,

Ανεκπλήρωτο πάθος

  Ξάπλωσε στο κρεβάτι της ανάσκελα κι έμεινε να κοιτάζει το βουβό δωμάτιο. Το μυαλό της δε μπορούσε να συγκρατηθεί και να παραμείνει πιστό στα ‘πρέπει’ της. Πάει πια ένας μήνας που προσπαθεί να κοιμηθεί ήρεμη, χωρίς το μυαλό να της παίξει το ίδιο παιχνίδι. Κάθε βράδυ το ίδιο πράγμα… Και τότε ήταν που πήρε πάλι ο νους της να ξεφεύγει και η φαντασία της να οργιάζει.

  Έκλεισε τα μάτια, όχι για να κοιμηθεί. Έφερε στο νου της εκείνον. Έναν όμορφο νέο, με καλοσμιλεμένο σώμα, γυμνασμένο, που άπεπνεε αυτή την αίσθηση της ρώμης. Έκλεισε σφιχτά τα μάτια της κι ο νους της άρχισε να φτιάχνει σενάρια.

  Είδε εκείνη σε ένα σπίτι στο βουνό, ξεχασμένο από τους ανθρώπους. Κι είδε κι εκείνον κοντά της να της φέρνει ταραχή, μόνο και μόνο στη σκέψη πως ήταν στο χώρο. Προσπαθούσε να κρύψει τα συναισθήματά της, αλλά αυτό το μεθυστικό του άρωμα δεν βοηθούσε την κατάσταση. Τα ρουθούνια της είχαν γεμίσει από ένα συνδυασμό ανδρικής κολώνιας και αρρενωπότητας. Άπλωσε δειλά το χέρι και του πρόσφερε μια κούπα με ζεστό καφέ φίλτρου. Το χέρι της ήταν παγωμένο από την αμηχανία που ένιωθε, όπως κι όλο της το σώμα.

  Εκείνος έπιασε την κούπα προσπαθώντας να μην αγγίξει το χέρι της. Είναι αλήθεια, ένιωθε ακριβώς το ίδιο. Ήταν επηρεασμένος από την παρουσία της, Προσπάθησε να συγκρατήσει τον εαυτό του, αλλά του ήταν αδύνατο. Αυτό το αναψοκοκκίνισμα στο πρόσωπό της του προκαλούσε μια έντονη παρόρμηση να την πλησιάσει ακόμη περισσότερο. Άφησε την κούπα στο τραπέζι που βρισκόταν κοντά στο τζάκι και με το άλλο του χέρι την άγγιξε απαλά στον αυχένα. Ένιωσε όλο της το σώμα να μουδιάζει και να μένει ασάλευτη, έρμαιο στα χέρια του. Με τα ακροδάχτυλά του ζωγράφισε μερικούς κύκλους στον αυχένα και τον λαιμό της. Με τεράστια δυσκολία η Άντρεα συγκράτησε εκείνον τον αναστεναγμό που είχε φτάσει στο λαιμό της ξεκινώντας από τα βάθη του κορμιού της.

  Έκανε ένα βήμα προς το μέρος της και με πολύ απαλές κινήσεις άγγιξε με τα χείλη του το πρόσωπό της. Έκαιγε. Η εσωτερική της θεά είχε αφυπνιστεί και περίμενε καρτερικά να δει την εξέλιξη. Ο Μάνος δε δίστασε άλλο. Με αποφασιστικές κινήσεις διεκδίκησε το στόμα της, κούρσεψε κάθε εκατοστό του και με τη γλώσσα του ταξίδεψε σε κάθε σημείο του. Η Άντρεα δεν είχε άλλες αντιστάσεις πια. Παραδόθηκε άνευ όρων σε ένα διεκδικητικό, αλλά συνάμα αισθησιακό φιλί, που την ταξίδευε σε ένα πέλαγο αισθήσεων.

  ‘Πόσο ζωντανό είναι το όνειρο αυτό’, σκέφτηκε. Έμεινε εκεί, στο κρεβάτι να αγγίζει τα χείλη της, το πρόσωπό της και να έχει την εντύπωση πως ήταν πέρα για πέρα αληθινό. Όμως πλέον δεν της αρκούσε αυτό. Συνέχισε με τη σκέψη της να φαντασιώνεται πως είναι εκεί, σε εκείνο το απόμερο, απόκοσμο σπίτι στο βουνό, ανάμεσα στα έλατα κρυμμένο, με τον Μάνο… Και πως εναποθέτει στα χέρια του όλο της το είναι…

  Έκλεισε σφιχτά τα μάτια της και τον είδε ξανα… Ήταν εκεί, κοντά της κι ακόμη τη φιλούσε λαίμαργα, σαν να το ήθελε καιρό, σαν να εξαρτιόταν όλη τους η ιστορία από αυτή τη στιγμή, απ΄αυτό το φιλί. Την κράτησε σφιχτά στην αγκαλιά του και κόλλησε το σώμα της πάνω του. Την αισθάνθηκε τόσο παραδομένη σε αυτό το φιλί. Με τα επιδέξια χέρια του άρχισε να αγγίζει το σώμα της και να την διακδικεί ολοκληρωτικά. Την ήθελε όσο ποτέ άλλοτε και τώρα είχε την ευκαιρία του να της το αποδείξει. Με αργές, αλλά σίγουρες κινήσεις, κοιτάζοντας την στα μάτια σαν να της ζητούσε επιβεβαίωση, ξεφορτώθηκε το γκρίζο φούτερ του. Στάθηκε να την κοιτάζει ακίνητος, σαν άγαλμα, περιμένοντας ένα σημάδι της για να αισθανθεί ότι θέλει κι εκείνη, όσο κι αυτός, να προχωρήσει.

  Τον κοίταξε κατάματα με εκείνα τα φωτεινά μάτια και με ένα διακριτικό νεύμα της του έδωσε την απάντησή της. Άπλωσε τα χέρια του και σιγά σιγά της έβγαλε το πουκάμισο, εκείνο το ροζ παλ πουκάμισο που φορούσε και την πρώτη φορά που την αντίκρυσε και την ξεχώρισε ανάμεσα σε τόσο κόσμο μέσα στο καφέ. Ξεκούμπωσε αργά ένα ένα τα μικρά κουμπιά και με μια κίνηση το άφησε να γλιστρήσει στους ώμους της Άντρεα και να καταλήξει πεσμένο δίπλα στο τζάκι, που είχε φουντώσει πια για τα καλά.

  Εγκατέλειψε το στόμα της και προχώρησε αργά προς το λαιμό της, έπειτα προς τους ώμους της, στο στέρνο της για να καταλήξει να την βασανίζει και να τη φτάνει ως την κορύφωση, καθώς με αποφασιστικές κινήσεις του στόματός του διεκδικούσε το στήθος της. Δεν ήθελε και δε μπορούσε να σταματήσει να φιλά και να αγγίζει το κορμί της, μέχρι που άκουσε την απόκοσμη φωνή της να τον εκλιπαρεί να την ολοκληρώσει και να την φτάσει σε μέρη ερωτικά που ούτε η φαντασία της δεν είχε εξερευνήσει έως τότε. Αυτή η κραυγή της έκανε τον ανδρισμό του να τονωθεί και να αισθανθεί πως θέλει να την φτάσει ακόμη μακρύτερα. Με γρήγορες κινήσεις την σήκωσε αγκαλιά και την ακούμπησε πάνω στο τραπέζι. Ούτε η κούπα που έπεσε κι έσπασε σκορπώντας παντού στο χώρο το άρωμα του καφέ δεν ήταν ικανή να τους επαναφέρει σε πραγματικούς χρόνους. Είχαν αγγίξει κάτι θείο και τίποτα δε μπορούσε να τους προσγειώσει.

  Της αφαίρεσε και τα λίγα ρούχα που της είχαν απομείνει, αφού πρώτα έβγαλε τη φόρμα του. Η φούστα της και τα εσώρουχά της βρέθηκαν με γρήγορες κινήσεις να συντροφεύουν το πουκάμισο της και το φούτερ του, που βρίσκονταν μπροστά στο τζάκι. Η φωτιά συνέχιζε να καίει και να ζεσταίνει τα γυμνά τους κορμιά που λικνίζονταν με απόλυτη αρμονία και οδηγούνταν σε μια ονειρική απογείωση. Όλο τους το είναι ήταν απλωμένο εκεί και ταίριαζε απόλυτα δημιουργώντας μια μοναδική ολοκλήρωση. Η επιθυμία του ενός για τον άλλον ήταν τόσο μεγάλη, που οι αλλεπάλληλες κορυφώσεις το μαρτυρούσαν. Μέχρι που οι αντοχές τους εξαντλήθηκαν και κατέρρευσαν επάνω στο παχύ κόκκινο χαλί μπροστά στο τζάκι προσπαθώντας να ηρεμήσουν τις ανάσες τους και να ξαναβρουν την ισορροπία τους, που την τελευταία ώρα τους είχε εγκαταλείψει.

  Έμειναν εκεί ξαπλωμένοι για πολλή ώρα. Ο Μάνος της χάιδευε απαλά την γυμνή της πλάτη κι εκείνη σκορπούσε μικρά σύντομα φιλιά στο δασύτριχο στέρνο του ακούγοντας τους χτύπους της καρδιάς του. Μέχρι που ξαφνικά εκείνος χάθηκε, κι έμεινε μόνη της να κοιτάζει τη φωτιά να γλείφει τα τελευταία ξύλα που είχαν απομείνει.

  Άνοιξε απότομα τα μάτια της και προσπάθησε να καταλάβει που βρίσκεται. Ναι. Ήταν ακόμη στο δωμάτιό της, μόνη… Η ανάσα της ήταν ακανόνιστη και προσπάθησε χωρίς αποτέλεσμα να ηρεμήσει. Το κορμί της ήταν ακόμη μουδιαμένο από την αίσθηση που της άφησε αυτό το ασύλληπτο όνειρό της. Αχ, πόση ανάγκη είχε να είναι πραγματικότητα όλα αυτά… Ήταν σχεδόν δύο μήνες που είχαν να μιλήσουν. Καθημερινά κοιτούσε το τηλέφωνό της συνεχώς και παρακολουθούσε το προφιλ του στα social media. Της έλειπε. Αυτός ο άνθρωπος είχε καταφέρει να της γίνει απαραίτητος. Το φλερτ του ήταν εθιστικό. Ο τρόπος του μοναδικός. Σε σημείο που της είχε γίνει απωθημένο και ενδόμυχος πόθος. Ένας πόθος που αρνιόταν να φανερώσει ακόμη και στους πιο κοντινούς της ανθρώπους.

  Άλλο ένα βράδυ που πέρασε χωρίς να το καταλάβει. Είχε πια αρχίσει να χαράζει. Σηκώθηκε με τεμπέλικες κινήσεις κι έσυρε τα βήματά της ως το μπάνιο για να κάνει ένα δροσερό ντους και να συνέλθει. Το πρόγραμμα της ημέρας ήταν φορτωμένο κι έπρεπε να ανταπεξέλθει. Έπρεπε να μαζέψει όλες της τις αντοχές για να βγάλει εις πέρας την ημέρα. Σε λίγη ώρα θα έπρεπε να είναι στη θέση της, στην εταιρία και με συγκεντρωμένο μυαλό να αναλάβει την επίλυση των νομικών υποθέσεών της. Από συνήθεια πήρε μαζί το κινητό της κι έκανε να βάλει λίγη μουσική. Τα μάτια της άστραψαν όταν είδε μια ειδοποίηση μηνύματος…

  Ένα νέο μήνυμα από Μάνος…

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading