Μούχρωμα στα γιοφύρια, καυτός Αύγουστος. Παράξενη η πόλη, μυστήριοι οι άνθρωποι. Το ψιλόβροχο νοτίζει τους γκραφιταρισμένους τοίχους του σχολείου απέναντι. Παράταιρο μοιάζει εκείνο το πολύχρωμο κομμάτι• ξερατό χρωμάτων ανάμεσα στις ταγκιές και τα γηπεδικά. Η βουή της κίνησης, ανυπόφορη. Ποτέ δεν τους κατάλαβα. Πρέπει πάντα να παίρνουν τα οχήματά τους όταν βρέχει;

Μυστήρια και τα σύννεφα σήμερα. Πορτοκαλί, κόκκινα, μενεξεδιά, γαλάζια… Θαρρείς πως τα βάφει η ψιχάλα, πως αφήνει εκεί το χρώμα της πριν πέσει διάφανη στην γη για να σηκώσει όλη την κάψα της ασφάλτου και του τσιμέντου στον αέρα. Διακόσια τοις εκατό υγρασία, τριάντα εφτά βαθμοί. Δεν θέλει να βγει ο Αύγουστος. Έφτασε σαράντα έξι κι ακόμη το παλεύει. Δεν αφήνει τον Σεπτέμβρη να ‘ρθει και να ρίξει τα φύλλα των δέντρων, να γλιτσιάσει τα πεζοδρόμια, να μας μαζέψει στα μπαράκια, να γυρίσουμε στις δουλειές μας.

Αινιγματικός ο ουρανός, ακατανόητος ο ορίζοντας. Πέρα απ’ τις γραμμές του τρένου, πέρα απ’ τα σύρματα, πέρα απ’ το παλιό σχολείο που ομόρφυναν τα παιδιά με την φαντασία τους, πέρα απ’ την μποτιλιαρισμένη λεωφόρο και τους βιαστικούς περαστικούς, υπάρχει και κάτι άλλο. Μοιάζει να ‘χει τάσεις φυγής. Παιχνίδια παίζουν τα μάτια μου, δεν μπορώ να καταλάβω αν αυτό που βλέπω στην απόσταση είν’ οι ερειπωμένες πολυκατοικίες, σύννεφα ή οι τσιμινιέρες της βιομηχανικής ζώνης. Θλιμμένη εικόνα, μου φέρνει αναμνήσεις από ένα ζευγάρι μάτια. Δύο ζωντανούς γρίφους που ποτέ δεν κατάφερα να καταλάβω.

Κάλλια την φώναζαν• «με δύο λου» διευκρίνιζε κάθε φορά που συστηνόταν. Δεν ρώτησα ποτέ από πού έβγαινε. Αυτά τα μικρά λάθη μας είναι τα όσα διαλύουν την πραγματικότητα. Καλλιρόη; Καλλιόπη; Καλλίδα; Ποτέ δεν το διευκρίνισε, ποτέ δεν την ρώτησα. «Έχιδνα» την φώναζαν τα παιδιά στο σχολείο• η μητέρα των τεράτων. Ψηλή, μελαχρινή, καχεκτική, με υγρά, θλιμμένα μάτια που πάντοτε έτρεχαν προσπαθώντας να σαρώσουν όλη την πλάση. Άνθρωπος της λεπτομέρειας, κλειστή σαν το στρείδι, μυστήριος κι ο χαρακτήρας της. Σαν την ουλή που είχε στο δεξί της χέρι. Εκείνο που δεν δούλευε καλά. Εκείνο με το δάχτυλο που δεν κουνιόταν σχεδόν ποτέ.

Δεν την πλησίαζα τότε, μου ‘χαν απαγορεύσει να την κάνω παρέα. Την κοίταζα από μακριά. Κάπνιζε σκεφτικά, έπαιζε με τα δάχτυλά της και τα κοίταζε. Έτρεχαν όλα πάνω σε μια νοητή επιφάνεια, όλα εκτός απ’ το μικρό που αργούσε πολύ να ανταποκριθεί. Ένας αργός συνεπιβάτης σ’ ένα όχημα που έτρεχε ασύλληπτα. Θλίβονταν, αλλά το πάλευε. Πετούσε το τσιγάρο της μακριά. Άναβε άλλο. Άκουγε το κουδούνι. Αδιαφορούσε. Πολλές φορές καταλάβαινε πως την κοίταζα. Κάποιες μου έσκαγε ένα αμυδρό χαμόγελο, άλλες έσκυβε το κεφάλι. Δεν είχε παρέες η Κάλλια. Ήταν διαφορετική.

Αύγουστος ήταν. Στα γιοφύρια. Όπως και τώρα. Χρόνια πίσω. Ούτε που θυμάμαι πόσα. Δεν είχα τελειώσει το σχολείο. Είχα μαλώσει μ’ όλους. Μ’ άρεσε η θέα από εδώ. Με μάγευε, τότε, η πόλη που σήμερα μισώ. Την κοίταζα από ψηλά. Μ’ άρεσε να αποκαλώ τις αερογέφυρες, γιοφύρια. Μέσα στο μυαλό μου τους έδινα μια τελείως διαφορετική απόχρωση. Κοίταζα στο κενό εκείνο το απόγευμα. Ούτε που θυμάμαι τι σκεφτόμουν. Για μια στιγμή σήκωσα τα μάτια μου και την είδα δίπλα μου. Κάπνιζε κοιτάζοντας τον ορίζοντα. Αγέρωχη, θλιμμένη, μοναχική. Κοίταξα το χέρι της. Δεν ήταν εκεί η ουλή. Είχε γίνει το κοτσάνι ενός παράξενου φυτού. Ζωγραφισμένος ο πήχης της μ’ ένα μυστήριο και πολύχρωμο λουλούδι που έκρυβε εκείνη την άσχημη ουλή. «Ειν’ ένα είδος λίλιουμ» θυμάμαι να μου λέει μετά από χρόνια και το έψαξα. Ένα μπουκέτο από lilium wardii, ροζ με κόκκινες πιτσιλιές, πανέμορφο ήταν. Πάντα μ’ έκανε να χαμογελάω η όψη του.

Δεν μιλήσαμε εκείνο το απόγευμα. Βράδιαζε κι εκείνη κάπνιζε. Βράδιαζε κι εγώ αγνάντευα τον ορίζοντα. Γεμάτο το κεφάλι μου με ανοησίες, ιδέες που δεν μπορούσα κάπως να διώξω, ήταν δικές μου, το μόνο μου απόκτημα. Οι ιδέες μου. Άκουσα τον χτύπο στο κάγκελο της γέφυρας. Τα δάχτυλά της έτρεχαν, το χτυπούσαν απαλά, ένας περίεργα μελωδικός ρυθμός άρχισε να φτάνει στα αυτιά μου. Έφτιαχνε μουσική με το χτύπημα των δαχτύλων της πάνω στο μέταλλο. Απόκοσμη η μελωδία, έφερνε κάτι σε νανούρισμα. Με κοίταξε για μία στιγμή και μου έκλεισε βιαστικά το μάτι. Πάγωσα. Έσκυψα το κεφάλι και κοίταξα το κενό. Δεν έβλεπα τις γραμμές πια. Ελάχιστο το φως. Συνήλθα όταν άκουσα το σφύριγμα του τρένου. Έλειπε η Κάλλια. Είχε εξαφανιστεί. Ο ρυθμός, όμως, είχε κολλήσει στο μυαλό μου.

Μ’ έμαθε ο αδερφός να σφυρίζω. Του το ζήτησα, δήθεν θα το έκανα για μαγκιά. Το κατάφερα. Σφύριζα τον ρυθμό που έπαιζε στο μυαλό μου, εκείνα τα μεταλλικά χτυπήματά της. Κοφτά στην αρχή. Μαζεμένα και μελωδικά στην συνέχεια. Ίσως και να το εμπλούτισα. Δεν θυμάμαι πια.

Έφυγαν ήρεμα οι μέρες μέχρι τον μεγάλο καυγά στο σπίτι. Τα βρόντηξα όλα και την κοπάνησα. Κοίταζα το δάχτυλο του ποδιού μου στον δρόμο, εκείνο που πάλευε με το σχισμένο παπούτσι για να βγει απ’ έξω. Βούρκωνα. Κλωτσούσα τα σκουπίδια στο πεζοδρόμιο. Έπαιξα για λίγο μ’ ένα τσαλαπατημένο κουτάκι μπύρας. Το βαρέθηκα κι εκείνο, όπως είχα βαρεθεί την ίδια μου την ύπαρξη. Γκρίζες εικόνες, αποσπασματικές, σαν παλιές, ξεθωριασμένες φωτογραφίες. Ανέβηκα στην γέφυρα χωρίς να κοιτάζω μπροστά μου. Σουρούπωνε.

Θυμάμαι να μυρίζω ένα απίστευτο άρωμα. Γιασεμί νομίζω πως ήταν. Τίναξε το νευρικό μου σύστημα. Γύρισα και κοίταξα δίπλα μου. Κάπνιζε όπως πάντα κι ο καπνός έκανε το πρόσωπό της ακόμη πιο απόκοσμο. «Γιατί χάθηκες;» με ρώτησε και τρόμαξα. Αν δεν είχε τόσο γρέζι, ίσως και να χαρακτήριζα γλυκιά την φωνή της. Κάτι είπα. Τραύλισα σίγουρα. Μου χαμογέλασε. Στάθηκε δίπλα μου. Πιάσαμε την κουβέντα. Συστήθηκε. «Κάλλια, με δύο λου παρακαλώ». Της χαμογέλασα κι εγώ δειλά, μου έκλεισε το μάτι. Χτυπούσε το μεταλλικό κάγκελο κι εγώ σφύριζα. «Θα κάναμε ωραίο ντουέτο» μουρμούρισε. «Ίσως» της απάντησα.

Αρχίσαμε να την βγάζουμε τα βράδια στις γέφυρες. Εκείνη μοναχική γιατί ο κόσμος την κοίταζε περίεργα. Εγώ δεν είχα φίλους. Ντρεπόμουν για τα ρούχα μου, για τα παπούτσια μου, για το σπίτι μου, για τις ιδέες μου. Μου εξήγησε την διαφορά μεταξύ μοναξιάς και μοναχικότητας. «Εσύ νιώθεις μοναξιά, εγώ μοναχικότητα. Ίσως και να το χρειαζόμαστε». Την ρώτησα για το λουλούδι. Δεν μου απάντησε. Ούτε εκείνο το βράδυ, μα ούτε το επόμενο. Δεν ήθελε να το συζητήσει. Το σεβάστηκα.

Πάσχιζα μέσα στα αδιέξοδα μονοπάτια του μυαλού μου να την καταλάβω, να καταλάβω την συμπεριφορά της και τους τρόπους τους. Πίστευα πως θα έβρισκα μια διέξοδο από την δική μου κόλαση. Μα όχι. Όχι. Έπρεπε να περάσει καιρός, να χειμωνιάσει, να αφήσουμε το γιοφύρι και να αλλάξουμε στέκι. Έπρεπε να περπατήσουμε για μέρες, να εξερευνήσουμε την ερειπωμένη πόλη, να βρούμε εκείνη την παλιά αποθήκη, να πιάσουμε φιλίες με τους τοξικοεξαρτημένους, ν’ αράξουμε μαζί τους. Μας πρόσεχαν. «Φύρα μεγάλη, κούκλα. Μακριά κι αλάργα απ’ τα παραμύθια» της είχε πει κάποιος, ένα μυστήριο απόβραδο που η Κάλλια ήθελε να δοκιμάσει.

Πίναμε και καμιά μπύρα πού και πού, της είχα ζητήσει τσιγάρο μα δεν μου έδινε. «Κάνε οτιδήποτε άλλο, μακριά απ’ το τσιγάρο, είναι μεγάλο βάσανο» μου έλεγε καθώς πετούσε μακριά την γόπα της για να ανάψει ακόμη ένα. Το γυρίσαμε στις ρετσίνες, ήταν πιο φτηνές, κάναμε κεφάλι ευκολότερα. Η Κάλλια πάντα είχε λεφτά, εγώ προσπαθούσα να μην χαλάω τα λιγοστά που κατάφερνα να κλέψω απ’ το σπίτι για να τσοντάρω στις νυχτερινές εξόδους μας. Είχε μπει πια ο χειμώνας και την βγάζαμε δυσκολότερα. Μούδιαζαν τα πόδια μου απ’ το κρύο, μα προσπαθούσα να μην το δείξω. Κάποιες φορές μου χάιδευε το χέρι, «να σε ζεστάνω ρε» μου έλεγε χαμογελαστά κι εγώ την άφηνα. Είχε τον τρόπο της.

Χριστούγεννα μάλωσα με τους δικούς μου. Ήμουν δεκάξι και έπρεπε να γράψω στον άγιο Βασίλη για ένα καινούριο ζευγάρι παπούτσια. Άλογα και γυναίκες ο πατέρας. Ρούχα και καλλυντικά η μάνα. Ο αδερφός είχε φύγει, πάλευε να τα βγάλει πέρα μόνος του, φοβόμουν να του ζητήσω να τσοντάρει. Βγήκα και πήγα στην αποθήκη. Κανείς δεν ήταν εκεί. Όλοι είχαν μια φαμίλια. Όλοι εκτός από εμένα.

Κάθισα πάνω σε κάτι παλιά στρώματα, μέσα στην βρώμα, το αίμα και τον ιδρώτα. Έτσι έμοιαζε και η ζωή μου. Εμετός, αίμα και δάκρυα. Είδα την Κάλλια να μπαίνει μέσα στο χώρο. Σκούπισα τα μάτια μου. «Χρόνια πολλά» μου είπε χαμογελώντας λυπημένα. Δεν της απάντησα. Μου έδωσε το χέρι και με σήκωσε. Βγήκαμε να βολτάρουμε στην πόλη που στολίστηκε γιορτινά για να κρύψει την σαπίλα της. Περπατήσαμε πολύ εκείνο το βράδυ, κουραστήκαμε, ξυλιάσαμε, βαρεθήκαμε. Φτάσαμε σπίτι της. Ανεβήκαμε πάνω. Ζεστό ήταν, πιο ζεστό απ’ το δικό μου, αν και εμείς καίγαμε ξύλα στο τζάκι κι όχι σε σόμπα.

Καθίσαμε στο δωμάτιό της. Ένα στρώμα πάνω σε δυο παλέτες, ένα μικρό γραφειάκι, παλιό και τρακαρισμένο απ’ όλες τις πλευρές. Μια ζωγραφισμένη και πολύχρωμη φούσκα με καμένη λάμπα. Γεμάτη η βιβλιοθήκη με βιβλία σκονισμένα. Και το τσέλο. Το επιβλητικό τσέλο που ένιωθες πως γέμιζε όλο το δωμάτιο. Μου έκανε νόημα να καθίσω στο στρώμα και κάθισε κι εκείνη δίπλα μου. Δεν μιλήσαμε. Κοιταζόμασταν. Έκλεισε τα μάτια της. Την ακολούθησα.

Μυστήρια μυρωδιά. Κάτι μεταξύ τσιγάρου, κρασιού, μύρου και γιασεμιού. Ζεστή ανάσα. Πλησίασα στο άγνωστο. Κάτι με άγγιξε. Φοβισμένο φιλί, δειλές κινήσεις, αργές, σαν να προσπαθούσαν να εξιχνιάσουν κάτι. Ανατρίχιασα. Ένιωσα σαν να με διαπερνά ρεύμα, άρχισαν να τρέμουν τα πόδια μου. Βαριά αναπνοή. Τα δάχτυλά της άγγιξαν το μάγουλό μου. Προσπάθησα να χαμογελάσω. Δεν μπορούσα να κουνήσω τα χέρια μου• ακόμη δεν έχω καταλάβει αν ήταν φόβος, ντροπή ή αμηχανία. Το λάτρεψα εκείνο το ψηλάφισμα, πήγαινε προς το λαιμό. Άρχισαν να παίζουν τα δάχτυλα μουσική πάνω στο δέρμα μου. Τραβήχτηκε πίσω απότομα. Άνοιξα τα μάτια μου.

«Γαμημένο δάχτυλο! Άχρηστο!» αναθεμάτισε η Κάλλια κι άναψε τσιγάρο. Βούρκωσα, νόμιζα πως κάτι έκανα λάθος. Με κοίταξε θλιμμένα. «Συγνώμη» απολογήθηκε κι έπειτα άρχισε να μου χαϊδεύει το μάγουλο ξανά. Της φίλησα εκείνο το δάχτυλο που δεν δούλευε καλά και χαμογέλασε. Μου είπε την ιστορία. Την κατάφερα να μου παίξει τσέλο. Είχε ν’ ακουμπήσει τα χέρια της πάνω του δύο ολόκληρα χρόνια. Χριστούγεννα ήταν και τότε κι ήταν πάλι μόνη της στο σπίτι. Μπήκαν μέσα για να κλέψουν, προσπάθησαν να την βιάσουν, αμύνθηκε, την μαχαίρωσαν στο χέρι, της έκαναν ζημιά μεγάλη. Οι γιατροί είπαν πως δεν θα κατάφερνε ποτέ να παίξει ξανά τσέλο. Το πάλεψε η Κάλλια. Κατάφερε τα τέσσερα απ’ τα πέντε δάχτυλα να τα δουλέψει τόσο καλά, που έτρεχαν πάνω στις χορδές του. Όμως εκείνο το μικρό, αρνούνταν πεισματικά να δουλέψει.

Ξαπλώσαμε μαζί πάνω στο στρώμα, πολύ μετά το χάραμα. Έριξα το κεφάλι μου πάνω στο στήθος της. Με χάιδεψε δειλά, νευρίαζε με το δάχτυλό της. «Θα το φτιάξουμε» θυμάμαι να της λέω κι εκείνη να ξεσπάει σ’ ένα παράταιρο κλάμα, με άηχους λυγμούς. Δεύτερο φιλί. Περίεργη γεύση. Πίκρα απ’ την νικοτίνη, αλμύρα απ’ τα δάκρυα. Παθιασμένο. Σταμάτησα να ακούω. Χάθηκα. Πάγωσε ο χρόνος. Ξυπνήσαμε το μεσημέρι.

Οι γονείς της έλειπαν, δούλευαν σε μια απ’ τις φάμπρικες, το είχε συνηθίσει η Κάλλια, περνούσε πολλές ώρες μόνη της. Φάγαμε κάτι πρόχειρο και βγήκαμε στο δρόμο. Με κρατούσε απ’ το χέρι. Το λάτρευα. Πήγαμε μαζί για καφέ. Πιάσαμε την κουβέντα. Μου εξήγησε τι χρειαζόταν για να γειάνει το χέρι της και για να συνεχίσει να ασχολείται με την μεγαλύτερή της αγάπη. Το τσέλο της. Στο κόκκινο δούλευε το μυαλό μου για να βρω μια λύση. Χρειαζόμασταν λεφτά. Πολλά λεφτά. Χρειαζόμασταν κι έναν τρόπο να τα βγάλουμε. Στρώσαμε σχέδιο και στηριχτήκαμε στην μεγαλύτερή μας δύναμη. Ήμασταν αχώριστο και αχτύπητο δίδυμο.

Ο κυρ-Μήτσος ήταν ένας καθώς πρέπει ψιλικατζής. Εξηντάρης, παντρεμένος επί τριάντα δύο συναπτά έτη, αγαπητός απ’ όλους και εκτός απ’ το κατάστημά του, διατηρούσε και μεγάλο μουστάκι που ενέπνεε σεβασμό. Τις συστάσεις τις είχαμε έτοιμες, είχαμε γνωρίσει κόσμο και κοσμάκη. Μας έβαλε στο κόλπο. «Μικρά είστε, τζάνκια δεν είστε, λέγειν έχετε, δεν καρφώνεστε. Θα πάτε μπροστά και θ’ ανεβείτε ψηλά γρήγορα». Μας έδωσε δυο – τρεις μικροαποστολές, να δούμε κι εμείς την πιάτσα, να βολιδοσκοπήσει κι εκείνος την κατάσταση. Τις βγάλαμε για πλάκα. «Τεράστιο ατού το να μην καταναλώνετε το προϊόν, το ‘χετε. Καλές δουλειές» μας είχε πει με την πρώτη πληρωμή. Τα σπάσαμε στην μέση. Έπρεπε να γίνουν κάποια πράγματα πριν μπούμε για τα καλά στο κόλπο.

Πήρα μερικά ρούχα και κάτι παπούτσια, δεύτερο χέρι, από παλιατζίδικο για να μην κινήσω υποψίες το σπίτι. Ψωνίσαμε μερικά καλά με την Κάλλια, τα παρουσιάσαμε για παλιά δικά μου στους γονείς της. Αρχίσαμε να γεμίζουμε την ντουλάπα της. Στο σχολείο τα πρωινά, κοιταζόμασταν από μακριά, δεν μιλούσαμε, δεν αλληλεπιδρούσαμε. Τ’ απογεύματα παριστάναμε πως διαβάζαμε. Τα βράδια βγαίναμε στην γύρα. Σπρώχναμε όσο μπορούσαμε, πάντα με σύνεση και επιφύλαξη. Πήραμε κι ένα φτηνό τσέλο• «σκουπόξυλο με χορδές» το έλεγε εκείνη• για να μπορούμε να κρύβουμε μέσα τις εισπράξεις. Η συμφωνία ήταν να μαζέψουμε όσα χρειαζόταν η Κάλλια και μετά, αν συνεχίζαμε, θα τα παίρναμε από μισά. Αγοράσαμε και δυο βιολιά, πλασαριζόμασταν σαν εκκολαπτόμενοι μουσικοί. Βέβαια, εκείνη μπορούσε να παίξει. Εγώ, αναγκαστικά, έπρεπε να κάνω μαθήματα. Όντως έκανα, κάποια, λίγα. Έτσι λέγαμε στους δικούς της όταν κλεινόμασταν με τις ώρες στο δωμάτιό της.

Αύγουστος. Το ζενίθ μας. Είχαμε κλείσει τα δεκαεφτά. Γνωρίζαμε τους πάντες, μας ήξεραν ελάχιστοι. Πήγαινε καλά η δουλειά, είχαμε μαζέψει αρκετά, είπαμε να κάνουμε διάλλειμα. Ψεύτικα ονόματα, ψεύτικα τηλέφωνα, φτηνά κινητά. Είπα στους δικούς μου ότι είναι δανεικό απ’ την κολλητή μου, είπε στους δικούς της πως το πήρε με τα λεφτά που έπαιρνε απ’ τα μαθήματα που μου έκανε. Ψάχτηκα εκείνη την περίοδο. Δούλεψα μερικές μέρες χωρίς την Κάλλια, που την είχε ρίξει στο κρεβάτι μια άσχημη γαστρεντερίτιδα. Αγόρασα πλαστή ταυτότητα. Έβλεπα τον εαυτό μου να μπαίνει πιο βαθιά στα λούκια και μ’ άρεσε. Το συνεχίσαμε μέχρι τον Δεκέμβρη. Χριστούγεννα. Ένας χρόνος μαζί.

Βάλαμε κάτω τα λογιστικά μας εκείνο το βράδυ. Είχαν βγει τα λεφτά. Ήταν μέσα στο τσέλο. Αρκετά για να φύγουμε μαζί στο εξωτερικό, να κάνει την επέμβασή της, να αναρρώσει και να ζήσουμε την ζωή μας. Πήραμε τις αποφάσεις μας. Θα φεύγαμε το καλοκαίρι, λίγο μετά τα γενέθλιά μου. Αγγλία. Θα ήταν πολύ καλύτερα τα πράγματα εκεί. Δεν προλάβαμε. Η Κάλλια εξαφανίστηκε δύο μέρες αργότερα. Ούτε στο κινητό την βρήκα, ούτε στο σπίτι που ήταν εντελώς κλειστό, ούτε στα στέκια μας. Πουθενά. Σαν να την κατάπιε η γη εν μία νυκτί.

Γύρισα πίσω στην δουλειά, αυτό ήξερα να κάνω, αυτό έπρεπε να κάνω. Νοίκιασα ένα διαμέρισμα με την ψεύτικη ταυτότητα. Έπρεπε να φτιάξω ένα υπόβαθρο για εκείνο το άτομο, έπρεπε να κρατήσω την δική μου ταυτότητα για ακόμη έξι μήνες. Έφυγα απ’ το σπίτι την μέρα που έκλεισα τα δεκαοχτώ. Η Κάλλια δεν είχε εμφανιστεί. Γύρναγα στην πόλη με άλλη ταυτότητα, έκοψα επαφές με παλιούς γνωστούς και φίλους. Πέθανε ο κυρ-Μήτσος κι έμεινα από δουλειά. Υπήρχαν κάποια ψιλά στην άκρη. Αρκετά για να φύγω και εγώ. Βουλγαρία. Αρχιτεκτονική. Μοναχικά χρόνια. Δεν μπορούσα να ξεχάσω τα μελιά μάτια της Κάλλιας με τίποτα. Δεν ήθελα να μπω σε σχέση. Αρνιόμουν το γεγονός πως με παράτησε και εξαφανίστηκε.

Με βοήθησε η σχολή αρκετά, είχα ξεχάσει πως το χέρι μου έπιανε. Πιάστηκα με την ζωγραφική, η αρχιτεκτονική έμεινε στην μέση, ήθελα να την τελειώσω, αλλά δεν είχα κουράγιο. Ήρθε η πρώτη έκθεση με τις άκρες ενός γνωστού. Το θέμα της ήταν το περιθώριο της ζωής• πριν, ακριβώς, μετά. Ντράγκια, γυναίκες, λεφτά, ξεπεσμός. Ξεπούλησε. Μου έγιναν προτάσεις. Παράτησα την σχολή. Έριξα τα στάνταρντ μου. Άρχισα να ζω με λιγότερα, τα έτοιμα τελείωναν.

Από απροσεξία, ή, καλύτερα, νοσταλγία, ένα βράδυ υπέγραψα με το ψεύτικο όνομα. Μ’ εκείνο που είχα χρόνια να χρησιμοποιήσω. Δεν το παρατήρησα. Ήρθε ένας συνεργάτης να μιλήσουμε για την επόμενη έκθεση που θα με συντηρούσε για μερικούς μήνες κι είδε τον πίνακα κρεμασμένο στο σαλόνι. Με ρώτησε αν μπορούσε να τον βγάλει φωτογραφία. Μου είπε πως σίγουρα είχε αγοραστές. Του απάντησα πως δεν πωλείται το κορίτσι με το τσέλο. Επέμεινε. Ήρθαν οι προσφορές, μικρές, τις απέρριψα. «Δεν τον δίνω τον πίνακα» του ξεκαθάρισα.

«Να τον βγάλω σε δημοπρασία;»

«Ντάνκο, δεν έχει νόημα. Τίποτα δεν θα βγάλω απ’ αυτόν»

«Πόσο τον πήρες;» ρώτησε και τον κοίταξα μ’ απορία. Μόνο τότε είδα το όνομα. Αλλαγή σχεδίου. «Κομμάτι ψωμί» του απάντησα.

«Κόβει το μάτι σου. Να τον βγάλω σε δημοπρασία;»

«Μέσα».

Δώσαμε τα χέρια. Έφυγε ο πίνακας απ’ το σπίτι. Δημοπρατήθηκε. Έγινε χαμός. Ανέβηκε πολύ η τιμή. Έψαχναν όλοι σαν χαζοί τον ζωγράφο. Εγώ ήμουν μεσάζοντας. «Ναι, γνωριζόμαστε καλά. Όχι, επιθυμεί άκρα μυστικότητα. Δεν κάνει δημόσιες εμφανίσεις, πάσχει από αγοραφοβία. Ναι, υπάρχουν κι άλλα έργα. Ναι, νομίζω πως θέλει να εκθέσει, μα δεν μπορεί να εμφανιστεί. Ναι, θα το κανονίσω». Ήρθε η αλλαγή παραγράφου στην ζωή. Έμμεση αναγνώριση; Κάτι ήταν κι αυτό. Οχτώ χρόνια χωρίς την Κάλλια. Οχτώ χρόνια στο περιθώριο.

Έφυγα για Λονδίνο. Δούλευα νύχτα μέρα, αποτύπωνα τα συναισθήματα και τις αναμνήσεις μου με την Κάλλια στον καμβά. Το πρώτο φιλί. Το πρώτο μου τσιγάρο. Τα βράδια στην αποθήκη, στο σπίτι της, το τσέλο, τις πλάκες μας. Ό,τι και όσα έπιανα. Δεν έκανα τέχνη πια. Έκανα εμπόριο. Αυτό που είχα μάθει να κάνω στην ζωή μου. Εμπορευόμουν οπτικοποιημένα συναισθήματα. Οι τιμές; Παράλογες και εξωφρενικές. Όσο πιο παράλογες και εξωφρενικές, τόση περισσότερη αξία έπαιρναν οι πίνακες για τους αδαείς που ήρθαν, να δουν την δουλειά του ατόμου που πούλησε τόσο ακριβά το πρώτο του έργο.

Εμπόριο και κοροϊδία. Τίποτα περισσότερο. Οι μισοί πίνακες έφυγαν την πρώτη από τις τέσσερεις μέρες. Χαμός. Δεν γούσταρα να μιλάω σε κόσμο, όπως παλιά, μα είχα μάθει να πλασάρω τον εαυτό μου σαν καλός έμπορος. Σαν καλός μεσάζοντας. Το «αυτό δίνω και αυτή η τιμή του, ξέρεις πολύ καλά πως παζάρια δεν γίνονται» μετασχηματίστηκε σε κάτι πιο εύηχο για τα αυτιά της μπουρζουαζίας• για όλους εκείνους που μου θύμιζαν τον πατέρα μου κι όλες όσες μιμούνταν την μάνα μου.

Τέταρτο βράδυ, λίγο πριν το κλείσιμο και όλα είχαν πουληθεί. Μετρούσα λεφτά, αναμνήσεις, συναισθήματα. Άκουσα το όνομά μου, αλλά δεν έδωσα σημασία. Άκουσα ελληνικά, μα αδιαφόρησα. Ένιωσα ένα χέρι να μ’ ακουμπάει και γύρισα να δω πίσω μου. Το ήξερα εκείνο το άγγιγμα.

«Κάλλια;»

«Ρέα, σε φωνάζω, δεν ακούς;»

Άλλαξαν όλα μέσα μου. Αγκαλιαστήκαμε λες και δεν είχε περάσει μια μέρα απ’ την τελευταία φορά που την είδα. Πιάσαμε την κουβέντα. Κανονίσαμε να βγούμε. Συνέχισα την ιστορία μου, ήμουν ο μεσάζοντας εκείνης της εκκεντρικής ζωγράφου με την αγοραφοβία. Μου είπε την δική της ιστορία. Πως οι γονείς της βρήκαν τα λεφτά και έφυγαν όλοι μαζί, πως γύρισε και μ’ έψαξε αλλά είχα χαθεί από προσώπου γης, πως έφυγε για πάντα γιατί δεν άντεχε να μένει στην ίδια πόλη που ερωτευτήκαμε κι εγώ να είμαι έξω απ’ την ζωή της. Δεν την πίστεψα, αλλά δεν το έδειξα. Έπρεπε να μάθω. Έπρεπε να καταλάβω. Έμεινα στο Λονδίνο. Μπλέξαμε. Ήθελε να γνωρίσει την φίλη μου την ζωγράφο. Είδε τα δικά μου έργα. «Όμορφα αλλά, μην με παρεξηγήσεις, της φίλης σου είναι μακράν καλύτερα, έχει χάρισμα η γυναίκα». Κοιμηθήκαμε μαζί. Μου έφερε πρωινό στο κρεβάτι. Σαν να μην την έχασα ποτέ.

Δίδασκε τσέλο πια, είχε αποκαταστήσει το χέρι της, μα έμαθε, με τον δύσκολο τρόπο, πως η τέχνη δεν σε ταΐζει. «Γι’ αυτό κι εγώ είμαι μάνατζερ μιας ζωγράφου και όχι η ζωγράφος, Κάλλια. Δεν σε ταΐζει η τέχνη, αλλά το εμπόριο» ήταν η απάντησή μου. Και για λίγο καιρό, όλα κυλούσαν ομαλά στην κοινή ζωή.

Μούχρωμα στα γιοφύρια, καυτός Αύγουστος. Ανάβω τσιγάρο, σκύβω το κεφάλι, κοιτάζω τις γραμμές των τραίνων, δεν είμαι πια δεκάξι, δεν θέλω να έχω την Κάλλια, δεν έγινα κάποια. Επέλεξα να κρύβομαι πίσω από ένα φανταστικό πρόσωπο για να καθησυχάσω τον φόβο της αποτυχίας. Γυρίζω σπίτι με τα πόδια. Αγόρασα διαμέρισμα. Όχι στο δικό μου όνομα, στο άλλο, το μουσαντένιο. Μιλάω με την Κάλλια. Πότε σαν Ρέα, πότε σαν το alter ego μου. Κυλάνε οι μέρες στην Ελλάδα ζωγραφίζοντας. Δεν μ’ αναγνωρίζουν οι παλιοί γνωστοί στον δρόμο• μια ζωή ήμουν ένα φάντασμα, κάποτε κρυβόμουν πίσω απ’ την Κάλλια, τώρα πίσω απ’ τον εαυτό μου. Κοιτάζω τον τεράστιο πίνακα απέναντί μου και γελάω. Είναι έτοιμος για πακετάρισμα. Προορισμός: Λονδίνο. Θέμα: Έχιδνα, η μητέρα όλων των τεράτων. Δώρο απ’ την μυστήρια ζωγράφο. Η ίδια το ζήτησε.

Με παραξενεύει εκείνη η επιθυμία της. Γιατί αυτό και όχι κάτι άλλο; Οτιδήποτε άλλο. Γιατί να θέλει ένα πίνακα με το παρατσούκλι που της είχαν βγάλει στο σχολείο; Δεν είμαι πια αθώα, καθυστερώ την αποστολή. Αρχίζω το σκάλισμα. Καλλιόπη Μαυρογένη. Δεν προσπάθησαν ποτέ να την ληστέψουν, δεν προσπάθησαν ποτέ να την βιάσουν. Μάλωσε με κάποιον που την χτύπησε στο χέρι. Μόνη της το χαράκωσε για να τον κυνηγήσει και, άθελά της, έκανε την ζημιά στον εαυτό της. Εκβιαστικά του τα πήρε τα λεφτά, δεν υπήρχαν μάρτυρες, μόνο ο λόγος τους κι ένα σακατεμένο χέρι. Μια πλάκα που κατέληξε σε καυγά κι ένα σπασμένο μπουκάλι. Έκανε όσες επεμβάσεις κατάφερε. Το παλικάρι αυτοκτόνησε, δεν άντεξε τον εκβιασμό της οικογένειάς του και τις τύψεις του. Η Κάλλια άλλαξε σχολείο. Το παρατσούκλι την ακολούθησε, αλλά όχι η ιστορία. Δεν πίστευε κανείς σ’ εκείνη την ιστορία, έλεγαν πως ήταν βλακώδεις διηγήσεις των παιδιών. Έψαξα κι άλλο. Έφυγε με τα λεφτά μας, εγκαταστάθηκε μόνιμα με τους δικούς της στην Αγγλία. Οικονομικοί μετανάστες που είχαν κάνει ένα βαρβάτο κομπόδεμα για να φύγουν απ’ την χώρα τους. Έβαλα άτομα να ψάξουν. Τα ίδια κι εκεί. Σοκ. Όπως όταν δώσαμε το πρώτο μας φιλί.

Κλείνομαι σπίτι. Η Ρέα πέθανε. Αλλαγή ταυτότητας. Σχίζω την γυναίκα – φίδι, την κάνω κομμάτια, μαζεύω τα μπάζα, τα καίω στην παλιά αποθήκη. Κάτι παιδιά κάνουν γκράφιτι. Μ’ αρέσει η τεχνοτροπία τους. Τους πλησιάζω, με κοιτάνε λοξά. Μιλάμε για λίγο. Τους δείχνω δουλειά μου στο κινητό. Δεν έχουν θέμα να το αναλάβουν. Κανονίζουμε τα οικονομικά. Ζητάω άδεια απ’ το σχολείο που είν’ απέναντι απ’ το παλιό γιοφύρι. Σκάμε μύτη με τα παιδιά. Κοιτάζω το παγκάκι που καθόταν κάποτε η Κάλλια. Βουρκώνω. Μου διαλύει την μύτη το χρώμα. Κερνάνε μάσκα οι πιτσιρικάδες. Σχηματίζεται η γυναίκα στον τοίχο του γυμναστηρίου. Φεύγω. Ανεβαίνω στο γιοφύρι. Αψεγάδιαστη η δουλειά. Στα εκατό μέτρα μακριά κι όμως ξεχωρίζει η Κάλλια. Μιλάμε μέσω μηνυμάτων. Η Κάλλια και το alter ego μου. Η Ρέα έχει εξαφανιστεί από προσώπου γης, δεν την έχω δει καθόλου.

«Καλύτερα. Το μαλακισμένο μόνο τα ρέστα δεν μου ζήτησε που έφυγα για να κοιτάξω το χέρι μου»

«Ηλίθια ήταν και ηλίθια παραμένει, αλλά πλασάρεται όμορφα και πουλάει»

«Το ξέρω, γι’ αυτό την χρησιμοποίησα τότε. Η Ρέα δούλευε, εγώ απολάμβανα»

«Λογικό. Η Ρέα δεν ξέρει τι σημαίνει να απολαμβάνεις»

«Θέλω να σε δω»

«Εν καιρώ» της γράφω και σφίγγω τόσο δυνατά τα δόντια μου που νιώθω τα ούλα μου να ματώνουν από την πίεση. «Κυρία Ρέα, καταπληκτική ιδέα. Απίστευτη φαίνεται η γυναίκα από ‘δω πάνω» μου λέει ένας λαχανιασμένος πιτσιρικάς που ‘χει έρθει τρέχοντας για να θαυμάσει την δουλειά των φίλων του.

«Ήταν απίστευτη γυναίκα κάποτε»

«Πέθανε;»

«Κατά κάποιο τρόπο. Όλα πεθαίνουν κάποια στιγμή»

«Κρίμα».

«Κανείς δεν είναι κρίμα, αγόρι μου. Ο κάθε ένας από εμάς είναι άξιος και υπαίτιος της μοίρας του. Έτσι διάβασα κάπου» του απαντάω σκεφτικά ενώ προσπαθώ να χαμογελάσω.

Πιάνει βροχή. Τα παιδιά το παρατάνε αναγκαστικά. Το συνεχίζουν την επόμενη και την μεθεπόμενη• έχουν στήσει μέχρι και σκαλωσιές για να βγει όλο το σχέδιο. Το φωτογραφίζω τελειωμένο. Φαίνεται ακόμη και η υπογραφή μου στον τοίχο. Η κανονική μου υπογραφή, εκείνη της Ρέας. Το στέλνω στην Κάλλια. «Καλή συνέχεια στην ζωή» της γράφω απ’ τον αριθμό της Ρέας και κλείνω ξανά το κινητό. Χτυπάει το άλλο, του alter ego μου. Ένα νέο μήνυμα. Αδιαφορώ. Καλώ τον αριθμό. Αργεί να το σηκώσει. Φοβισμένη η φωνή της. «Ναι;»

«Όμορφο;»

«Ρέα;»

«Κάλλια;»

Αλέξανδρος Κουτρούλης

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading