,

Βρεγμένα σκαρπίνια και άβολα σταφύλια

«Είμαι σίγουρη πως με κάποιον τρόπο φταις εσύ, εσύ σίγουρα θα το προκάλεσες όλο αυτό»

Με το που σου λέει την κουβέντα αυτή, θέλεις να πεταχτείς πάνω και να την χαστουκίσεις. Όχι απαραίτητα πολύ δυνατά, αλλά να, τόσο όσο, ώστε να σβήσεις αυτό το απαίσιο μειδίαμα από τα χείλη της. Την κοιτάς όσο ρουφάει ένα αντιδραστικό μακαρόνι που δε λέει με τίποτα να σταματήσει να ξεφεύγει από τα δόντια της. Μα την είχε πάντα αυτήν την αποκρουστική μικρή ελιά στο πάνω χείλος της; Μάλλον ναι, αλλά δεν την είχες προσέξει. Θέλεις να της φέρεις το πιάτο με την μακαρονάδα καπέλο, όμως τελικά οι λέξεις που καταλήγεις να προφέρεις είναι:

«Μα, αγάπη μου, αφού σου είπα, με έπιασε λάστιχο στη μέση του πουθενά, καταλαβαίνεις πόσο άβολο ήταν; Πολύ άβολο. Να σου βάλω λίγο κρασί ακόμα;»

Σου γνέφει «όχι» και συνεχίζει να μασάει, ενώ κάθε της μασούλημα σου ρίχνει και από μια μικρή χαριτωμένη σουβλιά στα μηνίγγιά σου. Την κοιτάς και περιμένεις μια απάντηση, έστω ένα δείγμα παραδοχής πως ίσως να μην έφταιγες εσύ και όντως ήταν μια άβολη κατάσταση. Ή τέλος πάντων μια λέξη που να σε σταματήσει από το να θέλεις να την λούσεις με το λευκό κρασί σου.

«Ας άλλαζες λάστιχο» σου λέει μπουκωμένη και στρώνει τα μαλλιά της που της πέφτουν στο πρόσωπο. Χωρίς να σκουπίσει πρώτα τα χέρια της, έστω με τη λιγδιασμένη λινή πετσέτα της. Αναρωτιέσαι αν το ψαλίδι για τον άνηθο κόβει και μαλλιά και αν ναι, πόσες ψαλιδιές να χρειάζονται για να της κάνεις ένα μαλλί α λα γκαρσόν. Λογικά θα ήταν απαρηγόρητη μετά, τα ‘χε και περί πολλού αυτά τα σιχαμένα μαλλιά της. Εντάξει, εδώ που τα λέμε σε άλλη κάτοχο ίσως και να σου άρεσαν.

«Αφού η ρεζέρβα ήταν ξεφούσκωτη από την άλλη φορά. Και μην ξεχνάς, έβρεχε καταρρακτωδώς, δεν ήθελα να βραχώ, φορούσα και τα καινούρια μου σκαρπίνια» της απαντάς, πιάνοντάς της το ελεύθερο χέρι.

«Όμως ήρθες βρεγμένος», διαπιστώνει, ευτυχώς πριν προλάβει να βάλει τη γραβιέρα με τη μαρμελάδα στο στόμα της. Αυτοί οι θεόστραβοι κοπτήρες της ήταν ανίκανοι να κρατήσουν την τροφή εντός του στόματός της. Είχε και αυτά τα λεπτά χείλη. Κατά τ’ άλλα το κραγιόν την μάρανε μέσα στο σπίτι.

Με τα χέρια σου υπολογίζεις πάλι πόση δύναμη θα χρειαζόσουν για να αναποδογυρίσεις την μασίφ τραπεζαρία. Οι παλάμες σου τοποθετούνται στις γνωστές τους θέσεις κάτω από το τραπέζι και ανασηκώνεις ελαφρά.

«Βράχηκα γιατί αναγκάστηκα να βγω στη βροχή για να αναζητήσω σήμα για το κινητό μου» της λες επεξηγηματικά. Μα πόσο θα φάει ακόμα; Και μετά παραπονιέται γιατί έχει παχύνει. Σε ρώτησε ποτέ αν θέλεις να βλέπεις αυτό το θέαμα κάθε φορά;

«Αμφιβάλλω αν κατάφερες να βρεις έστω κι αυτό» την ακούς να λέει και οργίζεσαι. Σηκώνεσαι και όπως περνάς από πίσω της, φλερτάρεις με την ιδέα να της δώσεις μια με το κηροπήγιο στο σβέρκο και να την ξεκάνεις σαν κουνέλι. Μετά βέβαια σκέφτεσαι τη φυλακή  και την φτώχια και σου φαίνεται μια εναλλακτική άβολη, πολύ άβολη. Βάζεις λοιπόν δυο τσαμπιά σταφύλι στον ασημένιο δίσκο και κρατιέσαι να μην της τον πετάξεις από ψηλά.

«Η αλήθεια είναι πως δεν βρήκα σήμα γιατί έκλεισε τελικά το κινητό μου από μπαταρία. Ενοχλήθηκα τόσο, που όπως πήγα να το βάλω στην τσέπη μου έπεσε στα νερά. Έσκυψα να το πιάσω, αλλά τελικά το πάτησα». Η φωνή σου χαμήλωνε σε κάθε λέξη. Περίμενες να σου πει κάτι, όμως ήταν πολύ απασχολημένη με το να σκαλίζει το τιραμισού της. Τα φρεσκοβαμμένα της νύχια σε κορόιδευαν με κάθε πιρουνιά. Σήκωσε το βλέμμα της στιγμιαία και τα χείλη της σχημάτισαν τη λέξη «ανίκανος», το είδες καθαρά.

«Οπότε λοιπόν αποφάσισα να γυρίσω στο αυτοκίνητο και να περιμένω καρτερικά μήπως περάσει κάποιος άλλος από κει». Δεν μπορεί, σκέφτεσαι, θα αντιδράσει κάπως τώρα, δε συμβαίνουν και κάθε μέρα αυτά τα πράγματα.

«Σιγά μην πέρασε, όλοι θα πήγαν από τον κεντρικό, βλάκες είναι να παίρνουν τα βουνά για να κόψουν δρόμο μέσα στη βροχή;»

Δεν την βλέπεις, αλλά όπως έχεις σκύψει να δέσεις το κορδόνι σου, φαντασιώνεσαι να το βγάζεις και να την πνίγεις με αυτό.

«Σκέφτηκα να γλιτώσω την κίνηση, δυο ώρες έφαγα στη λεωφόρο, δεν άντεχα άλλο. Άσε που δεν έφτασα ποτέ στο αυτοκίνητο. Είχα ξεχάσει να σηκώσω το χειρόφρενο και το έβλεπα να κυλά μόνο του στην κατηφόρα. Καταλαβαίνεις την κατάστασή μου;» της λες αγκομαχώντας από το σκύψιμο.

«Να τρέξεις ούτε λόγος ε; Είδες που στο ‘πα; Εσύ φταις» σου ανακοινώνει βάζοντας μια ρώγα σταφύλι στο στόμα της.

Δεν μπορείς να την βρίσεις, άρα συνεχίζεις ακάθεκτος πια.

«Μέχρι να το σκεφτώ, το αμάξι είχε βρεθεί στο χαντάκι. Όλη η μπροστινή πλευρά καταστράφηκε. Πρέπει να το πάμε συνεργείο, έτσι μου είπε ο ταξιτζής που ευτυχώς βρήκα να περνά»

Την κοιτάς με ανυπομονησία. Τι θα πει; Θα σου πει αυτό που θέλεις να ακούσεις; Φυσικά και στο λέει, πάντα το κάνει με αυτά.

Της δίνεις μια ρώγα σταφύλι στο στόμα και πας να της φέρεις τη θήκη με το καρνέ επιταγών της. Τουλάχιστον το αυτοκίνητο θα γίνει σαν καινούριο. Όλο αυτό το κρασί σε κάνει να θέλεις να πας στο μπάνιο, οπότε παίρνεις και το καρνέ μαζί σου. Ξαφνικά ακούς έναν γδούπο από μέσα και τρέχεις. Την βλέπεις στο πάτωμα, το πρόσωπό της έχει πάρει ένα περίεργο μωβ χρώμα που είναι σχεδόν όμορφο, σαν τη ρώγα που είχε στο στόμα της. Δεν ξέρεις τι να κάνεις. Κοιτάς το άχρηστο καρνέ στα χέρια σου. Πάει η χορηγία. Άβολο. Πόσο εξαιρετικά άβολο…

The BluezGuest

5 απαντήσεις στο “Βρεγμένα σκαρπίνια και άβολα σταφύλια”

  1. Μια σπονδυλωτό ιστορία “α λα νόμος του Μέρφυ” που διατηρεί το ενδιαφέρον του αναγνώστη μέχρι το τέλος!

  2. Μια σπονδυλωτή ιστορία “α λα νόμος του Μέρφυ” που διατηρεί το ενδιαφέρον του αναγνώστη μέχρι το τέλος!

  3. Διαβάζοντας το για 2η φορά μου άρεσε περισσότερο. Έχει ροή, ενδιαφέρον για την συνέχεια…
    Δεν φανταζόμουν αυτό το τέλος, οπωσδήποτε πολύ βολικό για τον ήρωα σου.

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading