,

Θυμάσαι;

“Θυμάσαι την πρώτη φορά που αντίκρισε ο ένας τον άλλον; Πόσα χρόνια έχουν περάσει; Μη μου πεις! Σαν σήμερα ήταν, πριν 61 χρόνια! Στην πλατεία Ομονοίας. Ήσουν μπλεγμένη μέσα στο πλήθος που ζητωκραύγαζε για την Κύπρο κι όμως αμέσως τράβηξες το βλέμμα μου. Θυμάμαι τα μακριά μαύρα μαλλιά σου, θυμάμαι τις σπίθες που πετούσαν τα μάτια σου! Τόση δύναμη σ’ ένα βλέμμα δεν είχα ξαναντικρύσει! Όταν άρχισαν οι φασαρίες, σ’ άρπαξα απ’ το χέρι και τρέξαμε μαζί προς την αντίθετη κατεύθυνση για να γλιτώσουμε. Δεν με ήξερες κι όμως μου κρατούσες το χέρι τόσο σφιχτά! Κρυφτήκαμε σε μια είσοδο πολυκατοικίας και σ’ αγκάλιασα. Κούρνιασες μέσα στα χέρια μου! Κι εκεί… χωρίς να πούμε λέξη, έσκυψα και σε φίλησα. Θυμάσαι;”

Βολεύτηκε κάπως καλύτερα στην παλιά καρέκλα και τα μάτια του ήταν ήδη υγρά…

“Μια εβδομάδα ήμασταν μαζί, όταν σου ζήτησα να με παντρευτείς και να έρθεις μαζί μου στη Θεσσαλονίκη. Δεν σου πήρε πάνω από ένα λεπτό να το αποφασίσεις. Μ’ αγκάλιασες και μου είπες “Θα πάω όπου με πας!” θυμάσαι; Πόσο ευτυχισμένο με είχες κάνει! Θυμάμαι ακόμη το βλέμμα του πατέρα σου, όταν ήρθα στο σπίτι να σε ζητήσω. Με το ζόρι τον κράτησε η μάνα σου, να μη μ’ αρπάξει απ’ το πέτο! Κι όμως… στην πορεία πόσο μ’ αγάπησαν κι οι δυο! Και πόσο τους αγάπησα κι εγώ! Σπάνιοι άνθρωποι! Κι όταν σε πήρα και πήγαμε στη Θεσσαλονίκη, θυμάσαι τη μάνα μου; Έπεσε να πεθάνει! Που μια φορά κατέβηκα στην Αθήνα και με τύλιξε η πονηρή πρωτευουσιάνα! Τι γέλια είχαμε ρίξει οι δυο μας! Θυμάσαι; Γρήγορα όμως κατάλαβε τι θησαυρός ήσουν και σ’ αγάπησε πιο πολύ κι απ’ ότι αγαπούσε εμένα! “Κόρη μου” σ’ έλεγε και πάντα έπαιρνε το μέρος σου όταν καβγαδίζαμε. Όταν πέθανε, έκλαιγες περισσότερο κι από μένα! Τόσο την αγαπούσες!”

Έμεινε για λίγο να την κοιτά στα μάτια. Χαμογέλασε. Άπλωσε το χέρι του κι άγγιξε το μάγουλό της.

“Ήσουν τόσο όμορφη! Είσαι τόσο όμορφη! Τι κι αν δεν κάναμε παιδιά; Είχαμε πάντα ο ένας τον άλλον! Στην αρχή κι εμένα με πείραζε, αλλά δεν στο έδειχνα. Ήξερα πόσο σε πονούσε και δεν ήθελα να σ’ επιβαρύνω κι άλλο. Μέχρι να σε αφήσω, μου ζήτησες! Να βρω μια άλλη να μου χαρίσει οικογένεια! Θυμάσαι; Θαρρείς κι οι δυο μας δεν ήμασταν οικογένεια! Πόσο είχα θυμώσει μαζί σου! Δεν θα σ’ άφηνα ποτέ! Ο κόσμος να γυρνούσε ανάποδα! Δεν το ήξερες;”

Σκούπισε ένα δάκρυ απ’ το μάγουλό της και το ακούμπησε στα χείλη του.

“Γιατί δεν μου μιλάς μάτια μου; Μου είσαι θυμωμένη; Δεν αντέχω να σε βλέπω αμίλητη και βουρκωμένη να με κοιτάζεις! Ποτέ δεν άντεχα να αντικρίζω το βλέμμα σου σκοτεινιασμένο! Πες μου τι σε βασανίζει! Μίλησέ μου!”

Ακούμπησε και τα δυο χέρια του στο κρύο γυαλί του καθρέφτη μπροστά του και η πόρτα που άνοιξε πίσω του, έκανε το κορμί του να ταρακουνηθεί. Γύρισε το κεφάλι του κι αντίκρισε την νοσηλεύτρια να τον κοιτάζει με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος της.

-Πάλι στον καθρέφτη κυρ Αντρέα;

Γύρισε το πρόσωπό του στον καθρέφτη κι είδε πως το πρόσωπο της Ελένης του, είχε εξαφανιστεί. Ταράχτηκε! Θύμωσε που του την έδιωξε!

-Πάντα αυτό κάνεις! Πώς μπαίνεις έτσι; Γιατί ήρθες πάλι;

-Ήρθα να δω αν πήρες τα χάπια σου και αν ξάπλωσες!

Η νοσηλεύτρια τον πλησίασε χαμογελαστή και πήρε απ’ το κομοδίνο το χάπι του κι ένα ποτήρι νερό και του τα έδωσε.

-Πρέπει να το πάρεις. Το ξέρεις!

Ο κυρ Αντρέας την κοίταξε θυμωμένος, πήρε το ποτήρι στο χέρι του και ήπιε το χάπι του.

-Σε λίγο θα κοιμηθείς ήρεμος. Πήγαινε να ξαπλώσεις. Πέρασε η ώρα. Καληνύχτα.

Όταν έκλεισε η πόρτα, ο κυρ Ανδρέας γύρισε το πρόσωπό του στον καθρέφτη. Η Ελένη του δεν ήταν πια εκεί. Έκλεισε το πρόσωπό του στα χέρια του κι άρχισε να κλαίει με λυγμούς. Του έλειπε! Ένας Θεός ξέρει πόσο του έλειπε! Πόσα βράδια έβλεπε το πρόσωπό της στον καθρέφτη του! Πόσα βράδια του κράτησε συντροφιά η μορφή της! Κι ας μη του μιλούσε! Ποτέ δεν του μιλούσε! Ήταν άραγε θυμωμένη που 7 χρόνια τώρα δεν πήγε κοντά της;

Το πρωί βρήκε τον κυρ Αντρέα χωρίς σφυγμό πια στο κρεβάτι του. Το πρόσωπό του ήταν γαλήνιο και χαμογελαστό. Ο καθρέφτης ήταν σπασμένος. Τώρα ήταν πια κοντά της…

Κική Γιοβανοπούλου

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading