,

Η Μαρίνα και οι σύζυγοι της

Ο Βαγγέλης μπήκε στο σπίτι του. Τον υποδέχτηκε η μυρωδιά κοτόπουλου με τηγανητές πατάτες. Χαμογέλασε. Ήταν κουρασμένος, σχεδόν δέκα ώρες στην εταιρεία, πολύ καθισιό, αλλά ένα μίτινγκ που δεν έλεγε να τελειώσει, μετά πολλά έγγραφα για να συμπληρώσει. Το τελευταίο που ήθελε ήταν να γυρίσει σπίτι και να βρει χάλια φαγητό.
Αλλά ευτυχώς, η γυναικούλα του, η Μαρίνα, είχε προνοήσει. Ήταν παντρεμένοι μόλις δύο χρόνια, με τρεις μήνες σχέσης πρωτύτερα. Εκείνη σαράντα, αυτός κοντά στα πενήντα, ε, θέλανε να το επισπεύσουν. Τα χαμουρέματα και τα πρότζεκτ τύπου «μία βραδιά στο σπίτι σου και μία στο δικό μου» ή το «να δούμε πώς θα πάει και αποφασίζουμε» δεν ήταν του γούστου τους. Άλλωστε, μέσα στους τρεις μήνες φάνηκε πως ταίριαζαν μια χαρά απ’ όλες τις απόψεις. Τέλεια μαγείρισσα η Μαρίνα, άπαιχτη στο κρεβάτι -όχι ότι ο Βαγγέλης πήγαινε πίσω. Εκείνος έφερνε λεφτά με τη σέσουλα –τους πλήρωναν καλά στην εταιρεία. Και παιδί θα μπορούσαν να κάνουν, που λέει ο λόγος. Αυτό ήταν ίσως το μοναδικό που δεν ξεκαθάρισαν. Αφέθηκαν απλά να δημιουργήσουν το σπιτικό τους, να πηγαίνουν κάνα ταξιδάκι και να ευχαριστιόνται τη ζωή.
Άφησε το χαρτοφύλακά του, έλυσε τη γραβάτα του και έβγαλε το σακάκι. Βρήκε τη Μαρίνα να διαβάζει ένα περιοδικό, όσο ετοιμάζονταν τα φαγητά. Είχε μακριά μαύρα μαλλιά και πάντοτε την έβρισκες βαμμένη και περιποιημένη. Αγόραζε ακριβά ρούχα. Όταν τη γνώρισε ο Βαγγέλης σε ένα πάρτι, εκείνη έμοιαζε με μοντέλο που βγήκε από ταινία. Ούτε που του πήγε το μυαλό για την ηλικία της, δεν της φαινόταν. Και καλύτερα που φρόντιζε τόσο πολύ τον εαυτό της, διαπίστωσε αργότερα, στις γυναικείες τουαλέτες.
Η Μαρίνα σήκωσε το κεφάλι και του χαμογέλασε. Σηκώθηκε και τον πλησίασε. «Επιτέλους», είπε. Τον αγκάλιασε και τον φίλησε.
Αυτός έσφιξε τα μαλλιά της και της δάγκωσε το κάτω χείλος. Εκείνη δε διαμαρτυρήθηκε, παρά γεύτηκε το αίμα της και το έγλειψε, περνώντας λίγο και σε εκείνον.
Όμως, του Βαγγέλη δεν του άρεσε και την έσπρωξε και τη χαστούκισε. «Τι κάνεις, γαμώτο!»
Τον τέταρτο μήνα του γάμου τους αποδείχτηκε πως ο Βαγγέλης είχε κι άλλες προτιμήσεις. Το ακριβό αλκοόλ και το ξύλο. Έπινε πολύ και μεθούσε. Ισχυριζόταν πως το έκανε για να χαλαρώσει, όμως δεν χαλάρωνε. Αντίθετα, γινόταν βίαιος. Βέβαια, δε χρειαζόταν το ποτό για να σηκώσει χέρι πάνω της ή να τη βιάσει, αλλά το ποτό επιδείνωνε την κατάσταση.
Σταδιακά, η Μαρίνα απομονώθηκε στο σπίτι. Δεν εργαζόταν, βέβαια, τη σύνταξη του νεκρού στρατιωτικού συζύγου της έπαιρνε. Ούτε είχε πολλές φίλες. Ο Βαγγέλης πήγε το πράμα κι άλλα βήματα πιο κάτω: μπόρεσε να την κρατήσει, να την κλειδώσει, στους τέσσερις τοίχους σχεδόν εξ ολοκλήρου.
Η Μαρίνα οπισθοχώρησε και έμοιαζε σαν παιδί που πιάστηκε να κάνει αταξία. «Σ-συγγνώμη», είπε. «Νόμιζα ότι το ήθελες».
«Τι να θέλω, το αίμα σου;» Ο Βαγγέλης έφτυσε στο πάτωμα. «Να πάρει η ευχή, Μαρίνα!»
Εκείνη έπιασε ένα χαρτί κουζίνας και του το πρόσφερε.
Της χτύπησε το χέρι. «Δεν το θέλω». Κοίταξε προς το τηγάνι και την κατσαρόλα. «Πάω στο μπάνιο. Όταν βγω, να είναι έτοιμο το φαγητό. Κατάλαβες;»
«Ν-ναι».
Ο Βαγγέλης αποχώρισε.
Η Μαρίνα δεν έβαλε μπουκιά στο στόμα της από το βραδινό. Ένα ποτήρι νερό έφερνε από το ένα χέρι στο άλλο. Πού και πού κοιτούσε έξω από το παράθυρο, το νυχτερινό ουρανό. Δεν υπήρχε φεγγάρι, γιατί, αν και Ιούλιος μήνας, έβρεχε πολύ τις τελευταίες μέρες.
Ο Βαγγέλης, από την άλλη μεριά, έτρωγε λαίμαργα. Δύο σάντουιτς από την καφετέρια της εταιρείας είχε φάει, αλλά για έναν άντρα εκατό κιλά δεν αρκούσαν. Ο γιατρός του του έλεγε συχνά να προσέχει, δεν ήταν νέος πλέον. Αλλά ο Βαγγέλης είχε λεφτά και δεν θα καθόταν με πρασινάδες και σαλάτες. Απολάμβανε τα φαγητά του με τρία τέσσερα ποτήρια από το κρασί του και ευχαριστούσε την τύχη του που η Μαρίνα, εκτός από πιστή, ήξερε να τον απογειώνει.
Μερικές φορές, ο Βαγγέλης αναρωτιόταν πώς τα κατάφερνε εκείνη και διατηρούσε ένα τόσο εύρωστο κορμί χωρίς να τρώει επαρκώς. Γιατί η Μαρίνα ήταν ένα και εξήντα τρία σε ύψος, το οποίο φιλοξενούσε πενήντα δύο κιλά. Κι όμως, δεν έτρωγε, τουλάχιστον όχι όσο ήταν παρών ο Βαγγέλης.
Εν τέλει, αποφάσισε πως δεν τον ένοιαζε.
Όταν τέλειωσε το φαγητό, ήταν η ώρα να πάνε στο κρεβάτι. Η μονοκατοικία διέθετε δύο μπάνια, τζάκι, ένα τεράστιο σαλόνι, υπόγειο και τρία υπνοδωμάτια. Πήγαν στο πιο μικρό από τα δωμάτια –ποτέ δεν το έκαναν στο ίδιο δωμάτιο δύο συνεχόμενες φορές. Ήταν κάτι σαν παιχνίδι, για να μη βαρεθούν. Κατά καιρούς, προτιμούσαν και το μπάνιο με το σαλόνι, άσχετα αν δεν ήταν άνετα.
Όπως κάθε βράδυ, με το που έφτασε σε οργασμό εξαντλημένος, ο Βαγγέλης σηκώθηκε από πάνω της και την έδιωξε. «Πήγαινε να κοιμηθείς», της είπε.
Κι εκείνη, φυσικά, υπάκουγε. Σηκωνόταν γυμνή, με το σώμα της πληγιασμένο εδώ κι εκεί, και αποχωρούσε.
Πολλοί συνάδελφοι του Βαγγέλη, που είχαν δει τη Μαρίνα σε κάποια πάρτι της εταιρείας, αναρωτιούνταν πώς επιβίωνε αυτός ο γάμος.
Η Μαρίνα πήγε πρώτα στο μπάνιο και κλείδωσε την πόρτα. Μόρφασε, καθώς ένιωθε σπασμούς στην κοιλιά της. Την είχε γδάρει εκείνος σε μερικά σημεία, φαίνονταν κάτι σημάδια, αλλά δεν ήταν αυτό που την πείραζε.
Όχι. Αυτό που την ενοχλούσε ήταν οι πόνοι από την πίεση που ασκούσαν τα μωρά της. Ήταν έγκυος. Χαμογέλασε στο είδωλό της που διακρινόταν στον καθρέπτη, ένα γυναικείο πρόσωπο με ξεραμένα καφέ αίματα να το λεκιάζουν –ο Βαγγέλης είχε ορέξεις σήμερα. Τα μάζεψε με την παλάμη της και
(Τα μωρά μου. Πρέπει να τα ταΐσω.)
τα κατάπιε. Αλλά δεν αρκούσαν μερικές σταγόνες. Χρειαζόταν πιο πολύ φαΐ.
Έτσι, άφησε
(Τον εαυτό μου, να ελευθερωθεί.)
τη φύση της να πάρει τα ηνία.
Ο Βαγγέλης δεν είχε καταφέρει να αποκοιμηθεί. Όταν άκουσε τα ελαφρά βήματα, ξύπνησε με πολύ κακή διάθεση. «Μαρίνα; Τι κάνεις, γαμώτο; Γιατί δεν κοιμάσαι;»
Ένα φύσημα ακούστηκε.
«Μαρίνα;» Περίμενε. Δεν πήρε απάντηση. Αντίθετα, οι παράξενοι ήχοι, σαν να έμπαινε αέρας από κάποιο ανοιχτό παράθυρο συνεχίζονταν, «Μαρίνα; Σταμάτα ό,τι κάνεις και γύρνα…»
Τότε είδε κάτι να ξεπροβάλει στο μισοσκότεινο διάδρομο. Ένα λεπτό κλαράκι, μαύρο. Ύστερα, άλλο ένα. Κι άλλο.
«Τι στο καλό;»
Έπειτα, είδε κάτι πιο μεγάλο να εμφανίζεται. Τα μικρά κλαράκια ενώνονταν με αυτό το πράγμα, που ήταν μακρόστενο σαν κάθισμα μηχανής και κατέληγε στη μια του πλευρά σε κάτι στρογγυλό με κεραίες…
«Χριστέ μου», ψέλλισε ο Βαγγέλης, όταν άναψε το φως του δωματίου.
Μια αράχνη. Μια πολύ μεγάλη, αφύσικη αράχνη, με μαύρο τριχωτό σώμα. Μάτια σαν δύο καθρέφτες στοιχειωμένου σπιτιού. Ένα στόμα γεμάτο δόντια. Τα πόδια της έβγαιναν από τα πλαϊνά του κορμιού της σαν να της είχαν καρφώσει ακόντια.
Ο Βαγγέλης είχε παγώσει για μερικές στιγμές. Για κάποιον περίεργο λόγο… πίστευε…
(Δεν μπορεί να είναι δυνατόν!)
πως αυτό το τέρας ήταν η Μαρίνα.
Η αράχνη άνοιξε το στόμα της και μια λευκή κλωστή σαν ακτίνα φουτουριστικού όπλου τύλιξε τον Βαγγέλη, ο οποίος έκανε να φύγει. Αλλά όσο κι αν πάλεψε, όσο κι αν ανακάτεψε τα σεντόνια και έριξε το κομοδίνο, ο ιστός τυλίχτηκε γύρω του και τον μεταμόρφωσε σε μούμια.
Όταν ξύπνησε ο Βαγγέλης, πονούσε παντού. Το δέρμα του έκαιγε και η δύναμη στάλαζε από ο κορμί του. Έκανε να ουρλιάξει, αλλά δεν το μπόρεσε.
Άκουσε κάτι ρουφηχτούς ήχους.
Άρχισε να τρέμει, όσο η Μαρίνα κατάπινε τον στρατιωτικό, έναν από τους νεκρούς άντρες της που τους φυλούσε στο υπόγειο. Ήταν όλοι όπως ο Βαγγέλης: κάποτε ισχυροί, με πολλά λεφτά, αλλά βίαιοι. Τέτοιους ήθελε να ξεζουμίσει η Μαύρη Χήρα.

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading