,

Η μπιζουτιέρα

«Βρε γιαγιά, πως και δεν κάνατε ποτέ παιδιά με τον άντρα σου;» είπε η μικρή καθώς άνοιξε η Βασίλω την ξύλινη μπιζουτιέρα που μόνο φωτογραφίες ασπρόμαυρες είχε μέσα. Στο άκουσμα της ερώτησης ένιωσε σαν μια ακίδα να τρύπησε την καρδιά της. Πώς να εξηγήσει στην δεκαεπτάχρονη εγγονή της αδερφής της, πώς είχαν τα πράματα εκείνα τα χρόνια που ερωτεύτηκε τον Γιώργη της; Ήταν αυτός ο καταραμένος εμφύλιος στη μέση. Δεξιοί κι αριστεροί… Αυτός ο σιχαμερός διαχωρισμός που διέλυσε όλη την χώρα, όχι μόνο το χωριό της. Προκομμένο παλικάρι ήταν ο Γιώργης της. Ήρωας του ΕΑΜ, πολέμησε επάξια τους Γερμαναράδες κι όταν κατάφεραν να τους διώξουν, της μολόγησε τον έρωτά του. Συμφωνήσανε πρώτα να ανοίξει το κουρείο του κι έπειτα να έρθει να την ζητήσει απ’ τον πατέρα της. Μόνο που υπήρχε ένα πρόβλημα. Ήταν κομμουνιστής κι ο δεξιός πατέρας και οι τέσσερις αδερφοί της δεν τον δέχτηκαν για γαμπρό. Την έκλεψε λοιπόν και την στεφανώθηκε με λιγοστούς μάρτυρες. Τα αδέρφια της ,της έκοψαν και την καλημέρα κι ο πατέρας την αντίκριζε κι έφτυνε το χώμα. Μόνο η μικρότερη αδερφή της, η Τασώ της μιλούσε. Πικράθηκε η Βασίλω κι όταν έμεινε έγκυος κλείστηκε στο μικρό τους σπίτι. Τα πράγματα ζόριζαν όμως πολιτικά και το μίσος φούντωνε. Όταν ήτανε στο μήνα της, ο Γιώργης οδηγήθηκε στην φυλακή για τα φρονήματα του κι αργότερα τον έστειλαν εξορία στην Μακρόνησο. Η Βασίλω γέννησε μόνη της το μωρό.

Αφού ο πατέρας της που μέτραγε ο λόγος του στο χωριό, κήρυξε πόλεμο στην ίδια του την κόρη επειδή κλέφτηκε με αριστερό, κανείς δεν τόλμησε να την βοηθήσει. Κανείς, εκτός απ’ την μικρή της αδερφή που της έφερνε στα κρυφά παξιμάδια και γάλα. Έμπαινε η Τασώ κρυφά στην αποθήκη του πατέρα της, έκρυβε ό,τι μπορούσε στην ποδιά της και της το ‘φερνε να φάει. Μα δυστυχώς δεν ήταν αρκετό. Υποσιτισμένη και πικραμένη όπως ήταν, της κόπηκε το γάλα πάνω στο μήνα. Και το μωρό αρρώστησε. Η Τασώ πήγε και παρακάλεσε τον μεγάλο αδερφό να βοηθήσει, αλλά εκείνος φοβούμενος την οργή του πατέρα, αρνήθηκε. Το μωρό ξεψύχησε προτού προλάβει έστω να αεροβαφτιστεί.

Ύστερα από ένα χρόνο γύρισε κι ο Γιώργης από την εξορία. Έκλαψαν μαζί γοερά για τον άδικο χαμό του πρώτου τους μωρού κι ορκίστηκαν να μαζέψουν τα κομμάτια τους  να τα κολλήσουν και να κάνουν καινούρια αρχή. Κι ας μην τους μίλαγε κανείς. Αυτοί θα ήταν μαζί ενωμένοι. Νέοι ακόμα, θα έκαναν κι άλλα παιδιά.

Όμως ο Γιώργης είχε φάει τέτοιο ξύλο στην εξορία που όσο και να προσπάθησαν, η Βασίλω δεν έπιασε ποτέ παιδί. Έτσι του είχαν πει δηλαδή οι γιατροί, αργότερα που το εξέτασαν το θέμα. Μάλλον οι κακουχίες και η κακομεταχείριση του έκαναν ζημιά στην γονιμότητα. Δέκα χρόνια προσπαθούσαν και τίποτα. Ο πατέρας της πέθανε αφού ζήτησε πρώτα την συγχώρεση της. «Εγώ να σε συγχωρέσω, πατέρα…ο θεός όμως;» του είχε πει στο νεκροκρέβατο.

Τούτα τα δέκα χρόνια, μετά τον εμφύλιο, τα αδέρφια της που είχαν εντωμεταξύ κάνει ωραιότατα οικογένειες, προσπάθησαν με χίλιους τρόπους να επανορθώσουν για την σκληρή τους στάση. Αγκάλιασαν τον γαμπρό τους κι έφεραν σιγά σιγά όλους τους χωριανούς στο κουρείο του Γιώργη.

Ερχόντουσαν κι απ’ τα διπλανά χωριά αφού το κουρείο ήταν κολλητά με το καφενείο που είχε ανοίξει ο μεσαίος αδερφός. Πελάτες είχαν μπόλικους, παιδικές φωνές όμως δεν είχαν. Μόνο τα ανίψια τους. Η Βασίλω κλείστηκε στον εαυτό της.

Όταν πια είχε σαρανταρίσει η Τασώ,που είχε δώσει μια μούντζα στο χωριό και είχε μετακομίσει στην Αθήνα, της είπε ότι έχει τα μέσα να την βοηθήσει να υιοθετήσουν ένα παιδάκι. Το σκέφτηκε από δω, το ζύγισε από κει κι έπειτα το ξεφούρνισε στον Γιώργη. Όμως εκείνος δεν ήταν δεκτικός στην ιδέα. «Καλά είμαστε, κουτσούνα μου, τα δύο μας, τι την θες την ταλαιπώρια; Θα φέρουμε ένα ξένο παιδί στο σπίτι μας κι όλοι θα το δείχνουν στο χωριό. Μούλικο θα το ανεβάζουν, ορφανό θα το κατεβάζουν, δεν τους έμαθες τόσα χρόνια; Μπορεί να μας μιλάνε τώρα, αλλά τα ξέχασες τα παλιά; Γιατί εγώ δεν τα ξέχασα κι ούτε πρόκειται». Έτσι της μήνυσε ο Γιώργης και δεν ξαναέθιξε το θέμα.

Και πέρασαν τα χρόνια κι η Τασώ που πήγε μόνη της στην Αθήνα με τον γιο της τεσσάρων χρονών, τον μεγάλωσε και έκανε δική του οικογένεια. Μπορεί να μην άκουσε το «μαμά» αλλά κατάφερε να ακούσει το «γιαγιά» απ’ τα εγγόνια της αδερφής της.  Μόνο εκείνα την φώναζαν έτσι και την αγαπούσαν το ίδιο όποτε ερχόντουσαν στο χωριό για διακοπές. Τα άλλα εγγόνια των αδερφών της, την φώναζαν θεία.

Και πάτησαν τα εξήντα κι οι δύο τους μα αγαπιόντουσαν σαν πρώτα. Κι ας μην κάρπισε ποτέ η αγάπη τους με ένα παιδάκι. Μαράζι το έφεραν κι οι δύο βέβαια, μα δεν μιλούσαν γι αυτό. Κι ύστερα ήρθε ο καρκίνος και φώλιασε στα πνεμόνια του Γιώργη και της τον πήρε. Έμεινα μαγκούφα η Βασίλω και κατάπεσε πολύ σύντομα. Την πρόσεχε τάχα μου ο ανιψιός της ο ανύπαντρος που έμενε απέναντι. Μα σαν μια μέρα της έφερε κάτι χαρτιά να υπογράψει κι έπειτα κατάλαβε  ότι του κληροδότησε χωρίς να το ξέρει το χωραφάκι της, δεν ήθελε να σηκωθεί απ’ το κρεβάτι της.

Η Τασώ όταν το έμαθε έγινε πυρ και μανία. Πήρε το πρώτο ΚΤΕΛ, ήρθε στο χωριό, μάζεψε τα ρούχα της και την έσυρε με το ζόρι στην Αθήνα. Δεν ήθελε η Βασίλω να φύγει απ’ τον τόπο της στην αρχή, αλλά με τον καιρό συνήθισε την Αθήνα. Κυρίως γιατί έμενε με τα εγγόνια της αδερφής της που την λάτρευαν. Ο μικρός μάλιστα είχε και το όνομα της. Η μεγάλη ήταν πνεύμα αντιλογίας και συχνά πυκνά τα τσουγκρίζανε με την Τασώ αφού ήτανε κι οι δυο ντάλε κουάλε. Ερχόταν τότε η τσαπερδόνα και κούρνιαζε στην αγκαλιά της και της έκανε ερωτήσεις γιατί ήθελε να γίνει συγγραφέας. Όπως καλή ώρα τώρα. Τι να της πρωτόλεγε; Ποιους λόγους να απαριθμήσει που δεν την άφησαν να γίνει μητέρα;

«Δεν μας ευλόγησε ο θεός, τσούπρα μου…» Σε αυτό αρκέστηκε κι έκλεισε μονομιάς την μπιζουτιέρα με τις αναμνήσεις.

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading