,

Αν δεν ήσουν εσύ

Η Ελένη μεγάλωσε με ιδανικά, αλλά δεν είχε αξίες. Ίσως δεν ήθελε ή δεν μπορούσε να τις οικειοποιηθεί. Μεγάλωσε σε καλή οικογένεια που λέμε. Αλλά δεν μπορούσε να τιθασεύσει τον εαυτό της. Για τους γύρω της ήταν το καλό κορίτσι, εκείνο που έχει τρόπους και αρχές. Φρόντιζε να κρύβει καλά μέσα της το τέρας που την έτρωγε. Αργότερα έμαθε ότι έτσι είναι η κοινωνία.

Από μικρή ένιωθε διαφορετική, αταίριαστη. Σαν να είχε ένα σκοπό, αλλά δεν ήξερε ποιος ήταν. Οι εφιάλτες της την τρέλαιναν. Με τα χρόνια τους συνήθισε ακόμα και όταν πια τους έβλεπε ζωντανούς μπροστά της. Τόση απάθεια πια; Είχε υποχωρήσει. Δεν ανήκε πουθενά, δεν πίστευε πουθενά, δεν ήταν τίποτα. Καμιά ταυτότητα, καμία πατρίδα, καμία ψυχή.

Πότιζε με αλκοόλ τα παιδικά της τραύματα, αυτά που κάνουν οι γονείς χωρίς να τα καταλαβαίνουν, χωρίς να τα μαθαίνουν ποτέ. Και κάπως έτσι έψαχνε τον μπαμπά της, χωρίς να θέλει να γίνει ποτέ η μαμά της.

Έδωσε όλα της τα κομμάτια στο πέρασμά της, χωρίς αντάλλαγμα, χωρίς καμία προσδοκία. Είχε χάσει φίλες, τις γνωστές και σαν φίδια, αυτές που σου κρατάνε τα χαρτομάντιλα πριν πάνε να κοιμηθούν με αυτόν που σου αρέσει. Αυτές που σκάβουν λάκκο να χωράνε και δέκα σαν εσένα. Αυτές που παίζουν με την ψυχολογία σου, με την πάρτη σου, με τον έρωτά σου, αυτές ήταν οι φίλες της Ελένης.

Ήρθε τότε εκείνο το αγόρι που την βρήκε ταιριαστή και όσα έβλεπε μέσα της, του άρεσαν. Αλλά έπρεπε να τα ξεκλειδώσει. Θα χρειαζόταν πέντε χρόνια. Πολλή υπομονή το αγόρι. Ακόμα και όταν τον απάτησε. Πώς γίνεται αυτό; Μα αφού ήταν και εκείνος αταίριαστος.

Συγχωρούσε. Ναι, κάπου έχουμε ακούσει αυτή τη λέξη. Ο Ανδρέας την δάμασε για το χατίρι της. Και όχι δεν ταπεινώθηκε αυτός, αλλά εκείνη. Και δάμασε και η Ελένη για χάρη του τον πρώτο της δαίμονα. Δεν ήταν εύκολο, αλλά δεν το μετάνιωσε. Η συγγνώμη αυτή ήταν η πρώτη τους κόλλα.

Πέρασαν τα δύσκολα, πέρασαν πολλά ξενύχτια, πολλά φεγγάρια και στάχτες πάνω σε χαρτιά και μολύβια πεσμένα. Έγραφαν, έλεγαν, έκλαιγαν, έδιναν ονόματα στα αστέρια και τίτλους στα τραγούδια τους.

«Μία μέρα θα θέλεις και εσύ να παντρευτούμε», είπε ο Ανδρέας ξαφνικά μια νύχτα και η Ελένη πνίγηκε με τον καπνό του τσιγάρου της. Μέσα της γελούσε μαζί του και εκείνος δεν άκουγε. Ήταν σίγουρος για ό,τι αισθανόταν.

Ο Ανδρέας ήταν είκοσι χρόνων όταν την γνώρισε. Ήξερε να δουλεύει και να προσεύχεται. Ακόμα και στην αγκαλιά της, ακόμα και που ήξερε πως εκείνη δεν πίστευε. Η Ελένη όμως άκουγε, έβλεπε, ένιωθε αυτήν την αγάπη για το Θεό και πώς τον είχε διαπλάσει σαν άνθρωπο. Έβλεπε πόσο αγαπούσε τα παιδιά. Χαιρετούσε στο δρόμο τα μικρά και τους γονείς τους και εκείνη ντρεπόταν.

«Μα σε ποιον άνθρωπο αρέσει να χαιρετάει παιδιά; Και γιατί του αρέσουν τόσο; Εγώ ούτε να παντρευτώ θέλω, ούτε παιδιά, ούτε οικογένεια, ενώ εκείνος έχει άλλα όνειρα. Τελικά δεν ξέρω πού θα μας βγάλει».

Ο Ανδρέας δούλευε από μικρός, μεγάλωσε μόνος του, ήταν κόπια του εαυτού του και κανενός άλλου. Κανείς δεν του έμαθε να συγχωρεί απιστίες, να μην παίρνει ναρκωτικά, να μην οδηγεί χωρίς κράνος, να μην ενοχλεί τα κορίτσια, να μην βρίζει, να φροντίζει, να σκάβει λάκκους στην ψυχή και να ξετρυπώνει δαίμονες.

«Θα γίνεις καλός δάσκαλος», του είπε εκείνο το πρωί ενώ έπαιρναν πρωινό στο κέντρο. Τον είδε να  χαμογελάει κρυφά όταν ένα κοριτσάκι έκανε σαρδάμ ενώ προσπαθούσε να πει στον μπαμπά της ότι είναι ο «καλυτερότερος» μπαμπάς τους κόσμου.

Γράψανε μαζί την πτυχιακή και την έβαλαν στο άλμπουμ της σχέσης τους μαζί με την αποφοίτηση, τις βάρδιες στη δουλειά, τις περιπολίες στο στρατό, τις φουρτούνες, τους συγγενείς, τις κηδείες, τις βαφτίσεις. Πέντε χρόνια ήταν αυτά.

Τώρα ο Ανδρέας στεκόταν στα σκαλιά της εκκλησίας που εκείνη διάλεξε και την περίμενε. Της έκανε πρόταση γάμου από το τηλέφωνο ενώ η Ελένη είχε σχολάσει από τη δουλειά και καθόταν σε ένα παγκάκι μπροστά στο σιντριβάνι. Πάλι την έκανε να πνιγεί με τον καπνό του τσιγάρου της.

Η τιμωρία του ήταν να της κάνει κάθε χρόνο πρόταση γάμου μέχρι να νιώσει ικανοποιημένη. Της πήρε δεκαπέντε χρόνια να μάθει να ζει χωρίς ταυτότητα και πέντε για να αγαπήσει τα παιδιά, το γάμο, την οικογένεια, το Θεό.

«Θέλω να βάλεις ένα στόχο. Τι θέλεις να είσαι ή να κάνεις μέχρι τα τριάντα;»

«Μέχρι τα τριάντα θέλω να μπορώ να πω ότι έγινα ευτυχισμένη», απάντησε η Ελένη.

Κανείς δεν είχε ακούσει ξανά τέτοιο στόχο.

Περνούσαν 364 μέρες χωρίς τσακωμούς. Περίπου μια φορά το χρόνο μάλωναν για κάποιο τυχαίο λόγο. Είχαν βάλει νέο στόχο να το μηδενίσουν.

«Τι βαρεμάρα», τους έλεγαν οι υπόλοιποι. Λες και τους ένοιαζε.

Η οικογένεια τους στέριωσε, ταξίδεψαν, πείνασαν, χόρτασαν, αποδέχτηκαν τους γονείς τους. Τα παιδιά τους μεγάλωσαν. Τα πέρασαν όλα μαζί. Και τον καρκίνο. Την λέξη που η Ελένη δεν έγραφε καν. Και την χτύπησε στον πνεύμονα. Την ρούφηξε μέχρι τελευταίας σταγόνας. Πρόλαβε και τελείωσε τα βιβλία της. Και ο Ανδρέας έγραψε ένα και της το αφιέρωσε.

Θυμήθηκε την πρώτη τους συνάντηση πριν από σαράντα χρόνια και της είπε την τελευταία του κουβέντα:

«Και τι θα γίνω εγώ χωρίς εσένα μάτια μου, τι θα είμαι πια;»

«Μισός παπάς», ήταν μια χαρακτηριστική κουβέντα που πάντα του πετούσε στα δύσκολα για να τον πειράζει. Και ας της είχε αποδείξει ότι είχε δίκιο, συνέχιζε να του θυμίζει τι θα ήταν χωρίς αυτήν.

Ο Ανδρέας βρήκε το τελευταίο της σημείωμα και το έσφιξε πάνω στην καρδιά του για να νιώσει τους παλμούς της  Ελένης όταν έγραφε την εξομολόγησή της.

«Μεγάλο πράγμα να είσαι ευχαριστημένος με τη ζωή σου, για αυτό λέω ευχαριστώ. Για αυτό λέω σε αγαπώ. Με βρήκες εκεί, στο χάος του μυαλού μου, στα μαύρα μου, στο αδιέξοδο, στις φασαρίες και στις ανοησίες. Είδες διαμάντι είπες. Ακόμα αναρωτιέμαι πού κρύβεται αλλά σημασία έχει ότι το βρήκες κάτω από τις λάσπες. Ποιος άλλος θα έκανε τον κόπο να το πάρει στα χέρια του και με υπομονή να το καθαρίσει;  Να κάτσει να μου μάθει τη ζωή, τους δρόμους της, την ανατολή και τη δύση της. Ποιος ήταν αυτός ο άντρας που έφερε στα πόδια μου αυτό το μεγαλειώδες ηλιοβασίλεμα; Δεν είχα πολλά να δώσω, ένα κομματάκι από την καρδιά μου τόσο δα, αλλά ήταν αρκετό. Αν ο έρωτας είναι ένα συννεφάκι, το δικό μου είναι καυτό ροζ.

Τι πρέπει να έχεις μέσα σου για να γεννήσεις έναν άνθρωπο;

Και εγώ έφερα στη ζωή ανθρώπους, όπως πολλές γυναίκες.

Αλλά γνώρισα και έναν άντρα που έφερε στον κόσμο μια γυναίκα»

C.C.

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading