10 προ μεσημβρίας
14 ώρες πριν την Επίθεση στο Μπραν

Μπρασώφ

Ο Ζαλάν καθόταν στο γραφείο του, με την πλάτη του να ακουμπάει στην άβολη καρέκλα, τα μάτια του κλειστά και το κεφάλι του να κρέμεται, σαν να ήταν ταύρος που διαλογίζεται πριν να επιτεθεί. Οι λάμπες στους τοίχους και στο έπιπλο μπροστά του είχαν σβήσει, με αποτέλεσμα ο χώρος να φωτίζεται από το εξωτερικό περιβάλλον, που ήταν συννεφιασμένο, και το πρόσωπο του Ιησού στην εικόνα του γραφείου να παραμορφώνεται, να παίρνει μια άλλη διάσταση από αυτή που επιδίωκε ο αγιογράφος που το είχε φτιάξει, και να κοιτάζει τον Ζαλάν σαν κάποιο κακόβουλο ον. Το χακί παλτό του και το κράνος του ήταν πεταμένα στις δύο άλλες καρέκλες από την μπροστινή πλευρά του γραφείου. Το σταχτοδοχείο είχε καταντήσει βούρκος από τα στριφτά αποτσίγαρα. Το ποτήρι του ήταν άδειο από τον καφέ, τον μοναδικό που είχε πιει το βράδυ, ενώ η ωραία μυρωδιά του που είχε διαποτίσει το χώρο εξαντλήθηκε όταν ο αντιστράτηγος μπόρεσε να επιστρέψει και να πιει τις τελευταίες γουλιές που είχε αφήσει.

Πόσες ώρες είχε περάσει με τους αφιχθέντες από το Μπραν; Μάλλον τρεις, αλλά του φάνηκαν πάνω από δέκα. Όλα εκείνα τα παιδιά που φώναζαν και έκλαιγαν, όλοι εκείνοι οι γέροι που προσπαθούσαν να τα καλμάρουν, όλες εκείνες οι χωριάτικες κωλο-άμαξες και τα ηλίθια άλογα που έχεσαν και κατούρησαν όπου είχαν σταθεί και μετέτρεψαν τον περιβάλλοντα χώρο του κτιρίου σε χωράφι που το σπέρνουν με κοπριά… Για όνομα του Θεού, δηλαδή! Τι χαμός ήταν αυτός; Τι να πρωτο-μαζέψει ακόμα και ένας φοβερός αντιστράτηγος από τούτο το τσιγγάνικο πανηγύρι, σκεφτόταν το Ζαλάν καθώς άδειαζαν πολλά από τα γραφεία του ισογείου από έγγραφα και άλλα χρήσιμα συμπράγκαλα και τα μετέτρεπαν σε ξενώνες για αστέγους. Σε ξενώνες! Για άστεγους χωριάτες! Τα γραφεία της πολιτοφυλακής!

Και τι να κάναμε, γαμώτο; Πού στο διάολο να τους στέλναμε νυχτιάτικα; Αυτό έλεγε από μέσα του, βλέποντας τους άντρες του να παριστάνουν τις καθαρίστριες και τους κουβαλητές, αλλά και τους θεληματίες για τα παιδαρέλια και τους γέρους. Χρειάστηκε να φέρουν ράντζα από τα νοσοκομεία, αλλά και από τα κελιά –όχι ότι πείραξε κανέναν αυτή η τελευταία υποχρέωση, με εξαίρεση τους κρατούμενους, φυσικά. Τα μαγειρεία δούλεψαν διπλο-βάρδια, για να ταΐσουν μικρούς και μεγάλους, συν τους ίδιους τους πολιτοφύλακες. Ο Μίκλος από μόνος του έτρωγε για δύο άτομα, οπότε, αν σκεφτόταν κανείς ότι υπήρχαν κι άλλοι σαν αυτόν, μπορούσε να καταλάβει τι ζόρια τράβηξαν οι μάγειροι, χωρίς βέβαια να υπολογίζει το πόσο έπρεπε να φάνε τα παιδιά.

Τα οποία, όμως, όπως και οι γέροι, δεν τρώνε πολύ, σκέφτηκε καθώς τα έβλεπε να μασουλάνε σαν να ήταν μελλοθάνατοι που δεν τους έφεραν το γεύμα που είχαν ζητήσει σαν τελευταίο τους. Όφειλε να παραδεχτεί πως και ευγενικά ήταν και σέβονταν τους μεγαλύτερους τους, αλλά και το μέρος που τα είχαν βάλει. Μάλιστα, παρά το ότι ο Ζαλάν τούς έβγαλε λόγο για τις πιθανές παραβάσεις τους -ήταν ένα από τα λίγα πράγματα που μπορούσε να κάνει για να δείξει ποιος αξιωματικός έκανε κουμάντο εδώ-, εκείνα από πιο πριν είχαν συμμαζευτεί και πρόσεχαν μην λερώσουν και να μην τσαντίσουν κάποιον. Ίσως έφταιγε που είχαν φύγει από τους γονείς τους, ίσως το ότι ήταν σε ένα μέρος εντελώς ξένο προς αυτά και γεμάτο οπλισμένους άντρες, που ήταν και θυμωμένοι, γιατί πολλούς από αυτούς τους είχαν ξεσηκώσει από τον ύπνο τους, ενώ οι άλλοι περίμεναν πως θα είχαν μια ήρεμη βραδιά μετά από μια δύσκολη μέρα.

Όχι, ο Ζαλάν αναγνώριζε τις καλές προθέσεις. Οι αφιχθέντες κάτοικοι του Μπραν δεν παραφέρθηκαν. Κάθισαν, έφαγαν, πήγαν στην τουαλέτα και κοιμήθηκαν ήρεμα κι ωραία, αν και μερικά μικρά έκλαιγαν στον ύπνο τους, αναγκάζοντας κάποιο από τα αδέρφια τους ή και έναν ενήλικο να τα πλησιάσει και να τα παρηγορήσει. Δεν συνέβη πολλές φορές, τουλάχιστον όχι όσο ο Ζαλάν άντεξε να στέκεται μαζί με τον Μίκλος και τους άλλους αξιωματικούς και να συζητάνε, όμως έγινε και οι πολιτοφύλακες που ήταν στο διάδρομο έριξαν κλεφτές ματιές, για παν ενδεχόμενο. Αλλά ήταν αναμενόμενο, ειδικά για όσους είχαν παιδιά, και κατανοητό και ως ένα βαθμό το υπέμειναν χωρίς να διαμαρτυρηθούν.

Από τις πέντε το πρωί, περίπου, όταν ο Ζαλάν αποχώρισε στο γραφείο του, δίνοντας εντολή να φύγουν και μερικοί άντρες, για να ξεκουραστούν, δεν ήξερε αν είχε γίνει κάτι άλλο. Όμως, για να μην τον έχουν ξυπνήσει ακόμα, πέντε ώρες μετά, μάλλον δεν θα είχε συμβεί κάποια παράβαση ή άλλη ενόχληση.

Όμως, στον ταραγμένο ύπνο που έκανε, ο αντιστράτηγος έβλεπε τον εαυτό του, χωρίς τη στολή του, αλλά με πολιτικά ρούχα, να τρέχει στους δρόμους ενός αχαρτογράφητου χωριού -τουλάχιστον, ο ίδιος δε φαινόταν να το αναγνωρίζει, με εξαίρεση το ότι ήταν ορεινό-, μες στη μαύρη καταχνιά, με τον τρόμο ζωγραφισμένο στο ιδρωμένο πρόσωπό του. Ανά τακτά διαστήματα, κοιτούσε πίσω του, ρισκάροντας να χτυπήσει σε κάποιο μαντρότοιχο ή σε ένα πέτρινο σπίτι. Ο Ζαλάν δεν ήξερε τι θα μπορούσε να τον έχει φοβίσει τόσο πολύ. Πήγαιναν πάρα πολλά χρόνια που είχε να βολοδέρνεται σε ένα μη υπαρκτό περιβάλλον και που κάτι τον καταδίωκε. Ήταν παιδί τότε και, καθώς μεγάλωνε σε μια οικογένεια -το σκεπτικό της οποίας είχε αντιγράψει και ο ίδιος μετά από δεκαετίες- που ο πατέρας του ήταν ο αυστηρός στρατιωτικός και επέβαλλε τις επιθυμίες του στους άλλους και η μάνα του με τα αδέρφια του ήταν κατά βάση άβουλα όντα απέναντί του, ο νεαρός Πίντερ Ζαλάν ξυπνούσε συχνά πυκνά ξεσκέπαστος, λουσμένος στον κρύο ιδρώτα και με την εικόνα του διώκτη του να σέρνεται στο μνημονικό του και να μοιάζει έτοιμη να ξεπροβάλλει από κάθε γωνιά του σκοτεινού δωματίου, όπου μοιραζόταν με τα αδέρφια του, τα οποία του ψιθύριζαν να μη φωνάζει, για να μην ξυπνήσει τον πατέρα τους και φάνε ξύλο –αν κάποιος κοιτούσε την πλάτη των παιδιών αυτών θα νόμιζε ότι είχαν κάνει σε κάποια φυλακή ή πως είχαν περάσει μερικά χρονάκια σε ένα δάσος γεμάτο επιθετικά ζωύφια.

Την τελευταία φορά, λοιπόν, που ο Ζαλάν ήρθε πρόσωπο με πρόσωπο με τον δαίμονα -τι άλλο να ήταν;- ήταν σε μια εκδοχή του σπιτιού τους, δηλαδή έτσι του φαινόταν, ότι βρισκόταν στο σπίτι που είχε μεγαλώσει. Ο διάδρομος των δέκα μέτρων και των βάζων με τα λουλούδια -η μόνη πινελιά που είχε βάλει στη διακόσμηση η μάνα του Ζαλάν-, τα κρεμασμένα τουφέκια, ο πίνακας με τον αυθάδη βασιλιά της Ουγγαρίας, το πορτραίτο του παππού με το μεγάλο δαιδαλώδες μουστάκι… Το καθιστικό με τις στοιχισμένες καρέκλες, που η διάταξή τους θύμιζε παραταγμένο ουλαμό. Έμοιαζε με το σπίτι, ναι. Περπατούσε μοναχός του, με το νυχτικό του να ανεμίζει και τα γυμνά πέλματά του να μαλάζουν το κρύο δάπεδο, κρατώντας ένα κερί που ίσα που τον βοηθούσε να μην πέσει πάνω σε κάνα έπιπλο –γιατί δε προσέφερε και πολύ επαρκές φως. Ο Ζαλάν δεν κοιτούσε δεξιά ή αριστερά ή πίσω του. Φοβόταν μην πεταχτεί κάτι από κει. Μην επιτεθεί Εκείνος. Έβλεπε μπροστά του, γιατί κάπου έπρεπε να βλέπει και να πηγαίνει. Ήξερε για τη διάταξη των πραγμάτων -και ότι ήταν στο σπίτι του- καθαρά από ένστικτο. Ούτε μιλούσε, γιατί ήξερε ότι ήταν μόνος του. Πάντα ήταν μόνος του σε αυτές τις περιπλανήσεις.

Χχχχχ

Ο Ζαλάν σταμάτησε. Ο χώρος είχε ψυχρανθεί. Το κηροπήγιο στο χέρι του άρχισε να τρέμει. Έκλεισε τα μάτια του και έσφιξε τα χείλη του. Μαμά; είπε μέσα του. Μετά επικαλέστηκε τα αδέρφια του. Σας παρακαλώ, να είστε εσείς. Σας παρακαλώ.

Το αλλόκοτο γρύλισμα ξανακούστηκε.

Χχχχχ

Δεν θα κοιτάξω πίσω μου. Δεν θα κοιτάξω πίσω μου. Δεν υπάρχει τίποτα πίσω μου. Είμαι μόνος. Ναι, είμαι μόνος μου. Μόνος μου. Μόνο εγώ είμαι εδώ.

Άνοιξε τα μάτια του.

Μπροστά του, μια κλειστή πόρτα. Αναγνώρισε το γκριζαρισμένο ξύλο. Ήταν έξω από την κρεβατοκάμαρα των γονιών του. Όπως θα έπρεπε να είναι, αφού είχε ξεκινήσει από το δικό του δωμάτιο και πήγε όλο ευθεία.

Άπλωσε το χέρι και έπιασε το μπρούτζινο πόμολο, με τις ραβδώσεις που πάντα του δημιουργούσαν την περίεργη αίσθηση πως έπιανε τέσσερις ενωμένους δρόμους της Βουδαπέστης, που διαχωρίζονταν μεταξύ τους από τρία λεπτά κιγκλιδώματα. Ο Ζαλάν το γύρισε και ψέλλισε το όνομα της μητέρας του, ελπίζοντας πως ήταν μόνη της και πως ο πατέρας του έλειπε.

Δεν πήρε απάντηση, παρά μονάχα σκοτάδι.

Μάζεψε το κουράγιο του και έκανε ένα βήμα.

Χχχχχ

Πάγωσε στη θέση του. Με το ένα πόδι μέσα στο δωμάτιο και με το άλλο απέξω.

Χχχχχ

  Δεν υπάρχεις. Δεν υπάρχεις. Δεν υπάρχεις. Δεν…

Χχχχχ

Ο Ζαλάν ανοιγόκλεισε τα μάτια του και όρμησε μέσα στο δωμάτιο και βρόντηξε πίσω του την πόρτα. Αμέσως, κούνησε το κερί δεξιά αριστερά. Δεν είδε κανέναν. Μόνο το κρεβάτι και την ντουλάπα και την μπαλκονόπορτα. Στο κρεβάτι, κάποιος κοιμόταν.

Μαμά, είπε ο Ζαλάν και πλησίασε.

Χχχχχ

Γύρισε απότομα.

Κανείς πίσω του. Κανείς αριστερά του και κανείς στα δεξιά του.

Γύρισε και πάλι προς το κρεβάτι και το κερί αποκάλυψε ένα σαπισμένο πρόσωπο να τον κοιτάζει με ένα μισοβγαλμένο μάτι. Το ον δεν είχε παρά δύο τρία δόντια και πρόσωπο σαν βαλσαμωμένου ζώου. Το κεφάλι ήταν καραφλό, με εξαίρεση λίγες τρίχες στην κορυφή. Το αποστεωμένο κορμί, που καλυπτόταν από υπολείμματα κάποιας στολής, ανέδιδε μια αποφορά που θα έλεγες ότι προερχόταν από ένα πεδίο πολέμου που είχε μετατραπεί σε νεκροταφείο νέων στρατιωτών.

Το ον άπλωσε τα χέρια του και ο Πίντερ Ζαλάν οπισθοχώρησε ουρλιάζοντας, με το κερί να πέφτει από το χέρι του και το δωμάτιο να αρχίσει να καίγεται με κιτρινωπές φωτιές να απλώνονται γύρω του, σαν να γεννιόταν ο ήλιος εκεί μέσα.

Και το ον αψήφησε τις φλόγες και έπεσε από το κρεβάτι και μπουσούλησε με γόνατα και χέρια που ήταν σπασμένα και σχημάτιζαν τρομαχτικές γωνίες, και πλησίασε τον μικρό…

Χχχχχ

Όπως και τότε, έτσι και τώρα, ο Ζαλάν πετάχτηκε από τον ύπνο του φωνάζοντας. Έφερε το κορμί του μπροστά και ακούμπησε στο γραφείο του. Σάρωσε με τα μάτια του τον χώρο, αναζητώντας όχι έναν, αλλά τουλάχιστον έξι δαίμονες. Τόσους είχε δει πριν από λίγο, λες και με τα χρόνια είχαν αυξηθεί.

«Κύριε αντιστράτηγε;» ακούστηκε μια φωνή έξω από το γραφείο και μετά η πόρτα άνοιξε. «Είστε καλά;»

Ο ένας από τους δύο πολιτοφύλακες που είχε μόνιμα να απαγορεύουν ή να επιτρέπουν την είσοδο στον προσωπικό του χώρο κοιτούσε με γουρλωμένα μάτια και με το ένα χέρι στο πιστόλι του. Ο άλλος στεκόταν κάνα μέτρο πίσω του, επίσης έτοιμος.

«Κύριε αντιστράτηγε;» επανέλαβε ο τύπος.

«Ναι, είμαι καλά» είπε ο Ζαλάν και έσαξε τα μαλλιά του. Χαλάρωσε την γραβάτα του και άνοιξε το σακάκι του, γιατί ένιωθε ότι θα πέθαινε από τη ζέστη. Δεν ήταν στο χωριό πια. Δεν τον κυνηγούσαν έξι μαυροντυμένα φρικιά, που δεν έμοιαζαν με τον δαίμονα που τον ταλαιπωρούσε κάποτε. Ήταν ασφαλής. «Πηγαίνετε».

«Μάλιστα, κύριε αντιστράτηγε» είπαν οι κατώτεροι πολιτοφύλακες.

«Ή μάλλον περιμένετε. Ένας από εσάς να φωνάξει τον Μίκλος. Θέλω να μάθω τι γίνεται με τους… “φιλοξενούμενους μας”».

«Μάλιστα, κύριε αντιστράτηγε».

«Και ο ίδιος που θα πάει για τον Μίκλος να μου φέρει και καφέ. Πολύ και, το βασικότερο, καλό καφέ».

«Μάλιστα, κύριε αντιστράτηγε».

Η πόρτα έκλεισε και ο Ζαλάν έμεινε μόνος του, για λίγο, να συλλογίζεται τι είχε δει στον ύπνο του.

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading