευτυχία και μόνο ευτυχία έπρεπε να νιώσει τα παιδιά είναι ευλογία και ίσως αυτό το μωρό θα ήταν η απάντηση στις προσευχές της, ίσως αυτό το μωρό θα της έδινε την δύναμη να αντέξει και ν βρει την δύναμη να τους μιλήσει να σταματήσει όλος αυτός ο εφιάλτης. Ετοίμασε ένα υπέροχο δείπνο για όλους για να τους ανακοινώσει το χαρμόσυνο γεγονός και ότι θα έπρεπε να την αφήσουν ήσυχη μέχρι να γεννήσει. Παραδόξως χάρηκαν και οι δύο την αγκάλιασαν και την φίλησαν με πραγματική χαρά και έφαγαν και ήπιαν σαν πραγματική οικογένεια. Η κουνιάδα της από εκείνη την μέρα δεν την άφηνε να κάνει τίποτα την πρόσεχε και η συμπεριφορά της ήταν ανέλπιστα καλή. Κοιμόταν με τον αδερφό της στην κουζίνα και της είχαν παραχωρήσει την κρεβατοκάμαρα όλη δική της. Ένιωσε ευτυχισμένη και για πρώτη φορά ξέχασε ότι συνέβαινε τα βράδια. Ένα βράδυ διψασμένη σηκώθηκε στην μέση της νύχτας και κατευθύνθηκε προς την κουζίνα είδε φως και άκουσε ομιλίες. Στάθηκε να ακούσει καλύτερα την συζήτηση που είχαν τα δύο αδέρφια μεταξύ τους. “Αγόρι θέλω εγώ, θέλω έναν νέο εραστή εσύ έχεις αρχίσει να μεγαλώνεις για πόσο ακόμα νομίζεις θα μπορείς να μας βολεύεις και τις δύο, ή μήπως έχεις κατά νου σου όταν θα κανονίζεις την κόρη σου θα έχεις αντοχές για μένα και την γυναίκα σου μετά” Αυτό ήταν δεν μπόρεσε να ακούσει τίποτα άλλο, το επόμενο πρωί την βρήκαν κρεμασμένη στο δέντρο της αυλής τους.

 

Σοφία Λακιώτη

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading