Όταν γεννιόταν, ο ουρανός αρνιόταν να λάμψει. Λένε είναι κακό μεγάλο να γεννιέται παιδί μεσοπέλαγα, με μόνη συντροφιά το λυχναρόφωτο. Μα πόσα απ’ τα τόσα που λέγουνται, ήρθε ο καιρός ν’ αντικρίσει με τα μάτια του στη μάταιη ζωή του, δε λέγεται.
Αν ρωτήσεις τη θάλασσα να σου πει τα καμώματά της, θα πάρεις ένα σωρό απαντήσεις. Απάντηση για το πόσους έθαψε, κάτω απ’ τα ανεμοδιαταγμένα κύματα που ‘χει άλλες φορές για σκέπασμα κι άλλες για φέρετρο, δε θα σου δώσει. Πόσες τελευταίες ανάσες έπνιξε η γαλάζια γενειάδα της, σπάζοντας βάρκες και βαπόρια σαν φλοίδες; Πόσα αλμυροκαμμένα κορμιά ξέβρασε σε αλαργινές ακτές; Ή πόσες -μην κάνεις τάχα πως δεν ξέρεις- ξένοιαστες ψυχούλες είπε να στείλει στον πάτο της, πεσκέσι ενός ανίερου πολέμου που ποτέ δε διάλεξαν; Με τούτα και με τόσα άλλα καμώματά της, η θάλασσα είν’ ικανή να σε τρελάνει. Όπως τρελαίνει το δικό μας ξεκουτιασμένο μυαλό. Όπως τρελαίνει εμάς, τους λιγοστούς επιζώντες του δίχως τέλος δράματος, που ευχόμαστε κάθε πρωί στο χάραμα να ‘ταν όνειρο. Μην απορείς. Δράμα είναι ντε, να ‘σαι μοναχός, με μόνη ζωντανή εικόνα των πνιγμένων σου την κορνίζα τους. Θολή και σκουριασμένη. Όπως η θύμησή τους.
Στις πλάτες του νησιού, αχνοφαίνεται κατά το σούρουπο το παλιό πέρασμα. Αν στρίψεις κατά τη δημοσιά εμφανίζεται μπρος σου, κουβαλώντας θρύλους αιώνων. Μια στενή λωρίδα θάλασσας χωρίζει τους βράχους από τη νότια ακτή, ξεγελώντας αφελείς κι ονειροπόλους για το θανατικό που κρύβει στον πάτο της. Εφτά ναυτικά μίλια από την πρωτεύουσα κι όμως όσοι ξέρουν, προτιμούν να κάμουν τον κύκλο.
Βαθύ και ύπουλο, το διαολεμένο νερό του στενού επιφυλάσσει εκπλήξεις, σ’ όποιον με θάρρος πάει να το περάσει, μα την ξεμυαλισιά έχει ύπαρχο στο τιμόνι. Δίκαια το ‘παν οι παλιοί «στενό του Ξυλοφάγου». Στο πέραμα αυτό του νησιού δεν έχεις κάτι να δεις. Μόνο να νιώσεις: Αφρισμένα καθώς είναι, τα νερά ξεγελούν το μάτι τ’ ανθρώπου· πριν χαράξει, μοιάζουν ποταμός. Και τότε είναι που λες, θα κάμεις μια χαψιά την απόσταση, να κόψεις δρόμο κατά το πέλαγο. Μα οι αέρηδες δεν έχουν μορφή! Τυλιγμένοι στο πέπλο της αόρατης απεραντοσύνης τους, περιμένουν τον πρώτο άτυχο που θα τολμήσει να τους ξυπνήσει. Τον πρώτο φαιδρό της νύχτας, που θα πιστέψει ότι χωρά να περάσει το πλεούμενό του δίχως ν’ ανταριάσει τα νερά. Δίχως ν’ ανταριάσει τη μοίρα του. Γιατί, ό,τι ο νους τ’ ανθρώπου αμελήσει, πάντα θα υπάρχει το στοιχειό της φύσης να του το θυμίσει. Έτσι ‘ναι. Όταν πεις «εγώ μρέ δε φοβούμαι!» κάποιον τρόπο θα βρει η μάνα φύση να σε γονατίσει. Κι εκεί γονατιστός να αποδεχτείς τη ματαιότητα της αδυναμίας σου ν’ αποκριθείς στον κίνδυνο. Σαν σε προσευχή. Σαν σε κατάνυξη…
—