,

Γιαγιά, τηλέφωνο!

Η γιαγιά μου πάντα εκεί. Άγρυπνος φύλακας της παραλίας, της ιδιόκτητης ταβέρνας και κυρίως, του τηλεφωνικού κέντρου. Απ’ τα τελευταία του ΄70, ο πίνακας με τα βύσματα. 24ωρη εξυπηρέτηση στο νησί! Μόλις χτυπούσε και δεν ήταν στα ζώα ή στη θάλασσα να καθαρίζει ψάρια, έβγαινε όπως – όπως από την κουζίνα στο καμαράκι, ν’ απαντήσει και μετά να περάσει την γραμμή, συνήθως βρίζοντας, σαν αγουροξυπνημένος λιμενεργάτης. Σκληραγωγημένη γυναίκα, κατέβαζε καντήλια και εξαπτέρυγα άμα δεν της πήγαινε καλά η σύνδεση, δεν άκουγε ή δεν απαντούσαν. Δηλαδή πάντα! Τώρα που το σκέφτομαι, μάλλον ξέσπαγε έτσι για ό,τι της είχε πάει στραβά μέσα στη μέρα ή μπορεί και στην ζωή της.

Πιθανό κατάλοιπο των Γερμανών κατακτητών ο μεταλλάκτης, αλλά σίγουρα η γιαγιά Καλή! Αυστηρή, σκέτος κέρβερος όπου έπρεπε. Μελιστάλαχτη, μ’ εμάς τα εγγόνια. Ειδικά, όσα τυχερά έβλεπε μόνο το καλοκαίρι, που κάναμε διακοπές και αυτή έτρεχε να τα προλάβει όλα. Διότι τότε, σ’ αυτόν τον ξεχασμένο για τον υπόλοιπο χρόνο, πανέμορφο κολπίσκο, καταφθάναν τουρίστες, που ‘ξέραν το μυστικό. Από στόμα σε στόμα είχε διαδοθεί η κυρά Καλή και η τρανή μαγειρική της. Είχε γίνει η φήμη της ιντερνάσιοναλ, πριν καν ανακαλυφθεί ο όρος!

Τα ζαρζαβατικά για σαλάτα από το χωράφι. Τυριά απ’ τα χεράκια της. Τα ψάρια ημέρας, ό,τι πιάνανε οι γιοί της, τα ξελέπιαζε εκεί μπροστά στο κύμα. Και όσοι πετύχαιναν τα κεφτεδάκια της, είχαν δοκιμάσει μια γωνία από παράδεισο! Ακόμα δεν έχω φάει νοστιμότερα, πιο αφράτα, πιο τραγανά κεφτεδάκια κι ας έχω καταβροχθίσει άπειρα, ψάχνοντας να βρω εκείνη την αγνή γεύση της παιδικής μου ηλικίας. Τηγάνια μαυρισμένα, που τα έτριβε με άμμο για να καθαρίσουν, ελαιόλαδο ντόπιο που κόχλαζε και μέσα ζυμωμένα, ένα κιλό κιμά, με ένα κιλό δυόσμο και τρία κιλά ψωμί να φτουράει, να ταΐσει όλους τους πελάτες! Μαζί με φρέσκες χονδροκομμένες πατάτες και ντομάτα με κατακόκκινη σάρκα, ήταν το πιάτο που προσμονούσα όλο τον χειμώνα. Πόσο μάλλον οι σανδαλοφόροι Αυστριακοί, Γερμανοί, Γάλλοι, Πορτογάλοι, που κάνανε τόσο ταξίδι μόνο για αυτό το μενού! Φαντάζομαι αν μπορούσαν κιόλας να συνεννοηθούν στην γλώσσα τους και να παραγγείλουν κανονικά, θα είχε γίνει θρύλος!

Και δεν την θυμάμαι μόνο για την καπατσοσύνη της, αλλά κάθε φορά που βλέπω μια συγκεκριμένη σκηνή από παλιά ελληνική ταινία. Μόλις στέλνει ο περιπτεράς τον μικρό να ειδοποιήσει τον ενδιαφερόμενο, ωρυόμενος, «τρέχα υπεραστικό!». Για μένα φωνάζει, «Καλήηηη, τηλέφωνο!». Η υπόλοιπη Ελλάδα, η στεριανή τουλάχιστον, τη δεκαετία του ’80 είχε τα αναλογικά κέντρα. Στο νησί όμως, είχε ξεμείνει η κονσόλα με την γιαγιά τρία σε ένα, μαγικό θαλασσινό τοπίο, μυθικό φαγητό και υπερβολική δόση από… κουλέρ λοκάλ!

Έμεινε χήρα πολύ νωρίς. Μερακλής και γερό ποτήρι ο παππούς, το συκώτι του όμως όχι! Και σαν να μην έφθανε αυτό, την άφησε με εννέα παιδιά. Είχαν χάσει και έξι. Έπρεπε να τα βάλει σε σειρά, χώρια να χορτάσει τόσα στόματα. Ειδικά τα αγόρια, που όπως και να το κάνεις, δύσκολα τους επιβάλλεται η μάνα. Και όμως, ήταν ο φόβος και ο τρόμος. Δεν νομίζω πως γινόταν και αλλιώς! Μπορεί το καλοκαίρι να χαλάρωναν λίγο με τη θάλασσα, αλλά τα πόδια ολονών έπρεπε να βγάλουν φτερά για ν’ ανταποκριθούν στις απαιτήσεις. Αμφιβάλλω αν η ίδια καθόταν ποτέ, έστω να απολαύσει τον ελληνικό της καφέ, αγναντεύοντας την παραλία “της”. Ο νους της έτρεχε ανήσυχος παντού και δεν την άφηνε ήσυχη. Η μοίρα ήταν σίγουρα σκληρή για τους ανθρώπους του μόχθου, τους σμίλευε, τους σημάδευε ανεπανόρθωτα μέχρι να την φέρουν τούμπα, να κερδίσουν τη ζωή τους. Οι γυναίκες είχαν πιο άνισο αγώνα, όντας μόνες, να κερδίσουν επάξια τη θέση τους και τον σεβασμό σε μια μικρή κοινωνία. Να μην πέσουν θύματα εκμετάλλευσης, αλλά να τους φέρονται σαν ίσος προς ίσο! Να μεγαλώσουν άξια παιδιά, να τα καμαρώνουν όλοι. Τότε δεν μπορούσα να τα δω αυτά. Τώρα πια, ξέρω πως είχα μια γιαγιά ηρωίδα.

Ικανή μόνο για νίκες στον καθημερινό αγώνα της.

Το χειμώνα, φόρτωνε τον εαυτό της και το γαϊδούρι με όσο γάλα άρμεγε και έκανε μια απόσταση πέντε χιλιομέτρων, να πάει στο σχολείο να μαγειρέψει για τους μαθητές εκεί. Φήμες λένε πως το ζωντανό δεν άντεξε και την πρόδωσε από τα πολλά κιλά. Η ίδια όμως όχι, είχε μάθει να σηκώνει μεγάλα βάρη, υπεύθυνη εξατάξιας σίτισης, είχε ιερό καθήκον.

Ακόμα βλέπω την μορφή της όταν πάω σ’ εκείνο το σημείο της παραλίας. Τίποτα δεν είναι πια το ίδιο χωρίς αυτήν και τίποτα δεν έχει αλλάξει στα μάτια της ψυχής μου. Και στ’ αυτιά μου συνεχίζει να ηχεί “Γιαγιά, τηλέφωνο!”.

Μαρίτσα Καρά

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading