,

Εφιάλτες και όνειρα

Έχει πολύ ήλιο και δυσκολεύομαι ν’ ανοίξω τα μάτια μου. Τα πόδια μου βυθίζονται στη καυτή άμμο. Η ζέστη μου προκαλεί μια γλυκιά χαύνωση. Ακροβατώ στις παρυφές του ύπνου ακούγοντας το φλοίσβισμα των κυμάτων. Μα ξάφνου νιώθω να ίπταμαι, πετάω! Τι περίεργο όνειρο! Ο πόνος στο κορμί μου και το κεφάλι μου μοιάζει αληθινός. Κοιτώ ζαλισμένη γύρω μου. Ένα δωμάτιο, ένα κρεβάτι ένα μέτρο πιο πέρα και το στρώμα του πεταμένο από πάνω μου και πίσω από αυτό, τον ακούω, έρχεται! Η καρδιά μου σπαρταρά. Προσπαθώ να απελευθερωθώ από τα σκεπάσματα και το βάρος του στρώματος. Η αδερφή μου μου απλώνει το χέρι της από το κρεβάτι της.

«Κωλόπαιδα, μουνόπανα δεν μπορείτε να κάνετε ησυχία, λυσσάξατε μέσα στη νύχτα με τα πέρα δώθε, ψουψουψου και τα μπαλάκια!» ουρλιάζει ο άντρας και πιάνει με τη χούφτα του το στρώμα και το πετά πέρα. Με αρπάζει από τα μαλλιά και με σηκώνει, σα να ‘μαι πούπουλο. Τον κλοτσώ, μα βρίσκω αέρα. Με πετά με δύναμη πάνω στο πλαϊνό κάθετο του κρεβατιού. Ακούω ένα γκντουπ και  το κεφάλι μου κουδουνίζει. Διπλώνομαι στα δύο, μια κλοτσιά με πέτυχε ξώφαλτσα στο στομάχι. Ουρλιάζει μιλώντας ακαταλαβίστικα.

«Θέλετε να με σκοτώσετε, να με ξεκάνετε, μουνόπανα, διαολοσπέρματα, σκατόψυχες, να με κλείσετε στο τρελοκομείο! Μα εγώ θα σας κλείσω στον τάφο πρώτα!»

Η αδερφή μου σκούζει από τον πόνο και κλαίει. Θέλω να ξυπνήσω τώρα, από αυτό απαίσιο όνειρο!

«Άσε τα παιδιά! Κοιμούνται, δε βλέπεις; Δεν κάνουν αυτά θόρυβο!» ουρλιάζει η γυναίκα πίσω του, με τα μαλλιά της να ανεμίζουν ξέπλεκα, προσπαθώντας να τον τραβήξει. Σηκώνομαι ξερνώντας λίγο γάλα πάνω στα πόδια του. Το χαστούκι του με τινάζει πέρα, μα εγώ χαμογελώ, σαν κοιτώ το πόδι του. Δε φωνάζω, κλαίω βουβά. Γιατί; 

Αναμνήσεις ορμούν στο κεφάλι μου. Αναμνήσεις παλιότερου εφιάλτη. Μπλέκονται τα όνειρα σαν βαριές αλυσίδες. Το βλέμμα του, τα γατάκια, τα κακόμοιρα… Νόμισαν ότι σώθηκαν, όταν τα βρήκε πεταμένα στο κάδο. Τα έφερε κρατώντας τα αγκαλιά και για μερικά δευτερόλεπτα ζήλεψα. Για δευτερόλεπτα μόνο. Εμένα δε με έχει πάρει ποτέ αγκαλιά. Τα τάιζε κάθε μέρα με τη σύριγγα και κείνα μεγάλωναν και θέριευαν. Λίγες μέρες μετά, τα νιαουρίσματά τους μου έσκισαν τη καρδιά. Σαν έτρεξα στο πίσω μπαλκόνι, κρατούσε ένα μπρίκι και τα κοιτούσε με ‘κείνο το τρομακτικό βλέμμα και με μια δόση έξαψης, ενώ το στόμα του κύρτωνε από τη μια μεριά σε ένα μισό, ανατριχιαστικό χαμόγελο. Έβαλα το χέρι στο στόμα για να μην ξεφωνίσω.

«Άκου τα πώς κάνουν!» μου είπε με ένα χαρούμενο τόνο. Η γούνα τους έχει αρχίσει να ξεκολλά από το κατακόκκινο δέρμα τους και να ξεφλουδίζει σε σπείρες, σα φλούδα πορτοκαλιού. Τρεις μέρες τους πήρε να πεθάνουν, μετά το βραστό νερό που τους έριξε. Τρεις μέρες έσκουζαν και έκλαιγαν και αυτός ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι του, βλέποντας τηλεόραση, σα να μην τρέχει τίποτα.

Σκουπίζω, με την ανάποδη του χεριού μου, το αίμα με τα ξερατά από τα χείλη μου και τον κοιτώ. Αν το βλέμμα μου σκότωνε θα ‘ταν ήδη νεκρός. Θα ‘χε πέσει στα πόδια μου και θα σφάδαζε. Τι σόι όνειρο είναι αυτό που δεν μπορώ να κάνω ό,τι θέλω;

«Τα παιδιά κοιμούνταν, τα παιδιά κοιμούνταν!» επαναλαμβάνει η μάνα μου, σα χαλασμένος δίσκος και τον τραβά, να τον βγάλει έξω. 

«Ταπ ταπ ταπ…» ακούγεται από πάνω, ένα μπαλάκι. 

«Να ακούς; Ο Θάνος είναι, από πάνω, που παίζει με το μπαλάκι». Δε βλέπω το πρόσωπό της. Μόνο ένα κουβάρι από μαύρα μακριά μαλλιά, την άκρη του απαλού ροζ νυχτικού της και τα δυο χέρια της γαντζωμένα στον ώμο και στο μπράτσο του. Στέκεται για λίγο αναποφάσιστος και μετά αρχίζει πάλι τα μπινελίκια. 

«Εσύ τον έβαλες! Καριόλα, θες να με τρελάνει!» ουρλιάζει στη μάνα μου και την ταρακουνά, έπειτα τη σπρώχνει με δύναμη πάνω στον τοίχο. Φωνάζει από τον πόνο. Λάθος της. Εκείνος ορμά με νέα όρεξη και της καταφέρνει κάμποσα χτυπήματα, ταυτόχρονα του ορμώ και τον σπρώχνω, ή έτσι νομίζω, ενώ του ουρλιάζω κάτι ακατάληπτο. 

Κάποια στιγμή βαρέθηκε και σταματά. Βρίζοντας και απειλώντας ότι θα μας σκοτώσει, βγαίνει από το δωμάτιο, πηγαίνει στο δικό του και κλείνει την πόρτα του. Η μάνα μου στέκει ένα κουβάρι, εκεί, πεσμένη στο πάτωμα και κλαίει. Ξύπνα τώρα!

«Είναι τρελός!» κλαψουρίζει, καθώς η αδερφή μου χώνεται στην αγκαλιά της. Προσπαθεί να ηρεμήσει και να παρηγορήσει την αδερφή μου μετρώντας τις πληγές της. 

«Είναι τρελός…» επαναλαμβάνει ψιθυριστά σφίγγοντας την Αλίκη στην αγκαλιά της. Πρέπει οπωσδήποτε να ξυπνήσω, το σιχαίνομαι αυτό το όνειρο! 

«Τι μας λες; Το ξέρουμε…» της πετώ με σκληράδα και σηκώνομαι. Προσπαθώ να τις αγνοήσω. Σέρνω το στρώμα ως το κρεβάτι μου. Έπειτα σηκώνω τα σκεπάσματα. Από κάτω τους είναι μια ζωγραφιά. Ένα χέρι σφιγμένο μπουνιά και πίσω του δυο φιγούρες αναμαλλιασμένες, τυλιγμένες κουβάρι. Την κοιτώ και μουτρώνω. Χάλια, πρέπει να κάνω εξάσκηση, μα η μάνα μου θεωρεί ότι χάνω το χρόνο μου ζωγραφίζοντας, χαλώ τσάμπα τα χαρτιά. Ίσως έχει δίκιο, η ζωγραφιά μου προκαλεί δυσφορία. Έριξα τη ζωγραφιά  σ’ ένα συρτάρι και πήρα να στρώνω το κρεβάτι μου. 

«Τι κάνεις;» μου ψιθυρίζει η μητέρα μου.

«Δε βλέπεις;» της πετώ μέσα από τα δόντια μου, χωρίς να της ρίξω ούτε ένα βλέμμα. «Ετοιμάζομαι να κοιμηθώ», απαντώ καθώς τοποθετώ το μαξιλάρι μου.

«Έλα εδώ…» 

«Θα τον χωρίσεις;» απαίτησα να μάθω χωρίς να προσέχω τον τόνο της φωνής μου.

«Σσσς…» έκανε τρομαγμένη εκείνη. «Δεν μπορώ» πρόσθεσε παραιτημένα μετά από λίγο.

«Δεν μπορείς!» μουρμούρισα και ξάπλωσα τινάζοντας το σεντόνι νευρικά. Να τώρα θα ξυπνήσω! Μα αντί να ξυπνήσω, τινάζομαι πάνω και συρίζω σα φίδι, «Δεν μπορείς; Γιατί δεν μπορείς; Γιατί η έγνοια σου είναι, τι θα πει ο κόσμος και τι θα πει ο κόσμος. Πού είναι ο κόσμος ε; Πού είναι ο κόσμος, όταν αυτός σε σαπίζει στο ξύλο και μαζί με σένα και μας; Μόνο όταν παρακούγονται οι φωνές μας θυμούνται να στείλουν την αστυνομία, γιατί τους ενοχλούμε, τους χαλάμε τον ύπνο με τις κραυγές και τα κλάματά μας. Και η αστυνομία τι κάνει; Τίποτα! Ούτε καν ανεβαίνουν πια. Μόνο φιλαράκια που δεν έχουν γίνει! Δεν μπορούν, λέει, να τον πάνε σε ψυχίατρο. Δεν μπορούν να κάνουν κάτι γιατί, εσύ, δεν τον καταγγέλλεις!»

«Και να το έκανα, την άλλη μέρα πίσω θα ‘ταν! Μετά θα γινόταν έξαλλος! Θα μας σκότωνε! Προσπάθησα να μιλήσω στον παππού σου, μα…»

«Η γιαγιά και ο παππούς χέστηκαν, αρκεί που τον ξεφορτώθηκαν. Μόνες μας είμαστε απέναντι σ’ ένα τρελό! Πρέπει να φύγουμε!»

«Δεν μπορώ να φύγω, θα μας σκοτώσει…» λέει και η φωνή της τρέμει.

«Μείνουμε ή φύγουμε θα μας σκοτώσει. Αλλά θα ‘χούμε τουλάχιστον προσπαθήσει να κάνουμε κάτι!». Έσφιξα τα μάτια. Όχι, δε θα κλάψω. Πρέπει να ξυπνήσω. Να ξυπνήσω από αυτό τον εφιάλτη. Δεν είμαι εδώ, δεν είμαι εγώ, δεν υπάρχει αυτό το σπίτι. Τραβώ τα σεντόνια ως πάνω από το κεφάλι και διπλώνομαι. Ονειρεύομαι. Ξύπνα!

Χαρούμενες φωνές και γέλια ακούγονται από κάπου κοντά. Έχει πολύ ήλιο και δυσκολεύομαι ν’ ανοίξω τα μάτια μου. Τα πόδια μου βυθίζονται στη ζεστή άμμο. Βάζω το χέρι μου για σκίαστρο. Η θάλασσα τρεμουλιάζει ελαφρά στραφταλίζοντας, λες και της έχουν ρίξει ασημένιο γκλίτερ. Ανασηκώνομαι. “Εφιάλτης ήταν, πάει!” σκέφτομαι και χαμογελώ. Το μπλοκ της ζωγραφικής πέφτει από πάνω μου. Κοιτώ τη ζωγραφιά, μια γροθιά και πίσω της  ανθρώπινα κουβάρια. Πρέπει να σταματήσω να ζωγραφίζω ζοφερά θέματα και να κάνω εξάσκηση στα χέρια, σκέφτομαι και γυρνώ σελίδα.

«Έλα να παίξουμε!» μια παιδική φωνή με καλεί. 

Δεν το πολυσκέφτομαι, σηκώνομαι και τρέχω κατά τη θάλασσα αλαλάζοντας χαρούμενη και βουτώ. Το νερό ξεπλένει τα δάκρυα, ποια δάκρυα; Δεν υπάρχουν δάκρυα. αλμυρές θαλασσινές σταγόνες είναι. Είμαι ελεύθερη. Είμαι πάντα παιδί. Ένα ευτυχισμένο παιδί. Και όπως όλα τα παιδιά έχω πού και πού εφιάλτες. Μα οι εφιάλτες περνάνε, φεύγουν. Καταχωνιάζονται στα άπατα βάθη του μυαλού μου. Δε με ορίζουν. Δε ζω στο δυστοπικό κόσμο τους. Ζω στο φως. Ζω στο φως, που δημιουργώ και με τυλίγει σα σφαίρα στη ζεστή αγκαλιά του. Ζω και αναπνέω στο όνειρό μου, είμαι το όνειρό μου…

Αναστασία Χ.

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading