,

Ραπουνζέλ

«Τι έχεις μικρή μου;» ρώτησε η Αμάντα.

«Μμμ;» αποκρίθηκε αφηρημένα η Ιζαμπέλ.

«Τι έχεις; Τι σκέφτεσαι;» ξαναρώτησε η Αμάντα.

«Σκέφτομαι, μαμά…»

«Τι; Μίλα μου! Αυτό δεν είναι το πρόσωπο μιας κοπέλας που πρόκειται να παντρευτεί τον έρωτα της ζωής της σε λιγότερο από τρεις ώρες! Τι συμβαίνει;»

«Όχι… Είναι το πρόσωπο μιας κοπέλας που θα παντρευτεί τον δεύτερο μεγάλο της έρωτα. Και δεν ξέρω αν είναι σωστό αυτό. Είχα χρόνια να σκεφτώ αυτόν τον άνθρωπο και σήμερα δεν μπορώ να τον βγάλω από το μυαλό μου. Τι μου συμβαίνει, μαμά;» είπε η Ιζαμπέλ.

«Ξέρω τι περνάς. Το έχω περάσει κι εγώ…» απάντησε η Αμάντα. «Βλέπεις, ο πατέρας σου ήταν ο άνδρας που τελικά αγάπησα περισσότερο, μα δεν ήταν ο πρώτος άνδρας στην καρδιά μου… Υπήρξε στα φοιτητικά μου χρόνια, κάποιος άλλος. Ένας ανεκπλήρωτος, μα πολύ πολύ δυνατός έρωτας.»

«Τι εννοείς; Πες τα μου όλα!»

«Είναι μεγάλη ιστορία και δεν έχουμε πολύ χρόνο. Θα σου διαβάσω ένα γράμμα που έχω πάντα μέσα στο πορτοφόλι μου και νομίζω θα καταλάβεις πολλά. Φέρε μου σε παρακαλώ την τσάντα μου.»

«Ορίστε!» είπε η Ιζαμπέλ δίνοντας την τσάντα στην μητέρα της.

«Λοιπόν… Έχουμε και λέμε: Νοσταλγώ τις μέρες εκείνες που μπορούσα απροκάλυπτα να σε κοιτώ, διότι κοιτούσαμε – υποτίθεται – στην ίδια κατεύθυνση. Εσύ κοιτούσες εκεί που έπρεπε κι εγώ εσένα. Θυμάμαι και τις άλλες φορές που κατάφερνα να κάθομαι δίπλα σου και προσπαθούσα ν’ αναπνεύσω τον αέρα που ανάσαινες. Σε εκρήξεις τόλμης σε άγγιζα∙ είτε κατά λάθος είτε βρίσκοντας αφορμές. Σου έστριβα τα τσιγάρα για να νιώθω πως έχεις κάτι από μένα. Το φιλτράκι που είχα πριν λίγο στα χείλη μου, το ακουμπούσαν τα δικά σου κι έτσι σε φιλούσα. Μυστικά… Κρυφά… Δειλά…

Κάποτε κατάφερα και κέρδισα την θέση δίπλα σου. Επάξια κατ’ εμέ. Μόχθησα γι’ αυτήν την θέση. Εγώ και μόνον εγώ έπρεπε να κάθομαι δίπλα σου, να μυρίζω τα μαλλιά σου, να ακούω την φωνή σου ή να σε βλέπω να παίζεις ανόητα παιχνίδια στο κινητό σου. Περίμενα πώς και πώς τις στιγμές που θα μέναμε μόνο εγώ κι εσύ. Δυστυχώς ήταν λίγες. Και περισσότερες να ήταν, πάλι λίγες θα μου ήταν, το ξέρω. Δεν μου έφτανες. Και πώς να μου φτάσεις, άλλωστε;

Νοσταλγώ τις μέρες που μπορούσα να κοιτάζω ανάμεσα στο πλήθος τα δικά σου μάτια, την ώρα που έλεγα κάποιο σόκιν ανέκδοτο ή όταν μιλούσες εσύ στην παρέα. Είναι τέτοια τα μάτια σου, που φωτίζονται διαφορετικά όταν γελάς, όταν στενοχωριέσαι, όταν θυμώνεις. Είναι τέτοια τα μάτια σου, που κάνουν ανεπανόρθωτη ζημιά σε όποιον τα κοιτάξει λίγο καλύτερα. Α, ναι! Νοσταλγώ τις μέρες που δεν μπορούσα να σε δω και χάζευα τις φωτογραφίες σου. Καθόμουν ώρες ατέλειωτες να τις κοιτάζω.

Μου λείπει μέχρι και η μέρα που είχα κερδίσει δείπνο για δύο άτομα και σε περίμενα τρεις ώρες να έρθεις. Δεν πίστευα ποτέ ότι θα περίμενα κάποιον τόσες ώρες. Είχα απίστευτα νεύρα γιατί είχες αργήσει πάρα πολύ, μα την στιγμή που σε είδα να ξεπροβάλλει η φιγούρα σου από μακριά, μου πέρασαν όλα. Και τι δεν θα ’δινα για να περνούσαμε παραπάνω χρόνο εκείνη την ημέρα. Ούτε τότε σε χόρτασα. Ποτέ δεν σε χόρτασα…

Ή την φορά εκείνη, που ήρθες σπίτι μου για να κάνουμε την εργασία σου! Να ξέρεις ότι χάρηκα πάρα πολύ όταν έχασα το στοίχημα και έπρεπε να κάνω και την δική σου εργασία. Αυτό ήθελα εξαρχής. Ήμασταν δίπλα δίπλα, μέσα στο άγχος για να προλάβουμε την προθεσμία. Στην πραγματικότητα δεν με ένοιαζε η προθεσμία. Πόσο θα ήθελα να είχα παραπάνω κότσια τότε. Να τολμούσα να σου μιλήσω. Τώρα ξέρω ότι εκείνη ήταν η κατάλληλη στιγμή. Μα τώρα ξέρω πολύ καλά πως είναι αργά.

Αυτό που μου λείπει περισσότερο όμως, ξέρεις ποιο είναι; Που με έλεγες Ραπουνζέλ. Δεν αφήνω άλλον να με λέει έτσι. Κάποιοι επιμένουν και το λένε, μα εγώ ακούω μονάχα την δική σου φωνή σε αυτήν την προσφώνηση, κανέναν άλλο.

Το ξέρω και για σένα έχω την εντύπωση πως δεν είναι κρυφό, πως δεν σε ξεπέρασα ποτέ τελείως. Κι αυτό γιατί, ό,τι κι αν ήταν αυτό που υπήρξε μεταξύ μας, έχει μείνει ανολοκλήρωτο. Μπορώ όμως να ζω με αυτό. Δεν με πειράζει τόσο. Το μόνο που θέλω είναι να είμαι στην ζωή σου, να μαθαίνω τα νέα σου, να ξέρω ότι ευτυχείς. Αυτό με ενδιαφέρει πάνω απ’ όλα, να είσαι καλά!

Με αγάπη,

Η Ραπουνζέλ σου»

«Μαμά, δεν είχα ιδέα…» αποκρίθηκε ξέπνοα η Ιζαμπέλ. «Ο μπαμπάς ξέρει γι’ αυτόν; Έχετε ακόμα επαφές;»

«Όχι, μικρή μου. Δεν υπήρχε λόγος ο πατέρας σου να μάθει κάτι. Θα τον στενοχωρούσε και δεν του άξιζε. Και όχι, με τον Τζάκσον δεν έχουμε πια επαφές. Παντρεύτηκε βλέπεις, παντρεύτηκα κι εγώ και χαθήκαμε.»

«Γιατί δεν του έδωσες ποτέ αυτό το γράμμα;» ρώτησε.

«Γιατί το έγραψα λίγες ώρες πριν παντρευτώ. Και ήξερα πως εάν πήγαινα να τον βρω και να του δώσω αυτό το γράμμα, πιθανότατα να τίναζα τα πάντα στον αέρα. Κι αυτό ήταν επίφοβο για έναν και μόνο λόγο, με τον Τζάκσον δεν ήμουν ποτέ σίγουρη πού πατούσα. Ήταν όλα αβέβαια μαζί του. Τρομακτικά…»

«Αν μπορούσες να γυρίσεις πίσω στον χρόνο, θα του έδινες το γράμμα;» ξαναρώτησε η Ιζαμπέλ.

«Δεν έχω ιδέα, μικρή μου… Θα ήθελα όσο τίποτα άλλο να ζήσω ό,τι θα μου επιφύλασσε η μοίρα με τον Τζάκσον. Μα από την άλλη δεν θα είχα εσένα κι αυτό θα ήταν τελικά η μεγαλύτερη απώλεια για μένα. Αν κάποιος θα μπορούσε να μου εγγυηθεί πως θα αποκτούσα εσένα, άσχετα με το ποιος θα ήταν ο πατέρας σου, ναι, θα γυρνούσα αμέσως τον χρόνο πίσω.» είπε η Αμάντα χαϊδεύοντας αφηρημένα τα μαλλιά της. «Τέλος πάντων, μικρή μου. Το θέμα μας είναι πως τελικά, καλούμαστε να κάνουμε κάποιες επιλογές και κάποιες υποχωρήσεις. Κάποιες φορές βγαίνουν σε καλό και κάποιες όχι. Ακολούθα το ένστικτό σου. Αν θέλεις να παντρευτείς τον Μπράιαν, κάν’ το! Δεν θέλεις; Δεν πειράζει, δεν χάθηκε κι ο κόσμος! Αρκεί εσύ να είσαι καλά.»

«Θέλω μετά από αυτόν τον γάμο, να ψάξεις και να βρεις αυτόν τον Τζάκσον και να του δώσεις το γράμμα. Υποσχέσου μου!» είπε η Ιζαμπέλ μετά από λίγες στιγμές.

«Μετά από τόσα χρόνια δεν έχει πια αξία, αγάπη μου…»

«Έχει μαμά, έχει! Σε παρακαλώ, κάνε μου αυτήν την χάρη, ναι;»

«Εντάξει, μικρή μου.» απάντησε χαμογελώντας η Αμάντα. «Πάμε τώρα;»

«Πάμε…»

Νίκη Τσακίρη

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading