Ο γιατρός το ‘χε πει ξεκάθαρα. Καμία προσπάθεια να σηκωθεί, τουλάχιστον τις επόμενες μέρες. Είχε χειροτερέψει. Τα πόδια του, πρησμένα ως το γόνα, του έκαναν τη ζωή χειρότερη. Το καροτσάκι δεν ήταν γι’ αυτόν. Αλλιώς είχε συνηθίσει, όχι καθηλωμένος. Κι αυτός να τα βάζει με εκείνη:
– Τί ήθελες και τον ρώτησες το γιατρό;
Όμως δεν έπαιρνε ποτέ ξεκάθαρη απάντηση από το στόμα της, τα τελευταία χρόνια. Δε θα έπαιρνε ούτε αυτή τη φορά…
Πάει καιρός που καθηλώθηκε. Για τα μάτια του κόσμου ήταν ο σακάτης, αυτός ο ανόητος που θέλησε ν’ αναμετρηθεί με τα στοιχειά της φύσης και έχασε. Ο αλαφροΐσκιωτος, που νόμιζε ότι πηδώντας τα ποτάμια, τους λόγκους και τις κορφές έβλεπε το χάρο κατάματα και πάντα του ξέφευγε. Κανείς δεν τόλμησε να τον ρωτήσει: “Τον είδες; Πώς είναι;” Μόνο τα παιδιά του χωριού έπαιρναν το θάρρος καμιά φορά, και του φώναζαν από τη δημοσιά, ποιήματα που μαθές τα σκάρωναν απ’ το σπίτι:
– Ε Ηρακλή, πώς είναι να γλιτώνεις απ’ το θεριστή;
Ποτέ του δεν ξέχασε μια από τις τελευταίες του αποστολές. Όσο κι αν ήθελε άλλωστε, η ψυχή κι ο νους του ακόμα πετούσε στις τελευταίες κορφές, πριν το μεγάλο ατύχημα. Εκεί που είχε μεγαλώσει. Στο χώμα και στο χορτάρι που πρωτοπερπάτησε μωρό παιδί. Το πρώτο της μάνας του…
Η γη να τρέμει κάτω απ’ τα πόδια του, ο άνεμος να φυσά μανιασμένα κι εκείνος να μη βλέπει μπροστά του, ούτε τα χέρια του όταν σήκωνε! Μα έλα που έπρεπε να βρει το χαμένο διαβάτη!
– Πώς στο διάβολο χάθηκε; Εδώ γύρω θα ‘ναι!
Όμως η τύχη του ‘κρυβε πικρό μαντάτο. Ο χαμένος ήταν θαμμένος μπρος του, ένα μέτρο κάτω απ’ το χιόνι…
Ποτέ του δεν το ξεπέρασε. Τις νύχτες ούρλιαζε ακαταλαβίστικα χτυπώντας το στρώμα σαν να εκδικείται τη φύση, που ‘θαψε τόσα παλικάρια, όλους γοητευμένους επισκέπτες της, άλλους στο γκρεμό, κάτου στη χαράδρα, άλλους θαμμένους στο χιόνι, στο διάβα του χρόνου… Όλους μπαμπέσικα τους έφαγε ο χάροντας, αν το καλοσκεφτείς. Μήπως δεν είχαν μάνα εκείνοι; Μήπως δεν είχαν γυναίκα να τους κλάψει; Εκεί, να θάβονται σαν τα αερικά, να μην υπάρχουν πια, να μην τους βρει ποτέ κανείς.
– Δε φταις εσύ Ηρακλή, να ‘χαν μυαλό, να στέλναν νιτερέσο πρώτα…
Του φώναζε πολλές φορές η γυναίκα του, σαν ξυπνούσε για τα καλά.
– Γυναίκα πάψε τέτοια λόγια να λες.
Σηκωνόταν, όσο μπορούσε, σακάτης άνδρας, άναβε την πίπα του και βαριαναστέναζε. Δεν πήγαινε άλλο. Δεν πήγαινε άλλο.
Η επόμενη μέρα γράφτηκε με μαύρα γράμματα για το χωριό. Γράμματα που έκαναν κρότο. Ως και στις ειδήσεις στην Αθήνα το ‘παιξαν: «Βουβό κλάμα για τη Γορτυνία. Έσβησε απότομα το άστρο του Ηρακλή Λύκα. Ο ήρωας εθελοντής διασώστης αυτοκτόνησε, χρησιμοποιώντας περίστροφο της οικογένειας, φυλαγμένο στο σπίτι του πατέρα του…»
***