,

Η φίλη μου η Σάσα

Όταν ξύπνησα, κατάλαβα αμέσως ότι ήμουν βαριά τραυματισμένος. Ένιωθα κάτι ξένο να βρίσκεται στο σώμα μου. Ήταν κάπου χαμηλά. Ο πόνος προερχόταν από τα πόδια μου, τα οποία δεν μπορούσα να κουνήσω. Ούρλιαξα. Νερό μπήκε στο στόμα μου και κόντεψα να πνιγώ. Συνειδητοποίησα ότι ο μισός βρισκόμουν μέσα στην αλμυρή θάλασσα.

Ούρλιαξα ξανά.

Γιατί θυμήθηκα τι είχε συμβεί. Το πλοίο του Πωλ είχε πέσει σε θύελλα. Βρισκόμασταν κάπου στον Ατλαντικό. Είχαμε πάρει το γιωτ του από το λιμάνι του Μαϊάμι και είχαμε ξανοιχτεί. Ήμασταν τέσσερα άτομα: ο Πωλ, η Μαρία, η Σάσα κι εγώ. Είχαμε προμηθευτεί μπίρες και σάντουιτς και φύγαμε. Οι γονείς του Αμερικανού φίλου μου έλειπαν και οι καθηγητές μας στο πανεπιστήμιο όπου φοιτούσαμε, είχαν τη φαεινή ιδέα να μη μας φορτώσουν με πολλές εργασίες. Ο καιρός ήταν ιδανικός για ταξίδι: είχε ήλιο, λίγα σύννεφα και ένα ελαφρύ αεράκι. Ήταν Μάιος και βρισκόμασταν στο Μαϊάμι, στην πιο σέξι πόλη των ΗΠΑ.

Ήταν ιδέα της Μαρίας. «Τι θα λέγατε να πηγαίναμε ένα ταξιδάκι;», έτσι μας είπε, ενώ βγαίναμε από την αίθουσα διδασκαλίας.

Ο Πωλ, η Σάσα κι εγώ κοιταχτήκαμε. Αλλά τελικά είπαμε το ναι. Τι διάολο, καλοκαίρι ερχόταν. Όλοι πήγαιναν στις παραλίες –αυτό, βέβαια, γινόταν όλο το χρόνο εδώ πέρα, αλλά το καλοκαίρι έρχονταν και ξένοι και γενικά τα πράγματα χαλάρωναν. Όσοι είχαν πλοία έπαιρναν ένα δυο φίλους ή και την κοπέλα τους και έπλεαν στον τεράστιο ωκεανό. Κι εμείς, τέσσερις μεταπτυχιακοί φοιτητές, θα καθόμασταν μέσα;

Με τίποτα.

Πού να ξέραμε τι μας περίμενε…

Πήρα μια βαθιά ανάσα. Έβηξα και έφτυσα νερό. Όμως είχα και μια άλλη γεύση στο στόμα μου. Ήταν αίμα. Η καμπίνα γύρω μου είχε μπάσει πολύ νερό. Εγώ βρισκόμουν στο ξύλινο πάτωμα. Το ένα από τα δύο κρεβάτια είχε γυρίσει και με είχε καταπλακώσει. Δεν μπορούσα να δω πολλά άλλα, όμως δεν χρειαζόταν κιόλας.

Γιατί τα δύο πιο σημαντικά τα είχα προσέξει ευθύς εξ αρχής.

Το πρώτο ήταν το σώμα που είχε μπηχτεί στα πόδια μου. Ήταν μια σκλήθρα, μεγάλη σαν παλούκι, από το κρεβάτι. Είχε καρφωθεί στο δεξί μου πόδι και, όπως καταλάβαινα, είχε διαπεράσει και το αριστερό. Εγώ ήμουν ξαπλωμένος πλάγια, με το αριστερό μου χέρι να έχει ήδη αρχίσει να μουδιάζει από το βάρος. Προσπάθησα να γυρίσω, όμως δεν τα κατάφερα. Κάτι με εμπόδιζε. Ήταν το δεύτερο κρεβάτι, το οποίο είχε γυρίσει και στεκόταν πλάγια, όπως εγώ, έτοιμο να ανατραπεί ανά πάσα στιγμή.

Το δεύτερο πιο σημαντικό πράγμα που είδα ήταν αυτό που με πόνεσε πιο πολύ κι από τη σκλήθρα. Γιατί δεν ήταν πράγμα, δεν ήταν τίποτα ασήμαντο. Ήταν η Σάσα, η Γερμανίδα συμφοιτήτριά μου. Η κοπέλα που με έκανε να χάνω τα λόγια μου και να κοκκινίζω σαν βλάκας. Είχε κι αυτή την ατυχία να καταπλακωθεί από το ίδιο κρεβάτι. Είχε γδαρσίματα στο πρόσωπο, ενώ τα ξανθά μαλλιά της ήταν ανακατωμένα και μερικές τούφες είχαν πέσει μπροστά στα μάτια της. Ήταν λιπόθυμη, αλλά ζωντανή -έβλεπα το στήθος να ανεβοκατεβαίνει. Ευχαρίστησα τον Θεό γι’ αυτό.

«Σάσα», είπα με δυσκολία. Προσπάθησα να απλώσω το δεξί μου χέρι προς το μέρος της, αλλά κι αυτό είχε αρχίσει να μουδιάζει. Το ένιωθα σχεδόν σαν να μην ήταν μέρος του σώματός μου. «Σάσα».

Εκείνη δεν ανταποκρίθηκε.

«Σάσα», προσπάθησα μια τρίτη φορά, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Την παρατήρησα. Ήταν όμορφη. Ω ναι, πανέμορφη. Είχαμε σχεδόν το ίδιο ύψος και εκείνη, όπως κι εγώ, ήταν ποδοσφαιρόφιλη. Ένεκα Γερμανίδα που καταγόταν από το Μόναχο, ήταν φίλαθλος της Μπάγερν. Της άρεσε να φοράει το τζιν της, μποτάκια, μια μπλούζα της αγαπημένης της ομάδας, πάνω από την κανονική της και να πηγαίνει στο γήπεδο.

Την γνώρισα όταν ήμασταν μια μέρα με τον Πωλ και την Μαρία στην καφετέρια του πανεπιστημίου. Μας πλησίασε, κρατώντας τα βιβλία της στην αγκαλιά της. Χαμογελούσε αμήχανα. «Γεια», μας είπε.

«Γεια», είπαν ο Πωλ και η Μαρία.

Εγώ δεν μίλησα. Άνοιξα το στόμα μου, μα μου ήταν παντελώς αδύνατο να πω κάτι. Σαν να μην ήξερα να μιλάω. Είχα χάσει το χρώμα μου και η καρδιά μου σφυροκοπούσε το στήθος μου. Πρέπει να φαινόμουν πολύ ηλίθιος εκείνη τη στιγμή –και ο Πωλ με τη Μαρία μού το επιβεβαίωσαν αργότερα.

«Με λένε Σάσα», είπε. Είχε τη γνωστή βαριά προφορά των χωρών της βόρειας Ευρώπης. Όχι ότι εγώ βέβαια ήμουν καλύτερος. Ούτε καν. Είχα πάρει σχετικά εύκολα το Μίσιγκαν, αλλά την προφορά μου δεν την είχα βελτιώσει ιδιαίτερα. Αν δεν καταλάβαινε ο άλλος ότι δεν ήμουν Αμερικανός από την εξωτερική εμφάνιση, θα το αντιλαμβανόταν σίγουρα όταν θα με άκουγε να μιλάω.

«Πωλ».

«Μαρία».

Αντάλλαξαν χειραψίες.

Εγώ συνέχιζα να μένω αμίλητος. Με κοιτάξανε και οι τρεις τους και νόμισα πως με κοίταζαν και από τα άλλα τραπέζια και με κατέκριναν για την απαράδεκτη σιωπή μου. Ευτυχώς η Μαρία παρενέβη και με σύστησε. «Από δω ο Μάρκους. Είναι Έλληνας και συνήθως αρκετά ομιλητικός». Ναι, οι φίλοι μου με φώναζαν Μάρκους. Το προτιμούσα από το Μάρκος. Τι κάνεις, Μάρκος; Πώς πήγε η εργασία, Μάρκος; Καλύτερο το Μάρκους.

«Γεια σου, Μάρκους», μου έτεινε το χέρι της η Σάσα.

Της έπιασα το χέρι και προσπάθησα να χαμογελάσω. Κάποιος με κλότσησε κάτω από το τραπέζι και έβηξα.

«Ορίστε;» ρώτησε η Σάσα.

«Γεια», είπα λες και είχα λαχανιάσει από το τρέξιμο. Όποιος και να με σκούντησε, είχε αποτέλεσμα. «Χάρηκα».

Μου χαμογέλασε. Δεν ήταν βαμμένη σαν τη Μαρία κι είχε κάποια κιλά παραπάνω, μα εμένα μου άρεσε. Μου άρεσε πολύ. Αλλά, όπως και στο σχολείο, δυσκολευόμουν να μιλήσω με την κοπέλα που μου άρεσε. Ξέρω, ήμουν αξιολύπητος.

Και, σαν να αντιλήφθηκε ότι ήμουν έτοιμος να της πω να καθίσει μαζί μας, εκείνη ρώτησε: «Μπορώ να κάτσω μαζί σας;»

«Ναι», πετάχτηκα. Συνειδητοποίησα πώς ακούστηκε, οπότε συμπλήρωσα: «Θέλω να πω, μπορεί, έτσι δεν είναι;». Κοίταξα τον Πωλ και τη Μαρία, που με κοιτούσαν και χασκογελούσαν.

Και είπαν ναι.

Και η Σάσα κάθισε. Δίπλα μου.

Η Μαρία ήταν Ιταλίδα. Την είχα γνωρίσει στην αρχή της χρονιάς, ενώ ερχόμασταν στην Αμερική. Είχαμε πάρει το ίδιο αεροπλάνο. Καθίσαμε δίπλα-δίπλα, μιλούσαμε και οι δύο αγγλικά. Διαπιστώσαμε σύντομα πως επρόκειτο να φοιτήσουμε στην ίδια σχολή. Ήμαστε και οι δύο ξένοι -εκείνη Ιταλίδα κι εγώ Έλληνας- σε μια άγνωστή μας χώρα… Ε, δεν ήθελε και πολύ το πράγμα. Ανταλλάξαμε τηλέφωνα και συμφωνήσαμε να κρατήσουμε επαφή, κάτι που κάναμε.

Ήταν όμορφη, μελαχρινή, με αμυγδαλωτά μάτια και μαυρισμένο, μεσογειακό δέρμα. Προτιμούσε τα μαύρα κολάν και τις μακριές μπλούζες. Είχε έντονο ταπεραμέντο και αγαπούσε πολύ το iPhone της, το οποίο είχε σε μια ροζ θήκη. Η Μαρία, επίσης, λάτρευε τη νυχτερινή ζωή της πόλης -είχε μάθει σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα το ενενήντα τοις εκατό των παραλιακών μπαρ του Μαϊάμι- και τον Πωλ. Ναι, τα είχε με τον Πωλ. Από τη δεύτερη ή την τρίτη μέρα που γνωρίστηκαν στη σχολή. Ομολογώ ότι τους βοήθησα λίγο κι εγώ. Με τη Μαρία κάναμε μαζί αρκετές εργασίες. Ήμαστε καλοί φίλοι κι έτσι λέγαμε τα πάντα μεταξύ μας. Οπότε όταν μου είπε ότι της άρεσε ο ψηλός ξανθομάλλης με το τετράγωνο σώμα και τα μπράτσα παλαιστή, που καθόταν πιο πάνω από εμάς στο αμφιθέατρο, κατάλαβα πως είχε πέσει στην παγίδα του κυρίου Έρωτα για τα καλά και, μιας και την έβλεπα πολύ χαρούμενη και άλλο τόσο αλλοπαρμένη, συνέδραμα στην ευτυχία της. Την ενθάρρυνα να πει στον Πωλ τι ένιωθε για κείνον. Να του ανοιχτεί. Και το έκανε, όπως έπραξε κι εκείνος. Σύντομα, έβγαιναν οι δυο τους και η σχέση τους αναπτύχθηκε.

Η Μαρία, από τη μεριά της, ήθελε να μπλεχτεί στα προσωπικά μου και να μου τα φτιάξει με τη Σάσα. Έβλεπε πως, ενώ μου άρεσε, εγώ είχα θέμα στο να της μιλήσω. Τη στιγμή που όταν μιλούσα για το εκάστοτε μάθημα ή για το ποδόσφαιρο ή για την Ελλάδα το στόμα μου πήγαινε ροδάνι, όταν ήταν να εξομολογηθώ στην Σάσα τι ένιωθα, κάτι με συγκρατούσε. Ήταν συστολή, εσωστρέφεια, ντροπαλότητα; Ό,τι και να ήταν, μου την έσπασε μπόλικες φορές στη ζωή μου. Έχασα πολλές ευκαιρίες επειδή φοβόμουν να ξανοιχτώ.

Και τώρα, δεν ήξερα αν θα είχα κάποια άλλη ευκαιρία.

Η Σάσα ακόμα δεν είχε ξυπνήσει. Με τρόμαζε η σκέψη ότι μπορεί να μην ξυπνούσε ποτέ. Δεν είχα προλάβει να της πω όσα είχα να της πω. Παρά τις μπίρες που είχαμε πιει όλοι μας πάνω σ’ αυτό το γιωτ, παρά το ότι απομονωθήκαμε η Σάσα κι εγώ μέσα στην καμπίνα ακριβώς για να μιλήσουμε για εμάς, δεν της είπα τίποτα.

Θυμήθηκα τον Πωλ και τη Μαρία. Πού να ήταν τώρα; Τους είχαμε αφήσει επάνω, αγκαλιασμένους και μεθυσμένους. Σίγουρα έτοιμους να βγάλουν τα μαγιό τους και να κάνουν έρωτα.

Φώναξα: «ΠΩΛ; ΜΑΡΙΑ;»

Κανείς δεν απάντησε.

«ΠΩΛ; ΜΑΡΙΑ;… ΠΩΛ;… ΜΑΡΙΑ;»

Τίποτα.

Ευχήθηκα να μην είχαν πάθει κάτι.

Τότε κατάλαβα κάτι άλλο. Δεν ήμασταν στο πάτωμα, αλλά στο ταβάνι. Το πλοίο είχε αναποδογυρίσει κάποια στιγμή που δεν το αντιληφθήκαμε. Είδα τη λάμπα οροφής λίγα μέτρα μακριά από κεφάλι μου. Το λευκό της φως έβγαινε ακόμα το ίδιο δυνατό.

Άρα, αφού είχαμε γείρει… αφού είχε μπει νερό… Κάπου υπήρχε ρωγμή. Θα μπορούσε, βέβαια, να μπει και από την πόρτα της καμπίνας. Αλλά δεν το θεωρούσα τόσο πιθανό, γιατί το νερό που είχε μπει στην καμπίνα θα έπρεπε να είναι πολύ περισσότερο. Σωστά; Δεν ήξερα πολλά από πλοία και ναυάγια, αλλά…

Ω Θεέ μου, αυτό σήμαινε και ότι ο Πωλ και η Μαρία δεν ήταν πλέον πάνω, αλλά κάτω. Άρα…

Τότε άκουσα τη Σάσα να βήχει. Την είδα να τραντάζεται και να φτύνει νερό. Χωρίς αίμα. Οπότε δεν είχε χτυπήσει πολύ άσχημα. Καλό αυτό.

«Σάσα», της είπα. «Σάσα, με ακούς;»

Άνοιξε τα μάτια της -είδα την κίνηση των βλεφάρων κάτω από τις τούφες των μαλλιών της. «Ναι», ψέλλισε. Έβηξε ξανά. «Τι έγινε;»

«Έχει αναποδογυρίσει το πλοίο. Πέσαμε σε θύελλα». Η οποία μάλλον είχε σταματήσει. Το μόνο που ακουγόταν ήταν ένα ανεπαίσθητο θρόισμα κάπου έξω από το πλοίο. Σταγόνες βροχής, υπέθεσα. Τα κύματα που μας χτυπούσαν δεν ήταν δυνατά, δεν είχαμε πολλά τραντάγματα.

Η Σάσα βόγκηξε. Είπε κάτι στα γερμανικά που δεν το κατάλαβα. Το συνήθιζε όταν ζοριζόταν με κάτι. Μας έλεγε ότι οι βρισιές ακούγονταν καλύτερα στη γλώσσα της. «Μας έχει καταπλακώσει το κρεβάτι», μου είπε στα αγγλικά.

«Ναι».

Τότε πρόσεξε το αίμα που έβγαινε από τα πόδια μου. «Ω Θεέ μου!»

«Μην ανησυχείς. Είμαι καλά». Δεν έπεισα ούτε τον εαυτό μου.

«Χάνεις πολύ αίμα, Μάρκους».

Χαμογέλασα. Μου άρεσε όταν με αποκαλούσε με το όνομά μου. Ξέρω, και loser και ερωτοχτυπημένος. Τραγικός συνδυασμός.

«Πρέπει να… να το βγάλουμε από το πόδι σου, Μάρκους. Πρέπει να δέσουμε το τραύμα». Έκανε να σπρώξει το κρεβάτι, αλλά δεν το κούνησε ούτε εκατοστό. Έβρισε ξανά στα γερμανικά.

«Ίσως αργότερα», της είπα. «Για την ώρα, είμαι καλά».

«Δεν πονάς;»

«Λίγο».

«Δεν είσαι καλός ψεύτης, Μάρκους».

Εμένα μου λες. Ήταν ένας από τους λόγους που είχα κάνει σκονάκι μόνο μια φορά στο σχολείο. Γιατί ο καθηγητής το κατάλαβε και με κοιτούσε για ένα ολόκληρο λεπτό χωρίς να μιλάει και, όταν του είπα ψέματα ότι δεν είχα σκονάκι, χαμογέλασε, πήρε την κόλλα και μου έβαλε ένα ωραιότατο μηδέν. Τα άκουσα για τα καλά από τους δικούς μου μετά.

«Εσύ πώς είσαι;» τη ρώτησα. «Νιώθεις τα χέρια και τα πόδια σου;»

«Όχι τόσο. Πρέπει να έχουν μουδιάσει». Έφτυσε ξανά. «Γαμώτο, Μάρκους, το νερό είναι κατακόκκινο».

«Ναι, το ξέρω».

«Πρέπει να σε βοηθήσω». Την είδα που έκανε μια γκριμάτσα. Το σώμα της άρχισε να τρέμει. Προσπαθούσε να σπρώξει το κρεβάτι. Ή να μετακινηθεί από κάτω του.

Ένιωσα τη σουβλιά στα πόδια μου να μπήγεται πιο βαθιά και να γίνεται τρεις φορές χειρότερη. Ούρλιαξα.

«Συγνώμη», είπε αγχωμένη η Σάσα και σταμάτησε την προσπάθειά της ξανά. «Συγνώμη, δεν… δεν το ήθελα».

Δάκρυα ανάβλυσαν από τα μάτια μου. «Είμαι εντάξει», είπα. Έβηξα και ένιωσα τη μεταλλική γεύση του αίματος στο στόμα μου. Έγειρα και έφτυσα το κοκκινωπό υγρό.

«Συγνώμη, Μάρκους», μου είπε.

Άνοιξα τα μάτια μου. Δάκρυσε κι εκείνη. Θεέ μου, μακάρι να είχα μόνο το καρφί στα πόδια μου. «Δεν πειράζει», της είπα. «Θα βρούμε μια καλύτερη στιγμή για να απεγκλωβιστούμε».

«Ναι», συμφώνησε, αλλά ούτε εκείνη το πίστευε πραγματικά. Με ρώτησε: «Ο Πωλ και η Μαρία;»

«Δεν ξέρω. Φώναξα, αλλά δεν πήρα απάντηση».

«Θεέ μου. Ελπίζω να είναι καλά».

Τα μαλλιά της είχαν μετακινηθεί, επιπλέοντας μες στα αίματα και το θαλασσινό νερό. Το βλέμμα της, πονεμένο και απογοητευμένο, παρέμενε όμορφο. «Κι εγώ», της είπα, ευχόμενος να μην αντιληφθεί ότι δεν το πίστευα ιδιαίτερα.

Για λίγο δεν μιλήσαμε. Απλά κοιταζόμασταν. Απ’ έξω ακούγαμε τις στάλες της βροχής να πέφτουν στο πλοίο. Υπό άλλες συνθήκες, θα ήταν η ιδανική βραδιά για ένα ζευγάρι. Θα ήθελα πολύ να βρισκόμασταν υπ’ αυτές τις άλλες συνθήκες, κι όχι μόνο επειδή τώρα κινδύνευε η ζωή μας.

«Κρυώνω», μου είπε. «Κάνει πολύ κρύο».

«Ναι, κι εγώ». Είχαμε μουλιάσει για τα καλά, ήταν λογικό να παγώνουμε. Εγώ δε, λόγω και του ότι έχανα αίμα κρύωνα πιο πολύ. Το σεντόνι του κρεβατιού είχε πέσει κάπου μακριά από εμάς, ενώ αυτό που κάλυπτε το στρώμα είχε βραχεί. Το ίδιο πάνω κάτω πρέπει να συνέβαινε και με το κρεβάτι που βρισκόταν πίσω από την πλάτη μου.

«Θα έρθει κάποιος να μας σώσει, έτσι δεν είναι;»

Με έπιασε απροετοίμαστο. Δεν ήξερα τι να της πω. Το σκέφτηκα λίγο. Αν της έλεγα ναι και δεν ερχόταν κανείς ή αν αργούσε η βοήθεια, θα με μισούσε. Αν της έλεγα όχι, μπορεί να παρατούσε κάθε προσπάθεια για να σωθεί. Αλλά σκέφτηκα πως ήταν καλύτερα να πιστέψει σ’ ένα ψέμα, παρά να αποδεχθεί την αλήθεια –ή μια πιθανή αλήθεια. «Ναι. Θα μας αναζητήσουν. Τον Πωλ ειδικά, επειδή είναι Αμερικανός. Οι γονείς του είναι πολύ πλούσιοι. Θα βάλουν λυτούς και δεμένους για να τον βρουν. Και εμάς, κατ’ επέκταση».

Με κοίταξε. Ήθελε να το πιστέψει, το έβλεπα. Αλλά δεν τα είχα καταφέρει, δεν την έπεισα. Δεν ήμουν καλός ψεύτης. Όμως, είχε την καλοσύνη να πει: «Ναι, έχεις δίκιο. Θα έρθουν για τον Πωλ και για εμάς». Ίσως ήξερε βαθιά μέσα της πως κι εγώ είχα ανάγκη να πιστέψω πως θα μας έβρισκαν έγκαιρα.

Ξανά σιωπή. Δεν ξέραμε ούτε η Σάσα ούτε εγώ τι έπρεπε να πούμε. Τι υποτίθεται πως συζητούσαν όσοι βρίσκονταν σε τέτοιες καταστάσεις; Τι κάνανε οι πρωταγωνιστές σε ταινίες που ήταν σ’ ένα μισοβυθισμένο πλοίο και δεν μπορούσαν να βγουν; Συζητούσαν κάτι άσχετο. Κάτι για να ξεχαστούν. Ναι, περίπου. Βασικά, έψαχναν τρόπους για να σωθούν, όμως έλεγαν και άλλα πράματα, όπως το τι δουλειά έκαναν, τι τάξη πήγαιναν τα παιδιά, με ποιον έβγαιναν ραντεβού. Και άλλα παρόμοια.

Ωραία. Τι μπορώ να συζητήσω με την Σάσα για να ξεφύγει λίγο το μυαλό μας;

Το προφανές. Για τη σχολή. «Έχουμε εργασία για το μάθημα του Management and Corporations. Ο Λόου θέλει είκοσι σελίδες. Το λιγότερο».

«Ναι, το θυμάμαι. Γιατί βάζει πάντα αυτό τον περιορισμό;»

Καμιά φορά η ζωή μιμείται την τέχνη, σωστά; Ξεκίνησα μια άσχετη συζήτηση κι εκείνη τη συνέχιζε. Για να ξεχαστούμε. «Τον είχα ρωτήσει στην αρχή της χρονιάς και μου είπε πως ήθελε να ξέρει ότι έχουμε επιχειρήματα. Και ότι διατηρούμε την ευφράδειά μας, γι’ αυτό συνεχίζει να ζητάει τουλάχιστον είκοσι σελίδες».

«Στη σχολή στο Μόναχο είχα έναν καθηγητή που θα έκανε παρέα με τον Λόου. Ήταν της ίδιας λογικής. Απλά εκείνος ζητούσε σαράντα σελίδες».

«Την κάθε εργασία;»

«Ναι».

«Σπάσιμο. Αλλά ξέρω και εγώ από αυτά. Και οι δικοί μου καθηγητές έθεταν τέτοια ζητήματα. Επιχειρήματα ήθελαν βέβαια, αλλά μας περιόριζαν και στο όριο των σελίδων». Γι’ αυτό και δε δυσκολευόμουν ιδιαίτερα να συντονιστώ με τα δεδομένα της σχολής εδώ στο Μαϊάμι.

«Τα όρια βοηθάνε».

Εδώ παραξενεύτηκα λίγο. «Τι εννοείς; Γενικά μιλάς ή για τις επιχειρήσεις;»

«Για όλα. Παντού χρειάζονται τα όρια. Στη ζωή, στις επιχειρήσεις, στα σπορ, στην επικοινωνία». Με κοίταξε. «Στα συναισθήματα».

Αυτό ήταν υπονοούμενο;

«Αλλά όχι στον έρωτα», συμπλήρωσε.

Σίγουρα ήταν υπονοούμενο.

Η Σάσα σταμάτησε. Περίμενε. Περίμενε να της πω εγώ κάτι. Ήθελε να κάνω κίνηση.

Και γιατί δεν κάνεις; Αυτό δεν θες; Αυτό δεν ήθελες από τότε που τη γνώρισες;

Ναι, αλλά εδώ; Τώρα; Ήταν κατάλληλη αυτή η στιγμή; Ενώ το πλοίο είχε γείρει και εμείς ήμαστε τραυματισμένοι και εγκλωβισμένοι;

Την κοίταξα. Ακόμα περίμενε. Δεν το ήθελε, αλλά έμμεσα με πίεζε. Έμοιαζε να εξαρτάται η ζωή της από την απάντησή μου. Φυσικά, κάτι τέτοιο δεν ίσχυε. Δηλαδή, αυτό πίστευα. Μια χαρά τα κατάφερνε η Σάσα. Καλύτερα από μένα που ήμουν ανεπρόκοπος -ούτε ένα μπιφτέκι δεν ήξερα να φτιάξω.

Μην είσαι βλάκας, αγόρι μου. Μίλα της. Είναι απλό. Θέλει να της πεις ότι σου αρέσει. Το θέλει. Γι’ αυτό συνέχισε την κουβέντα που άρχισες. Για να φτάσετε σε αυτό το σημείο. Μίλα της, λοιπόν.

Ο λαιμός μου με πονούσε, αλλά κατάφερα να πάρω μια βαθιά ανάσα. Προετοιμαζόμουν να μιλήσω στη Σάσα. Ήταν ανόητο, δεν έπρεπε να δυσκολεύομαι. Οι γονείς μου ήταν και οι δύο δυναμικοί άνθρωποι. Πώς βγήκα εγώ τόσο εσωστρεφής;

«Σάσα…», ξεκίνησα.

Αλλά τότε το πλοίο τραντάχτηκε για τα καλά. Κάτι το χτύπησε απέξω. Άκουσα τη βροχή να δυναμώνει. Ήρθαν κι άλλα χτυπήματα. Απανωτά. Κύματα που έσκαγαν στο σκαρί του σαν γροθιές που πέφτουν στο πρόσωπο.

Η Σάσα φώναξε.

Εγώ ούρλιαξα.

Γιατί το κρεβάτι που είχε πέσει πάνω μας υψώθηκε ελαφρώς για μια στιγμή και μετά κατέβηκε. Και το καρφί μπήκε πιο βαθιά στα πόδια μου. Έβρισα. Όχι στα αγγλικά, αλλά στα ελληνικά. Από τη φόρα που είχα πάρει, δεν σκέφτηκα το νερό και μπόλικο απ’ αυτό το κατάπια. Έβηξα και το έφτυσα και παραλίγο να πνιγώ.

«Μάρκους; Μάρκους, είσαι καλά;» μου είπε η Σάσα.

Έκλαψα. Θεέ μου, πόσο πόναγα. Είδα να αναβλύζει κι άλλο αίμα από την πληγή.

«Μάρκους; Σε παρακαλώ, Μάρκους, μίλα μου».

Δεν μίλησα. Δεν μπορούσα.

«Μάρκους;» Η Σάσα έκλαιγε κι αυτή. «Σε παρακαλώ, μη μου το κάνεις αυτό. Μίλα μου. Μίλα μου, Μάρκους».

Δεν με βοηθούσε έτσι. Έκανε χειρότερη την κατάσταση.

Τότε ήταν που ήρθε ένα ακόμα πιο ισχυρό χτύπημα στο πλοίο. Και μετά άλλο ένα. Ερχόταν κάπου πίσω από την Σάσα. Ήμασταν στον Ατλαντικό εν μέσω θύελλας. Ήταν λογικό…

Το κρεβάτι έφυγε ξανά για λίγο από πάνω μας, σταματώντας την πίεση στο τραύμα μου, όμως ήξερα ότι αυτό που ερχόταν ήταν δεκάδες φορές χειρότερο. Το στρώμα έπεσε και βρήκε το καρφί και το έσπρωξε κι άλλο.

Τα μάτια μου γούρλωσαν και η φωνή μου γέμισε όλη την καμπίνα. Μέχρι που βράχνιασε και ο αέρας στα πνευμόνια μου χάθηκε για ένα δευτερόλεπτο. Με έπιασε κρίση βήχα. Κάπου τότε ήταν που κατάλαβα πως πιθανότατα δεν θα ξαναπερπατούσα ποτέ στη ζωή μου. Κι αυτό με έκανε να μη σταματήσω να κλαίω και να αποδυναμώνομαι.

Μέχρι που κάποια στιγμή έχασα τις αισθήσεις μου.

Όταν ξύπνησα, είχα την κρυφή ελπίδα πως ίσως είχα δει έναν άσχημο εφιάλτη. Όμως ένιωσα αμέσως το αλμυρό νερό που έβρεχε το πρόσωπό μου και τον πόνο στα πόδια μου. Προσπάθησα να αφεθώ και πάλι στα δάκρυα, αλλά δεν μπόρεσα. Έτρεμα σύγκορμος.

Συνειδητοποίησα πως δεν άκουγα τη Σάσα. Την κοίταξα. Έτρεμε κι αυτή και δάκρυζε. Το κορμί της συγκλονιζόταν. Τα μαλλιά της μία έπεφταν μπροστά στα μάτια της και στο σκούρο νερό και μία πίσω της.

Το νερό… Η στάθμη του είχε ανέβει. Τώρα έπρεπε να γυρίσω τελείως προς τα πάνω το κεφάλι μου για να αναπνεύσω. Όσο μπορούσα, δηλαδή, γιατί ο πόνος είχε γίνει αφόρητος. Δεν τολμούσα να κοιτάξω τα πόδια μου. Φοβόμουν μήπως είχε αποκοπεί κάποιο τμήμα τους.

Οπότε στράφηκα ξανά στη Σάσα. Την έβλεπα τόσο δυστυχισμένη, τόσο πονεμένη που ήθελα να αρχίσω να κοπανάω τον εαυτό μου. Τόσο καιρό την ήθελα και τόσο καιρό δεν της είχα μιλήσει, ο ηλίθιος. Και τώρα κινδυνεύαμε να πνιγούμε.

Έκλεισε τα μάτια της για μια στιγμή. Το σώμα της κλυδωνιζόταν πάρα πολύ τώρα.

Δεν μπορούσα να τη βλέπω άλλο σ’ αυτή την κατάσταση. Έπρεπε να πω κάτι, οτιδήποτε. Κι αυτό έκανα. «Σάσα», ξεκίνησα. «Ξέρω πως γνωριζόμαστε αρκετούς μήνες τώρα. Κάνουμε παρέα, βγαίνουμε, διασκεδάζουμε. Διαβάζουμε. Περνάμε αρκετό χρόνο μαζί».

Έβλεπα πως προσπαθούσε απεγνωσμένα να κρατήσει τα μάτια και το στόμα της κλειστά. Διερωτήθηκα αν έκανα καλά που πήγαινα να της πω τι ένιωθα για κείνη. Όμως, δεν είχα κάτι καλύτερο. Όπως είπα, δεν ήμουν συνηθισμένος σε τέτοιες επικίνδυνες καταστάσεις. Ένας εσωστρεφής σπασίκλας ήμουν. Στο σχολείο με κοροϊδεύανε οι νταήδες. Τα κορίτσια μόνο για να αντιγράψουν με ήθελαν –αν με ήθελαν και γι’ αυτό, δηλαδή. Οι δάσκαλοι φυσικά με συμπαθούσαν και μου έλεγαν πως θα προκόψω. Κι εγώ ζήλευα τα άλλα αγόρια που ήταν κουλ και αγκάλιαζαν τα κορίτσια, είχαν δεν είχαν σχέση.

Δεν ήξερα από αυτά. Δεν ήξερα τι έπρεπε να πω στη Σάσα.

Ήξερα μόνο ότι ένιωθα όμορφα όταν ήταν κοντά μου. Ήθελα να της το πω, έστω… έστω και τώρα. Άκουγα τα κύματα να χτυπάνε το πλοίο και τη βροχή να πέφτει στο αναποδογυρισμένο σκαρί. Άκουγα πράγματα να πηγαινοέρχονται μέσα στην καμπίνα και να χτυπάνε σε διάφορα σημεία. Το κρεβάτι πίσω μου ήταν έτοιμο να πέσει πάνω στο άλλο που μας είχε πλακώσει. Το νερό γινόταν όλο και πιο κόκκινο από το αίμα στην πληγή μου.

Κι εγώ ήθελα να εξομολογηθώ τον έρωτά μου στην κοπέλα που βρισκόταν δίπλα μου.

«Σάσα», συνέχισα. «Ξέρεις πόσο πολύ λυπάμαι που δεν είχα… που δεν στο είπα πιο πριν… Αλλά δεν είμαι συνηθισμένος σ’ αυτά τα πράματα… Δεν…», τώρα βρήκα να κολλήσω. «Απλά… ήθελα να σου πω…»

Άνοιξε τα μάτια της. Ήταν βουρκωμένα, αλλά… έκρυβαν τόση προσμονή… Όμως, μου ένευσε αρνητικά. Σαν… σαν να μην ήθελε να ακούσει ό,τι είχα να πω.

Όμως, εγώ το είπα: «Σε αγαπώ, Σάσα. Σε αγαπώ».

Θεέ μου! Γιατί δεν το είχα πει τόσο καιρό; Ήταν τόσο… τόσο απελευθερωτικό….

Η Σάσα δάκρυσε κι άλλο. Έκλεισε τα μάτια της και έκλαψε. Συνέχιζε να νεύει αρνητικά.

«Είμαι ερωτευμένος μαζί σου, Σάσα», της είπα. «Δεν έβρισκα το θάρρος να στο πω, γιατί δεν… Είμαι ένας loser, ξέρεις… Εσωστρεφής… Δεν το ’χω με το να εκδηλώνω τα συναισθήματά μου».

Η Σάσα έκλαιγε και το κορμί της κλυδωνιζόταν και διάφορα πράγματα μετακινούνταν στην καμπίνα και το νερό γινόταν όλο και πιο κόκκινο.

«Σε αγαπώ, Σάσα», ξανάπα. «Σε αγαπώ». Ήθελα να το λέω συνέχεια τώρα.

Αλλά δεν είχα την ευκαιρία.

Γιατί τότε, όταν κοίταξα ξανά τη Σάσα, είδα πως οι κόρες των ματιών της ήταν στραμμένες προς τα κάτω, ενώ το κεφάλι της έγειρε και βυθίστηκε στο νερό. Δεν προσπαθούσε να πάρει ανάσα.

«Σάσα;»

Καμία απάντηση. Το σώμα της, ωστόσο, συγκλονιζόταν ακόμα.

«Σάσα; Μ’ ακούς; Σάσα;»

Οι παλμοί της καρδιάς μου έγιναν πολύ πιο γρήγοροι.

«Θεέ μου! Σάσα, σε παρακαλώ, απάντησέ μου. Μίλα μου, Σάσα».

Τίποτα.

«Όχι, όχι, μη μου το κάνεις αυτό. Σάσα; Σε παρακαλώ, μίλα…»

Τότε κάτι μετακινήθηκε.

Και μετά ένα τριγωνικό κεφάλι εμφανίστηκε πίσω από το κεφάλι της Σάσα και ένα τεράστιο, σκοτεινό μάτι με κοίταξε.

Κι εγώ δεν ξαναμίλησα. Γιατί είδα ένα στόμα με τεράστια ματωμένα δόντια να χαμογελάει.

Ένας καρχαρίας. Θεέ μου. Ένας καρχαρίας… έτρωγε τη Σάσα. Γι’ αυτό εκείνη έσφιγγε τα δόντια και τα μάτια της. Γι’ αυτό μου ένευσε να σταματήσω. Για να… για να μην καταλάβει ο καρχαρίας ό,τι ήμουν κι εγώ εκεί. Η Σάσα… θυσιάστηκε για μένα.

Θεέ μου. Έκλαψα. Αλλά δεν έβγαλα μιλιά. Όσο κι αν ήθελα να ουρλιάξω, δεν το έκανα. Σιώπησα και έμεινα τελείως ακίνητος.

Ο καρχαρίας έμεινε για λίγο ακόμα να με κοιτάζει. Μετά, όμως, μάλλον πείστηκε ότι δεν υπήρχε κάποιος άλλος, γιατί το κεφάλι του εξαφανίστηκε από το οπτικό μου πεδίο. Σύρθηκε στην καμπίνα και εξαφανίστηκε. Δεν άκουγα πια εκείνους τους ήχους. Οι οποίοι προέρχονταν μάλλον από…

Όχι, Θεέ μου, όχι. Δεν μπορούσα ούτε να το διανοηθώ.

Τότε άκουσα κάτι άλλο. Νερό, ορμητικό νερό. Η θάλασσα ορμούσε στην καμπίνα. Η στάθμη ανέβηκε κι άλλο. Κατάλαβα πως το σκαρί μετακινήθηκε προς τα κάτω. Βυθιζόταν κι άλλο.

Δεν μπορούσα πια να πάρω ανάσα. Τα μάτια μου με έτσουζαν από το αλμυρό νερό. Η καρδιά μου κόντευε να εκραγεί στο στήθος μου. Τα πνευμόνια μου με παρακαλούσαν να αναπνεύσω.

Αλλά εγώ θα πέθαινα.

Με το πρόσωπο της νεκρής Σάσα εμπρός μου.

Λίγο πριν χάσω τις αισθήσεις μου, μου φάνηκε πως άκουσα φωνές κάπου ψηλά.

Δεν τέλειωσα τη σχολή. Έφυγα από το Μαϊάμι όταν οι γιατροί έδωσαν το οκέι. Όταν μου είπαν πως ήμουν σε θέση να μετακινηθώ. Δεν περπατούσα, όμως. Ήταν πολύ νωρίς, το τραύμα θα αργούσε να επουλωθεί. Τώρα και για αρκετά χρόνια θα χρησιμοποιούσα αναπηρικό καροτσάκι.

Ήρθαν οι γονείς μου για να με πάρουν. Ήταν τρομοκρατημένοι. Όχι περισσότερο από μένα, βέβαια. Τους ξεκαθάρισα πως πλέον δεν είχα καμιά δουλειά στην Αμερική. Δεν άντεχα να μείνω ούτε λεπτό παραπάνω.

Συμφώνησαν χωρίς πολλά-πολλά.

Όπως έμαθα από το Λιμενικό, ο Πωλ είχε εκπέμψει σήμα SOS, λίγο πριν γείρει το πλοίο. Λόγω της καταιγίδας, όμως, δεν μπορούσαν να ξεκινήσουν. Ήταν πολύ επικίνδυνο, είπαν.

Όταν το άκουσα, έβαλα τις φωνές. Τους μίσησα που δεν είχαν έρθει νωρίτερα. Γιατί μπορεί να μην είχαμε φτάσει ως εδώ. Μπορεί να ζούσαν και οι φίλοι μου. Αλλά μέσα μου παραδέχτηκα πως είχαν δίκιο.

Ο Πωλ και η Μαρία δεν βρέθηκαν ποτέ. Ο αξιωματικός που είχε έρθει να με ενημερώσει, είπε πως ίσως παρασύρθηκαν από τα κύματα.

Μπορεί και να έγινε έτσι. Αλλά εγώ είχα κι άλλη θεωρία για το τι τους συνέβη. Δεν του την ανέφερα. Δεν ήταν τόσο ηλίθιος ώστε να μη το συμπεράνει και ο ίδιος. Οι καρχαρίες αφθονούσαν σ’ αυτά νερά. Απ’ όσο ήξερα, δεν ανήκουμε στη διατροφή όλων, αλλά σε κάποια ναι.

Όσο για τη Σάσα… Του είπα τι είχε συμβεί, αν και, από την έκφραση του προσώπου του, κατάλαβα πως το είχε διαπιστώσει και εκείνος όταν ανέσυραν το πτώμα της.

Δεν πήγα στην κηδεία της Σάσα. Ήθελα να τη θυμάμαι όπως ήταν. Μια χαρούμενη κοπέλα, φίλαθλος και καλή φίλη. Και σωτήρας μου. Μια νεαρή, ζωντανή και υγιής γυναίκα.

Ήταν φίλη μου. Έκανε κάτι που εγώ δεν θα το είχα σκεφτεί ποτέ να το πράξω. Προσπάθησε να με σώσει, ενώ υπέφερε και πέθαινε -λάθος, ενώ τη σκότωναν, ενώ την…

Όχι, δεν μπορούσα να σκέφτομαι τι ακριβώς της είχε συμβεί. Δεν ήμουν αρκετά δυνατός για να το αντέξω. Μου έφταναν οι εφιάλτες κάθε φορά που έκλεινα τα μάτια μου και προσπαθούσα να κοιμηθώ. Το σώμα της Σάσα να τρέμει, οι ήχοι από τα κύματα και τη βροχή, πράγματα που μετακινούνταν μέσα στην δονούμενη καμπίνα, το κρύο, κοκκινισμένο νερό, ο πόνος στα πόδια μου. Και εκείνο το τριγωνικό κεφάλι με το τεράστιο στόμα και τα αμέτρητα ματωμένα δόντια. Έμοιαζε σαν να γελάει, σαν να με ειρωνεύεται. Έβλαπτε τη φίλη μου κι εγώ δεν μπορούσα να τη βοηθήσω. Ξυπνούσα ουρλιάζοντας με το που έβλεπα το μάτι του καρχαρία, μια σκοτεινή σφαίρα που με σημάδευε.

Αλλά που ποτέ δεν με σκότωσε.

Λοιπόν… αυτό χωρούσε πολλή συζήτηση, σωστά; Το ότι «δεν» με σκότωσε. Κατά μία έννοια, με σκότωσε -ψυχολογικά.

Όμως, δεν ανησυχούσα γι’ αυτό. Στο νοσοκομείο είπαν πως χρειαζόμουν ψυχολογική στήριξη. Όχι ότι χρειαζόταν να το πουν. Ήξερα πολύ καλά πως κόντευα να τρελαθώ.

Όπως επίσης ήξερα εξίσου καλά πως μάλλον δεν θα έμπαινα ποτέ ξανά στην θάλασσα. Μου πήρε πολλά. Μου πήρε τα πόδια μου, μου πήρε τους φίλους μου. Μου πήρε τη Σάσα.

Τάκης Κομνηνός

——————————————————————————————————

Σημειώσεις: Το κείμενο αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας και ουδεμία σχέση έχει με την πραγματικότητα.
Θα ήθελα την άποψή σας είτε εδώ, είτε (και) στην σελίδα του TheBluez.gr στο Facebook: https://www.facebook.com/TheBluez.gr
Βρείτε όλα τα κείμενά μου εδώ: https://thebluez.gr/category/anastkom/
Και στον ακόλουθο συνδέσμου όλα τα κεφάλαια της «Εντολής της Κόμισσας», που δημοσιεύονται σε συνέχειες: https://thebluez.gr/category/serials/

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading