Ο Άνταμ ήταν ξαπλωμένος και κοιτούσε το ταβάνι. Ήταν Σαββατόβραδο, περασμένες δέκα, αλλά μετά από τη φορτισμένη μέρα που πέρασε στο γραφείο του, δεν είχε καμία διάθεση να βγει έξω. Το δροσερό, καλοκαιρινό αεράκι, έμπαινε στο δωμάτιό του από τις μισάνοιχτες γρίλιες, μαζί με μερικές ακτίνες φωτός από τις λάμπες του δρόμου, που σχημάτιζαν λευκές γραμμές στο πάτωμα. Αγνόησε το κινητό του που δονούνταν δίπλα στο κεφάλι του −ήταν μία από τις πολλές κλήσεις των κολλητών του που προσπαθούσαν να τον πείσουν για κλάμπινγκ− κι έτριψε τα μάτια του. Ανακάθισε και κοίταξε γύρω του. Τα είχε βαρεθεί όλα αυτά. Δουλειά, σπίτι, έξω και κάθε μέρα τα ίδια με ελάχιστες διαφορές. Έκανε να σηκωθεί να ανάψει το φως, αλλά σταμάτησε. Του άρεσε το σκοτάδι κι απόψε ειδικά, ένιωθε πως το είχε ανάγκη. Ξάπλωσε ξανά και ακολούθησε με το βλέμμα του τη μία από τις λευκές γραμμές. Η άκρη της έφτανε μέχρι τη βιβλιοθήκη του. Οι ράχες μερικών βιβλίων του που είχαν ανάγλυφους τίτλους λαμπύριζαν μέσα στο σκοτάδι. Τα παρατήρησε για μερικές στιγμές, μέχρι να συνειδητοποιήσει τι ήταν αυτό που έβλεπε. Ένας ανάποδος χρυσός σταυρός… Δεν ήταν δυνατόν. Δεν είχε ποτέ τέτοιο βιβλίο κι ούτε ήθελε να έχει. Ανοιγόκλεισε πολλές φορές τα μάτια του και το περίεργο σύμβολο εξαφανίστηκε. Αναστέναξε ανακουφισμένος.

Το κινητό του δονήθηκε και πάλι. Κοίταξε την οθόνη. Απόρρητη κλήση. Πάτησε το πλήκτρο απόκρισης και το έβαλε στο αυτί του χωρίς να μιλήσει. Στην αρχή δεν μιλούσε κανείς. Στη συνέχεια όμως:

«Ωραίο το σκοτάδι… ε Άνταμ;», άκουσε μια ψιθυριστή φωνή. «Πολλές φορές όμως παίζει μαζί σου…»

Η γραμμή έκλεισε. Εκείνος πάγωσε στη θέση του και απόμεινε να κοιτάζει τη σβηστή οθόνη γι’ αρκετή ώρα.

«Θα τα πούμε αύριο…», μουρμούρισε τελικά νευριασμένος, πεπεισμένος πως οι φίλοι του, του έκαναν πλάκα.

Άφησε με δύναμη το κινητό στο κομοδίνο κι έκλεισε τα μάτια. Τα ξανάνοιξε όμως σχεδόν αμέσως, έχοντας την αίσθηση πως το έντονο βλέμμα κάποιου ήταν καρφωμένο πάνω του. Το δωμάτιο ήταν ακριβώς όπως το είχε αφήσει. Εκτός… Το βλέμμα του έπεσε στην άκρη μιας άλλης φωτεινής γραμμής. Εκείνη τερμάτιζε αριστερά από το κρεβάτι του, στο σημείο που ήταν μια άδεια καρέκλα. Του φάνηκε πως είδε «κάτι» να κάθεται πάνω της. Την επόμενη στιγμή όμως είχε εξαφανιστεί.

«Σύνελθε Άνταμ…», μονολόγησε προσπαθώντας να καθησυχάσει τον εαυτό του.

Ξανακοίταξε την καρέκλα και σιγουρεύτηκε πως δεν ήταν κανείς εκεί. Μόνο που… του φάνηκε πως είδε μερικά σκισίματα στην ξύλινη πλάτη της και σημάδια, όμοια με γρατζουνιές στο κάθισμά της. Ανακάθισε για να κοιτάξει καλύτερα, αλλά γρήγορα διαπίστωσε πως όλα αυτά ήταν της φαντασίας του. Έκανε να σηκωθεί να ανάψει το φως, αλλά ο διακόπτης βρισκόταν στην απέναντι πλευρά του δωματίου. Το ξανασκέφτηκε κι έμεινε στη θέση του. Για κάποιο λόγο ένιωθε πιο ασφαλής πάνω στο κρεβάτι. Τράβηξε τα πόδια του πιο μέσα και φρόντισε να τα σκεπάσει με το σεντόνι προσέχοντας να μην προεξέχει κανένα άκρο.

Η δόνηση του κινητού τον έκανε να αναπηδήσει. Απόκρυψη. Το έφερε στο αυτί του θυμωμένος.

«Ναι!», απάντησε δυνατά.

Στην αρχή σιωπή… Και μετά…

«Τι συμβαίνει Άνταμ;», άκουσε την ίδια ψιθυριστή φωνή. «Νιώθεις πιο ασφαλής τώρα; Θα σου πω ένα μυστικό: Όσο δυνατά και να τραβήξεις το σεντόνι, όσο και να κουλουριαστείς πάνω στο κρεβάτι και να κρυφτείς κάτω από τα σκεπάσματα, δεν μπορείς να ξεφύγεις…».

Η γραμμή έκλεισε και πάλι απότομα πριν προλάβει να απαντήσει. Αυτή τη φορά δεν ήταν σίγουρος ότι ήταν οι φίλοι του. Εκτός κι αν… εκτός κι αν είχαν βάλει κάμερα και τον παρακολουθούσαν και γελούσαν με τα χάλια του. Ναι, αυτό ήταν. Γιατί όμως συνέχιζε να τρέμει από το φόβο του και είχε σκεπαστεί ασυναίσθητα με το σεντόνι ακόμα πιο πολύ;

Ένα φως που είδε με την άκρη του ματιού του, τον έκανε να μείνει τελείως ακίνητος. Η οθόνη του υπολογιστή του που βρισκόταν στο γραφείο κοντά στο παράθυρο, είχε ξαφνικά ανάψει. Έστρεψε το κεφάλι του με αργές κινήσεις και είδε δυο κατακόκκινα χείλη να έχουν εμφανιστεί πάνω στο μαύρο φόντο. Όσο τα κοιτούσε, τόσο εκείνα άνοιγαν και μια γλώσσα όμοια με φιδιού άρχισε να ξεπροβάλλει. Και τότε, ένας ανατριχιαστικός ήχος, σαν λαμαρίνες που τρίβονται μεταξύ τους, γέμισε όλο το δωμάτιο. Πίεσε με δύναμη τα αυτιά κι έκλεισε τα μάτια, και λίγα δευτερόλεπτα μετά, ο ήχος σώπασε. Η οθόνη του υπολογιστή, ήταν κλειστή, όπως ακριβώς την είχε αφήσει.

Κοίταξε προς το παράθυρο. Μια ακόμα αχτίδα φωτός είχε «εισβάλει» μέσα στο δωμάτιο. Περίεργο… δεν τη θυμόταν πριν. Την ακολούθησε με το βλέμμα του, και την είδε να φτάνει στη βάση του τοίχου, εκεί όπου είχε κρεμασμένη μια αφίσα της Πάμελα Άντερσον από το Baywatch. Οι φίλοι του τον κορόιδευαν, την θεωρούσαν πλέον ξεπερασμένη, αλλά ήταν η αγαπημένη του. Μόνο που τώρα έμοιαζε τελείως διαφορετική… Τα χείλη της έμοιαζαν να στάζουν αίμα, ενώ το πορτοκαλί μαγιό της, φαινόταν λες και είχε μια πιο σκούρα, κόκκινη κηλίδα στη μέση της κοιλιάς της. Ένα μικρό ουρλιαχτό ξέφυγε από τα χείλη του. Έκλεισε τα μάτια και τσίμπησε δυνατά το μπράτσο του. Ο πόνος τον έκανε να τιναχτεί. Ξανακοίταξε την αφίσα και διαπίστωσε ότι ήταν όπως τη θυμόταν παλιά, χωρίς αίματα στο στόμα και περίεργες κηλίδες. Το στόμα του είχε στεγνώσει. Ανασηκώθηκε και πήρε το ποτήρι από το κομοδίνο του. Ήπιε λαίμαργα μερικές γουλιές και κοίταξε τη σκοτεινή του φιγούρα που αντικατοπτριζόταν στον καθρέφτη απέναντι από το κρεβάτι του. Ξάπλωσε αναστενάζοντας. Πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα μέχρι να καταλάβει ότι κάτι ήταν πολύ λάθος. Το είδωλό του, συνέχιζε να είναι καθιστό και να τον κοιτάει μέσα από τον καθρέφτη, ενώ εκείνος είχε ξαπλώσει και κανονικά δεν θα έπρεπε να καθρεφτίζεται καθόλου. Πάντα φοβόταν τους καθρέφτες. Νόμιζε πως είχε ξεπεράσει το φόβο του, αλλά τελικά έκανε λάθος.

Το κινητό του δονήθηκε γι’ άλλη μια φορά. Με το βλέμμα του καρφωμένο στο είδωλό του που δεν έλεγε να εξαφανιστεί, το πήρε με τρεμάμενα χέρια και το πλησίασε στο αυτί του.

«Φοβάσαι Άνταμ;», άκουσε την ψιθυριστή φωνή. «Το σκοτάδι, φοβόμαστε περισσότερο, γιατί τρομάζουμε με το άγνωστο και με αυτό που δεν μπορούμε να δούμε… ενώ τη μέρα, ξαφνικά όλα αποκτούν νόημα και μορφή. Το θέμα είναι όμως… μπορείς να περιμένεις, μέχρι να ξημερώσει; Το θέμα είναι, αυτοί, μπορούν να περιμένουν;»

Η γραμμή έκλεισε και πάλι απότομα. Μια λέξη είχε καρφωθεί στο μυαλό του Άνταμ. «αυτοί». Ποιοι ήταν «αυτοί»; Άφησε το κινητό και τράβηξε απότομα το χέρι του μέσα στο σεντόνι, φροντίζοντας να μην προεξέχει τίποτα, παρά μόνο το κεφάλι του. Έκανε ένα γύρο στο δωμάτιο με το βλέμμα του και αμέσως κατάλαβε. Όλοι ήταν εκεί. Ποτέ δεν είχαν εξαφανιστεί, απλά εκείνος δεν μπορούσε να τους δει πριν. Ο ανάποδος σταυρός στη ράχη του βιβλίου, η παραμορφωμένη φιγούρα με τα γαμψά νύχια που καθόταν στην καρέκλα και την ξήλωνε σιγά-σιγά, η Πάμελα Άντερσον που τον κοιτούσε λαίμαργα ενώ αίματα έτρεχαν από το στόμα της και την κοιλιά της, η γλώσσα του φιδιού που τώρα είχε βγει από την οθόνη του υπολογιστή και την ένιωθε να του ακουμπάει το μάγουλο και το είδωλό του που καθόταν ακίνητο με το βλέμμα καρφωμένο πάνω του.

«ΟΧΙ!!!!», ούρλιαξε ο Άνταμ και πετάχτηκε από τον ύπνο του.

Ανακάθισε λαχανιασμένος και κοίταξε το ρολόι δίπλα του. Οι δείκτες του είχαν σταματήσει στις δέκα. Στήριξε το κεφάλι στα χέρια του κι έτριψε με δύναμη το πρόσωπό του και κυρίως τα μάτια. Τα έτριψε τόσο δυνατά που άρχισαν να πονάνε. Δεν θυμόταν τι όνειρο έβλεπε, ήταν λουσμένος όμως με κρύο ιδρώτα και θυμόταν πολύ καλά την αίσθηση που του είχε αφήσει. Ήταν ένας εφιάλτης, ήταν ο πιο τρομακτικός εφιάλτης που είχε δει ως τώρα στη ζωή του. Τι άσχημο… Να μην ξέρεις τι είναι αυτό που φοβάσαι… Να μην ξέρεις τι μορφή έχει, πώς μοιάζει, από τι πρέπει να φυλαχτείς… Να μην ξέρεις αν μπορείς να το νικήσεις, ή αν πρέπει απλά να παραδοθείς… Κοίταξε το διακόπτη για το φως, που βρισκόταν στην άλλη πλευρά του δωματίου. Έκανε να σηκωθεί για να το ανάψει, αλλά εκείνη τη στιγμή τον διέκοψε ο ήχος της δόνησης που ακουγόταν από το κινητό του. Και τότε, βλέποντας την οθόνη που έδειχνε «Απόρρητος Αριθμός», θυμήθηκε ξαφνικά όλα όσα είχε δει στον ύπνο του λίγο πριν ξυπνήσει.

Ξαφνικά ένιωθε σαν να ήταν πάλι παιδί, τότε που φοβόταν ότι αν σηκωθεί μέσα στο σκοτάδι, έπρεπε να τρέξει σαν σίφουνας μέχρι τον διακόπτη για να τον ανάψει, αλλιώς θα τον κατάπινε η άβυσσος γύρω από το κρεβάτι και θα τον άρπαζε το τέρας που κρυβόταν από κάτω. Τράβηξε το σεντόνι και σκέπασε όλο του το σώμα μέχρι και το κεφάλι του. Δεν θα σηκωνόταν για να ανάψει το φως. Όχι αυτό το βράδυ. Έμεινε άγρυπνος κάτω από τα σκεπάσματα και περίμενε να ξημερώσει για να επιστρέψουν τα τέρατα εκεί όπου ήταν η θέση τους. Κάτω από το κρεβάτι του.

Ερωδίτη Παπαποστόλου

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading