,

Ο γυψ – του γυπός

Γεια σου κούκλαααα! Τι κάνεις; Με λένε Μάκη. Αν θέλεις δέξου το αντ που σου έστειλα. Θα χαρώ να τα πούμε!!!!!!!!
Ο Μάκης περίμενε την απάντηση της κοπέλας. Της σέξι μελαχρινής, με τα μεγάλα γυαλιά ηλίου. Της γκόμενας που σε σχεδόν κάθε φωτογραφία της στο Facebook φορούσε όλο και λιγότερα ρούχα. Ήταν η εξηκοστή καλή γκόμενα που είχε βρει ο Μάκης στους πέντε μήνες που είχε ανοίξει το λογαριασμό του. Του έλεγαν εδώ και δυο χρόνια να το φτιάξει, αλλά αυτός δεν ήθελε. Έτρεχε με τη δουλειά και δεν είχε χρόνο.
«Έχει μουνάκια, Μάκη. Πάρα πολλά. Δεν θες μουνάκια;» του έλεγε ο Τόλης, ένας από τους κολλητούς του.
«Θέλω ρε, ’ντάξει. Απλά…»
«Άσε τις μαλακίες, Μάκη. Φτιάξε ΦουΜπου, να ξεστραβωθείς. Γίνεται χαμός».
«Τόσο πολύ;»
«Τα πετάνε όλα, μαλάκα. Όλα. Δεν κωλώνουν, για το ποιος βλέπει κλπ. Άσε που μάλλον αυτό τις φτιάχνει».

Τελικά, πείστηκε. Έκανε «φίλους» όσους ήδη ήξερε και μετά άρχισε να ψάχνει. Ευτυχώς, το Facebook είχε αντίστοιχη εφαρμογή -Αναζήτηση φίλων- και διευκόλυνε τη δουλειά του Μάκη.
Και ο Τόλης είχε δίκιο. Ο Μάκης νόμιζε ότι έκανε πλάκα, όμως τα γκομενάκια όντως δεν κώλωναν. Κάτι φωτό… Πολλές φωτό… Δεν το πίστευε. Αυτές έβγαιναν σχεδόν γυμνές! Αυτές που έψαχνε, γιατί υπήρχαν και οι άλλες, οι «αντικαυλωτικές θεούσες», όπως τις έλεγε.
Άρχισε να στέλνει αιτήματα φιλίας και μηνύματα. Όχι σήμερα, ούτε αύριο, αλλά χθες. Και πολύ το άργησα, σκεφτόταν. Όποτε έβρισκε χρόνο, έμπαινε στο Facebook και τσέκαρε φωτογραφίες, πάταγε Μου αρέσει και έψαχνε. Φίλες φίλων. Όποιες του πρότεινε το ίδιο το Facebook. Αμέτρητες επιλογές. Σχεδόν όπως και στην καθημερινή ζωή.
Μόνο που στην «κανονική» ζωή δεν τα πετάνε όλα. Όχι έτσι, γαμώτο. Αχ, τι έχανα τόσο καιρό!
Όμως, όπως είχε συμβεί πολλές φορές και στην καθημερινή ζωή, οι κοπέλες τον απέρριπταν. Σοβαρά τώρα; Άσε μας, ρε φίλε. Ή Να μου λείπει, ευχαριστώ. Ή Νοπ, σπάσε. Και άλλα παρεμφερή. Μερικές φορές, τον έβριζαν κιόλας. Δεν το καταλάβαινε. Δεν τους έλεγε κάτι κακό, γιατί αντιδρούσαν έτσι;
«Shit happens, man μου», του είπε ο Τόλης, όταν τον ρώτησε. «Οι περισσότερες είναι καριόλες. Το παίζουν δύσκολες. Ότι και καλά ψάχνουν για κάτι σοβαρό. Μαλακίες. Μη σπάζεσαι, συνέχισε. Κάποια θα γουστάρει να κάνετε παιχνίδι».
Αλλά έλα που δεν την έβρισκε αυτή την κάποια…

Τώρα η τηλεόραση ήταν ανοιχτή σε ένα παιχνίδι επιβίωσης που διεξαγόταν σε κάποιο τροπικό νησί στο εξωτερικό. Οι τύποι και οι τύπισσες, μαυρισμένοι από τον ήλιο, έχοντας χάσει κιλά, έτρεχαν, πηδούσαν κάτι εμπόδια, έλυναν γρίφους και έτρωγαν κάτι χορταρικά και έπιναν χυμούς από καρύδες… Αηδίες, σκεφτόταν ο Μάκης, αν και ο γυμναστής του ίσως να διαφωνούσε μαζί του.

Έλεγξε ξανά τα μηνύματά του, όταν άρχισαν οι διαφημίσεις.
Η τύπισσα είχε απαντήσει.
Εδώ είμαστε, σκέφτηκε ο Μάκης.
Αλλά παραξενεύτηκε από την απάντησή της.
Κρα-κρα, έγραφε. Κρα-κρα-κρααααααα
Ο Μάκης δεν καταλάβαινε, ήταν κάποιο αστείο αυτό;
Την ρώτησε σχετικά.
Του απάντησε αμέσως: Σοβαρά; Δεν ξέρεις; Δεν στο έχει πει καμιά από τις άλλες;
Ποιες άλλες κορίτσι μου;
Άστα αυτά. Ξέρω τι είσαι. Κι εκείνες ήξεραν και όσες θα έρθουν αργότερα θα ξέρουν.
Τι λες κούκλα;
Είσαι γύπας ρε μαλάκα. Αυτό είσαι. Άντε σπάσε όρνιο.

Ο Μάκης τσαντίστηκε. Την έβρισε κι αυτός. Της έστειλε πολλά μηνύματα.
Αυτή άλλη μια φορά του έστειλε. Απλά Κρα-κρα-κρα. Τίποτα άλλο.

Αυτό το βράδυ Παρασκευής τού βγήκε ξινό. Ο Μάκης δεν θυμόταν να είχε περάσει ξανά τόσο άσχημα τέτοια μέρα. Ακόμα και όταν τον έπρηζαν οι γονείς του για τα μαθήματα -πριν αποφασίσουν ότι δεν είχε νόημα όλο αυτό- δεν σπαζόταν. Ακόμα και όταν οι άλλες γκόμενες τον απέρριπταν δεν είχε χαλάσει τόσο πολύ η διάθεσή του.
Είσαι γύπας.
Πού κόλλαγε ο γύπας;
Δεν ήξερε. Αλλά δεν του άρεσε.
Μάλλον είναι τρελή, αναλογίστηκε.
Αλλά μετά σκέφτηκε: Τρελή, αλλά γκομενάρα, γαμώτο!

Είσαι.
Γύπας.
Όρνιο.

Το έφερε από δω, το πήγε από κει, αλλά άκρη δεν έβγαλε. Απ’ όσο θυμόταν από το χωριό που είχε μεγαλώσει, οι γύπες ήταν κάτι άσχημα πουλιά που έτρωγαν ψοφίμια. Ο πατέρας του δεν τα πήγαινε καθόλου. Κανείς στο χωριό δεν τα γούσταρε. Είχαν τύχει φορές όπου, ενώ κάποιος είχε σκοτώσει ένα κουνέλι ή καμιά μπεκάτσα, πριν προλάβει να το πάρει, εμφανίζονταν δυο τρεις γύπες και ορμούσαν.
«Μυρίζονται το νεκρό κρέας, τα μαλακισμένα», έλεγε ο πατέρας του. «Γαμώ το κερατάκι τους! Σπασαρχίδικα πουλιά».

Και τώρα αυτή η γκομενάρα μού λέει πως είμαι σαν αυτά τα κωλόπουλα;

Κοίταξε το ρολόι του. Η ώρα είχε πάει δώδεκα. Ήθελε να στείλει στον Τόλη ή σε κάποιον από τους (γύπες; είμαστε όλοι γύπες;) άλλους, όμως δεν ήθελε να τους ενοχλήσει. Θα τους ρωτούσε αργότερα, το μεσημέρι ή το απόγευμα.

Έκλεισε την τηλεόραση όταν είδε ποιος έφυγε από το παιχνίδι και τι φαΐ κέρδισε η ομάδα που επικράτησε. Πήγε στο μπάνιο, έκανε ντους και έπλυνε τα δόντια του. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Είδε έναν τύπο ύψους ένα και ογδόντα πέντε και ενενήντα πέντε κιλών, με γένια, γυμνασμένους μύες και καφετιά μάτια.
«Εμένα είπε γύπα». Γέλασε και έσαξε τα μαλλιά του. «Είναι τρελή, σίγουρα».

Τότε σκέφτηκε κάτι άλλο. Η τύπισσα δεν τον είχε δει από κοντά. Καμία από όσες είχε στείλει μήνυμα δεν τον είχε δει face to face. Ίσως αυτό να έφταιγε.
Ναι, αλλά και πολλές από όσες με είδαν με απέρριψαν.
Είσαι γύπας.
Όρνιο.
Κρα-κρα.
«Δεν πα να γαμηθούν».

Πήγε για ύπνο.

Το πρωί ο Μάκης ξύπνησε πριν κουδουνίσει το κινητό του. Το συνεργείο έπιανε δουλειά από τις εφτά. Αυτός συνήθως ξυπνούσε στις έξι και δέκα, ετοιμαζόταν, έτρωγε ένα τοστ ή κάνα σάντουιτς και έφευγε. Έπαιρνε καφέ από ένα μικρό μαγαζί –που εννοείται πως το είχε μια γκομενάρα- και έφτανε στις εφτά παρά τέταρτο ή εφτά ακριβώς, ανάλογα τους πελάτες και την κίνηση στο δρόμο.
Σηκώθηκε και πήγε στο μπάνιο.
Αυτό ήθελε να κάνει, αλλά βρέθηκε φαρδύς πλατύς στο πάτωμα. Και ούρλιαζε. Πολύ ούρλιαζε. Πολύ…
Όχι, δεν ούρλιαζε.
Έκρωζε.
Κοιτούσε γύρω του. Μύριζε. Οι αισθήσεις του είχαν αλλάξει. Κάπως. Ειδικά η όσφρηση.
Έκανε να ανοίξει την πόρτα, αλλά είδε πως δεν είχε χέρια. Είχε φτερά. Πούπουλα. Μαύρα πούπουλα. Και τα πόδια του ήταν λεπτά και σαν ξεφλουδισμένο ξύλο, γεμάτο μύκητες.
Ένιωθε να πνίγεται, να ζαλίζεται.

Ο Μάκης άπλωσε τα… τα φτερά του και, με κόπο, κατάφερε να ανοίξει την μπαλκονόπορτα. Βγήκε έξω και κρατήθηκε από το κάγκελο.
Ω Θεέ, πώς μύριζαν έτσι όλα;
Πώς μύριζε έτσι ο κόσμος;
Όμως, το αεράκι της μέρας που γεννιόταν τον αναζωογόνησε.
Αλλά έφερε ακόμα περισσότερες μυρωδιές.
Ο Μάκης πείνασε.

Ξέρω τι είσαι, θυμήθηκε ξαφνικά.
Γύπας. Είσαι γύπας.
Αυτό είμαι; Αυτό είμαι;
ΑΥΤΟ ΕΙΜΑΙ;

Ο Μάκης έκρωξε. Ξανά και ξανά.
ΚΡΑ-ΚΡΑ-ΚΡΑ-ΚΡΑΑΑΑΑΑΑ!

Ναι, αυτό είμαι. Είμαι γύπας. Είμαι, γύπας, μουνάκια. Και το ξέρετε αυτό, έτσι δεν είναι; Είμαι γύπας και έρχομαι για εσάς.

Ο Μάκης ξέσφιξε τα πόδια πτηνού που είχε πλέον και αφέθηκε στο κενό.
Ακολούθησε την μυρωδιά που του τυραννούσε το μυαλό πιο πολύ απ’ όλες.
Τη μυρωδιά της τρελής γκομενάρας.
Της πρώτης από τις πολλές που είχε σκοπό να επισκεφτεί –θυμόταν μια χαρά πού έμενε η κάθε μία που είχε βρει στο Facebook, κι όχι μόνο. Θα τις κυνηγούσε όλες τους. Όσες είχε δει και όσες δεν ήξερε καν. Του μύριζαν όλες τους, γαμώτο. Όλες, ακόμα και οι αντικαυλωτικές θεούσες.

Εκείνο το πρωινό πολλοί τον είδαν να πετάει, αλλά, ειλικρινά, κανείς κάτοικος της Αθήνας δεν θυμόταν να είχε δει ξανά τόσο μεγάλο γύπα. Κάποιοι ανησύχησαν. Πίστεψαν πως μπορεί να εμφανίζονταν κι άλλοι τέτοιοι γύπες.

Τάκης Κομνηνός

————————————-

*Γύπας: ιερακόμορφο πτηνό που τρέφεται κυρίως με άρρωστα ή νεκρά ζώα. Στην αργκό, ένας άντρας αποκαλείται «γύπας» όταν φλερτάρει τρόπον τινά ‘άτσαλα’ και ασύστολα.
Το κείμενο έχει χιουμοριστικό χαρακτήρα.

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading