,

Ανυπακοή

Δεν ξέρω αν θα πιστέψει κανείς την ακόλουθη ιστορία, αλλά εγώ θα σας την αφηγηθώ όπως μου την είπε ο φίλος και συνάδελφος πεζοναύτης, ο Λαμπράκης. Εντάξει, όχι ακριβώς όπως μου την ανέφερε, αλλά από τη δική μου σκοπιά! Και επίσης όχι, η ιστορία του δεν έχει τίποτα το μεταφυσικό -μάλλον-, όμως και πάλι, είναι υπερβολική.

***

Ο συνταγματάρχης Γρηγορίου, διοικητής του 505 Τάγματος Πεζοναυτών στο Βόλο, δεν συνήθιζε να καπνίζει στο γραφείο του, οπότε όταν ο υποδεκανέας Λαμπράκης μπήκε μια καλοκαιρινή Δευτέρα του Σεπτέμβρη και μύρισε τον καπνό και είδε τον ανώτερό του με το τσιγάρο ανά χείρας, κατάλαβε τι θα επακολουθούσε – έστω, στο περίπου. Με δυο λόγια, είχε μπλέξει.

Σαν σωστός στρατιωτικός, βάρεσε προσοχή ενώπιον του ανωτέρου του και έκανε να συστηθεί, αλλά ο Γρηγορίου τον σταμάτησε λέγοντας, «Ημιανάπαυση, υποδεκανέα».

Ο Λαμπράκης υπάκουσε και περίμενε.

Για λίγο, επικράτησε σιωπή. Ο φίλος μου είπε ότι θα προτιμούσε να καθαρίζει τις τουαλέτες επί μήνες, παρά να είναι στο γραφείο του Γρηγορίου και να είναι αμίλητοι και οι δύο.

Ο Γρηγορίου τράβηξε αρκετές φορές καπνό και τον κράτησε στα πνευμόνια του, ενώ κοιτούσε μια τον Λαμπράκη και μια τον υπόλοιπο χώρο, σαν να προσπαθούσε να αποφασίσει πώς να τους στολίσει και τους δύο.

«Είχες μια αποστολή», είπε κάποτε. «Σου είχα αναθέσει μια συγκεκριμένη αποστολή. Ποια ήταν αυτή, υποδεκανέα;»

Ο Λαμπράκης επανέλαβε τη διαταγή κατά γράμμα, όπως και πριν τρεις μήνες: «Να μεταφέρω την κόρη σας από το σπίτι σας στο σχολείο, για να δώσει πανελλήνιες και μετά το πέρας των εξετάσεων, από το σχολείο πίσω στο σπίτι, κύριε συνταγματάρχη».

«Μάλιστα. Τι άλλο σου τόνισα;»

«Να φροντίσω να μην έχει πάρε δώσε με άλλα άτομα, ειδικά με αγόρια».

Ο Γρηγορίου κάρφωσε τη ματιά του στον Λαμπράκη. «Τι άλλο, υποδεκανέα;»

«Να μη διανοηθώ να συνάψω σχέση με την κόρη σας, κύριε συνταγματάρχη».

Ο Γρηγορίου ένευσε.

Δεν υπήρχε περίπτωση να υπακούσω, Παύλο, μου είπε ο φίλος μου. Ήξερα ότι την είχα βάψει για τα καλά, όταν την είδα να βγαίνει από το σπίτι του Γρηγορίου για το πρώτο μάθημα. Είναι μια όμορφη, μελαχρινή γυναίκα, με υπέροχο χαμόγελο. Το να την πηγαινοφέρνω για δύο εβδομάδες περίπου, να είμαστε στο ίδιο αμάξι για είκοσι λεπτά στο πήγαινε και άλλα τόσα στο έλα, και να μένω απαθής… Απλά δεν μπορούσα να το κάνω.

«Κι εσύ τι έκανες, υποδεκανέα; Ε;» συνέχισε ο Γρηγορίου.

Δεν του απάντησα αμέσως, Παύλο. Θυμήθηκα τι έγινε στο τελευταίο μάθημα που έδινε η Ράνια. Βιολογία; Νομίζω πως ήταν η Βιολογία. Περίμενα στο αμάξι του Γρηγορίου -με αυτό κάναμε τις διαδρομές-, καθισμένος στο καπό και κοιτούσα προς την κλειστή πύλη του σχολείου και τον μπάτσο που τα έλεγε με έναν άλλο. Είδα την Ράνια να βγαίνει μαζί με τις φίλες της. Φορούσε τζιν παντελόνι, λευκά αθλητικά και ανοιχτόχρωμη μπλούζα. Της χαμογέλασα και τη χαιρέτισα και εκείνη πλησίασε και μπήκε στη θέση του συνοδηγού, ως συνήθως. Κάθισα δίπλα της και άνοιξα τον κλιματισμό –είχε τριάντα τρεις βαθμούς έξω. Ανταλλάξαμε μια ματιά, πίσω από τα γυαλιά ηλίου μας.

Σπίτι; με ρώτησε.

Όχι σήμερα, της απάντησα. Έβαλα πρώτη, άνοιξα και το ραδιόφωνο -θέλαμε και τα ροκάκια μας, βλέπεις- και φύγαμε.

Το είχα φουλάρει με βενζίνη, από τα λεφτά που είχα. Πήγαμε σε μια καφετέρια, στην οδό Αργοναυτών. Ξεκινήσαμε με καφέ. Μέχρι τις δώδεκα, όταν μετακομίσαμε σε ένα τσιπουράδικο. Φάγαμε τα θαλασσινά μας και ήπιαμε. Και είπαμε κάτι λίγα. Αλλά πολύ λίγα. Βασικά, δεν θέλαμε να μιλήσουμε. Συγκρατιόμασταν σχεδόν δεκατέσσερις μέρες. Παριστάναμε πως ήμουν απλά ο φαντάρος που είχε την αγγαρεία να μεταφέρει την κόρη του διοικητή του, την ίδια στιγμή που εκείνη είχε το μυαλό της μόνο στο να περάσει στο Παιδαγωγικό.

Σιγά μην ήταν έτσι τα πράγματα.

Δεν άργησα να αλλάξω θέση στο τραπέζι και να έρθω δίπλα της. Υπό άλλες συνθήκες, θα είχα φοβερό άγχος, αλλά η αλήθεια είναι πως ο καλός καφές και το ακόμα καλύτερο τσίπουρο βοήθησαν πολύ. Χάιδεψα τα μαλλιά της, που τα είχε πιάσει σε κοτσίδα. Ήταν απαλά, σαν φτερά πεταλούδας. Εκείνη ακούμπησε το δεξί της χέρι στη μπλούζα, στο ύψος του στήθους μου. Ένιωσε την καρδιά μου, όπως εγώ ένιωσα τη δύναμη της σκέψης της. Και μετά φιληθήκαμε. Απαλά στην αρχή, μέχρι να μάθουμε και να χαμογελάσουμε και να αφεθούμε.

«Δεν υπάκουσα στις εντολές σας, κύριε συνταγματάρχη», είπε ο Λαμπράκης στον Γρηγορίου.

«Δεν υπάκουσες. Τόλμησες να τα φτιάξεις με την κόρη μου. Με την κόρη του ανωτέρου σου, υποδεκανέα! Ακόμα δεν μπορώ να το διανοηθώ».

Όντως; Αυτό είχα κάνει; Φίλε μου, εκείνο τον Μάη, δεν ήξερα. Εκείνο το καλοκαίρι, δεν ήξερα. Βλεπόμασταν όταν είχα άδεια. Πηγαίναμε σε παραλίες του Βόλου. Όσο πιο κρυφά μπορούσαμε, φυσικά. Φιλιόμασταν, έχοντας παράλληλα το νου μας για τον Γρηγορίου ή όποιον άλλο μπορεί να μας κάρφωνε σε αυτόν. Ήξερα ότι έκανα κάτι μεμπτό, ότι κάναμε κάτι μεμπτό, αλλά δεν ξέραμε πόσο πολύ ξέφευγε -ή πόσο πολύ μπορεί να ξέφευγε- η κατάσταση. Ήταν όλα τόσο τέλεια, που οι όποιες συνέπειες μάς διέφευγαν, τις απωθούσαμε. Συνειδητά. Δεν μπορείς απλά να χλομιάσεις τον ήλιο στην παλέτα της ζωής σου, φίλε. Κάτι τέτοιο θα ήταν σκέτη καταστροφή.

Και δεν κάναμε κάτι τέτοιο. Μα τω Θεώ, απλά η Ράνια με ερωτευόταν και εγώ ερωτευόμουν την Ράνια.

Αξέχαστο καλοκαίρι, Παύλο. Αξέχαστο.

Λυπήθηκα αφάνταστα όταν έπαψα να λαμβάνω μηνύματα από την Ράνια. Και λυπήθηκα ακόμα πιο πολύ που δεν την ξαναείδα.

Ο Γρηγορίου σηκώθηκε και πλησίασε το παράθυρο. Θα παρατηρούσε την αυλή και τις ασκήσεις που έκαναν οι πεζοναύτες. «Στο γραφείο είναι η μετάθεσή σου, υποδεκανέα», είπε. «Θα πας στο Ρέθυμνο, στον τόπο καταγωγής σου. Θα δημιουργηθεί ένα επιπλέον τάγμα εκεί κάτω. Θα είσαι από τους πρώτους που θα το υπηρετήσουν». Τράβηξε μια ακόμα ρουφηξιά από το τσιγάρο του και συνέχισε: «Είναι το μόνο που μπορώ να κάνω. Είσαι πολύ καλός στη δουλειά σου, για να σου κάνω τη ζωή πιο δύσκολη, απ’ ό,τι ήδη είναι. Άσχετα από την συγκεκριμένη αποστολή, τα έχεις πάει εξαιρετικά. Η πατρίδα είναι πάνω απ’ όλα, υποδεκανέα. Μην το ξεχάσεις ποτέ αυτό».

«Μάλιστα, κύριε συνταγματάρχη». Ο Λαμπράκης πλησίασε και πήρε το χαρτί της μετάθεσης. Το όνομά του, η υπογραφή του διοικητή, η πόλη, το σήμα των πεζοναυτών… Όλα ήταν εκεί.

Ο Λαμπράκης αναστέναξε και γύρισε τη σελίδα και είδε πως υπήρχε άλλη μία. Ήταν κι αυτή από ένα διοικητή, αλλά μιας εντελώς διαφορετικής υπηρεσίας.

Το Πανεπιστήμιο Ρεθύμνου… δέχεται την πρωτοετή φοιτήτρια Ουρανία Γρηγορίου στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης…

Επιπλέον, υπήρχε και ένα ακόμα χαρτί. Ένα post-it, κολλημένο στο έγγραφο από το πανεπιστήμιο. Ανέφερε μια οδό στο Ρέθυμνο. Έμενε στην αντίθετη πλευρά από το πατρικό του Λαμπράκη. Αλλά μιλάμε για το Ρέθυμνο. Η απόσταση είναι πραγματικά ασήμαντη.

Δεν μπορώ να περιγράψω τη φάτσα του Λαμπράκη όταν είδε αυτά τα χαρτιά. Αν έπρεπε να μαντέψω, θα έλεγα ότι χαμογέλασε αρκετά για να μοιάζει… χμ… κάπως όμορφος.

«Είναι καλό το πανεπιστήμιο, Λαμπράκη;» ρώτησε ο Γρηγορίου.

«Είμαι σίγουρος ότι η Ράνια θα τα πάει τέλεια, κύριε συνταγματάρχη».

«Καλώς. Μπορείς να πηγαίνεις».

Ο Λαμπράκης έκανε να γυρίσει, αλλά είπε: «Κύριε συνταγματάρχη, ήταν ανάγκη όλο αυτό;»

Ο Γρηγορίου έσβησε το τσιγάρο στο τασάκι και κοίταξε περήφανος τον Λαμπράκη. «Είμαστε πεζοναύτες, υποδεκανέα. Αν δεν έτρωγες και καψόνι, θα μας έβγαζαν το όνομα».

Ο Λαμπράκης γέλασε και αποχώρισε.

Δύο μέρες μετά, η Ράνια Γρηγορίου έβγαινε από το πανεπιστήμιο, ακολουθώντας δύο συμφοιτήτριές της, όταν αντιλήφθηκε μια γνωστή φιγούρα να κάθεται στο καπό ενός αμαξιού. Είδε τον τύπο με το καλοξυρισμένο κεφάλι, το άσπρο πουκάμισο, το τζιν παντελόνι και τα γυαλιά ηλίου να της χαμογελάει.

Ήταν μια καλοκαιρινή μέρα του Σεπτέμβρη και ο Λαμπράκης με την Ράνια είχαν σμίξει ξανά.

Τάκης Κομνηνός

——————————————————

Σημειώσεις: Το κείμενο αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας και ουδεμία σχέση έχει με την πραγματικότητα.
Θα ήθελα την άποψή σας είτε εδώ, είτε (και) στην σελίδα του TheBluez.gr στο Facebook: https://www.facebook.com/TheBluez.gr
Βρείτε όλα τα κείμενά μου εδώ: https://thebluez.gr/category/anastkom/
Και στον ακόλουθο συνδέσμου όλα τα κεφάλαια της «Εντολής της Κόμισσας», που δημοσιεύονται σε συνέχειες: https://thebluez.gr/category/serials/

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading