,

Το κρίμα

Πρώτα μύρισε την στάχτη και μετά άκουσε αυτό το εφιαλτικό κριτς – κριτς της φωτιάς, που αδηφάγα καταπίνει τα πάντα. Όχι πάλι! Η κυρά Βάσω πλησίασε κούτσα – κούτσα με το πι στο παραθυράκι της έντρομη και τότε είδε το μαύρο πυκνό σύννεφο.

Το διπλανό σπίτι, της κόρης της, είχε αρπάξει ολόκληρο και οι φλόγες είχαν φτάσει στην αυλή της. «Το παιδί! Χριστέ μου το παιδί!» ούρλιαξε. Αλλά, ευτυχώς, είδε τον δεκαοχτάχρονο εγγονό της έξω, σώο και αβλαβή, να πολεμάει με το λάστιχο που έριχνε λιγοστό νερό μάταια.

Το κίτρινο τέρας είχε φτάσει πελώριο ως τα κεραμίδια. Το σπίτι που είχε δώσει προίκα στην κόρη της, εκείνο που είχαν κάνει το σκατό τους παξιμάδι για να το χτίσουν με τον άντρα της, έγινε αποκαΐδια σε λιγότερο από δέκα λεπτά. Ήταν η δεύτερη φορά που συνέβαινε αυτό στην οικογένεια της.

Η τρίτη σίγουρα θα ήταν και φαρμακερή. Με νεκρούς. Όπως τότε που έδωσε την κατάρα. Και γυρνούσε πάνω της συνεχώς. Την πρώτη φορά πριν δεκατρία χρόνια δεν το είχε βιώσει από κοντά. Παραθέριζε με τον άντρα της τον Κωστή στην Μυτιλήνη. Όταν γύρισαν, αντίκρισε τις κουρτίνες διαφορετικές, το χρώμα των τοίχων ήταν άλλο και κάποια έπιπλα είχαν αντικατασταθεί.

Τότε η μικρότερη της κόρη ομολόγησε ότι είχε ανάψει το γκάζι να τηγανίσει πατάτες στον αδερφό της που θα γυρνούσε απ’ τη δουλειά, αλλά είχαν πιάσει το κους – κους με την άλλη, την μεγάλη της κόρη στην αυλή και ξέχασαν την μπουκάλα ανοιχτή. Το κουζινάκι της λαμπάδιασε αμέσως. Οι δυο γιοι της βάλθηκαν να ξαναφτιάξουν την κουζίνα απ’ την αρχή, όσο η κυρά Βάσω με τον Κωστή έκαναν τις διακοπές που δικαιούνταν ως συνταξιούχοι.

Οι κόρες της πέταξαν τη γκαζιέρα και της αγόρασαν καινούρια κουζίνα, πιο ασφαλή. Τι ειρωνία… Από τηγάνι με πατάτες ξεκίνησε και τούτη η φωτιά καθώς άκουσε τον εγγονό της να λέει στους πυροσβέστες. Από ηλεκτρικό μάτι κουζίνας αυτή τη φορά, αλλά το ίδιο επικίνδυνο τελικά. Κι εκείνη, τότε, πατάτες ήθελε να τηγανίσει… Εκείνη που δολοφόνησε με την σκέψη της. Σώπα, Βάσω, σώπα ήτανε λόγια της στιγμής… Όχι δεν μπορώ να σιωπήσω άλλο! Ήτανε λόγια ειπωμένα με θυμό που έγιναν κατάρα! Πρέπει να ζητήσω συγχώρεση αλλιώς…  Αλλιώς η φωτιά θα ξανάρθει και δεν θα σταματήσει μόνο στο να φάει ένα σπίτι. Θα μου φάει την οικογένεια.

Αφού έφυγαν οι πυροσβέστες, πλησίασε με το πι την κόρη της και την εγγονή της που μάζευαν γυαλιά κι αποκαΐδια με δάκρυα στα μάτια. «Έλα μαμά, κουράγιο. Τα σπίτια ξαναγίνονται. Θα πάμε να μείνουμε στου μπαμπά με τον μικρό, εσύ θα μείνεις στης γιαγιάς και κάπως θα βολευτούμε μέχρι να το ξαναφτιάξουμε» είπε η εγγονή της. Να κι ένα καλό που είχε αυτό το διαζύγιο, τα παιδιά είχαν το σπίτι του πατέρα τους να μείνουν. Κι ο γαμπρός της  όπως είχε χτίσει το δικό του σπίτι, έτσι θα βοηθούσε να ξαναφτιαχτεί το σπίτι της κόρης της. Γιατί παρά το διαζύγιο, την αγαπούσε ακόμα. Η κυρά Βάσω το γνώριζε. Όπως γνώριζε ότι έπρεπε τώρα κιόλας να πάει στο νεκροταφείο να ζητήσει συγχώρεση από κείνη. Το κρίμα έπρεπε να βγει από το λαιμό της.

«Εγώ φταίω, γιαγιά» είπε ο εγγονός της με κόκκινα μάτια.

«Όχι παλικάρι μου, η μόνη υπαίτια είμαι εγώ. Καθίστε σιμά μου γιατί πρέπει να σας πω. Για να μην ξαναγίνει» είπε η κυρα Βάσω κι η κόρη με τα εγγόνια της την κοίταξαν με απορία.

«Ο παππούς Κωστής με τα χρήματα που μάζεψε στα ανθρακωρυχεία του Βελγίου, αγόρασε τούτο το οικόπεδο και λογαριάσαμε να φτιάξουμε ένα σπίτι για την Αννιώ, ένα για σένα, Αγαπία και το μεσαίο να το κληροδοτήσουμε στον Μιχάλη και τον Στρατή. Όταν ήρθαμε εδώ να μείνουμε βέβαια δεν λογαριάσαμε ότι οι γείτονες ήντουσαν από μεγάλο τζάκι και τα’ χαν βάλει μαζί μας γιατί θα τους κόβαμε τη θέα στον κάμπο. Ποιον κάμπο δηλαδή, τούτο το χωράφι με τα φίδια και τους αρουραίους που είναι ξεχασμένο απ’ το Θεό, αλλά τελος πάντων.

Η κυρά Κατερίνα, η Αρχόντισσα, όπως την λέγαμε κοροϊδευτικά μεταξύ μας με τον πατέρα σου,  κάθε τρεις και λίγο μας έφερνε την αστυνομία για ψύλλου πήδημα. Την περίοδο που σηκώναμε το σπίτι της Αννιώς είχε λυσσάξει. Και βρήκε τρόπο να μας κάνει ζημιά. Δεν είχαμε άδεια από την πολεοδομία για να σηκώσουμε όροφο, βλέπεις. Κι έφερε τις μπουλντόζες και… Και το βλέπαμε με τον Κωστή να το γκρεμίζουν, χωρίς να μπορώ να κάνω κάτι. Ήταν ο κόπος μας, τα χρήματα που είχαμε μαζέψει με τόσες δυσκολίες όλα αυτά τα χρόνια. Ο πατέρας σου έβγαλε καρκίνο στους πνεύμονες για να γίνουν αυτά τα σπίτια. Κι η κακούργα μας κάρφωσε και το διέλυσαν. Εκείνη την μέρα ευχήθηκα με όλη την δύναμη της ψυχής μου, όπως καιγόμουν εγώ μέσα μου έτσι να καεί κι εκείνη. Ένα μήνα μετά την βρήκαν καμένη στο αποθηκάκι της. Είχε κατέβει να τηγανίσει πατάτες στην γκαζιέρα. Η μπουκάλα δεν είχε κλείσει καλά κι άρπαξε μονομιάς, όπως μάθαμε αργότερα απ’την κόρη της. Ακόμα θυμάμαι την μυρωδιά της καμένης σάρκας.

Μετάνιωσα για τα λόγια μου αλλά ήταν αργά. Η κατάρα μου είχε κάνει τη δουλειά της. Ο άντρας της δεν άντεξε το θέαμα και από τότε έχει χάσει τα λογικά του. Κανείς δεν το ήξερε το κρίμα μου, ούτε η Αννιώ κι έπρεπε, το ξέρω, να σας το πω τότε που ήρθε πρώτη φορά να μας επισκεφτεί η φωτιά. Το λέω τώρα για να μην ξανάρθει. Και θέλω να με πάτε στο νεκροταφείο να το πω και σε κείνη. Μου πήρε τόσα χρόνια κι ελπίζω να με συγχωρέσει…»

Η κυρα Βάσω δεν πήρε απάντηση απ’ το μνήμα αν συχωρέθηκε για το κρίμα της, όμως της έφυγε ένα βάρος. Κι όσα χρόνια έζησε αργότερα, η φωτιά δεν ξανάρθε. Κι η ψυχούλα της πέταξε ελαφρότερη, εκείνη την μέρα που ήρθε το ασθενοφόρο να την πάρει. Δεν ήθελε να τους ταλαιπωρήσει με νοσοκομεία, στάθηκε στα κεραμίδια και πέταξε πιο ψηλά κι απ’ τον πεύκο που είχε φυτεύσει ο αγαπημένος της Κωστής.

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading