,

Το δικαίωμα ν’ αγαπάς και ν’ αγαπιέσαι

Αν και κόντευε να ξημερώσει, η ζέστη ήταν αποπνικτική. Η υγρασία της θάλασσας, σε συνδυασμό με την Αυγουστιάτικη ζέστη και τον ιδρώτα από τον χορό, την έπνιγαν. Ήξερε όμως βαθιά μέσα της ότι αυτό που την έπνιγε περισσότερο, δεν ήταν όλα τα παραπάνω. Το γλέντι καλά κρατούσε ακόμη και όλοι διασκέδαζαν με την ψυχή τους. Και η Κατερίνα διασκέδασε, χόρεψε και γέλασε. Άλλωστε ο αδερφός της παντρεύτηκε και ήταν ευτυχισμένη που τον είδε να ενώνει την ζωή του με την Ελένη που τόσο πολύ αγαπιόντουσαν.

Το γλέντι του γάμου έγινε στο οικογενειακό ταβερνάκι τους στο νησί που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν και τα τρία αδέρφια. Πριν τέσσερα χρόνια στο ίδιο ακριβώς μέρος είχε γίνει και το γλέντι για το γάμο της μικρότερης αδερφής της. Νιώθει την ιστορία να επαναλαμβάνεται και αυτή την σκηνή να την έχει ξαναζήσει. Εδώ, στο ίδιο σημείο, λίγο απόμερα από το γλέντι, νιώθει πάλι να πνίγεται όπως και σε εκείνο τον γάμο. Πνίγεται, γιατί ενώ πρέπει να νιώθει χαρά και ευτυχία για τα αδέρφια της, αυτή πονάει. Πονάει γιατί ξέρει ότι δεν θα ζήσει ποτέ αυτό το συναίσθημα. Λένε ότι και ο έρωτας πονάει, αυτό δεν μπορεί να το ξέρει. Της φτάνει ο πόνος που βιώνει όλα αυτά τα χρόνια και ας έχει μάθει να τον κρύβει καλά.

Καλοκαίρι ήταν και τότε και στην ταβέρνα γινόταν το αδιαχώρητο όπως κάθε χρόνο. Αυτή σαν μεγαλύτερη είχε περισσότερες ευθύνες και βοηθούσε στην κουζίνα. Στα δώδεκά της χρόνια ήταν ήδη έμπειρη στο μαγείρεμα και αν και οι γονείς τους δεν ήθελαν να ασχολούνται με το μαγαζί, δεν μπορούσαν να παραβλέψουν την ικανότητά της και την μαεστρία της στην μαγειρική. Σε αντίθεση με τα μικρότερα αδέρφια της που αλώνιζαν όλη μέρα μεταξύ παραλίας και ταβέρνας, πάντα για παιχνίδι και σκάνταλες. Όσο και αν επέμενε η μητέρα της να βγει από την κουζίνα και να απολαύσει το καλοκαίρι και την θάλασσα η Κατερίνα στρωνόταν στην δουλειά με το που έκλεινε το σχολειό για τις καλοκαιρινές διακοπές. Ο Φάνης και η Μαίρη εκείνη την μέρα τσακωθήκαν παραπάνω από το κανονικό και το κυνηγητό τους συνεχίστηκε στην κουζίνα. Τότε συνέβη το ατύχημα που άλλαξε για πάντα την ζωή της. Κάνεις δεν κατάλαβε πως ακριβώς συνέβη, αλλά από το σπρώξιμο του Φάνη, ένα τηγάνι με καυτό λάδι περιέλουσε την Κατερίνα.

Τρεις φρικτούς μήνες πέρασε στο νοσοκομείο και τα σημάδια που θα έμεναν στην ψυχή της θα ήταν μεγαλύτερα από τα εξωτερικά σημάδια. Από την στιγμή του ατυχήματος, η ζωή της Κατερίνας άλλαξε εντελώς. Κλείστηκε στον εαυτό της και δεν ήθελε να δει άνθρωπο. Τον πρώτο καιρό, με τόσο σοβαρό έγκαυμα και με τον κίνδυνο να πάθει μόλυνση, τα μαθήματα τα έκανε από το σπίτι. Έτσι έβγαλε την πρώτη τάξη του γυμνάσιου και αργότερα το λύκειο. Ούτε στο μαγαζί τους πλέον δεν πάταγε. Είχε κάνει το δωμάτιό της σπίτι της. Όλοι η οικογένεια είχε πέσει σε μελαγχολία και περισσότερο ο Φάνης, που ένιωθε και υπαίτιος για την κατάσταση της Κατερίνας. Αυτό το μαύρο σύννεφο που είχε μαζευτεί πάνω από την οικογένεια της και την στεναχωρούσε ακόμα περισσότερο, ήταν που την έκανε να αποδεχτεί την εικόνα της και δειλά δειλά να κάνει την εμφάνισή της έξω στον κόσμο. Τα βλέμματα αποστροφής που έβλεπε στους ανθρώπους γύρω της την αποκαρδίωναν, αλλά η χαρά που ένιωθε η οικογένειά της βλέποντάς την να βγαίνει, της έδινε δύναμη.

Τα χρόνια περνούσαν με την Κατερίνα τα καλοκαίρια πάντα κλεισμένη στην ασφάλεια της κουζίνας και τον χειμώνα βόλτες στο άδειο από κόσμο νησί. Της άρεσε να χάνεται στα βιβλία και το διάβασμα που τόσο αγαπούσε. Μέσα από τα βιβλία μπορούσε να ζήσει όλα αυτά που δεν τολμούσε να σκεφτεί. Ταξίδευε, ερωτευόταν και διάβαζε για παντοτινούς έρωτες και ζωές σαν παραμύθια. Εκεί, στην άκρη του μαγαζιού κοιτώντας την θάλασσα, ευχόταν τα αδέρφια της να είναι ευτυχισμένα και να ζήσουν μια παραμυθένια ζωή.

«Θα κρυώσεις» άκουσε μια φωνή διπλά της. Ήταν ο Μάνος, ένας φίλος του Φάνη, από τον στρατό. Είχε έρθει κι άλλη φορά στο νησί και η Κατερίνα τον θυμόταν όταν τους σύστησε ο αδελφός της. Μάλιστα είχε πιάσει τον εαυτό της την ώρα που κανείς δεν την έβλεπε, να του ρίχνει κλεφτές ματιές. Η ζεστασιά της χειραψίας τους και το γλυκό του βλέμμα δεν είχε ίχνος αποτροπιασμού αντικρίζοντάς την. Σπάνια κάποιος που την έβλεπε για πρώτη φορά δεν έδειχνε έντονα να σοκάρεται από την εμφάνισή της.

«Είμαι εντάξει, άλλωστε αυτό το αεράκι είναι κάτι που έχω συνηθίσει τόσα χρόνια στο νησί». Ξαφνιάστηκε πολύ με την απάντησή της, πάντα απαντούσε μονολεκτικά όταν την ρωτούσαν κάτι και γενικά απέφευγε τις συζητήσεις. Με μεγάλη της έκπληξη έμεινε αρκετή ώρα να συζητάει με τον Μάνο και είπαν παρά πολλά. Αν ο Φανής δεν τους αναζητούσε και τους διέκοπτε, μπορεί να τους έβρισκε το μεσημέρι. Πριν φύγει ο Μάνος, ζήτησε από την Κατερίνα να συναντηθούν και να τον ξεναγήσει στο νησί.

Δεκαπέντε μέρες έμεινε ο Μάνος στο νησί μετά τον γάμο, πάντα με την συντρόφια της Κατερίνας. Δεκαπέντε μέρες ήταν αρκετές για να ερωτευτούν παράφορα και να μην μπορεί ο ένας χωρίς τον άλλον. Ένα πρωινό που ο Φάνης με το Μάνο έπιναν τον καφέ τους, η Κατερίνα τους άκουσε να συζητούν χωρίς να την έχουν δει. «Σε ευχαριστώ για όλα Μάνο, νομίζω πως όλα πήγαν όπως τα είχαμε σχεδιάσει, η Κατερίνα φαίνεται ευτυχισμένη».

Η Κατερίνα δεν μπόρεσε να ακούσει παρακάτω, έφυγε με τα μάτια γεμάτα δάκρυα. Όλα ήταν ένα ψέμα! Μα πώς ήταν δυνατόν ένας άντρας να την αγαπήσει έτσι απλά; Πώς πίστεψε ότι είχε δικαίωμα στον έρωτα; Κλαίγοντας δεν είδε τον Μάνο που την πλησίασε. Την πήρε αγκαλιά και της είπε «Είμαι σίγουρος πως άκουσες την συζήτησή μας με τον Φάνη, όντως ήταν ιδέα του να γνωριστούμε, αλλά δεν λογάριασε ότι εγώ σε ερωτεύτηκα στα αλήθεια και ότι πλέον δεν μπορώ να ζήσω χωρίς εσένα!». Όλοι έχουν δικαίωμα στον έρωτα και όταν οι ψυχές μιλάνε και ερωτεύονται, τίποτα άλλο δεν έχει σημασία!

Η Κατερίνα αφέθηκε. Να εμπιστευτεί, να αγαπήσει, να αγαπηθεί. Γιατί πράγματι, συχνά τα μάτια των ανθρώπων βλέπουν και κάτω από το δέρμα. Μέσα. Ως τα βάθη της ψυχής.

Σοφία Λακιώτη

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading