Η Κορνέλια ήταν στην κουζίνα, μαζί με τον Λούκα. Οι Οσμοκέσκου είχαν ξαπλώσει από τις δύο, όταν τέλειωσαν με το μεσημεριανό τους γεύμα. «Θα τα πούμε αργότερα» είχε πει ο πατήρ Στεφάν. «Μας περιμένει δύσκολη νύχτα. Ίσως η πρώτη από τις πολλές που θα έρθουν». Δεν είχε εξηγήσει και δε χρειαζόταν. Οι Βλαντιμιρέσκου ένιωθαν κι αυτοί κάπως παράξενα, λες και ήταν σκυλιά που αισθάνονται το σεισμό πριν συμβεί. Δεν ήξεραν τι θα συνέβαινε, κανένας χωριανός δεν ήξερε, όμως όλοι είχαν την ίδια αόριστη εντύπωση. Ήταν στον αέρα του Μπραν. Μύριζε σαν θειάφι, σαν να μην έβρεχε, αλλά να είχε πιάσει κάπου φωτιά και ο καπνός, ως άλλος μαντατοφόρος, ερχόταν στο χωριό να τους προετοιμάσει, χωρίς όμως να τους ξεκαθαρίσει το πότε και το πώς. Πάντως, η φωτιά θα ερχόταν. Ίσως σήμερα να έφτανε απλώς πολύ κοντά στο Μπραν. Αλλά αύριο; Ή μεθαύριο; Ή κάποια άλλη από τις επόμενες (νύχτες) μέρες; Ω, ναι, θα τους επισκεπτόταν. Και, αναμφίβολα, είχε την υποχρέωση να προσφέρει πολλή δυστυχία και καταστροφή και πολύ θάνατο.

Σύντομα.

Ο Λούκα ένιωθε το δέρμα του να τον ενοχλεί, σαν να είχε γεμίσει με τσιμπιές από έντομα. Το σπίτι ήταν ζεστό, γεμάτο εικόνες αγίων, του Χριστού, της Παναγίας, του Αγίου Πνεύματος, αλλά δεν έκανε τη δουλειά του όπως όφειλε. Δεν παρείχε σιγουριά και προστασία και έναν λόγο για να θέλεις να ξεκουραστείς. Τα κεριά πάνω στο τραπέζι ήταν λίγα. Το ίδιο και τα μουσκέτα αριστερά και δεξιά του Λούκα, για το δικό τους σκοπό. Το ένα από τα όπλα, έτσι όπως το έβλεπαν και οι δύο, τους θύμιζε τον Σάντου -αυτός το χρησιμοποιούσε συνήθως, συν ότι είχε πάρει το συγκεκριμένο μουσκέτο, όταν πήγαν με την Κορνέλια στο Μπρασώφ- και κατά συνέπεια την Στεφανία. Ερωτήσεις γέμιζαν τη σκέψη των Βλαντιμιρέσκου. Τι να έκαναν τα παιδιά; Είχαν φτάσει σώα και ασφαλή στο Μπρασώφ; Να είχαν πάει στην Σορίνα ή να τα κρατούσαν στην πολιτοφυλακή; Μήπως τα είχαν συλλάβει; Τι έτρωγαν; Ήταν καλά; Πότε θα τα ξανάβλεπαν; Πότε; Πότε;

Τις είχαν συζητήσει και είχαν παράσχει ο ένας στον άλλο παρηγοριά και υποσχέσεις, αλλά δίχως να καλύπτουν με επάρκεια το κενό που είχε δημιουργηθεί στην ψυχή τους. Ειδικά, αυτό το πότε ήταν που τους αναστάτωνε πιο πολύ. Η απελπισία που κρυβόταν κάτω από την αδυναμία να συγκεκριμενοποιήσουν το χρονικό πλαίσιο. Αχ, και να ήταν τρόπος να ξέρουν κάθε ώρα και στιγμή πού βρίσκονταν… Και τι δεν θα έδιναν να είχαν ένα τέτοιο μέσο.

«Βρε Κορνέλια» είχε πει, κάποια στιγμή ο Λούκα, «μήπως… μήπως το παρακάνουμε; Μήπως ταλανιζόμαστε πιότερο απ’ ό,τι χρειάζεται;»

«Τι είναι αυτά που λες, Λούκα; Είμαστε γονείς. Οφείλουμε να ανησυχούμε με τη σκέψη των σπλάχνων μας».

«Ναι, το ξέρω. Κι εγώ δεν είχα καν την ευκαιρία να χαιρετίσω τον γιο μου, αλλά…» Ανασήκωσε τους ώμους του, αντικρίζοντας το πληγωμένο βλέμμα της γυναίκας του. «Απλά λέω, μήπως βαυκαλιζόμαστε πολύ; Θέλω να πω, οι Ούγγροι υποσχέθηκαν ότι θα έρθουν. Στο είπαν. Όπως και να το είπαν, δεν έχει σημασία. Σημασία έχει που το παραδέχτηκαν. Σωστά;»

Η Κορνέλια είχε αντιληφθεί ότι ο άντρας της χρειαζόταν την ίδια απάντηση που είχε δώσει και στον Σάντου. «Ναι, καλέ μου» είπε. Πολλές φορές, οι άντρες, όσο σκληροί κι αν προσπαθούσαν να είναι, δεν τα κατάφερναν και είχαν ανάγκη από τη γυναικεία υποστήριξη. «Αυτό έχει σημασία».

Εκείνος είχε γείρει πίσω στο κάθισμά του, κοιτώντας προς το τζάκι, εκεί όπου τα ξύλα σιγοκαίγονταν. Ένα μειδίαμα σαν χαμόγελο εμφανίστηκε για μια στιγμή στο πρόσωπό του και κάπως χαλάρωσε. Όχι πολύ, ίσα-ίσα για να μην σωριαστεί από την καρέκλα. Χρειαζόταν παρηγοριά και ελπίδα. Κι η Κορνέλια του τις προσέφερε. Όσο ήταν εφικτό κάτι τέτοιο.

Η ίδια η Κορνέλια τώρα έτριψε τα χέρια της στην ποδιά της και τα κοίταξε. Τα νύχια της ήταν βρόμικα. Οι άδειες χούφτες της, γεμάτες ρόζους και δερμάτινες χαρακιές. Από τις χίλιες διαδρομές που έκανε νοητικά και που σχετίζονταν με τα παιδιά, μία από επικράτησε και εμφανίστηκε στο προσκήνιο και η Κορνέλια έφυγε από το τώρα. Φαντάστηκε τα χέρια της να κουνιούνται πέρα δώθε και εκείνη να σιγοτραγουδάει. Τα άσπρα της μαλλιά, να ακουμπούν τους ώμους της. Το βάρος του μωρού την παρηγορούσε, το προσωπάκι του είχε κλειστά βλέφαρα και χείλη. Ήταν φασκιωμένο με μια προβιά, από αυτές που είχε χρησιμοποιήσει και για τα δικά της παιδιά. Κάποια στιγμή, σήκωσε το κεφάλι. Από πάνω της, στέκονταν ο Σάντου και η γυναίκα του. Χαμογελούσαν. Είχαν έρθει για επίσκεψη ή έμεναν μαζί με εκείνη και τον Λούκα; Δεν ήξερε. Δεν είχε σημασία. Και πώς έμοιαζε η γυναίκα του Σάντου; Ήταν όμορφη, σίγουρα, και καλή. Αξιαγάπητη. Ο Σάντου τη σεβόταν και εκείνη έκανε το ίδιο με αυτόν. Είχαν μια ωραία οικογένεια, που θα μεγάλωνε όσο ήθελαν εκείνοι.

Από το διπλανό δωμάτιο, ήρθε ο Λούκα, που φορούσε το καπέλο του, για να κρύψει τα δικά του άσπρα μαλλιά. Χαμογέλασε αμέσως, με το που είδε τα παιδιά. Φαινόταν λίγο παραξενεμένος, αλλά, εντάξει, η Κορνέλια τον καταλάβαινε. Μόλις είχε ξυπνήσει. Κανονικά, θα πήγαινε στα χωράφια, έτσι έκανε κάθε πρωί. Αλλά τώρα, θα το ανέβαλλε.

Α, κάποιος χτύπησε την πόρτα. Η αντρική φωνή δεν ήταν γνωστή, αλλά ταυτόχρονα ήταν. Η Κορνέλια σταμάτησε το τραγούδι και ζήτησε από την νύφη της να ανοίξει. Φωνές από παιδιά που έπαιζαν και από μεγάλους που κάτι συνεννοούνταν επισκέφτηκαν το σπίτι των Βλαντιμιρέσκου. Στο κατώφλι, εμφανίστηκαν η Στεφανία με τον σύζυγό της, ο οποίος κρατούσε το ένα από τα δικά τους μωρά. Το άλλο το είχε η Στεφανία. Άλλη μια ευτυχισμένη οικογένεια, τρεις στο σύνολο, μέσα στο σπίτι. Πόσο άλλο όμορφη μπορούσε να γίνει αυτή η μέρα;

Ο Λούκα άρχισε να μιλάει με τον γιο του και τον γαμπρό του, για δουλειές. Μα ήταν δυνατόν; Η Κορνέλια τον μάλωσε. Αυτά αργότερα, του είπε. Τώρα έχουμε τα παιδιά. Και τα παιδιά των παιδιών μας. Έλα, σε παρακαλώ, Λούκα. Κάτσε να πιεις τον καφέ σου και να γευματίσεις. Κι εσείς, μην στέκεστε όρθιοι, βρε καλά μου.

Η Στεφανία είπε ότι σε λίγο θα έπρεπε να ταΐσει τον μικρό. Η σύζυγος του Σάντου είπε το ίδιο για το δικό της μωρό. Αχ, αυτές οι νέες μανούλες. Πάνω απ’ όλα τα μικρά τους. Να μην κλάψουν, να μην πεινάσουν, να μη δυστυχήσουν. Πόσο τις καταλάβαινε, πόσο τις χαιρόταν… Πόσο χαρούμενη την έκανε η κόρη της που έγινε μάνα. Πόσο χαιρόταν το ζευγάρι που είχαν δημιουργήσει επιτέλους ο Σάντου και η γυναίκα του. Πάντα το είχε αγωνία η Κορνέλια. Και για τα δυο της παιδιά. Να μεγαλώσουν και να ζήσουν ευτυχισμένα, γεμάτα αγάπη. Γι’ αυτό μάλωνε καμιά φορά και την Στεφανία, όταν την έβλεπε να τρώει πολύ. Ανησυχούσε μπας και δε βρισκόταν κάποιος χριστιανός που να την θέλει, άμα γινόταν χοντρή σαν την ίδια. Αλλά είχε βρεθεί ένα καλό παλικάρι. Ναι, ήταν εκεί, με το ζεστό του χαμόγελο και τα δυνατά του μπράτσα να προστατεύουν το μωρό που είχε στην αγκαλιά του.

Η Κορνέλια το προσπάθησε, αλλά τελικά δεν τα κατάφερε και έκλαψε. Έγειρε το κεφάλι της, για να μην πέσουν τα δάκρυά της στο μωρό και το ξυπνήσει. Τα παιδιά της έσπευσαν να την παρηγορήσουν. Ο σύζυγος της Στεφανία και η γυναίκα του Σάντου την παρακάλεσαν κι αυτοί να ηρεμήσει. Ο Λούκα… είπε…

«Είσαι καλά; Κορνέλια;»

Τον κοίταξε. Δεν ήταν δίπλα της, αλλά απέναντί της. Τα μαλλιά του δεν είχαν ασπρίσει αρκετά, για να θυμίζει τον παππού που είχε δει προ ολίγου. Ήταν μοναχοί τους στην κουζίνα, όχι του σπιτιού τους, αλλά σε αυτή του σπιτιού του πατέρα Στεφάν και της Ντανιέλα.

Ήταν ξανά στο παρόν. Το μέλλον είχε χαθεί. Τα παιδιά δεν ήταν εδώ. Τα παιδιά δεν είχαν παντρευτεί. Ούτε είχαν δικά τους μωρά. Τα χέρια της Κορνέλια ήταν άδεια. Απέξω, δεν ακουγόταν τίποτα άλλο από τη βροχή και τους κεραυνούς που έπεφταν.

Το μόνο που δεν είχε εξαφανιστεί ήταν τα δάκρυά της. Αυτά διέτρεχαν τα μάγουλά ως το πιγούνι της και μετά προσγειώνονταν στα χέρια και στην ποδιά της. Είχε ονειρευτεί χωρίς να κλείσει τα μάτια της, και αυτό ήταν η πιο οδυνηρή συνειδητοποίηση. Η μέρα συνεχιζόταν, δεν είχε παρέλθει. Είχαν ακόμα Φεβρουάριο του ’97. Ένα Φεβρουάριο του οποίου οι τελευταίες μέρες ήταν ατέλειωτες και οι νύχτες ανατριχιαστικές.

«Κορνέλια;»

Ο Λούκα άφησε το πόστο και τα όπλα του και ήρθε δίπλα της. Πέρασε το αριστερό του χέρι γύρω από τους ώμους της.

Εκείνη ανταπέδωσε. Αλλά δεν μίλησε. Δεν ήταν καλά και δεν ήθελε να πει κι άλλα ψέματα.

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading