,

Η σύλληψη 

Η σύλληψη – Εκδοχή Ι

Ένα βροχερό πρωινό, η Λήδα Γατζοπούλου μπήκε στο γραφείο του υπαστυνόμου Νικόλα Στεργίου, συνοδευόμενη από την άψυχη, μαυροφορεμένη μητέρα του άντρα της. Ο υπαστυνόμος σάστισε κοιτώντας τη νεαρή γυναίκα με τα μακριά, όμορφα μαλλιά και τα όμορφα, καστανά μάτια που σπίθιζαν από οργή. Του φάνηκε τόσο εύθραυστη έτσι κοντούλα κι αδύνατη που ήταν σαν κλαράκι, μα όσο μπόι της έλειπε, τόσο τσαγανό είχε! Η Λήδα του πέταξε, με τσαμπουκά, έναν κίτρινο φάκελο Α4 πάνω στο γραφείο του κι άρχισε να φωνάζει. Σύμφωνα με τη μελέτη του εμπειρογνώμονα για το ατύχημα του συζύγου της, που σκοτώθηκε στην περιφερειακή, υπήρχε εμπλοκή άλλου οχήματος κι εξαιτίας αυτού η μηχανή του συζύγου της είχε βγει εκτός πορείας. Σε άλλη περίπτωση, ο Νικόλας θα της είχε επισημάνει ότι στην περιφερειακή δεν υπάρχουν παρά ελάχιστα μαγαζιά κι ακόμη λιγότερες κάμερες, άρα ελάχιστες, έως μηδαμινές πιθανότητες ν’ ανακαλύψουν ποιο όχημα τον χτύπησε· όμορφα κι ευγενικά, μ’ έναν τόνο ψεύτικου ενδιαφέροντος, θα της πρότεινε να κάνουν έκκληση, μήπως κάποιος γνώριζε κάτι. Το πολύ να την συνόδευε κι ως την είσοδο, διαβεβαιώνοντάς την ότι θα έκαναν ό,τι μπορούσαν. Έπειτα θα έπαιρνε τον φάκελο, θα τον έχωνε στο λεπτό κόκκινο υπηρεσιακό φάκελο κι όλα μαζί στο αρχείο. Μα ο Νικόλας μ’ αυτήν την αποφασισμένη γυναίκα απέναντί του, δεν μπόρεσε ν’ ακολουθήσει τη συνηθισμένη διαδικασία. Δεν ήταν οι απειλές της, ούτε οι φωνές, ούτε καν το χτύπημα του χεριού της στο γραφείο του, σ’ όλα αυτά είχε ατσαλωθεί μετά από τόσα χρόνια υπηρεσίας, ήταν η δύναμη του βλέμματός της κι η περηφάνια που έσταζε από κάθε πόρο του κορμιού της, όπως κι η έντονη επιθυμία να την ξαναδεί. Κι η αλήθεια είναι ότι έκανε ό,τι μπορούσε για να την ξαναδεί. Την καλούσε συχνά πυκνά για “συμπληρωματικές καταθέσεις”, ή για να την ενημερώσει για τις εξελίξεις σχετικά με την υπόθεση. Εν τω μεταξύ φρόντισε να μάθει τα πάντα για αυτήν κι άρχισε να συχνάζει στα μέρη που σύχναζε, ή να βρίσκεται, δήθεν τυχαία, στο δρόμο της. 

Η Λήδα είχε διοριστεί ως κοινωνική λειτουργός στο κέντρο απεξάρτησης της μικρής πόλης κι εκεί γνώρισε τον Στάθη, ο οποίος μπαινόβγαινε στο πρόγραμμα καιρό. Ο Στάθης ήταν σχεδόν δύο μέτρα, ψηλός κι αδύνατος σαν οδοντογλυφίδα, μα είχε κάτι μεγάλα μέλια μάτια που σε μάγευαν. Η Λήδα τον βοήθησε ν’ απεξαρτηθεί, του βρήκε δουλειά κι έκανε ό,τι μπορούσε για να τον κρατήσει καθαρό. Μπλέχτηκε όμως πολύ συναισθηματικά, παρ’ όλες τις προειδοποιήσεις. Μια μέρα ο Στάθης της ζήτησε να τον παντρευτεί. Πώς θα μπορούσε να τον απορρίψει, όλη η προσπάθειά της θα πήγαινε στον βρόντο! Έπειτα ήταν κι η μάνα του, που της φίλαγε τα χέρια από ευγνωμοσύνη και την παρακαλούσε με δάκρυα στα μάτια, να μην εγκαταλείψει τον γιο της. Για τη μητέρα του Στάθη, η Λήδα ήταν η σανίδα σωτηρίας του για να γλιτώσει. Παρότι οι δικοί της είχαν αντιρρήσεις, η Λήδα δέχτηκε την πρόταση γάμου. Άλλωστε, τότε, νόμιζε ότι ήταν ερωτευμένη. Σύντομα όμως κατάλαβε το λάθος της, μα αδυνατώντας να πάει κόντρα στην φύση της, απλά αφέθηκε στο ορμητικό ρεύμα και πότε πνιγόταν, πότε έπαιρνε μια βαθιά ανάσα για να ξαναχαθεί στις δίνες της ζωής τους. Το ατύχημα όπου ο Στάθης έχασε τη ζωή του, ήταν σαν κάποιος, επιτέλους, να την τράβηξε μέσα από το ορμητικό νερό της ζωής και να την έβγαλε στην όχθη. Στην αρχή έκανε σπασμωδικές κινήσεις, δεν μπορούσε να δεχτεί ότι είχε συμβεί κάτι τέτοιο, θύμωσε και προσπαθούσε να βρει τι έφταιξε, έκλαψε, πόνεσε. Από την όχθη όμως πια, μπορούσε να δει τη ζωή από άλλη οπτική γωνία, μπορούσε να κάνει μια νέα αρχή και ν’ αποτινάξει από πάνω της τα βαρίδια που της είχε φορέσει ο γάμος της με τον Στάθη. Μπορούσε επιτέλους να δει καθαρά, να εκτιμήσει τους ανθρώπους, ν’ αφήσει το ένστικτό της να την οδηγήσει και να επιθυμήσει κάτι καλύτερο, όπως τον Νικόλα. Οι τύψεις όμως, μιας και είχε μείνει πρόσφατα χήρα, την εμπόδιζαν, μέχρι τη μέρα που η Λήδα έμαθε ότι ο Στάθης τη δούλευε κανονικά κι είχε σχέση με τη γυναίκα του συνεταίρου του κοντά δύο χρόνια και πολλές άλλες πριν από αυτή. 

Ένα απόγευμα, ο Νικόλας είχε μείνει τελευταίος για να κλειδώσει το τμήμα, αφού δεν υπήρχε προσωπικό για νυχτερινή βάρδια, όταν τον πέτυχε στην πόρτα η Λήδα, η οποία μόλις είχε μάθει για τις εξωσυζυγικές σχέσεις του άντρα της κι ήταν έξαλλη. Την πέρασε μέσα, την κέρασε ένα ποτό κι έπειτα άλλο ένα και πριν το καλοκαταλάβουν οι δυο τους, γίνανε ένα. Ο Νικόλας, που είχε πρόσφατα δώσει οριστικό τέλος στον από χρόνια διαλυμένο γάμο του με την Σούλα, πίστεψε ότι θα άφηνε πίσω του το άχαρο παρελθόν του και θα ήταν μαζί με τη Λήδα. Όμως η Λήδα, όταν επιτέλους απάντησε στα τηλεφωνήματά του, του δήλωσε παγωμένα πως ό,τι έγινε έγινε και δεν επρόκειτο να επαναληφθεί. Ο Νικόλας έχασε τη γη κάτω από τα πόδια του, μα δεν πτοήθηκε, συνέχισε να την κυνηγάει και να της δείχνει το ενδιαφέρον του. 

Η Λήδα, μόλις νόμισε ότι επιτέλους η ζωή της χαμογέλασε και βρήκε έναν άνθρωπο έντιμο, με αξίες κι ηθική, έγινε κουρέλι όταν, την επόμενη κιόλας της ερωτικής συνεύρεσής τους, έμαθε πως ο Νικόλας είναι παντρεμένος. Ό,τι εκπροσωπούσε γι’ αυτήν ο Νικόλας, η εμπιστοσύνη στους άλλους ανθρώπους, ο άδολος έρωτας κι οι ελπίδες, απλά κατέρρευσαν. Ένιωσε προδομένη, δεν ήξερε πώς να το διαχειριστεί, πώς αυτή, αν και αγνοώντας το, έγινε άθελά της το τρίτο πρόσωπο σ’ ένα γάμο. Έπειτα ήρθε ο θυμός. Δεν ήθελε να τον ξαναδεί, δεν ήθελε να τον ματακούσει, μα εκείνος δεν το έβαζε κάτω και συνεχώς προσπαθούσε να την προσεγγίσει. Τότε η Λήδα αποφάσισε ότι έπρεπε να φύγει από αυτήν την πόλη, παρόλο που την αγαπούσε κι ας μην είχε κάτι το ιδιαίτερο, ούτε ωραία αρχιτεκτονική, ούτε όμορφα πάρκα, ούτε ωραίους δρόμους, είχε όμως όλους τους φίλους της, τους συγγενείς της, τις καλές και κακές αναμνήσεις της. Κι όταν πια κατάλαβε ότι ήταν έγκυος, που τόσο χρόνια τόσο πολύ το λαχταρούσε, δεν υπήρχε πια επιστροφή. Έπρεπε να  προστατέψει το αγέννητο παιδί της από την κακία και την κουτοπονηριά των συμπολιτών της και ο μόνος τρόπος ήταν η φυγή.

Ο Νικόλας μόλις κατάλαβε ότι η Λήδα είχε σκοπό να φύγει από την πόλη, πανικοβλήθηκε. Όρμησε προς το υπηρεσιακό όχημα που βρισκόταν σταθμευμένο έξω από το αστυνομικό τμήμα και πάτησε γκάζι, για να φτάσει στον σταθμό των υπεραστικών. Ο μικρός σταθμός ήταν άδειος κι ο Νικόλας έτρεξε κατά τον γκισέ. Η Λήδα, όπως πληροφορήθηκε, είχε επιβιβαστεί τελευταία στιγμή στο λεωφορείο για Αθήνα. Δεν το πολυσκέφτηκε, μπήκε στο υπηρεσιακό και ξεκίνησε σπινιάροντας για την εθνική. Ευτυχώς το λεωφορείο δεν είχε προλάβει ν’ απομακρυνθεί, του έκανε νόημα με τα φώτα και πέρασε μπροστά του αναγκάζοντάς το να σταματήσει. Από εκεί και πέρα όλα έγιναν σα να μπήκε στον αυτόματο. Ακολουθώντας τη διαδικασία προσαγωγής υπόπτου, ανέβηκε στο λεωφορείο και “συνέλαβε” τη Λήδα, η οποία παραδομένη όπως ήταν στις σκέψεις της, έμεινε άφωνη βλέποντας ξαφνικά τον Νικόλα πάνω από το κεφάλι της, να τη ρωτά αν ταξίδευε μόνη και να της λέει με προσποιητή ηρεμία ότι συλλαμβάνεται. Τον ακολούθησε σαν υπνωτισμένη και μόνο κατεβαίνοντας τα τελευταία σκαλιά κοντοστάθηκε και προσπάθησε να διαμαρτυρηθεί, μα ο Νικόλας δεν έδωσε σημασία, την τράβηξε λίγο άγαρμπα κι έκανε νόημα στον οδηγό να φύγει. 

«Μα τι κάνεις; Είσαι τρελός;», τον ρώτησε η Λήδα, καθώς την έβαζε στο περιπολικό. Ο Νικόλας δεν απάντησε, μπήκε στο περιπολικό και γκάζωσε. Η πλάτη της Λήδας κόλλησε στο κάθισμα κι έβγαλε μια ξαφνιασμένη κραυγή. Ο Νικόλας έστριψε απότομα το τιμόνι και μπήκε σ’ έναν αγροτικό χωματόδρομο όπου και σταμάτησε.

«Ακούστε κυρία Γατζοπούλου, αυτό που δεν με αφήσατε να πω σήμερα, είναι ότι εφόσον δεν ξέρουμε ποιος ήταν ο οδηγός του νοικιασμένου οχήματος, που χτύπησε τον σύζυγο σας, θα μπορούσε κάλλιστα να είστε εσείς! Άρα, μέχρι το τέλος της έρευνας, δεν επιτρέπεται να φύγετε εκτός πόλης!», είπε συγκρατημένα ο Νικόλας χωρίς να πάρει ανάσα.

«Τι βλακείες λες;», ξεφώνισε εκνευρισμένη η Λήδα.

Ο Νικόλας προσπάθησε να της εξηγήσει ότι είχε χωρίσει, ότι ήταν πολύ ερωτευμένος μαζί της και ότι δε θα την άφηνε έτσι απλά να φύγει. Απάνω στην ώρα τηλεφώνησε κι η Σούλα και ο Νικόλας την έβαλε στην ανοικτή ακρόαση για να πειστεί η Λήδα ότι χώριζαν. Η Λήδα όμως, που από ώρα ένιωθε ανακατωσούρα, ξαφνικά έγειρε μπροστά και έκανε εμετό. Ο Νικόλας έτρεξε δίπλα της, της έπιασε τα μαλλιά και της μιλούσε μαλακά κι έπειτα της έφερε ένα μπουκαλάκι νερό για να ξεπλύνει το στόμα της. Ο Νικόλας που είχε κατατρομάξει έτσι όπως την έβλεπε κάτασπρη, προσπάθησε να την ξαπλώσει στο πίσω κάθισμα του περιπολικού μπαίνοντας από την άλλη πόρτα. 

«Συγγνώμη Λήδα! Όλα θα πάνε καλά, ηρέμησε, θα σε πάω στο σταθμό! Θα σε πάω όπου θες, ηρέμησε, καρδιά μου!», επαναλάμβανε με τρεμάμενη φωνή ξανά και ξανά και της έβρεχε το πρόσωπο με λίγο νερό.

«Καλά είμαι», του είπε κουρασμένα η Λήδα και προσπάθησε να τον απομακρύνει. 

«Λήδα;», έκανε μαλακά ο Νικόλας και ξερόβηξε για να καθαρίσει τον λαιμό του από τον κόμπο που είχε σταθεί και τον έπνιγε.

«Αν αγαπώ κάτι σε σένα είναι ότι δεν κωλώνεις πουθενά για να κάνεις αυτό που θες και ξαφνικά τι έγινε; Το βάζεις στα πόδια;»

Η Λήδα τον κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω μ’ ένα δύσπιστο βλέμμα γεμάτο ένταση.

«Σ’ αγαπώ! Κοίταξέ με! Σ΄αγαπώ και το εννοώ. Θέλω να είμαστε μαζί!», κόμπιασε ο Νικόλας προσπαθώντας να βρει τα λόγια του κι έτριψε το μέτωπό του δυνατά, έπειτα την κοίταξε βαθιά στα καστανά της μάτια. «Θέλω να παντρευτούμε, να κάνουμε παιδιά…», σταμάτησε και ξεφύσηξε αγχωμένος. Η Λήδα κάτι του έγνεψε κι έγειρε στο πλάι για να ξανακάνει εμετό έξω από την πόρτα της.

«Με αυτή τη σειρά τα θες;», είπε κοροϊδευτικά η Λήδα έπειτα από λίγο, φτύνοντας νερό έξω από τ΄αμάξι και ξεπλένοντας το στόμα της. 

«Τι;», ρώτησε μπερδεμένος ο Νικόλας που είχε τρομάξει πια για τα καλά βλέποντάς τη σε αυτή την κατάσταση.

«Λέω, τα θες με αυτή τη σειρά; Να παντρευτούμε, να κάνουμε παιδιά; Γιατί αν είναι έτσι, πρέπει να βιαστούμε λίγο με το θέμα γάμου», πρόσθεσε καρφώνοντάς τον εξεταστικά και ο Νικόλας βλεφάρισε ξαφνιασμένος. 

Καθώς ξεκινούσαν να επιστρέψουν, η Λήδα γύρισε κι είπε χαμογελώντας στον Νικόλα, που ένα πλατύ χαζό χαμόγελο είχε καρφωθεί στο πρόσωπό του.

«Μήπως δε θα ήταν και πολύ καλή ιδέα να πούμε στο πιτσιρίκι ότι ο μπαμπάς του συνέλαβε τη μαμά του και της έκανε πρόταση γάμου σ’ ένα περιπολικό;»

«Ναι, συμφωνώ! Να του πούμε ότι η μαμά, πρώτη, συνέλαβε την καρδιά του μπαμπά! Το μόνο σίγουρο είναι πως θα είναι μια όμορφη ιστορία να διηγούμαστε στα εγγόνια μας!», απάντησε με σιγουριά εκείνος και έβαλε μπρος.

Αυτή είναι η επίσημη εκδοχή της ιστορίας. Της ιστορίας με την οποία μας μεγάλωσαν, της ιστορίας, που ακόμη και σήμερα οι γονείς μου διηγούνται στα εγγόνια τους. Τα πρώτα μου χρόνια μου άρεσε πολύ να τους ακούω να τη διηγούνται αλληλοσυμπληρώνοντας ο ένας τον άλλον. Οι γονείς μου τότε ήταν οι ήρωές μου, οι καλύτεροι και πιο δυνατοί άνθρωποι στον κόσμο, που ζούσαν μια όμορφη, άδολη και ρομαντική αγάπη. Κάπου στην εφηβεία μου τρύπωσαν τα πρώτα σαράκια της αμφιβολίας και της αμφισβήτησης στο μυαλό μου, χάρις σε όλες τις μικρές, ασήμαντες, γι’ αυτούς, μικροψηφίδες που άλλαζαν κάθε φορά που διηγούνταν την ιστορία. Τότε περίπου ήταν και που άρχισα ν’ αναγνωρίζω τα ραγίσματα στην τέλεια ρομαντική σχέση τους, μα κυρίως μπορούσα πια δω τον αληθινό Νικόλα και την αληθινή Λήδα, απαλλαγμένους από την στολή του αδιαμφισβήτητου ήρωα που ξεφλούδιζε μέρα τη μέρα. Όλα όσα μου είχαν πει, όλα όσα είχαν κάνει, όλα όσα έκρυβαν, όλα όσα τους ώθησαν να πράξουν όπως έπραξαν, όλα έπρεπε να ελεγχθούν και να ξαναερμηνευτούν με καθαρή ειλικρίνεια και πρώτα απ’ όλα, η αρχή. Ήμουν πια βέβαιη πως υπήρχε μια διαφορετική εκδοχή για το πώς άρχισαν όλα…

Η σύλληψη – Εκδοχή ΙΙ

«Μ’ εσάς δεν μπορώ να συνεννοηθώ! Θέλω να μιλήσω με τον ανώτερό σας!»

«Να πεις τι; Σου λέω ότι είχες δίκιο και θα σταλεί στον εισαγγελέα!»

«Δεν σας επιτρέπω να μου απευθύνεστε στον ενικό! Θέλω να δω τον ανώτερό σας!», ακούστηκε η στεντόρεια φωνή της Λήδας.

«Τι συμβαίνει εδώ;», ήχησε κακόκεφη μια βαριά μπάσα φωνή από το τέλος του μακρύ διαδρόμου. 

«Κύριε Διοικητά, θα ήθελα να σας μιλήσω ιδιαιτέρως, γιατί δεν μπορώ να συνεννοηθώ με τον αστυνόμο από εδώ!», αναφώνησε η Λήδα αποφεύγοντας να κοιτάξει στα μάτια τον υπαστυνόμο Στεργίου.

«Επιτέλους κυρία μου, δεν είναι κατάσταση αυτή κάθε φορά που έρχεστε ν’ αναστατώνετε το τμήμα! Για ποιο λόγο φωνάζετε πάλι; Απ’ ότι με ενημέρωσε ο υπαστυνόμος, προέκυψαν νέα στοιχεία που θα έπρεπε να σας ευχαριστούν! Αντί λοιπόν να τον συγχαρείτε για την πολύ και επίμονη δουλειά που έκανε τόσους μήνες για την υπόθεσή σας, εσείς πάλι…»

«Σας παρακαλώ πολύ κύριε Διοικητά, θα ήθελα να σας μιλήσω ιδιαιτέρως!»

«Πολύ καλά, πολύ καλά!», βρυχήθηκε ο Διοικητής στρίβοντας εκνευρισμένος το παχύ κατάλευκο μουστάκι του και της έδειξε την πόρτα του γραφείου του.

Η μικροκαμωμένη Λήδα προχώρησε στητή προς τα εκεί, τινάζοντας τα μακριά, ίσια, καστανά μαλλιά της φανερά εκνευρισμένη. Φορούσε ένα απλό μαύρο τζιν παντελόνι που τόνιζε όμορφα τις καμπύλες της κι ένα μαύρο φουσκωτό μπουφάν κουμπωμένο ως πάνω. Ο κοντόχοντρος Διοικητής μπήκε ξωπίσω της στο γραφείο του κι έκλεισε την πόρτα.

Ο υπαστυνόμος Νικόλας Στεργίου έμεινε να κοιτά σα χάνος την κλειστή πόρτα, δεν μπορούσε να καταλάβει τι είχε μόλις συμβεί. Προσπάθησε να βάλει τις σκέψεις του σε μια σειρά και τράβηξε μια γερή ανάσα ρουφώντας μαζί και το φρουτώδες άρωμά της. Έκλεισε με νεύρα την πόρτα του γραφείου του, κάνοντας τα παράθυρα του παλιού κτιρίου να τρίξουν παραπονιάρικα και πήγε και σωριάστηκε στην καρέκλα του τρίβοντας με μανία τα κατάμαυρα μαλλιά του. 

«Σκατά!», μονολόγησε «Σκατά! Τα έκανα σκατά!», επανέλαβε πιο δυνατά και το βλέμμα του έπεσε πάνω στον χοντρό κόκκινο φάκελο, που έγραφε με κεφαλαία δυσνόητα γράμματα “Υπόθεση Γατζόπουλου”. Ξάφνου ο Νικόλας τίναξε τον φάκελο πέρα κι εκατοντάδες φωτογραφίες και σελίδες σκορπίστηκαν στο μωσαϊκό του μικρού γραφείου. Ο Νικόλας έχωσε αποκαρδιωμένος το μελαχρινό πρόσωπό του μες στα χέρια του. Έξι μήνες είχαν περάσει από τη μέρα που μπήκε στο γραφείο του η Λήδα σέρνοντας μαζί της και την έντονη μυρωδιά τσιγάρου, δίπλα της στεκόταν ζαρωμένη κι άψυχη η μαυροφορεμένη πεθερά της. Η Λήδα είχε μακριά, όμορφα μαλλιά και πρησμένα, καστανά μάτια που σπίθιζαν από οργή. Του φάνηκε τόσο εύθραυστη, έτσι κοντούλα και αδύνατη που ήταν, σαν κλαράκι, μα όσο μπόι της έλειπε, τόσο τσαγανό είχε. Του πέταξε με τσαμπουκά έναν κίτρινο φάκελο Α4 πάνω στο γραφείο κι άρχισε να ουρλιάζει. Σύμφωνα με τη μελέτη του εμπειρογνώμονα για το ατύχημα του συζύγου της, που σκοτώθηκε στην περιφερειακή, υπήρχε εμπλοκή άλλου οχήματος κι εξαιτίας αυτού, η μηχανή του συζύγου της είχε βγει εκτός πορείας. Σε άλλη περίπτωση, θα της είχε επισημάνει ότι στην περιφερειακή δεν υπάρχουν παρά ελάχιστα μαγαζιά κι ακόμη λιγότερες κάμερες, άρα ελάχιστες, έως μηδαμινές, πιθανότητες ν’ ανακαλύψουν ποιο όχημα τον χτύπησε· όμορφα κι ευγενικά, μ’ έναν τόνο ψεύτικου ενδιαφέροντος, θα της πρότεινε να κάνουν έκκληση, μήπως κάποιος γνώριζε κάτι. Το πολύ να την συνόδευε κι ως την είσοδο, διαβεβαιώνοντάς την ότι θα έκαναν ό,τι μπορούσαν. Έπειτα θα έπαιρνε τον φάκελο, θα τον έχωνε στο λεπτό κόκκινο φάκελο και όλα μαζί στο αρχείο. Μα με αυτήν την αποφασισμένη γυναίκα απέναντί του, δεν μπόρεσε ν’ ακολουθήσει τη συνηθισμένη διαδικασία. Δεν ήταν οι απειλές της, ούτε οι φωνές, ούτε καν το χτύπημα του χεριού της στο γραφείο του, σ’ αυτά όλα είχε ατσαλωθεί μετά από τόσα χρόνια υπηρεσίας, ήταν η δύναμη του βλέμματός της κι η περηφάνια που έσταζε από κάθε πόρο του κορμιού της, όπως κι η έντονη επιθυμία να την ξαναδεί. Κι η αλήθεια είναι ότι έκανε ό,τι μπορούσε για να την ξαναδεί, την καλούσε συχνά πυκνά για “συμπληρωματικές καταθέσεις”, ή για να την ενημερώσει για τις εξελίξεις σχετικά με την υπόθεση. Εν τω μεταξύ φρόντισε να μάθει τα πάντα για αυτήν κι άρχισε να συχνάζει στα μέρη που σύχναζε, ή να βρίσκεται, δήθεν τυχαία, στο δρόμο της. Μόνο όταν έμαθε για τις γκόμενες του άντρα της δεν την ενημέρωσε, άλλωστε τότε δεν φαινόταν σχετικό με την υπόθεση. 

Ο Νικόλας κοίταξε τα σκόρπια χαρτιά στο πάτωμα και θυμήθηκε την τελευταία νύχτα που ένιωσε ζωντανός, πραγματικά ζωντανός. Ήταν σαν να είχε μόλις ξυπνήσει από χειμερία νάρκη. Είχε μείνει τελευταίος για να κλειδώσει το τμήμα, αφού δεν υπήρχε προσωπικό για νυχτερινή βάρδια, όταν τον πέτυχε στην πόρτα η Λήδα, η οποία, όπως έλεγε, μόλις είχε μάθει την εξωσυζυγική σχέση του άντρα της και το έπαιζε έξαλλη. Την πέρασε μέσα, την κέρασε ένα ποτό, κι έπειτα άλλο ένα και πριν το καλοκαταλάβουν εκείνη βρισκόταν ξαπλωμένη πάνω στο γραφείο του, μισόγυμνη και πανέμορφη και όλα τα χαρτιά ένα γύρω. Ένας βαθύς λάγνος αναστεναγμός ξέφυγε από τα σαρκώδη χείλη του. Είχαν ήδη περάσει δύο μήνες από τότε που θεώρησε ότι όλα αυτά τα χαμένα, άχαρα και άνοστα χρόνια είχαν περάσει ανεπιστρεπτί. Αυτή η γυναίκα τον ξεσήκωνε. Έμοιαζε με άλυτο μυστήριο που εκείνος καλούνταν να ξεμπερδέψει. Σα να υπήρχαν δύο Λήδες κι ήταν κι οι δύο εξίσου αληθινές κι ενδιαφέρουσες. Ο Νικόλας πίστεψε εκείνη τη νύχτα ότι είχε καταφέρει επιτέλους να αιχμαλωτίσει, έστω τη μια από τις δύο και θα μπορούσαν να είναι μαζί. Όμως η Λήδα, όταν επιτέλους απάντησε στα τηλεφωνήματά του, του δήλωσε παγωμένα πως ό,τι έγινε έγινε, ήταν απλά σεξ και τίποτα άλλο, που δεν επρόκειτο να επαναληφθεί. Δεν το δέχτηκε. Αν νόμιζε ότι θα ξέμπλεκε από αυτόν έτσι απλά, ήταν γελασμένη. Ήταν αποφασισμένος, θα έκανε τ’ αδύνατα δυνατά να κέρδιζε αυτή τη γυναίκα, για την οποία έδωσε οριστικό τέλος στον από χρόνια διαλυμένο γάμο του με την Σούλα. 

Η πόρτα άνοιξε κι η κοντόχοντρη φιγούρα του Διοικητή εισέβαλε στο γραφείο του, κοίταξε επιτιμητικά τα σκορπισμένα χαρτιά του φακέλου στο δάπεδο και έβγαλε ένα μουγκρητό μομφής. 

«Σου το ‘πα! Δε σου το ‘πα να μην ασχολείσαι κι ότι δεν πρόκειται να σου πουν ευχαριστώ για όλη αυτή τη δουλειά που έκανες; Τέλος πάντων, πότε θα φύγει η υπόθεση για τον εισαγγελέα;» 

«Αύριο», είπε μέσα από τα σφιγμένα χείλη του ο Νικόλας κι απέφυγε το αυστηρό βλέμμα του. 

«Γυναίκες!», μουρμούρησε ο Διοικητής σε μια προσπάθεια να ελαφρύνει το βαρύ κλίμα. «Κάνουν τόση φασαρία ξεσηκώνουν τον κόσμο και μετά σηκώνονται και φεύγουν! Μετακομίζει, λέει, θέλει να κάνει μια καινούρια αρχή και ν’ αφήσει το παρελθόν πίσω της λέει, ότι δεν την αφορά όλο αυτό κι ό,τι άλλο θέλουμε, να επικοινωνούμε με τη μάνα του, λέει!»

Ο Νικόλας τον κοίταξε ξαφνιασμένος «Μετακομίζει;», ψέλλισε.

«Ναι, φεύγει! Να δεις που στις εννιά του μακαρίτη, άλλος μπήκε μες στο σπίτι!», είπε ευχαριστημένος με τον εαυτό του ο Διοικητής και βγήκε.

Ο Νικόλας παγωμένος τον κοίταζε ν’ απομακρύνεται και ξαφνικά πετάχτηκε πάνω και έτρεξε έξω από το επαρχιακό αστυνομικό τμήμα, πέφτοντας πάνω σ’ ένα λεπτοκαμωμένο νεαρό ανθυπαστυνόμο με σγουρά μαλλιά.

«Πού πήγε;» τον ρώτησε κοφτά ο Νικόλας.

«Ποιος;»

«Η Γατζοπούλου!» 

«Ποια;»

«Μια, μ’ ένα μαύρο μπουφάν και τζιν παντελόνι».

«Α, αυτή! Την είδα να μπαίνει σ’ ένα ταξί που την περίμενε. Κάτι για τον σταθμό υπεραστικών του είπε!».

Η Λήδα έφθασε τελευταία στιγμή στον σταθμό, όταν σχεδόν όλοι οι επιβάτες είχαν επιβιβαστεί στο λεωφορείο για Αθήνα. 

«Σκατά!» μουρμούρησε εκνευρισμένη καθώς καθόταν στο κάθισμά της. Πρέπει να το είχε πει πάνω από εκατό φορές από την ώρα που έφυγε από το αστυνομικό τμήμα. Πώς τα είχε κάνει έτσι; «Σκατά!» της ξέφυγε η λέξη φωναχτά κάνοντας μερικούς συνεπιβάτες να γυρίσουν και να την κοιτάξουν περίεργα. Εκείνη αγνόησε τα βλέμματά τους και άφησε το βλέμμα της να τρέξει έξω από το λεκιασμένο παράθυρο, στους λόφους και τα πράσινα χωράφια που αγκάλιαζαν τη μικρή επαρχιώτικη πόλη. Τη μισούσε αυτήν την πόλη, δεν είχε κάτι το ιδιαίτερο, ούτε ωραία αρχιτεκτονική, ούτε όμορφα πάρκα, ούτε ωραίους δρόμους, ούτε καν αληθινούς φίλους. Αυτή η πόλη ήταν συνδεδεμένη μέσα στο μυαλό της μόνο με κακές αναμνήσεις. Μέχρι τότε όμως δεν είχε γνωρίσει καμία άλλη πόλη. Έτσι όμως όπως τα είχε κάνει, «Σκατά!», ξαναμουρμούρησε, δεν μπορούσε παρά να την εγκαταλείψει το συντομότερο δυνατόν και ας την τρόμαζε αυτή της η απόφαση. Έπρεπε να προστατέψει τον εαυτό της και το μωρό της και δεν μπορούσε να σκεφτεί άλλο τρόπο, από τη φυγή. 

Το μυαλό της έτρεξε μια επταετία πίσω, που νεοδιόριστη ακόμη, κοινωνική λειτουργός στο κέντρο απεξάρτησης γνώρισε τον Στάθη, ο οποίος μπαινόβγαινε στο πρόγραμμα καιρό. Ο Στάθης ήταν σχεδόν δύο μέτρα ψηλός κι αδύνατος σαν οδοντογλυφίδα, μα είχε κάτι μεγάλα μέλια μάτια που σε μάγευαν. Η Λήδα τον βοήθησε να απεξαρτηθεί, του βρήκε δουλειά κι έκανε ό,τι μπορούσε για να τον κρατήσει καθαρό. Όλοι θεωρούσαν ότι εμπλεκόταν πολύ συναισθηματικά και την προειδοποίησαν ότι δε θα της έβγαινε σε καλό. Αυτό που δεν ήξεραν ήταν ότι η Λήδα, ήθελε να μπλεχτεί. Η Λήδα δεν ήταν χαζή! Ο Στάθης ήταν ο μοναδικός κληρονόμος μιας μεγάλης περιουσίας. Μιας περιουσίας που θα της επέτρεπε να ζει άνετα εφ’ όρου ζωής αυτή και οι απόγονοί της. Έκανε λοιπόν κι αυτή ό,τι χρειαζόταν ώστε να έρθει η πολυπόθητη μέρα, που ο Στάθης της ζήτησε να τον παντρευτεί! Παρότι οι δικοί της είχαν αντιρρήσεις, η Λήδα δέχτηκε την πρόταση γάμου, άλλωστε, τότε, νόμιζε ότι το μόνο που είχε σημασία είναι τα λεφτά. Πώς θα μπορούσε να απορρίψει μια τέτοια τύχη; Δεν μπορούσε, μπορούσε όμως να το παίξει δύσκολη και διστακτική, τόσο όσο να την δεχτούν όλοι με ανοιχτές αγκάλες, ακόμη κι η ξινή η μάνα του. Για τη μητέρα του Στάθη, η Λήδα ήταν η σανίδα σωτηρίας του για να γλιτώσει. Για τη Λήδα, ο Στάθης ήταν μια επένδυση για το μέλλον κι ας ήξερε ότι, κάποτε, θα πλήρωνε ένα τίμημα για αυτή της την απόφαση, ότι θα το πλήρωνε τόσο άμεσα και τόσο ακριβά δεν το περίμενε. Ο Στάθης ήταν σα μαύρη τρύπα, ρουφούσε την ενεργητικότητά της, την όρεξη της για ζωή, επιζητούσε την προσοχή της, το ντάντεμά της, το χάδι της, απαιτούσε να ‘ναι το κέντρο του κόσμου της…

Στην αρχή η Λήδα έκανε σπασμωδικές κινήσεις, σύντομα όμως αφέθηκε στο ορμητικό ρεύμα που λεγόταν Στάθης και πότε πνιγόταν, πότε έπαιρνε μια βαθιά ανάσα για να ξαναχαθεί στις δίνες της ζωής τους. Όλα τελείωσαν τη μέρα που έμαθε ότι ο Στάθης τη δούλευε κανονικά! Ο Στάθης της είχε αποκρύψει το γεγονός ότι δεν μπορούσε να κάνει παιδιά, που τόσο ήθελε η Λήδα, είχε εξανεμίσει με το πάθος του για τα ναρκωτικά και το τζόγο το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας του, χρωστούσε παντού και πηδούσε ό,τι κινούνταν. Ήταν σαν επιτέλους κάποιος να την τράβηξε μέσα από το ορμητικό νερό της ζωής και να την έβγαλε στην όχθη. Από την όχθη πια μπορούσε να δει τη ζωή από άλλη οπτική γωνία, μπορούσε να κάνει μια νέα αρχή και ν’ αποτινάξει από πάνω της τα βαρίδια που της είχε φορέσει ο γάμος της, μα ‘κείνη δεν ήθελε μόνο να ελευθερωθεί, ήθελε κι εκδίκηση για όλα εκείνα τα χαμένα, ασφυκτικά χρόνια. Βγαίνοντας στο μπαλκόνι μια νύχτα για να κάνει ένα τσιγάρο, είδε τη μηχανή του παρκαρισμένη μπροστά στο γκαράζ. Δεν το πολυσκέφτηκε, κατέβηκε, πήρε από το γκαράζ ένα γαλλικό κλειδί κι απλά χαλάρωσε λίγο το παξιμάδι του πίσω άξονα. Το ότι τελικά αυτό το παξιμάδι δεν προκάλεσε το ατύχημα, αν και το εντόπισε ο εμπειρογνώμονας, αλλά ένα εμπλεκόμενο αμάξι, ήταν λυτρωτικό. Έπειτα ήταν το εύκολο κομμάτι, να το παίξει τεθλιμμένη χήρα και να κολλήσει στη μητέρα του Στάθη, την οποία χρειαζόταν για να σώσει ό,τι σωζόταν από τα υποθηκευμένα. Άλλωστε αυτά τα λεφτά της τα χρωστούσαν, ήταν κάτι σαν αποζημίωση, ή σαν υπόσχεση που κάποτε έπρεπε να εξοφληθεί.

«Σκατά!», ξαναμουρμούρησε σιγανά, όταν το χαμογελαστό πρόσωπο του Νικόλα έκανε την εμφάνισή του στις σκέψεις της. Μπαίνοντας στο αστυνομικό τμήμα, με την έκθεση του πραγματογνώμονα στα χέρια, που αποδείχτηκε πιο γατόνι απ’ ότι περίμενε, πίστευε ότι ήξερε ακριβώς τι θα της έλεγαν: λυπάμαι πολύ, αλλά δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι, θα το ερευνήσουμε, θα, θα, θα και θα έβαζαν την υπόθεση στο αρχείο. Όμως έπεσε πάνω στον Νικόλα, που το ενδιαφέρον του για κείνη φάνηκε από την πρώτη κιόλας στιγμή. Ο Νικόλας άρχισε ν’ ασχολείται με την υπόθεση θεωρώντας ότι αυτό θα την ευχαριστούσε, μα κυρίως για να τη χρησιμοποιεί ως δικαιολογία για να βρίσκονται και όταν δεν είχε δικαιολογίες, εφεύρισκε. Είχε πέσει στην παγίδα της, από τη μία έπρεπε να φαίνεται ότι επιζητά την δικαίωση του νεκρού συζύγου της κι από την άλλη ήθελε να κάνει τον Νικόλα να σταματήσει να ψάχνει, χωρίς να προκαλέσει υποψίες. Μη έχοντας άλλη επιλογή, αποφάσισε να τον έχει από κοντά, ώστε να μπορεί να τον ελέγχει και κάπου εκεί την πάτησε για τα καλά! Δεν το περίμενε να βρει έναν άνθρωπο καθαρό, έντιμο, με αξίες και ηθική, έναν άνθρωπο που μετά από χρόνια την ξεσήκωνε ερωτικά. Μην μπορώντας όμως να πιστέψει στους ανθρώπους, προσπάθησε να τον παγιδέψει, να φανεί ψεύτικος, μοιχός, μα την ίδια στιγμή παγιδεύτηκε κι εκείνη. Τη νύχτα που έκαναν έρωτα ένιωσε ξανά γυναίκα, ένιωσε πώς είναι να την αγαπούν, να τη νοιάζονται. Τρόμαξε! Είδε την αλήθεια κατάματα, δεν είχαν σημασία τα λεφτά, αλλά η αγάπη. Τι αγαπούσε όμως ο Νικόλας σ’ αυτήν; Αυτή ήταν ψεύτικη! Μια ζωή κρυβόταν και παρουσίαζε την εικόνα που ο άλλος ήθελε να δει και περίμενε από αυτήν, άλλοτε της καλόκαρδης αλτρουίστριας κοινωνικής λειτουργού, της εγκαρτερικής συζύγου, της καλής κόρης… Ποια ήταν όμως η Λήδα; Η θαμμένη από χρόνια, αμόλυντη Λήδα; Προσπαθώντας ν’ αποφύγει την αυτοκριτική το έριξε στον Νικόλα. Ούτε αυτός ήταν καλύτερός της, ήταν ψεύτης, άπιστος, ήταν σαν όλους τους άλλους… 

Τουλάχιστον βγήκε ένα καλό από όλη αυτή την ιστορία, το μωρό της. Τόσα χρόνια λαχταρούσε ένα παιδί με τον Στάθη, μα ‘κείνο δεν ερχόταν. Είχε σύζυγο και δεν είχε παιδί, τώρα είχε παιδί και δεν είχε σύζυγο, ίσως να ήταν καλύτερα έτσι.

«Δε γίνεται να τα έχουμε όλα!», ακούστηκε η στριγκιά φωνή μια ηλικιωμένης γυναίκας, λίγα καθίσματα πιο πίσω βγάζοντάς την, προ στιγμήν, από τις σκέψεις τις, οι οποίες από εκεί και πέρα οδηγήθηκαν σε πιο πρακτικά ζητήματα, που αφορούσαν τη νέα ζωή που την περίμενε στην Αθήνα.

Ο Νικόλας μόλις κατάλαβε ότι η Λήδα είχε σκοπό να φύγει από την πόλη, πανικοβλήθηκε! Όρμησε προς το υπηρεσιακό όχημα που βρισκόταν σταθμευμένο έξω από το αστυνομικό τμήμα και πάτησε γκάζι, για να φτάσει στον σταθμό των υπεραστικών. Ο μικρός σταθμός ήταν άδειος κι ο Νικόλας έτρεξε κατά τον γκισέ. Η Λήδα, όπως πληροφορήθηκε, είχε επιβιβαστεί τελευταία στιγμή στο λεωφορείο για Αθήνα. Δεν το πολυσκέφτηκε, μπήκε στο υπηρεσιακό και ξεκίνησε σπινιάροντας για την εθνική. Ευτυχώς το λεωφορείο δεν είχε προλάβει ν’ απομακρυνθεί, του έκανε νόημα με τα φώτα και πέρασε μπροστά του αναγκάζοντάς το να σταματήσει. Από εκεί και πέρα όλα έγιναν σα να μπήκε στον αυτόματο. Ακολουθώντας τη διαδικασία προσαγωγής υπόπτου, ανέβηκε στο λεωφορείο και “συνέλαβε” τη Λήδα, η οποία παραδομένη όπως ήταν στις σκέψεις της, έμεινε άφωνη βλέποντας ξαφνικά τον Νικόλα πάνω από το κεφάλι της, να τη ρωτά αν ταξίδευε μόνη και να της λέει με προσποιητή ηρεμία ότι συλλαμβάνεται. Τον ακολούθησε σαν υπνωτισμένη και μόνο κατεβαίνοντας τα τελευταία σκαλιά κοντοστάθηκε και προσπάθησε να διαμαρτυρηθεί, μα ο Νικόλας δεν έδωσε σημασία, την τράβηξε λίγο άγαρμπα κι έκανε νόημα στον οδηγό να φύγει. 

«Μα τι κάνεις; Είσαι τρελός; Έχεις ξεφύγει τελείως;», ούρλιαξε η Λήδα, καθώς την έβαζε στο περιπολικό. Ο Νικόλας δεν απάντησε, μπήκε στο περιπολικό και γκάζωσε. Η πλάτη της Λήδας κόλλησε στο κάθισμα κι έβγαλε μια ξαφνιασμένη κραυγή. Αυτό το τίναγμα ξεκόλλησε τα γρανάζια του μυαλού της που άρχισαν τώρα να δουλεύουν εντατικά. Τη συνέλαβε! Για ποιο λόγο; Έμαθαν τι είχε κάνει; Εκείνο το παξιμάδι την πρόδωσε; Την ενέπλεξε ο συνέταιρος του άντρα της, ο Τάσος, για τον οποίο η Λήδα ήταν σίγουρη ότι εκείνος οδηγούσε το νοικιασμένο αυτοκίνητο; Πρέπει να μάθει τι ξέρουν, χωρίς να την καταλάβουν. Αυτή δεν επρόκειτο να μιλήσει. Δεν επρόκειτο να πει λέξη, όχι μέχρι να σταθμίσει τα πράγματα, να δει τις επιλογές της, μέχρι τότε θα έκανε την ανήξερη. Αυτή δεν ξέρει τίποτα!                                                                              

«Ποιος είναι;», τη ρώτησε έπειτα από λίγο σμίγοντας τα φρύδια του ο Νικόλας και κοιτώντας την από το καθρέφτη.

«Τι εννοείς;» τραύλισε σα να ήταν σαστισμένη η Λήδα. Ο Νικόλας έστριψε απότομα το τιμόνι και μπήκε σ’ έναν αγροτικό χωματόδρομο όπου και σταμάτησε.

«Ακούστε κυρία Γατζοπούλου, αυτό που δεν με αφήσατε να πω σήμερα, είναι ότι εφόσον δεν ξέρουμε ποιος ήταν ο οδηγός του νοικιασμένου οχήματος, που χτύπησε τον σύζυγό σας, θα μπορούσε κάλλιστα να είστε εσείς κι άρα, μέχρι το τέλος της έρευνας, δεν επιτρέπεται να φύγετε εκτός πόλης!» είπε συγκρατημένα ο Νικόλας χωρίς να πάρει ανάσα.

«Πας καλά; Τι βλακείες λες; Το ‘χεις χάσει εντελώς;» ούρλιαξε εκνευρισμένη η Λήδα!  Αυτό της έλειπε τώρα, αντί για ένα μισοξεβιδωμένο παξιμάδι να την κατηγορήσουν για τη βλακεία του Τάσου! 

«Πιθανόν», ψιθύρισε ο Νικόλας, που είχε ήδη αρχίσει να μετανιώνει για την αποκοτιά του, να τρέξει ξοπίσω της και να κάνει όλο αυτό το σόου. Τι προσπαθούσε να πετύχει; Δεν είχε ιδέα! 

«Αυτό είναι άνω ποταμών! Έχεις ξοφλήσει Στεργίου, μ’ ακούς; Έχεις ξοφλήσει! Θα σου κάνω αναφορά, θα…»

Ξαφνικά ο Νικόλας πετάχτηκε έξω και πήγε κι άνοιξε απότομα την πίσω πόρτα, το πρόσωπό του ήταν κατακόκκινο και τα πράσινα μάτια του σπίθιζαν από οργή. Η Λήδα τραβήχτηκε πίσω κι ασυναίσθητα έσφιξε τις γροθιές της παίρνοντας αμυντική στάση Ο Νικόλας πάγωσε. Τι στο καλό έκανε; Ο πανικός στο βλέμμα της γυναίκας που λαχταρούσε κι οι προτεταμένες γροθιές ήταν σα μαχαιριά στην καρδιά. Πήρε μια βαθιά ανάσα και είπε συγκρατημένα:

«Μπορείτε να κάνετε ό,τι θέλετε, αλλά δεν μπορείτε να φύγετε από την πόλη!»

«Είσαι με τα καλά σου; Αύριο παρουσιάζομαι στη νέα μου υπηρεσία!».

Ο Νικόλας της γύρισε την πλάτη και ανασήκωσε τους ώμους του αδιάφορα. Έκανε να μπει στο περιπολικό, μα ‘κείνη την ώρα η Λήδα πετάχτηκε έξω ουρλιάζοντας,

«Τι σκατά θες από τη ζωή μου ρε;». Ο Νικόλας γύρισε απότομα κι έφερε το πρόσωπό του απέναντι από το δικό της.

«Ποιος είναι;», τη ρώτησε με μια φωνή σαν κρώξιμο.

«Πού να ξέρω ρε; Εσύ είσαι ο αστυνομικός, δική σου δουλειά είναι να βρεις ποιος τον σκότωσε!», απάντησε η Λήδα καρφώνοντάς τον με το βλέμμα της.

«Δεν λέω αυτόν!», ούρλιαξε ξαφνικά ο Νικόλας και γράπωσε το κεφάλι του για να μην γραπώσει τη Λήδα. «Με ποιον πηδιέσαι; Ποιος είναι; Ποιος; Ποιος σε παίρνει από μένα; Πρέπει να μάθω! Θα τρελαθώ! Ποιος; Τι έχει αυτός που δεν έχω εγώ; Τι;»

«Να σου πω καλύτερα τι έχεις εσύ, που δεν έχει αυτός;», είπε με σκληρή φωνή η Λήδα κι έμοιαζε να ψήλωσε ξαφνικά. «Δεν έχει γυναίκα!», αναφώνησε χτυπώντας τον με το δάκτυλο της στον ώμο. «Δεν έχει γυναίκα ρε ξεφτίλα, που τολμάς και μου ζητάς τον λόγο! Ποιος, ποιος, ποιος! Όποιος θέλω…»

«Δεν έχω γυναίκα, χωρίσαμε! Δεν έχω…», είπε προσπαθώντας ν’ ακουστεί πάνω από εκείνη και την έπιασε από τους ώμους, μα το χαστούκι της Λήδας, που όλη αυτήν την ώρα πάλευε με τη ναυτία, τον έκοψε.

«Πιάνει ακόμη αυτή η καραμέλα;», τον ρώτησε με σφιγμένα χείλη και τα μάτια της άστραφταν.

«Ρώτα όποιον θες, όλοι ξέρουν ότι…»

«Τι σημασία έχει; Τα είπαμε αυτά ήταν ένα πήδημα! Ένα απλό πήδημα, χωρίς δεσμεύσεις, εκδίκησης για μένα, ξενοπήδημα για σένα, για το οποίο μπορείς να καυχιέσαι στους φιλ…»

«Για τέτοιο είδους άνθρωπο με περνάς;», είπε με φανερή θλίψη ο Νικόλας.

«Τέτοιον και χειρότερο!», είπε η Λήδα και πήγε και κάθισε στο πίσω κάθισμα κατάχλομη. «Άιντε ξεκίνα να πάμε στο σταθμό τώρα, γιατί…» ο ήχος του κινητού έπνιξε τα λόγια της. Ο Νικόλας ξεφώνισε ευχαριστημένος! 

«Αχά! Οι αποδείξεις κυρία μου!» και βάζοντας το τηλέφωνο στην ανοικτή ακρόαση μίλησε με σκληρή φωνή κοιτώντας κατάματα τη Λήδα, που τον κάρφωνε με το βλέμμα της. Χοντρές σταγόνες ιδρώτα σχημάτιζαν ένα στεφάνι στις παρυφές των μαλλιών της. Ένιωσε τα γόνατά της να κόβονται από τον φόβο.

«Τι θες Σούλα;» 

«Τι να θέλω ρε άχρηστε από εσένα; Ανίκανε! Ε ανίκανε! Που ούτε ένα παιδί δεν ήσουν άξιος να μου δώσεις;». Ο Νικόλας δαγκώθηκε και κατακοκκίνισε. «Να μην ξεχάσεις ότι αύριο είναι το ραντεβού στις πέντε στον δικηγόρο για τις υπογραφές του διαζυγίου!», είπε η Σούλα με σκληρή απρόσωπη φωνή και το έκλεισε.

Ο Νικόλας πέρασε τα χέρια του μέσα από τα κορακίσια μαλλιά του αποφεύγοντας το βλέμμα της Λήδας, δεν ήξερε αν έπρεπε να θριαμβολογήσει που αποδείχθηκε πως της έλεγε την αλήθεια, ή ν’ απολογηθεί και να την διαβεβαιώσει ότι δεν είχε κανένα πρόβλημα στο να κάνει παιδιά, πέρα από το ότι δεν ήθελε να κάνει ένα με τη Σούλα. Οι ήχοι αναγουλιάσματος έβαλαν φρένο στις σκέψεις του, η Λήδα έγειρε μπροστά κι ο εμετός ξεχύθηκε ορμητικός. 

«Λήδα!», αναφώνησε ο Νικόλας κι έτρεξε δίπλα της, της έπιασε τα μαλλιά και της είπε μαλακά, «Γύρε λίγο το κεφάλι στο πλάι, έτσι!».

Έπειτα της έφερε ένα μπουκαλάκι νερό για να ξεπλύνει το στόμα της. Εν τω μεταξύ η Λήδα είχε καθίσει με κλειστά μάτια, καθώς τα πάντα γύριζαν γύρω της. Ο Νικόλας που είχε κατατρομάξει έτσι όπως την είδε κάτασπρη και προσπάθησε να την ξαπλώσει στο πίσω κάθισμα του περιπολικού μπαίνοντας από την άλλη πόρτα.  

«Συγγνώμη Λήδα! Όλα θα πάνε καλά, ηρέμησε, θα σε πάω στο σταθμό! Θα σε πάω όπου θες, ηρέμησε, καρδιά μου!», επαναλάμβανε με τρεμάμενη φωνή ο Nικόλας ξανά και ξανά και της έβρεξε το πρόσωπο με λίγο νερό.

«Καλά είμαι», είπε κουρασμένα η Λήδα και προσπάθησε να τον απομακρύνει, ενώ έκρυψε το πρόσωπό της στα χέρια της. Τι να του πει; Ότι ήταν ψεύτικη; Ότι παρατρίχα να γινόταν φόνισσα; Ότι το αληθινό, κατά πώς φαινόταν, ενδιαφέρον του, έκανε την καρδιά της να δονείται από ευτυχία που δεν της άξιζε; Θα μπορούσε άραγε να αποκτήσει μια όμορφη οικογένεια παρόλα τα λάθη της;

«Λήδα;», έκανε μαλακά ο Νικόλας και ξερόβηξε για να καθαρίσει τον λαιμό του από τον κόμπο που είχε σταθεί και τον έπνιγε.

«Αν αγαπώ κάτι σε ‘σένα είναι ότι δεν κωλώνεις πουθενά για να πετύχεις αυτό που θες και ξαφνικά τι έγινε; Το βάζεις στα πόδια;»

Η Λήδα τον κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω με βλέμμα γεμάτο ένταση. Μπορούσε αυτός ο άνθρωπος όντως να δει ποια είναι; Γιατί αυτή δεν μπορούσε. Πέρα από ότι ήταν ηλίθια δεν μπορούσε να δει τίποτα άλλο! 

«Τι έγινε;» τον ρώτησε με σαρκαστικό τόνο «Συνειδητοποίησα ότι είμαι ηλίθια! Αυτό έγινε! Μια ηλίθια που κάνει τη μία μαλακία με την άλλη! Παντρεύτηκα έναν άνθρωπο για όλους τους λάθους λόγους, παρέμεινα σ’ ένα γάμο από βλακεία κι όταν επιτέλους ελευθερώθηκα, πήγα κι έπεσα κατευθείαν μέσα στον επόμενο λάκκο με σκατά που βρήκα!». 

«Εγώ είμαι αυτός;»

«Εσύ!», είπε η Λήδα κοιτώντας τον προκλητικά

«Δεν είμαι ό,τι καλύτερο σαν άνθρωπος τ’ ομολογώ, έχω πολλά προβλήματα κι ακόμα περισσότερα ελαττώματα, μα σ’ αγ…»

«Μην τολμήσεις!», ούρλιαξε η Λήδα και του βούλωσε το στόμα. «Μην τολμήσεις να το πεις!», του είπε προειδοποιητικά.

«Σ’ αγαπώ! Κοίταξέ με! Σ΄αγαπώ και το εννοώ. Θέλω να είμαστε μαζί! Για μένα δεν ήσουν και δεν είσαι ένα πήδημα!», κόμπιασε προσπαθώντας να βρει τα λόγια του κι έτριψε με μανία το μέτωπό του, έπειτα την κοίταξε βαθιά στα καστανά της μάτια. «Θέλω να παντρευτούμε, να κάνουμε παιδιά…», σταμάτησε κοιτώντας το επιφυλακτικό βλέμμα της Λήδας και ξεφύσησε αγχωμένος «Γιατί σου ορκίζομαι, ας λέει η Σούλα, εγώ δεν έχω πρόβλημα να κάνω παιδιά, αρκεί να είναι με τη σωστή γυν…»

Η Λήδα κάτι του έγνεψε κι έγειρε στο πλάι για να ξανακάνει εμετό έξω από την πόρτα της.

«Ναι, αυτό το ξέρω από πρώτο χέρι…», τον διαβεβαίωσε έπειτα από λίγο, φτύνοντας νερό έξω και ξεπλένοντας το στόμα της. 

«Ποιο;», ρώτησε μπερδεμένος ο Νικόλας που είχε τρομάξει πια για τα καλά βλέποντάς τη σε αυτή την κατάσταση.

«Στο ότι δεν έχεις πρόβλημα να κάνεις παιδιά», του είπε και πρόσθεσε, καθώς ο Νικόλας τραβιόταν και τη κοιτούσε ξαφνιασμένος. «Θεωρείς όμως ότι εγώ είμαι η σωστή γυναίκα;»

«Δεν το θεωρώ, είμαι σίγουρος!» αναφώνησε με πολύ σιγουριά ο Νικόλας και την αγκάλιασε και τη φίλησε τρυφερά. 

Καθώς ξεκινούσαν να επιστρέψουν, η Λήδα γύρισε κι είπε χαμογελώντας στον Νικόλα που ένα πλατύ νικητήριο χαμόγελο είχε καρφωθεί στο πρόσωπό του.

«Μήπως δε θα ήταν και πολύ καλή ιδέα να πούμε στο πιτσιρίκι ότι ο μπαμπάς του συνέλαβε τη μαμά του και της έκανε πρόταση γάμου σ’ ένα περιπολικό;»

«Ναι, συμφωνώ! Να του πούμε ότι η μαμά, πρώτη, συνέλαβε την καρδιά του μπαμπά! Το μόνο σίγουρο είναι πώς θα είναι μια όμορφη ιστορία να διηγούμαστε στα εγγόνια μας!», απάντησε με σιγουριά εκείνος και έβαλε μπρος.

Αναστασία Χ.

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading