,

Η καλή μου η μανούλα

“Έλα, σήκω! Μεσημέριασε!”

Ρε παιδί μου, όσα χρόνια κι αν περάσουν, αυτή η γυναίκα δε σταματάει!

Ακόμα και τώρα που είμαστε στην καραντίνα, θα έρθει πάνω από το κεφάλι μου και θα φωνάζει “Μεσημέριασε! Δε θα βρεις κάνα καλό παιδί να νοικοκυρευτείς από το κρεβάτι!”.

Και θέλω τόσο πολύ να της πω “Πήγαινε δες τις εκπομπές σου κι άσε με!” αλλά σέβομαι τους μεγαλύτερους και το κυριότερο, φοβάμαι μην τυχόν έχει φασολάκια για μεσημεριανό!

Τι να κάνω… Σηκώνομαι! Κοιτάω το ρολόι… 09.00. Κλαίω λίγο αλλά το προσπερνώ. “Κάνε κι ένα καφεδάκι στη μανούλα τώρα που σηκώθηκες!”. Κλαίω λίγο ακόμα γιατί το βιονικό της μάτι βλέπει από το σαλόνι ότι ξαναξάπλωσα και θέλει να μου το βγάλει ξινό.

Της φτιάχνω ένα καφεδάκι. Περιποιημένο και με τις σωστές δοσολογίες. Στη σωστή κούπα γιατί αν δεν είναι η σωστή θα μου βγει από τη μύτη ο καφές! Της τον πήγα στο σαλόνι και αφού σηκώθηκα τόσο νωρίς, για μη εργάσιμη μέρα, λες να παλέψω με τις υποχρεώσεις μου. Αλλά όχι!

“Δε βάζεις κανένα πλυντήριο; Γέμισε το καλάθι!”.

Και έβαλα πλυντήριο! Όχι ένα! Τρία! Άλλο τα λευκά, άλλο τα σκούρα και άλλο τα χρωματιστά. Και δεν είναι μόνο το πλυντήριο. Είναι το άπλωμα… “Έλα ρε αγάπη! Πονούν τα χέρια μου σήμερα. Άπλωσέ τα!”.

Και θέλω τόσο πολύ να της πω ότι είναι από το πίου πίου στο candy crush, αλλά κρατιέμαι γιατί είναι μάνα μου!

Αλλά το καταπίνω και προχωράω… Ώρα για δουλειά! Ανοίγω τον υπολογιστή και ακούω “αγάπη μου, έχασα τα γυαλιά μου και δε βλέπω να κόψω τις πιπεριές για το μπριάμ! Και όπως θα έρχεσαι άναψε και τον θερμοσίφωνα, σε παρακαλώ!”.

Και ανάβω και τον θερμοσίφωνα και κόβω και τις πιπεριές. Και όχι μόνο… Κόβω και τα καρότα και τα κολοκύθια και τον μαϊντανό και τις πατάτες και τα κρεμμύδια. Τα έβαλα στο ταψί, αλατοπιπέρωσα, έβαλα λάδι και σάλτσα και τσουπ, έτοιμο το μπριάμ για το φούρνο!

Σκούπισα τα χέρια μου και μετά έπιασα τη σκούπα επειδή, την καλή μου τη μανούλα, την πονούσε το κεφάλι της και δεν μπορούσε να σκουπίσει. Βασικά ξεσκόνισα πρώτα και μετά σκούπισα. Σφουγγάρισα, έκανα και τα μπαλκόνια, κατέβασα τις κουρτίνες και σιδέρωσα.

Ο καφές μου έχει γίνει πιο κρύος πεθαίνεις και ο υπολογιστής είναι έτσι όπως τον άφησα πριν από τρεις ώρες. Εγώ ένα ράκος και η μαμά αραχτή στον καναπέ να βλέπει το ένα σίριαλ μετά το άλλο. Πίνοντας καφέ και το πίου πίου να μη σταματάει.

“Ρε κοριτσάκι μου, θες να κάνουμε λίγη γυμναστική γιατί έχω πιαστεί από τον καναπέ; Πρέπει να αλλάξουμε και καναπέ κάποια στιγμή!”.

Πέταξα την πετσέτα στο πάτωμα! “Μέχρι εδώ είναι μανούλα! Τέλος! Θέλω να πιω καφέ και να κάτσω στον υπολογιστή!”.

“Ε, βέβαια! Δεν κάνεις και τίποτα άλλο όλη μέρα! Μπροστά από έναν υπολογιστή είσαι και πίνεις καφέδες. Ανύπαντρη θα μείνεις και ανοικοκύρευτη. Άσε που θα παχύνεις μπροστά στον υπολογιστή όλη μέρα!”.

Και έκανα και γυμναστική! Μια ώρα… Καφέ δεν ήπια εννοείται! Έκανα ένα μπάνιο, έφτιαξα ένα χαμομήλι και έπεσα για ύπνο ώστε να κολλήσω τα κομμάτια μου.

Μετά από ούτε μια ώρα ακούω… “Σήκω πια! Νύχτωσε! Όλη μέρα κοιμάσαι! Πότε θα δουλέψεις; Πώς θα φτιάξεις την προίκα σου; Εγώ δε θα ζω αιώνια ώστε να σε μεγαλώνω… Σήκω είπα! Στέγνωσαν τα ρούχα και χρειάζομαι βοήθεια…”.

Δεν είναι δυνατόν! Όχι, δεν είναι… Γύρισα πλευρό και κουκουλώθηκα με το πάπλωμα.. Ένα κακό όνειρο είναι… Δεν μπορεί…

Κατερίνα Μοχράνη

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading