,

Γυναίκα κανενός!

Πόσο θα ήθελε να τρέξει αυτή την στιγμή! Να φύγει, να εξαφανιστεί, χωρίς να την νοιάζει τίποτα και κανένας! Πότε κοίταζε το νυφικό, οικογενειακό κειμήλιο πλέον και πότε τον άντρα που στεκόταν πλάι της, αυτόν που σε λίγο θα ήταν επίσημα ο σύζυγός της! Την είδε στο πανήγυρι της Παναγιάς, λευκοντυμένη να χορεύει, αυτός από τόπο άλλο της ξενιτιάς, ήρθε στο κεφαλοχώρι να δει τους δικούς του. Την είδε, του άρεσε, πήγε στον πατέρα της, την ζήτησε, την πήρε! Αυτό ήταν! Η Ανούκ δεν είχε καμία άποψη, κανένα δικαίωμα να αρνηθεί, άλλωστε όπως όλοι λέγαν, ήταν μεγάλη η τιμή να την ζητήσει ο Γιώργος σε γάμο και ας της «έριχνε» δεκαπέντε χρόνια! Λεφτάς με καράβια! Τι άλλο ήθελε; Βασίλισσα θα την είχε!

Τι άλλο ήθελε; Μα ποιος την ρώτησε ποτέ τι άλλο ήθελε; Την ρώτησε κανείς δεκαπέντε χρονώ παιδί αν ήθελε να παντρευτεί; Την ρώτησε κανείς αν ήθελε να πάρει έναν άντρα δεκαπέντε χρόνια μεγαλύτερό της; Την ρώτησε κανείς αν φοβόταν, αν έκλαιγε από απόγνωση; Μόνο η μητέρα της θα μπορούσε να την βοηθήσει, όπως είχε καταφέρει να βοηθήσει και τον εαυτό της, τότε που ένα βράδυ πήρε το άλογο και έφυγε, μακριά από το χωριό, χωρίς ποτέ κανείς να μάθει πού πήγε! Ίσως να επέστρεψε στην χώρα της, την Ολλανδία, εκεί γνωρίστηκαν με τον πατέρα. Και τι δεν έκανε εκείνος να την πείσει να έρθει στην Ελλάδα, να μείνουν στο χωριό τους! Δεν είναι αλήθεια ότι δεν τον αγάπησε τον πατέρα. Τον αγάπησε πολύ και έκανε υπομονή με την κοινωνία, να μάθει την γλώσσα, να μάθει τα πρέπει και τα μη! Μα ποτέ δεν υποτάχτηκε σε νόρμες και καθωσπρεπισμούς! Στην δική της κουλτούρα, στην δική της αντίληψη, δεν υπήρχε ξεχωριστά η γυναίκα από τον άνδρα. Υπήρχε τον ανδρόγυνο! Το ζευγάρι των συναποφάσεων και της κοινής οικογενειακής ζωής. Πόσο της έλειπε η μητέρα της! Δεν την συγχώρησε ποτέ που την άφησε πίσω, δεν την συγχώρησε ποτέ που την άφησε στο χωριό.

Και τώρα στέκεται δίπλα σε αυτόν τον άνδρα που καθόλου δεν τον γνωρίζει, φορώντας το νυφικό της μητέρας της, το νυφικό της γιαγιά της και ίσως το νυφικό της κόρης της! Ο πατέρας στην άκρη παρακολουθεί το μυστήριο, αποκαμωμένος πια από την ζωή, χωρίς ελπίδα αγάπης, παρά μόνο από την Ανούκ που τον φροντίζει και του μιλά κάποιες φορές, που νιώθει πως το γκρίζο του, το επιτρέπει. Η Ανούκ, αυτό το περίεργο κορίτσι με την ανήσυχη ψυχή και τα σχιστά μάτια, η κόρη του, το μοναδικό παιδί του, εκείνο που πήρε από την αγκαλιά της μάνας του, την νύχτα που έφευγε!
– Εσύ αν θες φύγε, το παιδί θα μείνει! είχε δηλώσει ακλόνητος
– Όχι! Σε παρακαλώ όχι το παιδί μου! σπάραξε η μάνα.

Χίλιες φορές τον παρακάλεσε να φύγουν μαζί, δεν μπορούσε άλλο στο χωριό, την κούραζαν οι άνθρωποι, όση αγάπη και αν τους έδινε, για εκείνους ήταν πάντα η ξένη. Ανένδοτος ο άνδρας της, δεν ακολούθησε. Έφυγε, μα έδωσε μια υπόσχεση στον εαυτό της να ξαναέρθει να πάρει το παιδί. Και τα χρόνια περνούσαν, η Ανούκ μεγάλωνε, πήγε σχολείο, τελείωσε το γυμνάσιο μόλις πριν λίγους μήνες, αλίμονο αν η μοίρα της ήταν να παντρευτεί και να κάνει παιδιά.

Η μάνα κοίταζε από μακριά το μικρό κορίτσι της να παντρεύεται. Δεν μπορούσε να το αφήσει έτσι, όχι, σε καμία περίπτωση δεν θα έκανε τα λάθη της. Η Ανούκ θα ταξίδευε, θα μορφωνόταν, θα διάλεγε η ίδια εκείνον που ήθελε! Για τον Θεό! Ήταν παιδί ακόμα!
– Σταματήστε εδώ και τώρα αυτόν τον γάμο! φώναξε με όλη την δύναμη της φωνής της

Η Ανούκ ανάσανε ανακουφισμένη. Αποσβολωμένη κοίταζε την μάνα της. Της πήρε μόνο λίγα δευτερόλεπτα πριν ξεκινήσει με λυγμούς να κλαίει και να πέσει στην ανοιχτή αγκαλιά της. Δεν την ήξερε, ήταν μωρό όταν έφυγε, παρόλα αυτά ένιωσε την παρουσία και την προστασία της από την πρώτη στιγμή στον χώρο.

Αναταραχή ξέσπασε στο πλήθος, ο κόσμος ψιθύριζε και κοίταζε σαν να έβλεπε φάντασμα, η μητέρα όμως δεν πτοήθηκε ακόμα και όταν ο πατέρας ζήτησε εξηγήσεις.
– Έχουμε δώσει τα χέρια. Η συμφωνία τιμής δεν αλλάζει. Μην ανακατεύεσαι, φύγε πήγαινε στην χώρα σου γυναίκα, μην μπερδεύεσαι!
– Το παιδί, όπως και εγώ, δεν είμαστε γυναίκα κανενός. Είμαστε ελεύθεροι να αποφασίζουμε τι θα κάνουμε την ζωή μας και αυτό το παιδί δεν αποφάσισε. Αποφασίσατε όλοι εσείς για λογαριασμό της. Και εγώ η μητέρα της δεν το επιτρέπω αυτό!

Η Ανούκ κατάφερε να φύγει από το χωριό, πήγε στην χώρα της μητέρας της, έγινε μια σπουδαία γυναίκα και μια λαμπρή επιστήμονας. Πήρε τον άντρα της καρδιά της και έκαναν πολλά παιδιά, γιατί επέλεξαν να το κάνουν! Ευτυχισμένα παιδιά, που προέρχονταν από ευτυχισμένους και γεμάτους γονείς. Όσο για την μητέρα, έτσι πνεύμα όπως ήταν, χάθηκε στα βουνά και κανείς ποτέ δεν την ξαναείδε!

Ελένη Ρέγγα

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading