Η άμαξα προχωρούσε στο δρόμο με σκαμπανεβάσματα. Το άλογο απέφευγε τις βαθιές λακκούβες, αλλά δεν μπορούσε να κάνει και πολλά με τα χαλίκια και τα σαμαράκια. Ωστόσο, ο καιρός ήταν σχετικά ήπιος, ο ουρανός ήταν καλυμμένος από γκρίζα γλίτσα, αλλά δεν χιόνιζε, ούτε έβρεχε, με ένα απαλό αεράκι να πνέει προς την αντίθετη κατεύθυνση από κει που πήγαινε η άμαξα, σαν κάποιο ανήσυχο, αλλά όχι τόσο ισχυρογνώμον πνεύμα να ήθελε να τους αλλάξει γνώμη και να τους γυρίσει στο Μπραν.

  Από άλλους ανθρώπους, δε, ή άμαξες ή οικόσιτα ζώα, ούτε για δείγμα. Κάνα πουλί έκρωζε από το παρακείμενο δάσος στα δεξιά τους. Κάποια στιγμή, τους φάνηκε ότι άκουσαν και ένα αλύχτισμα λύκου, αλλά δεν θα έπαιρναν κι όρκο, το ζωντανό ήταν πολύ μακριά τους, για να είναι σίγουροι.

  Και καλά θα κάνει να μείνει εκεί, μακριά, σκέφτηκε η Κορνέλια. Είχαν το μουσκέτο μαζί τους και ο Σάντου ήταν ικανός στο κυνήγι, όμως οι λύκοι κυκλοφορούσαν συνήθως σε αγέλες. Ο μικρός άντε να σκότωνε έναν τους. Μέχρι να ξαναγεμίσει και να σκοπεύσει, τα θηρία θα τους ορμούσαν. Και η Κορνέλια ήξερε ότι η ίδια δεν θα κατάφερνε κάτι, ούτε γρήγορη ήταν, μήτε ικανή σε μάχες, ενώ το άλογο πόσο να τρέξει κι αυτό με το κάρο να σέρνεται πίσω του;

  Έριξε μια ματιά προς το δάσος και στις αλλοπρόσαλλες διαδρομές που σχημάτιζαν τα δέντρα με τους χοντρούς κορμούς και την πλούσια καφετιά χαίτη τους και οι πυκνοί πρασινωποί θάμνοι που απλώνονταν εδώ κι εκεί. Όλα είχαν καλυφτεί από χιόνι που σχημάτιζε μικρές, λευκές λόγχες με τα κλαδιά, που, έτσι όπως κρέμονταν, θαρρούσες ότι όλο το μέρος είναι γεμάτο με θανατηφόρες παγίδες. Από ένα σημείο και πέρα, δεν έβλεπες τι υπήρχε. Δεν μπορούσες να καταλάβεις, δηλαδή. Μόνο να υποθέσεις, μπορούσες. Αν ήθελες.

  Και η Κορνέλια δεν ήθελε. Μόνο να τους φυλούσε ο Θεός, να μην έχουν τέτοια μπλεξίματα. Τους έφτανε που έφευγαν από τους δικούς τους σε μια τόσο δύσκολη περίοδο, για να πάνε να πείσουν μερικούς ξένους να τους βοηθήσουν. Έπρεπε να μείνουν συγκεντρωμένοι στο σκοπό τους.

  Συνειδητοποίησε πως η άμαξα αύξησε ταχύτητα. Στράφηκε προς τον Σάντου. Τον είδε να γυρίζει μια προς τα αριστερά και ψηλά και μια προς το δρόμο μπροστά τους. Ο μικρός είχε κατσουφιάσει όπως όταν τον υποχρέωναν να μείνει στο σπίτι αντί να πάει στο μαντρί ή για κυνήγι. Έμοιαζε με θυμωμένο δάσκαλο. Εν προκειμένω, όμως, η Κορνέλια τον καταλάβαινε. Γιατί είδε και εκείνη τι είχε τραβήξει την προσοχή του Σάντου.

  Το κάστρο. Έστεκε στο λόφο, πάνω από το κεφάλι τους. Το καβούκι μιας τεράστιας χελώνας από την Κόλαση που είχε ριζώσει εδώ και εκατονταετίες σε αυτόν το βράχο. Οι πέτρες του εξωτερικού τοιχώματος είχαν φθαρεί, είχαν σκουρύνει από τις βροχές ή και από καμιά φωτιά, ενώ υπήρχαν και κάθετες ρωγμές σε διάφορα σημεία. Τα κεραμίδια στην κορυφή είχαν ακόμα κάποια από την παλιότερη πορφυρή ομορφιά τους.

  Αλλά την Κορνέλια την ένοιαζε τι υπήρχε μέσα στο κάστρο κι όχι τι το περιέβαλλε, αν και δεν μπορούσε να μην αναρωτηθεί πόσο χρόνο θα χρειάζονταν μερικά κανόνια για να το ρίξουν –ελπίζω, όχι πολύ. Κοίταξε στα πάμπολλα παράθυρα που διακρίνονταν. Γούρλωσε τα μάτια και ένιωσε την καρδιά της να χτυπάει πιο δυνατά στο στήθος της. Ίσως να ήταν το πόσο γρήγορα και άτσαλα πήγαινε το κάρο, ίσως να ήταν όλες εκείνες οι φήμες και οι πρόσφατες εξαφανίσεις κατοίκων του Μπραν, αλλά νόμισε πως είδε κάποιους να στέκονται εκεί πάνω και, σαν κόρες σκοτεινών ματιών που ακολουθούν ένα κινούμενο αντικείμενο, να κοιτάνε εκείνη και τον γιο της και το άλογο του πατέρα Στεφάν.

  Μας βλέπουν. Αλλά… δεν θα μας επιτεθούν. Σωστά; Όχι τώρα, όχι όσο είναι ημέρα. Έτσι δεν είναι;

  Όμως, έχουμε και τους λύκους από την άλλη πλευρά. Που επιτίθενται και μέρα μεσημέρι.

  Θυμήθηκε τις υποσχέσεις προς τον άντρα της, ότι θα απέφευγαν τους κινδύνους του ταξιδιού. Είχε μιλήσει σαν να ήταν κάποιου είδους προφήτης που είχε «δει» το πώς θα εξελιχτεί η πορεία τους. Ο Λούκα δεν θα τη συγχωρούσε ποτέ, αν πάθαιναν κάτι, και ήταν βέβαιη ότι θα θυμόταν τα (τελευταία) λόγια της στον αιώνα τον άπαντα.

  Η Κορνέλια δεν είχε συνειδητοποιήσει πόσο είχε κοκαλώσει στη θέση της, παρά μόνο όταν ένα κοράκι πέταξε από πάνω τους, κάνοντάς τη να αναφωνήσει και να γείρει προς τα δεξιά, με κίνδυνο να πέσει.

  Ευτυχώς, ο Σάντου την έπιασε από το χέρι και τη συγκράτησε. «Πρόσεχε, μαμά» είπε, αλλά με άχρωμη φωνή, χωρίς θυμό ή φόβο, αλλά σαν να είχε μόλις μάθει ότι έχασε κάποιον αγαπημένο του.

  «Ευχαριστώ, Σάντου». Η Κορνέλια έκανε να γυρίσει ξανά προς το κάστρο, αλλά δεν το έκανε. Έβηξε. «Είμαι… είμαι πολύ αναστατωμένη». Προσπάθησε να χαμογελάσει. «Είμαι και μεγάλη γυναίκα. Και δεν έφαγα πολύ πριν φύγουμε. Ξέρεις πώς κάνω για το φαγητό εγώ».

  «Μμμ». Ο Σάντου ρώτησε «Θα μου πεις τώρα γιατί θα πάμε και στην πολιτοφυλακή και στο στρατό;»

  «Ναι, φυσικά. Θα πάμε και στους δύο γιατί έτσι θα καταλάβουν ότι σοβαρολογούμε. Ότι είμαστε απελπισμένοι. Που όντως είμαστε».

  «Δεν καταλαβαίνω, ρε μαμά. Γιατί να μην αρκεί μόνο η πολιτοφυλακή ή μόνο ο στρατός; Για όνομα του Θεού, θα τους πούμε ότι χάθηκαν άνθρωποι. Δεν γίνεται να το αγνοήσουν».

  «Σάντου, είναι ξένοι. Δεν είναι στην πατρίδα τους. Πρέπει να σκεφτούμε ότι ίσως δεν ενδιαφέρονται αρκετά για εμάς, για τους ντόπιους. Δεν τους είμαστε τίποτα παραπάνω από αγρότες που πρέπει να πληρώνουν τους φόρους τους. Και να χαθούν μερικοί από εμάς… Ε, δεν θα σκάσουν από το κακό τους κιόλας. Θα το ψάξουν. Αν και όποτε. Μάλλον. Θέλω να πω ότι, αν πάμε μόνο στην πολιτοφυλακή ή μόνο στο στρατό, τότε μπορεί να μας διώξουν με μια απλή υπόσχεση, που δεν θα έχει καμιά αξία για εμάς. Αν πάμε, όμως, και στους δύο, τότε είναι πιο σίγουρο ότι θα βρεθεί κάποιος από δαύτους να νοιαστεί».

  Ο Σάντου κούνησε το κεφάλι του δεξιά αριστερά. «Δεν ξέρω, μου φαίνεται υπερβολικό».

  «Καλύτερα να υπερβάλλουμε, παρά να γυρίσουμε με άδεια χέρια». Πήγε να συμπληρώσει για ακόμα μια φορά ότι δεν τους εγγυόταν κανείς πως θα δώσουν σημασία οι Ούγγροι, σε όσες υπηρεσίες τους και αν απευθύνονταν, αλλά το θεώρησε περιττό. Άλλωστε, θα έβλεπαν από κοντά τι άτομα θα συναντούσαν. Θα καταλάβαιναν αν υπήρχε ελπίδα ή όχι. «Όπως και να έχει, καλέ μου, θα αφήσεις εμένα να μιλήσω, εντάξει; Δεν θα με διακόψεις».

  «Φοβάσαι μην πω καμιά βλακεία;»

  «Όλοι λέμε βλακείες, Σάντου. Συνέχεια. Απλά… σε αυτούς τους ανθρώπους άσε εμένα να μιλήσω. Κάνε τη χάρη στην μανούλα, εντάξει;»

  «Μπορώ να κάνω κι αλλιώς;»

  Η Κορνέλια κοίταξε πάλι τον γιο της. Γεροδεμένος και όμορφος. Πρόθυμος να βοηθήσει. Σίγουρα, θα είχε κληρονομήσει και την αγάπη των γονιών του, καθώς και των παππούδων του. Κάποια μέρα, θα έβρισκε μια εξίσου όμορφη δεσποινίδα και θα έφτιαχναν το σπιτικό τους. Ίσως να έμεναν αρχικά στο πατρικό του ή στο πατρικό εκείνης, αλλά αργότερα θα μπορούσαν να μετακομίσουν. Ποιος θα τους εμπόδιζε; Πάντως, όχι ο Λούκα ή η Κορνέλια. Τον Λούκα θα τον έβαζε στη θέση του, αλλά η ίδια θα είχε τη δύναμη να αποχωριστεί τον γιο της; Θα έβλεπε όντως με συμπάθεια την νύφη της ή θα γινόταν καμιά ξεμωραμένη που, όσο ανέπνεε, θα φθονούσε την γυναίκα που αγαπούσε ο γιος της; Ειλικρινά, ήλπιζε πως θα συμπαθούσε την κοπέλα. Αλλά ποιος ξέρει πώς θα το πάρω όταν τη δω αγκαλιά με τον Σάντου, σκέφτηκε και χάιδεψε τον γιο της στην πλάτη. Ξαφνικά, δάκρυα είχαν ανέβει στα μάτια της. Γιατί μια μαυρίλα απλώθηκε στο μυαλό της, που εξαπλώθηκε σαν αβυσσαλέα φωτιά και στην καρδιά της. Θα υπήρχε ποτέ ένα τέτοιο μέλλον; Θα υπήρχαν για πολλά χρόνια ακόμα το Μπραν, οι άλλοι κάτοικοι, ο Λούκα, η Στεφανία, ο Σάντου και εγώ;

  Έκανε να στραφεί προς τα πίσω, προς το χωριό και το αναθεματισμένο κάστρο, μα ο Σάντου τής χαμογέλασε και πέρασε το δεξί του χέρι γύρω από τους ώμους της. Αλλά η Κορνέλια δεν ένιωσε προστατευμένη.

Σελίδες: 1 2 3 4

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading