,

Ο θείος μου, ο Νίκος

Πάντα ήθελα να γράψω για το… σόι μου. Μεγάλο, αλλά σχεδόν άγνωστο για μένα. Όχι γιατί υπήρχαν μίση και πάθη, αλλά λόγω διαφορά ηλικίας. Έξι αδέλφια η μάνα μου. Τα τρία πρώτα από την ίδια μάνα, τα επόμενα τρία από τη δεύτερη γυναίκα, την μητριά, που έκανε τη ζωή μαρτύριο στα ορφανά μητρός, ανάμεσά τους η μικρότερη, η μάνα μου. Επτά αδέλφια ο πατέρας μου, πάλι το στερνοπούλι ο ίδιος, αφού εγώ τον αδελφό του τον πρεσβύτερο τον έλεγα παππού. Κατέληξα να έχω ξαδέλφια πολύ μεγαλύτερά μου και… εγγόνια -πώς να τα πω, δευτερανίψια; από τα παιδιά τους, σχεδόν συνομήλικά μου. Με παίρνουν τηλέφωνο, μου λένε έλα γιαγιά θα στείλεις κάνα χαρτζιλίκι και γελάμε! Πόσο ακόμα να ζούσαν οι πρόγονοί μου για να προλάβουν να με γνωρίσουν; Άσε που για να τους θυμάμαι κιόλας, θα έπρεπε να περάσουν τα έτη του Μαθουσαλίξ!

Πέρα από αυτό το χρονικό μπάχαλο με τους παλιούς να έχουν όλοι φύγει, έντονα θυμάμαι τον θείο Νίκο. Η μάνα μου και η αδελφής της, μαζί κατέβηκαν από την Ορεστιάδα στην Αθήνα. Η θεία μου, η Χρυσούλα, έχοντας περάσει πολιομυελίτιδα μικρή, αδύναμη αρκετά για να δουλέψει, αλλά όσα χρόνια τη θυμάμαι, σαν το σκυλί μες το σπίτι. Αν δεν ήξερα τι είχε βιώσει, θα έλεγα πως αφοσιώθηκε στα οικιακά γιατί εκεί έδινε όλο της τον εαυτό.

Στην πρωτεύουσα γνώρισε με προξενιό και παντρεύτηκε πολύ πριν γεννηθώ εγώ, τον άνδρα της και θείο μου. Έναν καταπληκτικό άνθρωπο, αλλά με πρόβλημα υγείας. Μεσογειακή αναιμία που του είχε προκαλέσει στο ένα χέρι τα δάκτυλα μόνιμα διπλωμένα. Επιπλέον κούτσαινε και κουραζόταν σχετικά εύκολα. Χώρια οι συχνές μεταγγίσεις. Αυτό όμως δεν τον σταμάταγε, όπου πηγαίνανε εκδρομές ημερήσιες ή ολιγοήμερες οι δικοί μου, πάντα οι θείοι μαζί, περήφανος με την πατερίτσα του και την πολύτιμη βοήθεια της γυναίκας του. Θυμάμαι του είχαν δώσει άδεια περιπτέρου και δούλευε εκεί τα πρωινά. Παιδί δεν κάναν ποτέ, δεν μπορούσαν, αν και η μάνα μου είχε τάξει στην αδελφή της, πως αν έκανε ποτέ δίδυμα θα της έδινε το ένα. Δεν τα κατάφερε κι αυτή, μετά από επτά αποβολές, έβγαλε εμένα το λαχείο! Φυσικά με είχαν σαν δική τους κόρη. Έμενα μαζί τους τα Σαββατοκύριακα, σα διακοπές τα βίωνα κι ας κουβάλαγα κι όλα μου τα βιβλία και ας με κλείνανε σε ένα δωμάτιο μέχρι να μάθω την προπαίδεια. Πήγαινα στην αγορά της Καλλιθέας με τη θεία μου, γι’ αυτό ζούσα τα πρωινά του Σαββάτου, κρυφόπινα και λίγο ελληνικό από τον δικό της. Τα καλοκαιρινά απογεύματα καθόμουν με τον θείο μου τον Νίκο στο μπαλκόνι, σφυρίζαμε στα καναρίνια τους και χαζεύαμε τον κόσμο. Τον χειμώνα μου μίλαγε για τις ταινίες που είχε δει ή αυτές που θα βλέπαμε μαζί τρώγοντας γαριδάκια! Πόντιος στην καταγωγή, είχε μάθει η θεία μου την κουζίνα τους από την πεθερά της. Το αποτέλεσμα ήταν να συμπληρώνουν το μενού με τα θρακιώτικα που ήξερε η ίδια και να μοσχομυρίζει η πολυκατοικία από την είσοδο! Πισία και σαρμά στο ίδιο τραπέζι δε νομίζω να είχε γευτεί κανείς ποτέ, τύφλα να έχει το νέκταρ των θεών! Πολυπληθή τραπεζώματα, μαζώξεις στις γιορτές, πάντα ανυπομονούσα να πάω στο επόμενο κάλεσμά τους.

Ξαφνικά ο θείος μου αρρώστησε. Στην αρχή δεν τρόμαξα, γιατί λόγω της ευαισθησίας του είχε περάσει αρκετές φορές πάνω κάτω με την υγεία του. Είδα όμως πως όλοι παραήταν, για πρώτη φορά, σοβαροί και κυρίως κατέπεσε ο ίδιος. Ένας άνθρωπος γεμάτος ζωή, ήταν πια μόνιμα καθισμένος στην πολυθρόνα του βλέποντας τηλεόραση. Και το χειρότερο όλων δεν με αφήνανε να τον φιλάω όταν τον χαιρετούσα φεύγοντας, για να μην κολλήσω! Εκεί είναι που πραγματικά ζορίστηκα, ένα κρύωμα έλεγα θα είναι, πόσο χάλια θα γίνω και μου το απαγορέψανε! Γιατί μες το παιδικό μου μυαλό, εγώ ήμουν σίγουρη πως ο θείος μου θα γίνει καλά όπως και τις άλλες φορές, οπότε πώς θα τον άφηνα χωρίς την εβδομαδιαία αγκαλιά; Έτσι όποτε δε με βλέπανε κι η θεία μου ξεπροβόδιζε τους γονείς μου στην πόρτα, εγώ ξέμενα πίσω και πατώντας στις μύτες, έτριζαν κι αυτά τα άτιμα τα ξύλινα πατώματα, του ‘σκαγα ένα φιλί στο μάγουλο. Θυμάμαι πως σχεδόν δάκρυζε, δεν είχα καταλάβει πως μπορεί να ήταν από συγκίνηση, έλεγα θα πονάει ο καημένος ο θείος μου και στεναχωριόμουν πιο πολύ.

Λίγο καιρό μετά τον χάσαμε! Στον επόμενο χρόνο είδα τη θεία μου να γερνά απότομα. Ένα μήνα είχα κάνει να την δω και τα μαλλιά της άσπρισαν! Μεγαλώνοντας κατάλαβα πια πως ήταν από τους πρώτους άτυχους που σε μια προγραμματισμένη μετάγγιση τού βάλαν αίμα μολυσμένο με τον ιό του Aids. Ίσως όντας ένας άνθρωπος βασανισμένος, δεν του είχε μείνει φωνή να διαμαρτυρηθεί, μπορεί να είχε ήδη συμβιβαστεί με το βραχύβιο της ύπαρξής του πολύ πριν από το μοιραίο γεγονός. Είχαν αποδεχτεί και αυτός και η θεία μου την τύχη τους αγόγγυστα, από την ώρα της γέννησής τους. Δε θα ξεχάσω ποτέ το ιδρωμένο βλέμμα του στο πεταχτό φιλί μου στο μάγουλό του, που τότε δεν μπορούσα να κατανοήσω. Δεν ξέρω για του άλλους, για μένα ήταν ήρωας! Από αυτούς τους καθημερινούς, που περνάμε δίπλα τους, που δεν τους δίνουμε σημασία και όμως έχουν παλέψει για τη ζωή τους! Έχουν ρουφήξει και τις πιο μικρές ανάσες ευτυχίας που δεν τους χαρίστηκαν, αλλά σχεδόν τις έκλεψαν μόνοι τους! Και φύγαν πολύ νωρίς. Οι ίδιοι μπορεί να το είχαν πάρει απόφαση, εγώ όμως θα ήθελα να είχα περισσότερο χρόνο μαζί τους, θα είχα κερδίσει, θα είχα δώσει πιο πολλά! Ακόμα νομίζω χρωστάω στο θείο Νίκο το αποχαιρετιστήριο σφιχταγκάλιασμα…

Μαρίτσα Καρά

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading