Μπρασώφ

Είχε πάρει το αυτί του κάτι για «μαυροντυμένες μορφές», έτσι δεν είναι; Καλά δεν θυμόταν; Ναι, ο Ζαλάν ήταν βέβαιος ως προς αυτό. Κάποιος χωριάτης ή κάποια χωριάτισσα είχε αναφέρει κάτι για μαυροντυμένες μορφές. Δεν ήταν σίγουρος ποιος ή ποια, αλλά θα έπαιρνε όρκο γι’ αυτό ακόμα και μπροστά σε στρατοδίκες που τον κατηγορούσαν για εσχάτη προδοσία.

Οπότε τι, είδα τον εφιάλτη λόγω αυτού που άκουσα; αναρωτήθηκε. Αν ήταν αλήθεια, θα έπρεπε να ντρέπεται. Κόντευε τα εβδομήντα και ήταν πολιτοφύλακας αξιωματικός. Διοικητής, για όνομα του Θεού. Δεν γινόταν να υποκύπτει σε παιδικές ανοησίες, όπως κακά όνειρα.

Ήπιε μια γουλιά καφέ και κοίταξε τον Μίκλος, που, παρά την κούραση του, δε φαινόταν να έχει χάσει την όρεξη για φαγητό. Το πιάτο του, που περιείχε μισό κοτόπουλο και πατάτες χοντρές σαν καλοφαγωμένα μωρά ποντίκια, ήταν άδειο. Το ποτήρι με το κρασί του, το ίδιο, και δεν ήταν το πρώτο του. Ο Ζαλάν του είχε επιτρέψει να φάει εδώ, μιας και ήταν τέτοιες οι συνθήκες που, εντάξει, μπορούσε να δείξει κατανόηση για έναν κατώτερο, ο οποίος είχε σταθεί ικανός αντικαταστάτης του.

Πριν δύο ώρες, είχαν μαζευτεί μερικοί επαναστάτες στο Τσέντρουλ Τσιβίκ και φώναζαν τις ίδιες μαλακίες που έλεγαν όλοι τους. Άλλο που δεν ήθελαν οι πολιτοφύλακες, που είχαν κακή διάθεση από την έλλειψη ύπνου και ξεκούρασης. Ο Μίκλος είχε δώσει ρητή εντολή: καμιά ανοχή στους άπλυτους, ακόμα κι αν ήταν παιδιά του ίδιου του γαμημένου του βασιλιά της Ουγγαρίας –ή, ακόμα καλύτερα, αν ήταν παιδιά του ίδιου του γαμημένου του αυτοκράτορα της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας. «Ένα ωραίο πάρκο έχει τούτη η πόλη και το λερώνουν, γαμώ το τους» είχε σχολιάσει ο Μίκλος όταν μετέφερε τα νέα στον Ζαλάν. «Με συγχωρείτε, κύριε αντιστράτηγε, αλλά με τσάντισαν πολύ αυτοί οι βλαμμένοι».

Ο Ζαλάν δεν είχε κανένα θέμα. Ήταν σίγουρος πως σε αυτό το μέτωπο τα πήγαιναν μια χαρά. Το θέμα ήταν τι θα έκαναν με τους άστεγους χωριάτες.

Ήπιε μια γουλιά από τον καλό καφέ που του είχαν φέρει και οποίος τον βοήθησε να ξυπνήσει και να προσπαθήσει να ανασυγκροτήσει το μυαλό του και τα όσα έπρεπε να γίνουν. Την ίδια περίπου ώρα που μερικοί πολιτοφύλακες έβαζαν σε μια τάξη τους επαναστάτες, οι αξιωματικοί είχαν βάλει κατώτερους τους να αναζητήσουν ζώντες συγγενείς των αφιχθέντων που τυχόν έμεναν στο Μπρασώφ ή σε κάποια άλλη περιοχή εδώ κοντά. Πρώτα, φυσικά, ρώτησαν τους ηλικιωμένους και μετά τα παιδιά, μήπως και γλίτωναν χρόνο, όμως στις πιο πολλές περιπτώσεις είτε (τα παιδιά) δεν θυμούνταν, είτε δεν υπήρχαν συγγενείς, είτε υπήρχαν, αλλά ήταν σε πιο μακρινές πόλεις. Στην πρώτη περίπτωση, οι υπαξιωματικοί πολιτοφύλακες ήταν αναγκασμένοι να ψάξουν οι ίδιοι τα αρχεία και να βρουν ποιος συνδέεται οικογενειακά με ποιον και, αν τα κατάφερναν, θα έδιναν εντολή σε κατώτερούς τους να ανέβουν σε άλογα ανά δύο και να βγουν στη γύρα και να ειδοποιήσουν τους συγγενείς, ώστε να έρθουν να παραλάβουν τους δικούς τους που ξεσπιτώθηκαν. Στην τρίτη περίπτωση, θα έστελναν αργότερα μια τετράδα αντρών, που θα αναλάμβανε να παραδώσει τα μηνύματα σε όλες τις περιοχές, όσο μακριά κι αν ήταν αυτές –να δω ποιοι τυχεροί θα σταλούν, σκέφτηκε ο Μίκλος, καθώς άκουγε τις οδηγίες από τον Ζαλάν, χωρίς να ανησυχεί, γιατί ο ίδιος ήταν ανώτερος αξιωματικός και, εννοείται, δεν θα πήγαινε πουθενά για μια τέτοια αγγαρεία. Στη δεύτερη περίπτωση, όπου δεν υπήρχε κανένας, εκεί το πράγμα έμενε μετέωρο και προβλημάτιζε τον Ζαλάν και τον Μίκλος.

Αλλά δεν τους προβλημάτιζε τόσο πολύ όσο η αρχική ερώτηση που είχε θέσει ο αντιστράτηγος Πίντερ Ζαλάν το προηγούμενο βράδυ και η οποία ήταν η εξής: γιατί στον μαύρο κόρακα είχαν έρθει εδώ όλοι αυτοί;

Είχαν ρωτήσει κάποιους ηλικιωμένους, μόνο και μόνο για να λάβουν την ίδια αινιγματική απάντηση. Ένα ανασήκωμα των καμπουριασμένων ώμων τους και σιγή.

«Δεν ξέρουν;» είπε ο Μίκλος. «Κανένας τους δεν έχει ιδέα γιατί τους διαολόστειλαν σε εμάς; Με όλο το σεβασμό, κύριε αντιστράτηγε, αλλά πολύ αμφιβάλλω αν είναι αλήθεια αυτό. Κάτι κρύβουν». Όπως οι Βλαντιμιρέσκου. Ειδικά, εκείνη η χοντρή, η… πώς την έλεγαν;… η Κορνέλια, ναι. Κουτοπόνηρη όσο δεν πάει, η μαλακισμένη. Τι να περιμένεις, όμως, από μια χωριάτισσα; Μου ’θελε και το Δέκατο Πέμπτο Σύνταγμα Ορεινού Πυροβολικού, λες και εμείς είμαστε τίποτα άσχετοι. Μαλακισμένη χοντρή.

«Το ξέρω, συνταγματάρχη. Κι εγώ είμαι της ίδιας άποψης». Ο Ζαλάν είχε αναστενάξει και πρότεινε να αφήσουν το θέμα ανοιχτό, για την ώρα. Αναλογίστηκε όσα είχε συζητήσει με τον Όρσος και το πόσο τον είχε καθησυχάσει ότι όλα ήταν υπό τον έλεγχο της πολιτοφυλακής. Άραγε, τι θα έλεγε εκείνος ο λοχαγός για αυτή την κατάσταση; Θα πρότεινε πάλι συνεργασία; Πχ να έπαιρναν μερικούς φιλοξενούμενους και στο δικό τους στρατόπεδο; Μάλλον απίθανο. «Θα λαλήσουν» είπε. «Όλοι το κάνουν. Κι αν μας ζορίσουν, θα δουν τι εστί πραγματική ανάκριση».

Ο Μίκλος δεν είχε να προσθέσει κάτι, πέραν από «Θα έχω τον νου μου, πάντως, και θα το πω και στους άλλους, μην γίνει κάνα θαύμα και πουν οι χωριάτες τι έγινε και μας γλιτώσουν από τον κόπο. Και γλιτώσουν τους ίδιους από όσα μπορούμε να τους κάνουμε».

Το είχαν αφήσει παράμερα, λοιπόν, κυρίως λόγω της κούρασης -δεν ήταν και παιδαρέλια πλέον, για να είναι απίκο όλη την ώρα-, όμως τώρα έπρεπε να φέρουν το θέμα ξανά στην επιφάνεια.

Τώρα, απέξω ακούστηκε μια βροντή και οι λάμπες στο γραφείο αναβόσβησαν για μια στιγμή. Το αντιλήφθηκαν και οι δύο, αλλά δεν έδωσαν σημασία.

Κάποιος χτύπησε την πόρτα και ο Ζαλάν έδωσε την άδειά του.

Εμφανίστηκε ένας από τους φύλακες. Βάρεσε προσοχή και είπε «Κύριε αντιστράτηγε, δυο νεαροί θέλουν να σας μιλήσουν. Λένε πως σχετίζεται με το χωριό και το γιατί έφυγαν».

Οι αξιωματικοί αλληλοκοιτάχτηκαν και ο Ζαλάν είπε ότι μπορούν να περάσουν.

Ο Μίκλος και ο Ζαλάν είδαν τον Σάντου και την Στεφανία Βλαντιμιρέσκου να μπαίνουν στο γραφείο. Μπροστά ο ομορφονιός και πίσω η ασχημούλα, ε; σκέφτηκε με ειρωνεία ο συνταγματάρχης. Ίδια η μάνα της, η καημένη. Κρίμα για τον άντρα που θα τη διαλέξει. Αν υπάρξει κανείς, δηλαδή, που να θέλει μια ντουλάπα για γυναίκα του.

Ο πολιτοφύλακας που τους άφησε να περάσουν έκλεισε την πόρτα.

«Παρακαλώ, ποιοι είστε εσείς;» ρώτησε ο Ζαλάν.

«Ο νεαρός είναι ο Βλαντιμιρέσκου, κύριε αντιστράτηγε» είπε ο Μίκλος. «Αυτός που ήρθε μαζί με την Κορνέλια».

«Είναι αλήθεια, νεαρέ;»

Ο Σάντου κατένευσε. «Μάλιστα, κύριε».

«Μιλάς σε αντιστράτηγο, ρεμάλι» πετάχτηκε ο Μίκλος. «Θα σέβεσαι, τ’ ακούς; “Μάλιστα, κύριε αντιστράτηγε”, θα λες. Κι εσύ, νεαρά».

Ο Σάντου απλά ένευσε.

«Πες το, Βλαντιμιρέσκου».

«Μάλιστα, κύριε αντιστράτηγε» είπε ο Σάντου, που ήδη αναρωτιόταν γιατί είχε αφήσει την αδερφή του να τον πείσει να έρθουν και να μιλήσουν σε αυτούς, ενώ της είχε εξηγήσει πώς τους είχε αντιμετωπίσει ο Μίκλος.

«Ωραία» σχολίασε ο Ζαλάν. «Και η νεαρά;»

«Είμαι η αδερφή του Σάντου, κύριε αντιστράτηγε. Με λένε Στεφανία».

«Καλά το κατάλαβα» είπε ο Μίκλος. «Από την πρώτη στιγμή που σε είδα, το κατάλαβα. Ούτε που να σε είχε γεννήσει, δηλαδή». Γέλασε.

«Συνταγματάρχη. Δε χρειάζονται αυτά».

Ο Μίκλος συμμαζεύτηκε.

«Λοιπόν» είπε ο Ζαλάν στα παιδιά. «Τι έχετε να μας πείτε; Ελπίζω να ήρθατε να πείτε μόνο την αλήθεια. Γιατί, αν έχετε σκοπό να μας κοροϊδέψετε, όπως πιστεύει ο συνταγματάρχης από εδώ ότι κάνατε εσύ, νεαρέ, και η μητέρα σου τις προάλλες, τότε σας λέω ξεκάθαρα ότι θα διατάξω να συλληφθείτε επιτόπου. Και κάτι μου λέει ότι δεν έχετε ούτε το ένα τέταρτο από τα φράγκα που απαιτούνται να πληρώσετε, για να βγείτε. Είμαι κατανοητός;»

Τα παιδιά είπαν πως είναι.

«Ωραία. Σας ακούμε. Ποιος θέλει να ξεκινήσει;»

Η Στεφανία πήρε το λόγο, όπως είχαν συμφωνήσει με τον αδερφό της πιο πριν. «Πρέπει να πάτε στο Μπραν. Τώρα. Όσο είναι καιρός».

«Αυτά μας τα είπατε και την άλλη φορά» είπε ο Μίκλος. «Η μαμά τα είπε. Με την ίδια απεγνωσμένη φωνή. Μα σε όλα να μοιάζετε!» Κοίταξε τον ανώτερο του, που δεν γελούσε και ξερόβηξε. «Τέλος πάντων. Κάτι άλλο;»

Η Στεφανία έκανε δύο βήματα μπροστά και στάθηκε δίπλα στον Σάντου. «Κινδυνεύουν. Όλοι τους. Κύριε αντιστράτηγε, σας εκλιπαρώ, στείλτε μερικούς από τους άντρες σας. Σας εκλιπαρώ».

«Γιατί; Τι συμβαίνει εκεί κάτω;»

«Θα τους επιτεθούν. Δεν ξέρουμε πότε, αλλά θα το κάνουν. Το έχουν ξανακάνει και χάθηκαν άνθρωποι από το Μπραν. Συγχωριανοί μας».

«Ναι, ξέρουμε. Πέντε άνθρωποι, οι δύο Μπενγκέσκου και οι τρεις Μολντοβάνου».

«Χάθηκαν κι άλλοι δύο, κύριε αντιστράτηγε. Δύο άντρες. Ο Ιονάταν Φερέσκου και ο Βαντίμ Πιτσούρκα. Και οι δύο είχαν παιδιά».

Ο Ζαλάν αγριοκοίταξε τον Μίκλος. «Τι στο διάολο κάθεσαι, συνταγματάρχη; Γράφε!»

Ο Μίκλος παραμέρισε το πιάτο και το ποτήρι του -τα οποία παραλίγο να τα ρίξει από το γραφείο- πήρε ένα χαρτί και μολύβι.

«Πότε χάθηκαν αυτοί οι δύο, που ανέφερες;»

«Εμ, προχθές».

«Στις 26;»

«Μάλιστα, κύριε αντιστράτηγε».

«Και γιατί, νεαρέ Βλαντιμιρέσκου, δεν το είπατε στον συνταγματάρχη, παρά αναφέρατε μόνο τους άλλους πέντε;»

«Δεν το ξέραμε τότε, κύριε αντιστράτηγε» απάντησε ο Σάντου. «Ξεκινήσαμε πολύ νωρίς, δεν είχαμε προλάβει να μιλήσουμε με άλλους».

Ο Ζαλάν απευθύνθηκε στην Στεφανία. «Εσύ από ποιον έμαθες ότι εξαφανίστηκαν ο Φερέσκου και ο Πιτσούρκα;»

«Από την κυρία Κοβάτσι. Είναι κι αυτή εδώ. Επίσης, έγινε ένα περιστατικό με τους Ούγγρους σωματοφύλακες του κυρίου Ντράχοσλαβ».

«Του Ντράχοσλαβ Τσομπάνου;» ρώτησε ο Μίκλος, που είχε κρατήσει και μια σημείωση να ρωτήσει αυτή την Κοβάτσι.

«Μάλιστα, κύριε»

Ο Μίκλος άκουσε τον Ζαλάν να τον ρωτάει «Έχει αυτός ο Τσομπάνου Ούγγρους σωματοφύλακες;»

«Δεν ξέρω, κύριε αντιστράτηγε. Δηλαδή, ξέρω ότι έχει τέσσερις νταγλαράδες που τον ακολουθούν παντού, τους έχω δει, αλλά δεν ήξερα ότι είναι δικοί μας».

Ο Ζαλάν είπε στους Βλαντιμιρέσκου «Πώς τους λένε αυτούς τους Ούγγρους;»

«Δεν ξέρουμε, κύριε αντιστράτηγε» απάντησε ο Σάντου. «Το μόνο που ξέρουμε γι’ αυτούς είναι πως ήταν ουσάροι. Παλιά, πριν δουλέψουν για τον κύριο Ντράχοσλαβ».

«Πού είναι τώρα, μαζί με τον Τσομπάνου;»

«Όχι, κύριε αντιστράτηγε. Έφυγαν».

«Πώς είναι εμφανισιακά;»

Ο Σάντου και η Στεφανία έδωσαν μια πολύ γενική περιγραφή των τύπων: ψηλοί, με κοντά μαύρα μαλλιά, μουστάκι και γεροδεμένο σώμα. Ο Ζαλάν και ο Μίκλος δυσανασχέτησαν, γιατί ήταν σαν να τους είχαν περιγράψει τον μέσο φαντάρο, κάτι που προφανώς δε βοηθούσε και πολύ. Ο Ζαλάν ζήτησε να τους πουν τι φορούσαν την τελευταία μέρα που τους είδαν τα παιδιά.

«Εγώ τους είδα» είπε η Στεφανία. «Απ’ όσο θυμάμαι, ήταν ντυμένοι με παρόμοια ρούχα. Φορούσαν σκουρόχρωμο παντελόνι, μπότες και γκρίζο παλτό. Από μακριά τους είδα, οπότε…» Τότε θυμήθηκε και κάτι άλλο. «Οπλοφορούν. Έκλεψαν όπλα από τον κύριο Τσομπάνου. Δεν ξέρω, όμως, τι όπλα ακριβώς».

«Μίκλος» είπε ο αντιστράτηγος «αυτούς τους τέσσερις τους θέλω εδώ, να δώσουν εξηγήσεις, γιατί εγκατέλειψαν το τάγμα τους. Αν τους έδιωξαν ή αν λιποτάκτησαν. Δώσε σήμα σε όλους τους σταθμούς, και ειδικά στα σύνορα, μήπως και τους προλάβουμε».

«Μάλιστα, κύριε αντιστράτηγε» σημείωσε ο Μίκλος.

«Και ίσως χρειαστεί να μιλήσουμε με το Επιτελείο».

«Μάλιστα, κύριε αντιστράτηγε».

«Με όλο το σεβασμό, κύριε αντιστράτηγε, δεν νομίζω πως θα τους βρείτε, από τη στιγμή που δεν ήρθαν εδώ. Έφυγαν άρον-άρον, τότε που ήρθαν στο Μπρασώφ ο αδερφός μου και η μητέρα μας, γιατί είχαν δει κι αυτοί τους…» Η Στεφανία κόμπιασε.

«Ποιους;» Ο Ζαλάν έβαλε τις παλάμες του στο γραφείο, έτοιμος να σηκωθεί, ενώ κάρφωσε το βλέμμα του στην Στεφανία. «Ποιους είδαν οι σωματοφύλακες του Τσομπάνου;»

Ο Σάντου κοίταξε την Στεφανία. Του ανταπέδωσε την ίδια φοβισμένη και ιδρωμένη ματιά.

«Στεφανία Βλαντιμιρέσκου» είπε ο Ζαλάν. «Γιατί έφυγαν οι Ούγγροι ουσάροι από τον Τσομπάνου; Ποιους είδαν;»

Ο Σάντου της είχε πει ότι δεν έπρεπε να αναφέρουν τα τέρατα. Ότι δεν θα τους πίστευαν. Αλλά η απειλή ότι θα τους συλλάμβαναν σε περίπτωση που συνέχιζαν να λένε ψέματα, όπως και η αδημονία της να πάει βοήθεια στο Μπραν, ανάγκασαν την Στεφανία να πει «Είδαν βρικόλακες. Τους ίδιους που απήγαγαν τους συγχωριανούς μας».

Ο Ζαλάν πρώτα έσμιξε τα φρύδια του, προσπαθώντας να καταλάβει αν αντιλήφθηκε καλά, και έπειτα άκουσε τον Μίκλος να γελάει. Κοίταξε μια τον Σάντου και μια την Στεφανία. Είχαν το ίδιο ηττημένο ύφος. «Βρικόλακες;» ρώτησε.

«Μάλιστα, κύριε αντιστράτηγε» απάντησε η Στεφανία.

«Όπως η κόμισσα Μπάθορι ή ο δικός σας ο κόμης Δράκουλας, που λάτρευαν τόσο πολύ το αίμα των θυμάτων τους;»

«Μάλιστα, κύριε αντιστράτηγε. Μόνο που στη δική μας περίπτωση υπάρχει μια Κόμισσα, δεν ξέρω πώς την λένε, η οποία πέθανε πολύ παλιά, και που έχει κάποιους άλλους βρικόλακες μαζί της, αλλά…»

Ο Μίκλος κρατούσε το στήθος του από τα γέλια, όσο ήταν εφικτό αυτό, και σχεδόν είχε γλιστρήσει από την καρέκλα του.

«Αυτή είναι η απάντησή σας στο ποιους θεωρείτε ως υπόπτους; Βρικόλακες;» ρώτησε ο Ζαλάν.

«Μάλιστα, κύριε αντιστράτηγε».

Ο Ζαλάν έκανε να μιλήσει, αλλά τον Μίκλος τον έπιασαν σπασμοί και άρχισε να βήχει. Οπότε απευθύνθηκε σε αυτόν. «Συνταγματάρχη, αν είναι να πεθάνεις, πήγαινε έξω καλύτερα. Έχω μια ανάκριση εδώ πέρα».

Ο Μίκλος, όπως και νωρίτερα, συμμαζεύτηκε, νιώθοντας άσχημα που ο αντιστράτηγος τον έκανε ρεζίλι μπροστά στα χωριατόπαιδα.

«Σάντου;» είπε ο Ζαλάν, δίχως να κρύβει την ειρωνεία και τον εκνευρισμό του. «Κι εσύ αυτό υποστηρίζεις, ότι βρικόλακες είναι οι υπεύθυνοι για τις εξαφανίσεις;»

Ο Σάντου δεν μίλησε. Κοίταξε την αδερφή του, μετά τους πολιτοφύλακες, και έπειτα ξανά την Στεφανία. «Στο είπα ότι δεν θα μας πιστέψουν» της είπε.

«Σου μιλάω, Σάντου» είπε ο Ζαλάν.

Η Στεφανία απλά κατέβασε το κεφάλι της.

Ο Σάντου στράφηκε προς τον Ζαλάν. Είδε έναν άντρα με εξουσία που ετοιμαζόταν να τους ορμήσει ή να διατάξει άλλους να τους επιτεθούν, νομίζοντας ότι του λένε ψέματα. Ποιο το νόημα να πω κάτι άλλο; αναρωτήθηκε. Άλλωστε, δεν ήθελε να βγάλει την Στεφανία ψεύτρα. Κάτι που, όμως, θα πρόδιδε την μητέρα τους και το δικό της σκοπό, που δεν ήταν άλλος, από αυτόν που ήθελαν όλοι -έστω, οι περισσότεροι- οι κάτοικοι του Μπραν. Να πάνε οι Ούγγροι εκεί. Γιατί, αν…

«Σάντου. Δεν θα το ξαναπώ».

Ο νεαρός είπε πως ναι, πίστευε κι αυτός ότι βρικόλακες είχαν επιτεθεί στο Μπραν.

«Μάλιστα» είπε ο Ζαλάν και βούλιαξε στην καρέκλα του. Ήπιε κι άλλο από τον καφέ του, που δε φαινόταν να έχει πια την ίδια ωραία γεύση, και έτριψε τα μάτια του, που τον πονούσαν. Πού είσαι Όρσος, να ακούσεις τι λένε οι χωριάτες; Πού είσαι, Gazeta Transilvaniei, να πάρεις συνέντευξη από δύο μάρτυρες; Πού είστε, παλικάρια του Επιτελείου, να μάθετε ποιος είναι ο νέος εχθρός της χώρας μας; Ή ο παλιός, που όμως δεν τον ξέραμε;

Η υπόθεση που θα τον έκανε διάσημο και θα του άνοιγε το δρόμο για το Επιτελείο. Η υπόθεση που θα αναδείκνυε την πολιτοφυλακή. Η υπόθεση που χρειαζόταν για να φύγει από τούτο το αχούρι. Αυτή η υπόθεση είχε να κάνει με μια αρχαία τρελή δεισιδαιμονία. Όλοι αυτοί οι γέροι και τα παιδιά είχαν φύγει, γιατί οι χωριάτες ήταν πεπεισμένοι ότι είχαν αναμειχθεί βρικόλακες. Σίγουρα αυτά τα περί βρικολάκων δεν θα τα έλεγαν μόνο τούτα τα δύο παιδιά. Όχι, θα το έλεγαν και οι άλλοι, όταν θα τους ρωτούσαν. Αλίμονο. Σιγά μην πίστευαν αυτές τις μαλακίες μόνο τα μικρά.

Τέλεια. Εξαιρετικά.

Και, σκέφτηκε ο Ζαλάν, δεν μπορώ και να τους ρίξω ένα γερό χέρι ξύλο για αυτές τις μπούρδες. Τι να βαρέσω, δεκάχρονα και εβδομηντάχρονους; Επειδή είναι ηλίθιοι και πιστεύουν ό,τι μαλακία διαδίδεται από τα παλιά τα χρόνια; Πώς θα φαινόταν αυτό στην κεντρική διοίκηση; Πόσο γρήγορα θα με ξαπόστελναν;

«Κύριε αντιστράτηγε;»

Ο Ζαλάν κοίταξε τον Μίκλος.

«Έχω την άδειά σας;»

Ο Ζαλάν κατένευσε.

Ο Μίκλος ρώτησε τα παιδιά «Και γιατί, ρε Βλαντιμιρέσκου, δεν μου τα είπατε αυτά εμένα; Ε; Γιατί η μάνα σας είπε ότι δεν ξέρετε ποιος είναι ο υπαίτιος;»

Ο Σάντου δεν έριξε το βλέμμα του, αλλά αντιμετώπισε τον συνταγματάρχη. «Γιατί ήξερε ότι δεν θα μας πιστεύατε. Κύριε. Τόσο πολύ ήθελε τη βοήθεια της πολιτοφυλακής, που αναγκάστηκε να πει ψέματα. Κύριε».

«Και μιας που την αναφέραμε, πού είναι η κυρά Κορνέλια;»

«Έμεινε στο Μπραν. Όπως και ο πατέρας μας. Όπως και πολλοί άλλοι».

«Μάλιστα. Να υποθέσω ότι και ο παπάς είπε ψέματα; Στα γράμματά του, εννοώ;»

«Ναι. Και ο πατήρ Στεφάν είπε ψέματα».

Ο Μίκλος κούνησε το κεφάλι του και χαμογέλασε. «Ξέρετε ότι μπορούμε να σας συλλάβουμε τώρα, έτσι δεν είναι; Μμμ; Που θα με πεις εμένα “κύριε”. Ρεμάλι. Το ξέρετε, σωστά; Μόλις παραδεχτήκατε ψευδομαρτυρία σε θεσμική Αρχή του Βασιλείου της Ουγγαρίας».

Οι Βλαντιμιρέσκου δεν μίλησαν.

Χωρίς να γυρίσει προς τον Ζαλάν, ο Μίκλος τον ρώτησε «Κύριε αντιστράτηγε, να βάλω να τους συλλάβουν; Έχουμε ένα δυο κελιά που τους χωράνε. Ειδικά την τσούπρα… θα χαρούν οι άλλοι συγκρατούμενοι της, αν τους τη στείλουμε». Όχι πάρα πολύ, έτσι χοντρή που είναι, αλλά η δουλειά μπορεί να γίνει.

Η Στεφανία γούρλωσε τα μάτια της. Έπιασε το χέρι του αδερφού της, που ήταν ιδρωμένο και κρύο. Ο Σάντου έσφιξε κι αυτός την κοινή γροθιά τους.

Ο Ζαλάν ανασκουμπώθηκε, γιατί σκέφτηκε Ίσως και να μην πάει στράφι η υπόθεση. Αν αποδείξουμε ότι δεν υπάρχουν βρικόλακες, αλλά κάποιοι κοινοί εγκληματίες, που τυχαίνει να «χτυπάνε» τη νύχτα και τους οποίους θα συλλάβουμε, τότε θα πάρουμε τα εύσημα. Κι αν τώρα κάποιοι θέλουν να δώσουν κάποια υπερφυσική εξήγηση ή κάτι τέτοιο, πολύ που με νοιάζει εμένα.

  Άκου, βρικόλακες. Άκου… μαυροντυμένες μορφές…

  Χαμογέλασε. Όντως, το είχε ακούσει από κάποιον χωριάτη ή από κάποια χωριάτισσα.

«Κύριε αντιστράτηγε;»

Ο Ζαλάν κοίταξε τον Μίκλος. «Όχι, συνταγματάρχη, δεν θα συλλάβουμε σήμερα τους δύο Βλαντιμιρέσκου». Πριν διαμαρτυρηθεί ο Μίκλος, στράφηκε προς τα παιδιά. «Έχετε πού να μείνετε στο Μπρασώφ;»

«Μάλιστα, κύριε αντιστράτηγε. Μένει μια θεία μας εδώ».

«Ονοματεπώνυμο και διεύθυνση».

Ο Σάντου τού είπε.

Ζαλάν: «Θα μείνετε σε αυτήν. Δεν θα απομακρυνθείτε από το Μπρασώφ, για κανένα λόγο, αν δεν το πω εγώ. Μην με κάνετε να μετανιώσω που σας άφησα. Έγινα κατανοητός;»

Οι Βλαντιμιρέσκου συμφώνησαν.

«Ωραία. Και κάτι άλλο, για να φύγει από τη μέση». Ο Ζαλάν έφερε την καρέκλα του πιο κοντά στο γραφείο του, σήκωσε το χέρι του και έδειξε τον Σάντου και τη Στεφανία. «Δεν υπάρχουν βρικόλακες, νεαροί Βλαντιμιρέσκου. Ο κόμης Δράκουλας σας και η δική μας κόμισσα Μπάθορι ήταν απλά δύο τρελοί, δύο τύραννοι, δύο ζώα, όπως θέλετε πείτε τους, που αρέσκονταν στο να βασανίζουν τα θύματά τους και να βλέπουν και να νιώθουν στο πετσί τους το αίμα τους. Αλλά ήταν άνθρωποι, θνητοί. Όχι κάποιο απέθαντο πλάσμα. Δεν υπάρχουν βρικόλακες. Όποιοι κι αν είναι αυτοί που λέτε όλοι σας ότι επιτίθενται στο Μπραν, είναι άνθρωποι. Και μάλιστα, μελλοθάνατοι άνθρωποι. Γιατί, όταν τους βρούμε, δεν θα ζήσουν για πολύ ακόμα». Άφησε μια δυο στιγμές να περάσουν. Έπειτα «Έγινα κατανοητός;»

Οι Βλαντιμιρέσκου: «Μάλιστα, κύριε αντιστράτηγε». Χωρίς ένταση. Σαν να μην ήξεραν τι να πουν.

«Έγινα κατανοητός;»

Του το ξανάπανε.

«Εντάξει. Τους ζυγούς λύσατε».

Ο Σάντου σχεδόν περίμενε να ακούσει τον Μίκλος να πει Ελπίζω να μη χρειαστεί να τα ξαναπούμε. Αλλά ο συνταγματάρχης απλά τους χαιρέτισε.

Γύρισαν και πλησίασαν την πόρτα.

«Γιατί έμειναν κάποιοι στο Μπραν και δεν ήρθαν μαζί σας;»

Οι Βλαντιμιρέσκου κοίταξαν τον Ζαλάν, που συνέχισε «Γιατί φύγατε μόνο οι γέροι και τα παιδιά;»

Σάντου: «Γιατί κάποιος έπρεπε να μείνει και να αντιμετωπίσει τους… όποιους επιτίθενται στο χωριό».

«Τι σόι ηλίθια σκέψη είναι αυτή;» ρώτησε ο Μίκλος. «Μερικοί χωριάτες θα τα βάλουν με κακοποιούς;»

Οι Βλαντιμιρέσκου δεν αποκρίθηκαν.

«Πηγαίνετε» διέταξε ο Ζαλάν και τα παιδιά αποχώρισαν.

«Κύριε αντιστράτηγε, αυτή η υπόθεση γίνεται όλο και πιο περίεργη».

«Ναι, Μίκλος. Τείνω να συμφωνήσω μαζί σου. Ωστόσο, εμείς θα προχωρήσουμε όπως ξέρουμε. Ρώτα τους γέρους και τις γριές, να δούμε τι θα πουν για την υπόθεση. Αν θα υποστηρίξουν τις ίδιες ανοησίες με τους Βλαντιμιρέσκου. Μόλις τελειώσετε με την εύρεση των συγγενών, οργάνωσε μια μικρή μονάδα και στείλε την στο Μπραν. Δέκα με δεκαπέντε άνδρες, όχι παραπάνω. Εξοπλισμένους με τουφέκια και με εντολή να συλλάβουν τους υπαίτιους για αυτό το χαμό, είτε είναι οι χωριάτες, είτε άλλοι. Όμως, μην εμπλακούν σε μάχη αν οι κακοποιοί είναι περισσότεροι ή και καλύτερα εξοπλισμένοι».

«Μάλιστα, κύριε αντιστράτηγε».

«Ή, μάλλον, πριν από αυτό, έλα εδώ να μου πεις τι έμαθες από τους φιλοξενούμενους μας και θα κανονίσω εγώ τι θα γίνει με την αποστολή. Επίσης, βρείτε αυτούς τους τέσσερις Ούγγρους που είχε ο Τσομπάνου».

«Λιποτάκτες θα είναι. Θα έφυγαν για να πάρουν καλύτερο παραδάκι. Ή γιατί φοβούνταν τις μάχες και ήθελαν μια πιο απλή δουλειά».

«Όπως και να έχει, ας τους βρούμε». Ο Ζαλάν σηκώθηκε και πλησίασε το παράθυρο. Η βροχή έπεφτε αμείωτη. Οι γκρίζοι δρόμοι του Μπρασώφ είχαν ελάχιστο κόσμο. «Θα τη βρούμε την άκρη, Μίκλος. Να είσαι σίγουρος».

«Μάλιστα, κύριε αντιστράτηγε».

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading