Την ίδια ώρα που το κάρο με τα δύο από τα τέσσερα μέλη της οικογένειας Βλαντιμιρέσκου κατευθυνόταν προς το Μπρασώφ, στο ζεστό καθιστικό του σπιτιού των Τσομπάνου, πίσω από τις κλειστές πόρτες και τα καλυμμένα με τις κουρτίνες παράθυρα, ο Βέλκαν και ο Ντράχοσλαβ είχαν πιάσει από μια πολυθρόνα και έπιναν βότκα, τη στιγμή που οι εναπομείναντες άντρες με τις γυναίκες και τα παιδιά τους στέκονταν λίγα μέτρα μακριά τους, συμπτυγμένοι σε ένα ενιαίο σύνολο, σαν πολυμελής οικογένεια που ετοιμάζεται να φωτογραφηθεί. Είχαν μείνει, παρότι τις προάλλες είχαν συμφωνήσει ότι θα έφευγαν ως το απόγευμα, για να επιστρέψουν αργότερα, όταν θα έπεφτε το σκοτάδι και θα άρχιζαν οι περιπολίες. Οι συνθήκες είχαν αλλάξει. Προς το χειρότερο. Το μόνο που σκέφτηκαν να κάνουν ήταν να περιμένουν από τους δύο πιο πλούσιους ανθρώπους του Μπραν να πάρουν πάλι την πρωτοβουλία και να τους πουν τι μέλλει γενέσθαι από δω και πέρα.

  Οι μόνοι που έλειπαν, με εξαίρεση τους τέσσερις Ούγγρους και τους άντρες που είχαν χαθεί χθες, ήταν οι σύζυγοι και τα τέκνα των τελευταίων. Είχαν φύγει λίγο μετά την άφιξη των δύο πρώην στρατιωτικών, οι οποίοι και αποκάλυψαν τι είχε συμβεί. Στην αρχή, οι δύο γυναίκες έκλαψαν και ούρλιαξαν, φωνάζοντας συνέχεια το όνομα του άντρα τους. Μετά, επέρριψαν κατηγόριες προς τους Τσομπάνου και τους σωματοφύλακές τους, με τις άλλες γυναίκες να προσπαθούν να τις συγκρατήσουν και να τις παρηγορήσουν και τα παιδιά να στέκονται παράμερα. Όλη αυτή την ώρα, ο Ντράχοσλαβ και ο Βέλκαν δοκίμασαν πολλάκις να απολογηθούν, ενώ οι Ούγγροι παρέμειναν βασικά απαθείς –ειδικά οι δύο που είχαν συναπαντηθεί με τους βρικόλακες, δεν είχαν καμιά όρεξη για τσακωμούς.

  Στο τέλος, οι σύζυγοι και τα παιδιά των αντρών που χάθηκαν έφυγαν, μες στη νύχτα, μη δίνοντας σημασία στο κρύο και μη λαμβάνοντας υπόψη τους την πιθανότητα οποιασδήποτε απειλής. Απλά δεν ήθελαν να είναι εκεί, στο μεγάλο σπίτι, στο υποτιθέμενο απόρθητο παλάτι. Δεν ήθελαν την παρέα εκείνων των ενοίκων. Τι να τους έκαναν πλέον; Να άκουγαν τους οδυρμούς τους και τις φρούδες υποσχέσεις τους; Όχι, να τους έλειπαν αυτά. Τους ήταν άχρηστα. Όπως και εκείνοι οι άντρες, οι «φοβεροί στρατιώτες», που «ήξεραν από μάχες» και που «θα οδηγούσαν την ομάδα στην εξαφάνιση του Κακού από το Μπραν». Ναι, είδαν πόσο καλοί είναι αυτοί οι Ούγγροι τελικά. Ανεπαρκείς στον μέγιστο βαθμό.

  Όχι, δεν είχαν όρεξη να ακούσουν ούτε μισή κουβέντα από δαύτους. Από οποιονδήποτε. Εκτός ίσως από τον πατέρα Στεφάν. Αν μη τι άλλο, εκείνος είχε φανεί πιο συγκρατημένος. Είχε πει αλήθειες, που κάποιοι επέλεξαν να μην τις ακούσουν. Και, δυστυχώς, ανάμεσα σε αυτούς τους κάποιους, ήταν και οι απαχθέντες άντρες. Αν είχαν σκεφτεί καλύτερα όσα είχε πει ο πατήρ Στεφάν… Ίσως… Αλλά κι αυτός είχε αναφέρει την πιθανότητα συνδρομής από την Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία. Ούτε που φανταζόταν πόσο άθλιοι είναι οι στρατιώτες της.

  Οι γυναίκες είχαν κλειστεί η καθεμιά στο σπιτικό της, με τα παιδιά να πέφτουν στην αγκαλιά των παππούδων τους, που είχαν ξυπνήσει από τα κλάματα των μικρών. Οι ηλικιωμένοι δεν άργησαν να παρασυρθούν κι αυτοί. Υποτίθεται πως όσοι ήταν στους Τσομπάνου, μαζί με τους σωματοφύλακες, θα ήταν ασφαλείς. Αυτό ήταν το σκεπτικό του να είναι τόσοι πολλοί και τόσοι νέοι ενωμένοι σε μια ομάδα. Γι’ αυτό είχαν αφήσει εκτεθειμένους τους πιο μεγάλους, γιατί… Οι νέοι έπρεπε να ζήσουν. Αντίθετα, οι ηλικιωμένοι…

  Οι σκέψεις τους γέμισαν με ερωτήσεις που επαναλαμβάνονταν, χωρίς καμιά ικανοποιητική απάντηση, σαν επίθεση σε ξένη χώρα που δε βρίσκει αντίσταση. Η βραδιά δεν είχε τέλος γι’ αυτές τις οικογένειες, τόσο που το ερχόμενο πρωινό δε βγήκαν από το σπίτι.

  Τώρα, οι δύο Τσομπάνου αγνοούσαν τους άλλους και αναλογίζονταν τα πρόσφατα γεγονότα και τις συνέπειές τους στους ίδιους και όχι μόνο. Είχαν χάσει. Τα σκυλιά τους. Δύο συγχωριανούς τους. Τους σωματοφύλακές τους. Την όποια αξιοπιστία είχε ο λόγος τους στο χωριό. Υποψιάζονταν πως ό,τι και να έλεγαν πια δεν θα είχε κανέναν ουσιώδη αντίκτυπο. Αλλά, και να μιλούσαν, τι μπορούσαν να πουν; Τα σχέδιά τους είχαν πάει στράφι. Όποια όνειρα είχαν για λευτεριά του Μπραν από τον τρόμο είχαν ξεμπροστιαστεί ως αυτό που ήταν στην πραγματικότητα: μια πολύ βιαστική, ματαιόδοξη και ελλιπής από έμπνευση εκστρατεία, οι πιθανότητες επιτυχίας της οποίας ήταν παρόμοιες με τις πιθανότητες επιβίωσης ενός άοπλου άντρα που επρόκειτο να πολεμήσει με μια αγέλη λύκων. Ήθελαν να σώσουν τους εαυτούς τους, τους δικούς τους ανθρώπους και τον τόπο τους το ταχύτερο δυνατό, όμως από την πρώτη κιόλας νύχτα φάνηκε πόσο λάθος τα είχαν σκεφτεί όλα, όταν η Μπενγκέσκου έσφαξε τον Σάντα και τον Φέρκα και έφτασε τόσο κοντά στο να εισβάλλει στο σπίτι τους και να σκοτώσει -ή να απαγάγει- τις κόρες του Βέλκαν.

  Είχαν κάνει λάθος.

  Και ο Στεφάν αποδείχτηκε σωστός, σκέφτηκε ο Ντράχοσλαβ και ο θυμός του ξεπέρασε το φόβο για τους βρικόλακες και την αγανάκτησή του για τους Ούγγρους.  Δεν του άρεσε να χάνει, και ειδικά από έναν παπά σαν τον Στεφάν, που δεν είχε πυγμή μέσα του.

  Σιγά την νίκη. Απλώς εγώ δεν τα υπολόγισα σωστά. Εκείνος το μόνο που έκανε ήταν να κρατάει την ίδια στάση που κρατάει για τα πάντα. Προσευχή και νηστεία και ελπίδα στον Θεό. Αμ, δεν κερδίζονται οι πόλεμοι μόνο με αυτά. Χρειάζεται να φτιάξεις ένα στρατό, να επιτεθείς ή και να αμυνθείς.

  Και μετά, ξανά από την αρχή: Αλλά εγώ έπεσα τόσο έξω… Πώς έγινε αυτό; ΠΩΣ; Είχαμε αναθεματισμένους ουσάρους. Όπλα. Άντρες πρόθυμους να κάνουν ό,τι πρέπει για το καλό του Μπραν. Γιατί να έχει δίκιο ο Στεφάν κι όχι εγώ; Επειδή αυτός επικαλείται τον Θεό πιο συχνά από εμένα;

  Όχι, δεν μπορεί να ήταν μόνο αυτό.

  Ήταν νωρίς, αυτό φταίει. Βιαστήκαμε, ενώ θα έπρεπε να οργανωθούμε πληρέστερα. Να προετοιμάσουμε τους ντόπιους, να εξετάσουμε την όλη κατάσταση, να… Να δεχθούμε στ’ αλήθεια με τι έχουμε να κάνουμε. Με καταραμένους βρικόλακες, να τι έχουμε να αντιμετωπίσουμε. Αλλά εμείς δεν θέλαμε να το πιστέψουμε πραγματικά και τους υποτιμήσαμε. Και τώρα η ομάδα μίκρυνε κατά έξι άντρες.

  Και δεν ήταν μόνο αυτό. Από δω και στο εξής, ο τρόμος των χωριανών, ειδικά όσων είχαν ενταχθεί στην ομάδα των Τσομπάνου, θα ήταν πολύ μεγαλύτερος από πριν. Γιατί πλέον ήξεραν, ή μάλλον επιβεβαίωσαν, ότι δεν μπορούσαν να τα βάλουν με τους βρικόλακες. Επειδή αν δύο εκπαιδευμένοι σωματοφύλακες, οι οποίοι έχουν και την υποστήριξη δύο ντόπιων που κυνηγούν συχνά –που κυνηγούσαν συχνά-, αδυνατούν να διαχειριστούν δύο βαμπίρ, τότε τι θα έκαναν απέναντι σε… πόσα; Ποιος ξέρει πόσα ζουν σε εκείνο το κάστρο; Σίγουρα άλλα πέντε φρικιά. Όχι, άλλα εφτά φρικιά πλέον. Εννιά με δέκα στο σύνολο, δηλαδή, αν λάβουμε υπόψη μας τον άγνωστο άντρα και την άγνωστη γυναίκα που είχαν επιτεθεί χθες και φυσικά την ίδια την Κόμισσα. Ή η Κόμισσα και η άγνωστη γυναίκα είναι το ίδιο πρόσωπο;

  Δέκα νεκροζώντανοι βρικόλακες. Δέκα. Το νούμερο αιωρήθηκε στο μυαλό του σαν μεγάλος βράχος που πέφτει κατά πάνω του.

  Όταν αναλαμβάνεις μια υποχρέωση, πρέπει να την κάνεις σωστά, έλεγε συχνά. Αλλιώς θα πρέπει να υποστείς τις συνέπειες. Περηφανευόταν για τις πεποιθήσεις και τις αρχές του. Θεωρούσε πως ο ίδιος πάντα τα κατάφερνε και θα τα κατάφερνε να τις τηρεί με τον πιο κατάλληλο τρόπο, χωρίς να τις παραβιάσει. Όμως, έβλεπε πια ότι είχε φανεί ανόητος. Είχε γίνει ρεζίλι στον εαυτό του, στην οικογένειά του, σ’ ολάκερο το Μπραν.

  Ο Ντράχοσλαβ άδειασε το ποτήρι του και έπιασε το μπουκάλι της βότκας, γεμίζοντας το δικό του και του γιου του. Ξανά. Υπέθετε ότι και ο Βέλκαν σκεφτόταν τα ίδια με εκείνον, αν και μάλλον στεκόταν πιότερο στη συμβουλή του Ούγγρου που τους είχε σημαδέψει με το Γκάσερ. Τους είχε πει να φύγουν, μήπως και οι μικρές έχουν τη δυνατότητα να ανοίξουν το δικό τους σπιτικό κάποια μέρα. Γιατί, αν μείνετε, η Λία και η Αντελίνα θα έχουν την μοίρα των άλλων που χάθηκαν.

  Πράγματι, ο Βέλκαν, ντυμένος με τα τσαλακωμένα ρούχα που φορούσε και χθες, αυτό συλλογιζόταν κυρίως. Τις κόρες του και την υπερφυσική απειλή που ξαπόσταινε σε εκείνο το κάστρο, στο λόφο, η οποία πετούσε κάθε βράδυ ως το Μπραν και εξαπέλυε τις φονικές ορέξεις της. Όπως και η Κορνέλια, όπως και κάποιοι άλλοι γονείς στο χωριό, ο Βέλκαν σκεφτόταν αν είχαν κάποια ελπίδα να δουν τα παιδιά τους να μεγαλώνουν και να ευτυχούν. Ή γονείς και τέκνα θα είχαν την ίδια τύχη με τους δύο άντρες που απήχθησαν χθες, όπως είχε συμβεί με τις Μπενγκέσκου και τους Μολντοβάνου;

  Δεν μπορούσε να φύγει από τη συνείδησή του η αντίδραση των συζύγων των αντρών. Εκείνο το υγρό, θυμωμένο βλέμμα και οι φωνές τους που επαναλαμβάνονταν τώρα στα αυτιά του Βέλκαν, σαν να ήταν ταραγμένες σφήκες που είχαν παγιδευτεί στους τοίχους του σπιτιού του. Τσιμπούσαν σαν όρνια τις σκέψεις του, κόβοντας σε μικρά κομμάτια οτιδήποτε καλό μπορούσε να θυμηθεί ή να προσδοκά. Είχαν δίκιο, δεν θα διαφωνούσε σε αυτό. Όπως και οι υπόλοιπες οικογένειες, νόμιζαν ότι όλα θα πήγαιναν καλά, ότι η ομάδα θα υπερίσχυε των εχθρών της και θα τους συνέθλιβε σαν μπότα που κατεβαίνει με φόρα πάνω σε ένα κομμάτι γυαλί. Αντ’ αυτού, είχαν αναγκαστεί να ακούσουν τα πιο δυσάρεστα νέα που θα μπορούσε να λάβει ο συγγενής ενός στρατιώτη εν καιρώ πολέμου.

  Έναν πόλεμο που θεωρήσαμε δεδομένο ότι θα τον νικούσαμε, αναλογίστηκε με ειρωνεία προς τον εαυτό του, τον πατέρα του, τους Ούγγρους. Αλλά όχι προς τους συγχωριανούς του. Όχι, αυτοί δεν έφταιγαν. Ό,τι έκαναν το έκαναν για το καλό των οικογενειών τους. Άκουσαν τα λόγια μεγαλείου του Ντράχοσλαβ και του Βέλκαν και των πρώην σωματοφυλάκων τους. Είδαν τα όπλα και το δυναμίτη, γνήσιες αποδείξεις της δύναμης που θα διέθετε η ομάδα. Εκτός αυτών, ήταν και η απραξία του πατέρα Στεφάν, αλλά και ο χρόνος που, σε κάθε του προσωρινό κλείσιμο, ως άλλος τελάλης ενός μοχθηρού βασιλιά, έφερνε κακά μαντάτα για το Μπραν. Ή που θα έπαιρναν την κατάσταση στα χέρια τους ή που θα αγωνιούσαν για το υπόλοιπο της ζωής τους πότε θα τους επισκεφτούν οι βρικόλακες.

  Το υπόλοιπο της ζωής τους. Το οποίο, για δύο εκ των χωριανών, ήταν πολύ μικρότερο απ’ όσο έπρεπε να είναι. Και από σήμερα και στο εξής, τα παιδιά τους θα πρέπει να δεχθούν ότι δεν θα δουν ποτέ ξανά τους πατεράδες τους.

  Θεέ μου.

  Ναι, αλλά στον αντίποδα είναι ο παπάς. Ο οποίος… πρότεινε…

  Θυμόταν πολύ καλά τι είχε πει ο Στεφάν. Επίσης, θυμόταν πόσο εύκολα τον είχε αποπάρει ο Ντράχοσλαβ. Του είχε αντιμιλήσει με την γνωστή του αυθάδικη ευφράδεια, θεωρώντας σίγουρο πως οι Ούγγροι του Μπρασώφ δεν θα έδιναν δεκάρα για μερικούς χωριάτες από την Τρανσυλβανία. Και ο Βέλκαν τι είχε κάνει; Είχε κάτσει να σκεφτεί έστω και για μια στιγμή αυτά που έλεγε ο παπάς; Όχι. Ούτε καν. Είχε δηλώσει τυφλή πίστη στον Ντράχοσλαβ. Ο μπαμπάς ήξερε τους ανθρώπους, ήξερε τι ήθελαν, ήξερε από διοίκηση, ήξερε ποιος θα νοιαζόταν, ήξερε ποιο είναι το σωστό. Ο μπαμπάς ήξερε τα πάντα, κι αλίμονο σε όποιον του πήγαινε κόντρα.

  Και ιδού τα αποτελέσματα. Μείον δύο άντρες. Μείον δύο σκυλιά. Μείον τέσσερις σωματοφύλακες. Μείον οχτώ πυροβόλα όπλα. Μείον μία άμαξα. Αναξιόπιστοι. Να κάθονται σαν κουρασμένα βόδια και να πίνουν τη βότκα τους, με δεκάδες ανθρώπους να κρέμονται από τα μεθυσμένα χείλη τους, λες και ο Βέλκαν με τον Ντράχοσλαβ είχαν την παραμικρή ιδέα για το τι να πράξουν.

  Η εντολή της Κόμισσας θα πραγματοποιηθεί, ό,τι κι αν κάνετε. Ο χρόνος για το Μπραν μετράει αντίστροφα.

  Αυτά είχε πει στους Ούγγρους κάποιος από τους βρικόλακες. Επίσης, παραδοθείτε, και θα ζήσετε αιώνια. Γιατί οποιαδήποτε αντίδραση θα είχε καταστρεπτικά αποτελέσματα. Λες και, αν έμεναν άπραγοι, θα τα κατάφερναν καλύτερα. Ήταν σαν να τους κορόιδευε. Είτε με τον ένα τρόπο, είτε με τον άλλο, οι κάτοικοι θα είχαν κακό τέλος. Τι σημασία είχε αν πέθαιναν ή αν γίνονταν κι αυτοί τέρατα;

  Κι όμως, έχει. Πρέπει να έχει. Τουλάχιστον, για μένα, την Εμιλιάνα, την Λία και την Αντελίνα ξέρω ότι έχει σημασία πώς… πώς θα καταλήξουμε.

  Και τι θα κάνω γι’ αυτό; Τι μπορώ να κάνω για την οικογένειά μου;

  Πάλι, η συμβουλή του Ούγγρου: Μαζέψτε τα και φύγετε από δω. Μπας και σωθείτε.

  Τότε η πόρτα της κουζίνας άνοιξε και μια υπηρέτρια εμφανίστηκε. Το μικρό πλήθος έκανε χώρο και η γυναίκα πλησίασε τους Τσομπάνου. «Με συγχωρείτε που σας ενοχλώ, κύριε Ντράχοσλαβ και κύριε Βέλκαν, αλλά ήρθε η νεαρά Στεφανία Βλαντιμιρέσκου και είπε πως ο πατήρ Στεφάν καλεί τους κατοίκους στην εκκλησία, στις έντεκα, για προσευχή. Επίσης, θέλει να μιλήσει σε εσάς τους δύο».

  Ο Βέλκαν και ο Ντράχοσλαβ αντάλλαξαν μια ματιά. Δεν περίμεναν τέτοια εξέλιξη. Όχι τόσο σύντομα, δηλαδή. Τι μπορεί να τους ήθελε ο παπάς; Ειδικά μετά τον τσακωμό που είχαν στην εκκλησία;

  «Εντάξει, μπορείς να πηγαίνεις» είπε ο ηλικιωμένος και η υπηρέτρια έφυγε.

  Τους πήρε λίγη ώρα, αλλά τελικά είδαν ότι οι άλλοι κάτοικοι χαμογελούσαν.

Σελίδες: 1 2 3 4

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading