,

Ήσυχες γατούλες

Το πρωί της Κυριακής έβρεχε κι έτσι κανείς από την οικογένεια του Νικολάκη ή των γειτόνων του δεν βγήκε για να ταΐσει τις γάτες, όπως συνήθιζαν. Είχαν τέσσερις, δύο ασπρόμαυρες, μία γκρίζα και μία με πορτοκαλιές ρίγες. Ήταν αδέσποτες, βασικά, αλλά τριγυρνούσαν μόνο σε αυτή τη γειτονιά. Τους έριχναν μπόλικο φαγητό από αυτό που περίσσευε και η γειτονιά ήταν γεμάτη κρυψώνες, χαρτόκουτα και χαλασμένα παιχνίδια –με άλλα λόγια, ιδανική για παιχνιδιάρες γάτες.

Σε όλες είχαν ονόματα. Η ασπρόμαυρη που είχε πιο πολύ μαύρο παρά άσπρο λεγόταν Black, η άλλη λεγόταν Snowhite, αυτή με τις πορτοκαλιές ρίγες Orange και Sea η γκρίζα, ένεκα των μπλε ματιών της. Τα αγγλόφωνα ονόματά τους οφείλονταν στο ότι στη γειτονιά έμεναν άνθρωποι μορφωμένοι και σε κάποιο βαθμό φιλόζωοι.

Η Sea ήταν η πιο παιχνιδιάρα από όλες τις γάτες. Όταν έβγαινε κάποιο από τα παιδιά ή από τους ενήλικες που δεν έδιναν μόνο φαγητό και νερό, αλλά τις χάιδευαν κιόλας, η Sea τριβόταν στα πόδια του ατόμου ή κυλιόταν στο έδαφος ή κυνηγούσε τη κόκκινη λάμψη των λέιζερ των παιδιών. Γουργούριζε και έκλεινε αργά-αργά τα μάτια της όταν της έξυναν την πλάτη ή της έτριβαν την κοιλιά. Είχε προσπαθήσει πάμπολλες φορές να μπει στα σπίτια, για να παίξει κι άλλο, αλλά την είχαν κρατήσει εκτός.

Τις μέρες που έβρεχε οι γάτες παρέμεναν κάτω από τα μπαλκόνια, μακριά από τις ενοχλητικές σταγόνες και το βρεγμένο δρόμο. Συνήθως, σε αυτές τις περιπτώσεις ήταν συσπειρωμένες, ένα κουβάρι, ενώ είχαν καταλάβει πως δεν θα τις τάιζαν σύντομα. Έτσι, περίμεναν καρτερικά.

Συνήθως.

Σήμερα, όμως, ήταν η άτυχη μέρα της Sea. Σαν η πιο περίεργη ανάμεσά τους, αλλά και η πιο τολμηρή, όταν είδε τον ποντικό να τρέχει πλατσουρίζοντας στην αυλή της πολυκατοικίας, τα μάτια της άστραψαν και τα αυτιά της υψώθηκαν σαν κατασκοπευτικοί πομποί και το ένστικτο του παιχνιδιάρη κυνηγού πήρε τα ηνία. Και η Sea δεν λογάριαζε τη βροχή πλέον. Και η Sea όρμησε, αγνοώντας τη ζεστασιά των άλλων γατιών, που έμεναν απαθείς.

Ο ποντικός την πήρε χαμπάρι αμέσως, καθότι με τα λιμνάζοντα νερά ήταν δύσκολο να παραμείνει η Sea αθόρυβη. Γύρισε από την άλλη και έτρεξε πιο γρήγορα απ’ ό,τι πριν, με την αναμαλλιασμένη και βρεγμένη γκρίζα σκιά να τον ακολουθεί κατά πόδας.

Εκείνος πέρασε κάτω από τα κάγκελα της αυλής και έτρεξε τρέμοντας προς τον υπόνομο. Αν περνούσε τη σχάρα, θα ήταν ασφαλής.
Η Sea πέρασε κι αυτή με ευκολία τη μάντρα και πήδηξε στο πεζοδρόμιο. Υπό άλλες συνθήκες θα είχε τινάξει τα νερά από πάνω της δέκα φορές μέχρι τώρα, αλλά είχε μια σημαντική αποστολή να εκτελέσει.
Ο ποντικός άκουσε τις γρατσουνιές των νυχιών της Sea στο πλακόστρωτο και έβαλε τα δυνατά του, όσο κι αν τον ζόριζε το νερό που είχε μαζευτεί στο σώμα του.

Η Sea κατάλαβε την τελευταία στιγμή τι θα γινόταν αν ο ποντικός έπεφτε στο φρεάτιο κι έτσι αποφάσισε να κάνει ένα σάλτο. Ήταν αρκετά μέτρα πίσω από το θήραμά της, αλλά είχε ξανακάνει τέτοια άλματα. Έβαλε για μια στιγμή δύναμη στα πίσω πόδια της και έπειτα ώθησε το κορμί της ψηλά και μπροστά.
Παλιότερες φορές, είχε γλιτώσει από τα επικίνδυνα διερχόμενα οχήματα που περνούσαν από το στέκι της. Είτε έστριβαν τελευταία στιγμή οι οδηγοί, είτε εκείνη προλάβαινε να περάσει απέναντι.
Σήμερα δεν ήταν τόσο τυχερή.
Το αμάξι που πήγαινε με εβδομήντα χιλιόμετρα χτύπησε τη Sea. Ο προφυλακτήρας του τη βρήκε στο κεφάλι, εκτοξεύοντας το σώμα της πολλά μέτρα παραπέρα, πάνω στο πεζοδρόμιο. Ο οδηγός έκοψε για μια στιγμή, αλλά εν τέλει συνέχισε.

Η Sea έμεινε στο ακίνητη, την ώρα που ο ποντικός είχε ήδη μπει στο φρεάτιο και κατευθυνόταν στην φαμίλια του.
Όταν οι άλλες γάτες την είδαν να πλησιάζει ένιωσαν αμέσως τον κίνδυνο. Η γκρι όψη της Sea ήταν αλλόκοτη, με το μισό κεφάλι της να έχει αποκτήσει… λάθος, να έχει γίνει μια μεγάλη μελανιά. Μάτι κλειστό, η μύτη ματωμένη. Η άκρη του στόματος να κρέμεται σπασμωδικά. Το αυτί επίσης πεσμένο στο κεφάλι της.

Το κουβάρι των τριών διαλύθηκε. Έτρεξαν μακριά από την Sea, μη δίνοντας σημασία στη βροχή, ακολουθώντας η κάθε μία διαφορετική κατεύθυνση. Η Sea έτρεξε ξοπίσω από την Snowhite. Την καταδίωξε κανονικά, βγάζοντας σιγανούς συριγμούς. Την πρόλαβε, όταν η Snowhite γλίστρησε και έπεσε. Η Sea της επιτέθηκε και για λίγο πάλεψαν, όμως τελικά η ασπρόμαυρη γάτα έμεινε νεκρή μέσα στο πορφυρό νερό.

Σειρά είχε η Orange, που ποτέ της δεν ήταν δραστήρια. Ήταν η πιο παχουλή από τις τέσσερις. Οι ελπίδες της εξανεμίστηκαν όταν διαπίστωσε πως δεν χωρούσε να περάσει τα κάγκελα. Νιαούρισε απειλητικά προς την Sea, όμως η γκρι γάτα δεν έκανε πίσω ούτε βήμα. Η Orange αμύνθηκε, αλλά οι νυχιές και τα δαγκώματα στην παχιά κοιλιά της ήταν ασταμάτητα και εξαντλητικά, την έκαναν να βογκάει και να νιαουρίζει πένθιμα, γεγονός που δαιμόνιζε ακόμα περισσότερο τη Sea.

Η Black είχε καταφέρει να ξεφύγει. Άκουγε τα ουρλιαχτά της Orange για λίγη ώρα. Όταν αυτά σίγησαν για τα καλά, η φυγή της έγινε ακόμα πιο μπερδεμένη. Δεν είχε απομακρυνθεί ποτέ της από τη γειτονιά εκείνη κι έτσι βρισκόταν πλέον σε άγνωστα μέρη. Ωστόσο, συνέχιζε.

Ποτέ της δεν πρόλαβε να δει από πού πετάχτηκε η Sea. Άκουσε μόνο ένα χρατς και μετά κάτι τρύπησε τη γούνα της. Τα νύχια από τα πίσω πόδια της Sea καρφώθηκαν στα πλάγια της Black, τη στιγμή που τα μπροστινά διέλυαν τα μάτια της. Η Black προσπάθησε να παλέψει, όμως ο αγώνας ήταν άνισος: αν και κατάφερε ένα δυο χτυπήματα στη Sea, όπως και οι άλλες, έπεσε νεκρή σε δευτερόλεπτα.

Η Sea πήρε το κουφάρι από το σβέρκο και το έσυρε με κόπο πίσω στη γειτονιά της. Το κεφάλι της έγερνε επικίνδυνα στα αριστερά -ένεκα που η δεξιά πλευρά της δεν ήταν σε θέση πλέον να κάνει κάτι άλλο πέραν από το να υφίσταται τα χτυπήματα και να μπλαβιάζει ακόμα χειρότερα-, όμως προχωρούσε ακάθεκτη. Άκουγε από το μοναδικό της αυτί τα κορναρίσματα των αυτοκινήτων, αλλά δεν πτοούνταν.

Έδωσε σημασία μόνο όταν είδε ένα από αυτά να σταματάει λίγα μέτρα μπροστά της. Μια φιγούρα την πλησίασε, φωνάζοντας. Η Sea σταμάτησε. Κοίταξε τη γυναίκα που πήρε μια ξέμπαρκη σκούπα και κινήθηκε απειλητικά προς το μέρος της. Η Sea άφησε τη Black και περίμενε. Όταν η γυναίκα ύψωσε τη σκούπα, η Sea επιτέθηκε. Πήδησε στον αέρα και κάρφωσε τα νύχια της στο πρόσωπο της γυναίκας. Η σκούπα έπεσε και τα ανθρώπινα ουρλιαχτά υπερίσχυσαν του νερωμένου ήχου της βροχής. Η γυναίκα έπιασε το υγρό σώμα της Sea και προσπάθησε να το πετάξει από πάνω της, ενώ το αίμα από τα τρύπια μάγουλα και από το σκισμένο μέτωπό της έρεε άφθονο. Η Sea, γευόμενη κι άλλο αίμα, άνοιξε το στόμα της και έχωσε τα δόντια της στο δεξί μάτι της γυναίκας. Μετά, στο αριστερό.

Η γυναίκα οπισθοχώρησε παραπαίοντας. Σκόνταψε πάνω σε ένα παγκάκι και έπεσε στο πλάι. Στο δρόμο. Το σώμα της χτυπήθηκε στιγμές αργότερα από ένα φορτηγό. Ο οδηγός σταμάτησε και κατέβηκε τρέχοντας. Είδε την πεσμένη σωρό και πλησίασε. Έτρεμε σύγκορμος. Όταν διαπίστωσε πως η γυναίκα ήταν νεκρή, έβαλε τις φωνές. Σταμάτησαν κι άλλα αμάξια. Οι άνθρωποι τον προσέγγισαν και κατάφεραν να τον συνεφέρουν λιγάκι. Ένας κάλεσε την αστυνομία και ένας άλλος το 166. Ο φορτηγατζής κάθισε στο κάθισμα του συνοδηγού σε ένα από τα σταματημένα οχήματα. Έκλαιγε.

Κανείς δεν πρόσεξε τη γκρίζα γάτα με την άσχημη όψη που έσερνε το κουφάρι μιας άλλης γάτας.

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading