Ο ήλιος κάνοντας ανέμελα την καθιερωμένη του βόλτα, δεν έριξε ούτε μια ματιά πάνω σε κείνο τον καταραμένο, άγριο τόπο.

Εκεί κάτω όμως, ένας γεροδεμένος, νεαρός άντρας με μακριά, ξανθά μαλλιά, είχε μισοκλείσει τα ξεπλυμένα μάτια του εξετάζοντάς τον.

«Η ώρα έχει περάσει» σκέφτηκε και τα μάτια του έλαμψαν από αδημονία. Έπειτα κοίταξε γύρω του προσπαθώντας να εκτιμήσει την κατάσταση. Οι δυο στρατοί μάχονταν για ώρες και ακόμα το αποτέλεσμα έμοιαζε αμφίρροπο. Ένιωσε την έξαψη και την οργή να τον τυλίγουν με το μανδύα τους, θολώνοντας τις σκέψεις του. Τότε τον είδε. Αφήνοντας την ασφάλεια των μετόπισθεν, όρμησε μέσα στη μάχη και θέρισε στο πέρασμά του ακόμη τους δικούς του. «Ανάθεμα!» σκέφτηκε εκνευρισμένος ο Σεπ.

Κάποιοι από τους στρατιώτες του, μόλις αντιλήφθηκαν την παρουσία του μαυροφορεμένου πολεμιστή με το τρομακτικό, καλογυαλισμένο, πελώριο κράνος, άρχισαν να οπισθοχωρούν. Ξεφύσησε αγανακτισμένος και έκανε νόημα στους υπαρχηγούς του να τους εμποδίσουν, ενώ χιμούσε να τον συναντήσει.

Η αψιά, χάλκινη μυρωδιά του αίματος που ήταν αναμειγμένη με εκείνη των άπλυτων, ιδρωμένων σωμάτων και των ούρων, δεν τον πτόησε καθόλου. Το σπαθί του ανεβοκατέβαινε μηχανικά και το βλέμμα ξεμάκρυνε μόνο για μερικά δεύτερα από το στόχο του. Τόσο όσο χρειάζονταν για να βυθίσει, να σύρει και να κόψει τη σάρκα ενός άγριου πολεμιστή. Το αχνιστό αίμα τινάζονταν πάνω του, πότε πιτσιλώντας τον και πότε μουσκεύοντας το όμορφο, γούνινο, μακρύ γιλέκο του. Οι δικοί του, βλέποντάς τον, είχαν σταματήσει να υποχωρούν και μάχονταν με μια αβεβαιότητα, προσπαθώντας να κρατήσουν το βλέμμα τους μακριά από τον μαυροντυμένο δαίμονα, που θέριζε στρατούς στο πέρασμα του.

Ο περιβόητος Σίσιλ – ο γιος του αιμοβόρου Γκραλ, που η φήμη του και μόνο έκανε τα γόνατα και των πιο γενναίων μαχητών να τρέμουν – τον πλησίαζε. Ο Σεπ ένιωσε για λίγο το κουράγιο του να τον εγκαταλείπει. Δεν ήταν η τρομακτική όψη του, ούτε το πελώριο κράνος που έφερε εκατοντάδες μυτερούς κώνους, διάστικτο από το αίμα των αντιπάλων του και το βολβό ενός ματιού σκαλωμένο πάνω του, που τον έκαναν διστακτικό. Μήτε ο τρόπος που πολεμούσε, σα να χόρευε με τέτοια ευλυγισία και χάρη, που δεν είχε ξαναδεί σε πεδίο μάχης. Ούτε το ότι δε χρειάζονταν πάνω από τρεις κινήσεις για να πλήξει θανατηφόρα τον εχθρό του. Μα οι διαδόσεις. Οι φήμες ότι ήταν ανίκητος και ότι κάτω από αυτό το κράνος κρύβονταν ένα δύσμορφο τέρας, που όποιος το έβλεπε, μαρμάρωνε και έχανε τη ζωή του. Ο Σεπ πίεσε τον εαυτό του να συγκεντρωθεί. Ξαφνικά ένιωσε τους ώμους του να βαραίνουν κάτω από την ευθύνη τόσων ζωών που διέταζε και άλλων τόσων που τους περίμεναν πίσω.

Η μητέρα του, τον είχε τυλίξει για ώρα στην αγκαλιά της, μη μπορώντας να τον αποχωριστεί. «Δε την καταλαβαίνω αυτή σου την απόφαση. Γιατί να μην κλειστούμε απλώς στα ασφαλή τείχη της Μαρντλ;».

«Μητέρα, αυτή την κίνηση δε θα την περιμένουν, τον τόπο τον γνωρίζουμε και στην εσχάτη έχουμε και τα στενά, που είναι ιδανικά για να τους στήσουμε παγίδα και έτσι θα τους καθυστερήσουμε και θα προστατέψουμε τα χωράφια, ώσπου να τελειώσει το θέρισμα. Πέρσι είχαμε κακή χρονιά, αν κλειστούμε αυτή τη στιγμή στα τείχη δε θα αντέξουμε ως το χειμώνα. Πρέπει να προλάβουμε να θερίσουμε. Άλλωστε έχουμε μια φήμη να υπερασπιστούμε!»

«Μα… Παιδί μου!»

«Σεπ, μην πάτε!» εκλιπάρησε η Μάρα. «Έχω ακούσει φοβερά πράγματα γι’ αυτούς, είναι ανίκητοι!».

«Ανοησίες!» την έκοψε η μητέρα της. «Να μην πιστεύεις ό,τι ακούς, αλλά μόνο ό,τι βλέπουν τα μάτια σου και εξηγεί το μυαλό σου!»

«Μα μητέρα! Λένε ότι είναι…» εκείνη την έκοψε εκνευρισμένη.

«Λένε! Θυμάσαι που σαν ήσουν μικρή δε τολμούσες να κατέβεις τις σκάλες, γιατί ‘λέγαν ότι είχαν δει ένα τεράστιο τρολ στο διάδρομο;» μα δεν απόσωσε το λόγο της.

Ο αρχιστράτηγος μπήκε μέσα, με την καινούργια του πανοπλία να κουδουνίζει. «Είμαστε έτοιμοι» ανήγγειλε με επισημότητα. Ο Σεπ του έγνεψε και τον ακολούθησε μουδιασμένος. Έπρεπε να επιθεωρήσει το στράτευμα που τον περίμενε έξω από τις ασφαλείς πύλες της Μαρντλ. Κατέβηκε γρήγορα. Δεν μπορούσε να κάνει πίσω πια. Τη μέρα, που θα γίνονταν βασιλιάς, την περίμενε πάντα με κάποια ανυπομονησία, μα να που τώρα εύχεται να ζούσε ο πατέρας του, να έπαιρνε εκείνος τις αποφάσεις και να σήκωνε αυτό το βάρος από τους ώμους του.

Ο Σίσιλ τον είχε σχεδόν φθάσει. Δε μπορούσε να δει τα μάτια του, μα τα ‘νιωθε καρφωμένα πάνω του. Δεν περίμενε να κάνει την πρώτη κίνηση. Όρμησε προς το μέρος του κρατώντας όρθιο το σπαθί του με τα δύο χέρια του και χρησιμοποιώντας το σώμα του πολεμιστή, που σωριάζονταν εκείνη την ώρα από τη σπαθιά του Σίσιλ, ως σκαλοπάτι. Τινάχτηκε ψηλά για να καταφέρει ένα ύπουλο χτύπημα. Μα ο Σίσιλ, σαν εύκαμπτη  λυγαριά, έγειρε στο πλάι και τον απέφυγε. Ξαφνικά το πλεονέκτημα μετατράπηκε σε μειονέκτημα. Βρίσκονταν χαμηλότερα από τον αντίπαλό του, ο οποίος δεν έχασε ώρα να του καταφέρει ένα δυνατό χτύπημα, με τη λαβή του σπαθιού του στον ώμο του. Ο Σεπ τινάχτηκε στο πλάι, αδιαφορώντας για τον πόνο, σήκωσε το σπαθί του και το κατέβασε με δύναμη, μα ήταν σαν να κυνηγούσε κουνούπι. Ο Σίσιλ γρήγορος, σαν αστραπή, έμοιαζε να μαντεύει πού θα κτυπήσει και τον απέφευγε με ευκολία, χωρίς να διασταυρώσει το ξίφος του μαζί του, ψάχνοντας ταυτόχρονα το αδύναμο σημείο του, για να του καταφέρει τα θανατηφόρο πλήγμα. Ο Σεπ, σε μια αναλαμπή, αποφάσισε να αλλάξει χέρι και φορά και να  χτυπήσει με το αριστερό, ξαφνιάζοντάς τον. Το ξίφος του Σίσιλ κλυδωνίστηκε κάτω από τη δύναμη της σύγκρουσης. Ο Σεπ χαμογέλασε. Μόλις κατάλαβε το αδύναμο σημείο του αντιπάλου του. Άρχισε να προσπαθεί, ιδρώνοντας και αγκομαχώντας, να του καταφέρει έστω και μια σπαθιά. Η κλαγγή των σπαθιών τους ήταν τρομακτική, όταν επιτέλους τα κατάφερε. Ο Σίσιλ κάμφθηκε για μερικά δευτερόλεπτα και θέλοντας να ξεφύγει από τη δύσκολη θέση, τινάχτηκε απότομα πίσω. Έπεσε πάνω σ’ ένα σπασμένο κοντάρι, που καρφώθηκε με δύναμη στη πλατιά βάση της περικεφαλαίας του. Προσπάθησε να ελευθερωθεί αποφεύγοντας με επιδεξιότητα μια δυνατή κλοτσιά του Σεπ με το σπαθί του, τραυματίζοντάς τον ελαφρά. Ο Σεπ μούγκρισε και τα μάτια του έλαμψαν από τη λύσσα. Ακόμα και παγιδευμένος αυτός ο δαίμονας κατάφερνε να τον νικά. Σήκωσε το σπαθί του, μα πάγωσε καθώς με μια απόκοσμη, μεταλλική κραυγή και μια βίαιη κίνηση ο Σίσιλ τράβηξε το κράνος του.

*****

Ο μαυροφορεμένος πολεμιστής απέσπασε το πελώριο, αιματοβαμμένο κράνος του και το πέταξε κατάχαμα. Ο βολβός του ματιού, που είχε σφηνώσει ανάμεσα στους μυτερούς κώνους του, κύλισε ως τα πόδια του Σεπ. Εκείνος, τυφλωμένος από τον ήλιο που προστάτευε τον Σίσιλ στη σκιά του, ένιωσε τον φόβο να τον κατακλύζει. Όποιος τον βλέπει μαρμαρώνει, ’λέγαν οι φήμες. Απέστρεψε το βλέμμα του προσπαθώντας να συγκρατήσει τον τρόμο του. Αυτό έδωσε τον χρόνο που χρειάζονταν ο Σίσιλ, για να του καταφέρει ένα δυνατό χτύπημα με το σπαθί του, στο γοφό του. Ούρλιαξε, καθώς ο Σίσιλ τράβηξε το σπαθί του, που σκαλωμένο στο κόκαλο της λεκάνης έτριξε ανατριχιαστικά. Άπλωσε το χέρι του και έριξε μια σπαθιά στα τυφλά, που πήρε ξώφαλτσα το κεφάλι του Σίσιλ. Τα πυρρόξανθα μαλλιά του, που σχημάτιζαν ένα δεύτερο κράνος λύθηκαν και κυμάτισαν στον παγωμένο αέρα. Ο Σίσιλ έβαλε παραπάνω δύναμη, αλλά το πόδι του γλίστρησε στο πνιγμένο από το αίμα χώμα, φέρνοντάς τους πρόσωπο με πρόσωπο. Ο Σεπ δε κατάφερε να συγκρατήσει την κατάπληξή του. Το λεπτεπίλεπτο, λευκό, σχεδόν διάφανο πρόσωπο με τα μεγάλα, μελιά μάτια που σκιάζονταν από μεγάλες βλεφαρίδες και μικρά κατακόκκινα χείλη που σφίγγονταν από θυμό, πλαισιωμένο από μια θάλασσα κατακόκκινων μαλλιών, μόνο τερατόμορφο δεν έμοιαζε, παρόλο το τρομακτικό βάψιμό του. Ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι απέναντί του είχε μια γυναίκα, την πιο όμορφη γυναίκα που είχε δει ποτέ. Μαρμάρωσε.

Ένα ειρωνικό γελάκι ξέφυγε της Σίσιλ καθώς του ψιθύριζε.

«Οι διαδόσεις μπορούν να γίνουν καταστροφικές, για ‘κείνον που τις πιστεύει».

Η μορφή της καθρεφτίστηκε στα μάτια του. «Και η καλύτερη και ταυτόχρονα η πιο βαριά πανοπλία για κείνον που τις διαδίδει…» σκέφτηκε λυπημένη, καθώς έβγαζε μια πολεμική κραυγή καλώντας τους πολεμιστές της να μην αφήσουν κανένα ζωντανό. Μα έξαφνα, σα να λύθηκαν τα μάγια της, ο Σεπ αντέδρασε. Ο μεταλλικός ήχος των ενωμένων σπαθιών την ξάφνιασε. Η δύναμη του χτυπήματος την τράνταξε τόσο δυνατά, που τινάχτηκε πίσω.  Ο κύκλος γύρω τους είχε στενέψει.  Η Σίσιλ απέφυγε με ευκολία το πισώπλατο χτύπημα του αρχιστράτηγου του Σεπ και γονατίζοντας έσυρε το σπαθί της στο ύψος της κοιλιάς του, τα σωθικά άχνιζαν καθώς έπεφταν στο ταγγισμένο από το αίμα χώμα. Η κατάπληξή του την έκανε να χαμογελάσει. Μα το θριαμβευτικό της βλέμμα δε κράτησε για πολύ. Κάποιος γράπωσε δυνατά τα μακριά, πυρρόξανθα μαλλιά της. Δε τα ‘χασε. Στριφογύρισε γύρω από τον εαυτό της και με μια ξαφνική κίνηση έκοψε μια μεγάλη τούφα από τα μαλλιά της. Ο Σεπ τα κοίταξε, σα να κράταγε κάρβουνα αναμμένα, μα δε τ’ άφηνε.

Ο ήλιος κρύφτηκε κάτω από το ένα χαμηλό σύννεφο, λίγο πριν δύσει. Το μούχρωμα τους σαβάνωσε και ο ήχος του κέρατου, τους καλούσε να σταματήσουν, μα οι δυο τους απλά στέκονταν εκεί. Προσπαθούσαν να  τρυπήσουν το σκοτάδι να δουν ο ένας τα μάτια του άλλου. Οι υπαρχηγοί του Σεπ είχαν συσπειρωθεί γύρω του και ξαφνικά μπήκαν μπροστά της τραβώντας τον στα μετόπισθεν. Η μάχη ξαναφούντωσε για λίγο, ώσπου το σκοτάδι τους τύλιξε. Ο λυπητερός ήχος του κέρατου ήχησε πάλι.  Οι φωνές, τα βογγητά και τα παραληρήματα όμως στο πεδίο της μάχης δε κόπασαν.

Ο θηριώδης Γκραλ ήταν έξαλλος. Κανείς δε τολμούσε να τον πλησιάσει. Το κέρας ακούστηκε για τρίτη φορά, βογκώντας μακρόσυρτα, πριν σωπάσει για τη νύχτα. Η Σίσιλ περπατούσε απρόθυμη προς το μέρος του. Το λευκό πρόσωπο της φώτιζε κάτω από το βάψιμό της σα φεγγαρόπετρα στο σκοτάδι. Οι άντρες την κοιτούσαν έκπληκτοι. Η αμηχανία ήταν διάχυτη στον αέρα, κάποιοι στύλωναν το βλέμμα πάνω της με απορία, άλλοι το αποτραβούσαν σαν να κάηκαν, μερικοί έξυναν το κεφάλι τους μπήγοντας τα βρωμερά τους δάκτυλα μέσα στα λαδωμένα, γεμάτα ξεραμένα αίματα μαλλιά τους ή χάιδευαν τα μπερδεμένα γένια τους. Ο Γκραλ μόλις την είδε, την πλησίασε με μεγάλα θυμωμένα βήματα, την άρπαξε από το μπράτσο και την έσυρε, όσο πιο μακριά μπορούσε από την πρόχειρη κατασκήνωση, κάνοντας νόημα στην προσωπική φρουρά του να μην τους ενοχλήσει κανείς.

«Σου το ‘πα! Δε σου το ‘πα, να μην μπεις στη μάχη και να κρατηθείς στα μετόπισθεν; Η παρουσία σου και μόνο ήταν αρκετή για να κατατροπώσουμε αυτά τα ποντίκια του αγρού» μούγκρισε ο Γκραλ.

«Το ξέρεις ότι δεν είναι έτσι πατέρα. Είχαμε στριμωχτεί άγρια. Και τα ποντίκια τίμησαν την φήμη τους» είπε ήπια η Σίσιλ.

Ο Γκραλ μουρμούρισε. «Ήμασταν πολύ σίγουροι. Περάσαμε τέσσερα μεγάλα βασίλεια και κανένα δεν αντιστάθηκε στη φήμη των διαβόητων Γκέρκος. Οι επιζώντες κάναν  καλή δουλειά. Διέδωσαν παντού τα κατορθώματά μας που όσο περνά ο καιρός γιγαντώνονται και φουσκώνουν, σαν το ποτάμι».

«Ναι, μα το ποτάμι μπορεί να γίνει επικίνδυνο και το παραμικρό λάθος μπορεί να μας πνίξει. Γι’ αυτό πρέπει να δράσουμε».

«Τι εννοείς;» τη ρώτησε σκεφτικός ο  γιγαντόσωμος άντρας, τραβώντας τα γκριζωπά γένια του.

«Δε πρέπει να μείνει κανείς τους  ζωντανός. Με είδαν, πρέπει να πεθάνουν» είπε αποφασιστικά και πρόσθεσε «Όλοι».

«Μόνο αυτοί σε είδαν;» ούρλιαξε ο Γκραλ «Όλοι αυτοί σε είδαν!» είπε και έδειξε με το χέρι του την κατασκήνωση των πολεμιστών του. «Θα πεθάνουν και αυτοί;» τη ρώτησε εκνευρισμένος ξεφυσώντας. «Τόσα χρόνια σε προστάτευα…»

«Με προστάτευες;»

«Φυσικά. Φαντάζεσαι να ‘ξέραν τόσα χρόνια αυτοί οι ξαναμμένοι τράγοι τι είσαι; Τους έχεις δει τόσες φορές. Τι σε κάνει να πιστεύεις, ότι δε θα έκαναν, αν είχαν την ευκαιρία, τα ίδια σε σένα;»

Η Σίσιλ ανατρίχιασε και έσφιξε το σπαθί της.

«Ξέρεις τι μαρτύριο περνώ; Να σε βλέπω να μεγαλώνεις, να μεταμορφώνεσαι σ’ ένα πανέμορφο λουλούδι, να μοιάζεις τόσο στη μητέρα σου και ταυτόχρονα να ‘σαι τόσο διαφορετική; Κάθε μέρα χαιρόμουν και στεναχωριόμουν ταυτόχρονα. Κάθε μέρα έπρεπε να σκέφτομαι τρόπους να κρύβεις αυτή την ομορφιά κάτω από βαριά κράνη, κουκούλες, πίσω από τρομακτικές ζωγραφιές και ιστορίες. Και σε μια στιγμή όλα χάθηκαν!»

Η σιωπή τους τύλιξε.

Στο αντίπαλο στρατόπεδο επικρατούσε αναταραχή. Οι άντρες κατάκοποι είχαν μαζευτεί γύρω από την φωτιά και προσπαθούσαν να περιποιηθούν τις πληγές τους. Ο Σεπ, αφού του έραψαν τα τραύματα του έγνεψε στους υψηλόβαθμους του που τον κύκλωσαν.

«Μαζέψτε τους άντρες. Πρέπει να μετακινηθούμε τώρα!»

«Οι άντρες είναι κουρασμένοι, πρέπει να περιποιηθούν τις πληγές τους. Πώς θα περπατήσουμε μέσα στη νύχτα;» τον ρώτησε ένας γεροδεμένος ψαρομάλλης.

«Αν θέλουν τη ζωή τους, θα βρουν το κουράγιο!» έκανε ανυπόμονα ο Σεπ.

*****

Στο μέρος όπου είχαν καταφύγει οι εναπομείναντες άντρες του Σεπ, επικρατούσε αναταραχή. Οι βαθμοφόροι ξεσήκωναν τους κατάκοπους πολεμιστές, για να μετακινηθούν εκμεταλλευόμενοι το σκοτάδι. Ένας νεαρός άντρας πλησίασε τον Σεπ, του ‘γνεψε σε χαιρετισμό και του ψιθύρισε.
«Νομίζω ότι πρέπει να μιλήσεις στους άντρες, να τους δώσεις λίγο κουράγιο…». Ο Σεπ τον κοίταξε σκεφτικός. «Όλοι έχουν τρομοκρατηθεί…» πρόσθεσε.

«Ήταν μια δύσκολη μάχη, αλλά μήπως είσαι υπερβολικός; Άκου τρομοκρατηθεί!» ξέσπασε μέσα από τα δόντια του ο Σεπ προσπαθώντας να διατηρήσει τη ψυχραιμία του.

«Όλοι μιλούν για τον πυρφόρο Σίσιλ.»

«Πυρφόρο;» απόρησε ο Σεπ

«Μα είναι τρομακτικό, αυτό το τέρας, με αυτό το κεφάλι που ξερνά φωτιά!» τραύλισε ένας λιανός νεαρός που κάθονταν κάπου πιο πίσω τους.

«Τέρας;» ψέλλισε ο Σεπ

Οι ψίθυροι γύρω του εντάθηκαν. Όλοι μιλούσαν για έναν αεικίνητο δαίμονα που ’χε δύναμη πέντε αλόγων, κάρβουνα για μάτια και πύρινα μαλλιά.

Ο Σεπ τράβηξε την τούφα με τα κόκκινα μαλλιά από το εσωτερικό του γιλέκου του και τα κοίταξε για ώρα. Έπειτα γύρισε στους συντρόφους του και με δυνατή καθαρή φωνή είπε:
«Γενναίοι κάτοικοι της Μαρντλ και συναγωνιστές μου. Σήμερα είχαμε την πιο μεγάλη νίκη! Γιατί νικήσαμε! Νικήσαμε, όχι μόνο τους ξακουστούς και αιμοβόρους Γκέρκος, που όλοι τρέμουν και κρύβονται στο άκουσμα μόνο του ονόματός τους, μα το πιο μεγάλο και δυνατό θεριό του κόσμου, τον Φόβο! Τον Φόβο, που τρέφεται από τις φήμες και τις διαδόσεις, τον φόβο που γιγαντώνετε μπροστά στο άγνωστο, τον Φόβο που μπορεί να μετατρέψει ακόμα και τον πιο γενναίο πολεμιστή σε γυναικούλα. Όμως εμείς τον νικήσαμε! Δε κρυφτήκαμε, σαν τα ποντίκια. Τιμήσαμε τη φήμη μας, ως οι ατρόμητοι των πέντε βασιλείων. Εγώ, ο ατρόμητος, δαιμονοφάγος Σεπ, γιος του ξακουστού και γενναίου Ντράνιστον, τίμησα σήμερα τη γενιά μου! Τα έβαλα με τον ανίκητο δαίμονα Σίσιλ και τον κατατρόπωσα!» είπε και σήκωσε ψηλά τη γροθιά του δείχνοντας τα φλογερά μαλλιά. Οι άντρες στην αρχή γούρλωσαν τα μάτια και έπειτα ξέσπασαν σε επευφημίες.

Ο αχνός ήχος φωνών έφθασε ως τα αυτιά της Σίσιλ, που είχε καθίσει σ’ ένα βράχο ψηλά, πάνω από το πεδίο της μάχης. Έσφιξε τις γροθιές της. Ο πατέρας είχε δίκιο, όλα διαλύθηκαν, μέσα σε μια στιγμή! Τόσα χρόνια προστατευμένη με μια πανοπλία φτιαγμένη από ψέματα είχε πιστέψει πως ήταν απρόσβλητη πια. Ο πατέρας της ποτέ δε φανέρωσε στη φυλή ότι ήταν κορίτσι. Τη γιόρτασε σαν γιο και έτσι της συμπεριφέρονταν πάντα. Τα πρώτα χρόνια χάρηκε την ελευθερία που της έδινε αυτό. Σύντομα όμως η ελευθερία μετατράπηκε σε σκλαβιά. Όσο μεγάλωνε, τόσο περισσότερο έπρεπε να κρύβεται. Ταυτόχρονα όμως μεγάλωνε και η φήμη της για τις πολεμικές της ικανότητες, το θάρρος, την αγριότητά της, τις οποίες υποδαύλιζε ο πατέρας της πλέκοντας τον μύθο της.

Αναγκασμένοι να εγκαταλείψουν τον άγονο τόπο τους, είχαν να αντιμετωπίσουν πολλούς κινδύνους. Μα ο μεγάλος Γκραλ είχε από νωρίς καταλάβει ότι η πραγματική δύναμη δε κρύβονταν στα μπράτσα των πολεμιστών της φυλής του, αλλά στις καρδιές των αντιπάλων του. Φρόντιζε λοιπόν να ελέγχει αυτές τις καρδιές. Επιζήσαντες, κατάσκοποι, βάρδοι και ψιθυριστές έτρεφαν το θεριό του Φόβου με τις παρατραβηγμένες ιστορίες τους, σχηματίζοντας γύρω τους μια προστατευτική πανοπλία. Και όμως, μια στιγμή μόνο αρκούσε, για να σκιστεί η δική της πανοπλία, σαν το πιο αραχνοΰφαντο πέπλο. Η στιγμή που τον είδε να έρχεται προς το μέρος της με τόση αποφασιστικότητα, με τα μακριά ξανθά μαλλιά του ν’ ανεμίζουν και τα μάτια του να σπιθίζουν, σαν τα σπαθιά που ενώνονται. Θα μπορούσε να τον είχε σκοτώσει. Είχε άπειρες ευκαιρίες και όμως προτίμησε να παίξει μαζί του τη γάτα και το ποντίκι. Η γάτα κουράστηκε τόσα χρόνια να κρύβει το πρόσωπό της τρυπωμένη σε μια σκηνή, ή κάτω από ένα βαρύ κράνος, να συμπεριφέρεται σαν άντρας, να προσπαθεί να κρύψει τη περίοδο της και την φύση της. Δεν την ένοιαζε τι επρόκειτο να συμβεί από δω και πέρα. Στο κάτω κάτω ήταν ο Σίσιλ, ο καλύτερος πολεμιστής στις χώρες του βάλτου και του χιονιού.

Το χάραμα τους βρήκε οχυρωμένους πίσω από τα ψηλά και απότομα βράχια στο στενό του Γκρασκ. Ο Σεπ μπορούσε να δει την εμπροσθοφυλακή των Γκέρκος να πλησιάζει. Έριξε μια τελευταία ματιά στις θέσεις, όπου ήξερε πως βρίσκονταν κρυμμένοι οι κουρασμένοι, μα αναθαρρημένοι άντρες του. Του φαίνονταν αβάστακτο βάρος το να συγκρατήσει την ανυπομονησία του, ήθελε να χιμήξει καταπάνω τους σαν αφηνιασμένο άλογο. Περίμενε ώσπου το κεντρικό τμήμα να προχωρήσει αρκετά στο στενό πέρασμα. Προχωρούσαν πεζοί και κείνη ανάμεσά τους στητή με την κατάμαυρη πανοπλία της, χωρίς το κράνος της, τα κατακόκκινα μαλλιά της πλεγμένα πλεξίδες και το χέρι της στο σπαθί κοιτώντας επιφυλακτικά γύρω της. Το λάβαρο υψώθηκε και χωρίς καθυστέρηση πέτρες έκλεισαν τις δυο εισόδους του περάσματος καταπλακώνοντας αρκετούς. Κάποια στιγμή ο Σεπ την έχασε από τα μάτια του, ένας μεγάλος βράχος είχε κυλίσει εκεί που στέκονταν πριν λίγο. Ένιωσε την καρδιά του να αναπηδά, μα σύντομα είδε τη λυγερόκορμη φιγούρα της να σκαρφαλώνει με ευκολία τα κάθετα βράχια. Οι συμπολεμιστές του, που δεν την είχαν πάρει χαμπάρι, βρέθηκαν να αιωρούνται πάνω από το κενό για μερικά δεύτερα προτού προσγειωθούν ανάμεσα στους μανιασμένους Γκέρκος. Η μάχη ήταν άνιση. Τα αποκλεισμένα μέρη του στρατού κατάφεραν να ξεπεράσουν τα εμπόδια, μα δεν είχαν καλύτερη τύχη. Μερικοί είχαν καταφέρει να πλαισιώσουν τη Σίσιλ και να οχυρωθούν σ’ ένα ύψωμα,στέλνοντας τα θανατηφόρα βέλη τους εναντίον τους, μα μια νέα κατολίσθηση τους σκόρπισε. Ο Σεπ δεν άντεξε, άφησε την προφυλαγμένη θέση του, πήδησε και όρμησε κατά εκεί. Το σπαθί του ήταν σα να είχε αποκτήσει δική του ζωή. Αιωρούνταν, σύρονταν και βυθίζονταν στη μαλακή σάρκα. Οι βράχοι αιμορραγούσαν και ‘κείνη δε φαίνονταν πουθενά. Τότε την είδε, ήταν ματωμένη και φαίνονταν ζαλισμένη. Χωρίς να το σκεφτεί, έβαλε το σπαθί στη θήκη του. Η Σίσιλ τον κοίταξε σαστισμένη και έπειτα κοίταξε γύρω της. Οι τελευταίοι Γκέρκος παραδίνονταν. Όρθωσε το σπαθί της κρατώντας το με τα δυο της χέρια.
«Πολέμα!» του φώναξε, μα ξαφνικά κλονίστηκε, τα μάτια της θόλωσαν. Ο Σεπ τη συγκράτησε πριν πέσει, κλείνοντάς τη στην αγκαλιά του.
«Οι διαδόσεις μπορούν να γίνουν καταστροφικές, για ‘κείνον που δεν τις πιστεύει…» της ψιθύρισε.

Τα βλέμματα τους συναντήθηκαν και του χαμογέλασε αχνά.

«Άραγε να ‘ναι αλήθεια;» τη ρώτησε διστακτικά. «Η καρδιά σου είναι από πάγο;»
«Διαδόσεις» ψέλλισε η Σίσιλ προτού λιποθυμήσει..

Αναστασία Χ.

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading