,

Θυσία για τον Μέντορα

Η εγκυμονούσα Αγγελική διαπίστωσε πως το βράδυ ήταν αρκετά ζεστό, για να μπορέσει να πεταχτεί μέχρι το γειτονικό μίνι μάρκετ, ένεκα που δεν ήταν κανείς άλλος εύκαιρος -ο Ηλίας, πχ, ο σύντροφός της, είχε υπηρεσία στο αστυνομικό τμήμα, και τον κυρ Μανόλη, που είχε το μίνι μάρκετ δεν ήθελε να τον υποχρεώσει, ηλικιωμένο άνθρωπο.

Οπότε έβαλε τον υπολογιστή σε αναστολή λειτουργίας, ντύθηκε κατάλληλα, άνοιξε την πόρτα και βγήκε. Ευτυχώς, το ασανσέρ ήρθε αμέσως και έτσι σε λίγα δευτερόλεπτα βρισκόταν στο κακοφωτισμένο ισόγειο.

Έξω, η Αγγελική μύρισε χιλιάδες διαφορετικά πράγματα, αλλά πιο πολύ της κέντρισε το ενδιαφέρον ο γύρος και τα άλλα φαγώσιμα που ετοίμαζαν στην παρακείμενη ψησταριά. Έχε χάρη, είπε μέσα της και χαμογέλασε. Έτριψε την κοιλιά της, όπου το αγοράκι της της υπενθύμιζε συνέχεια ότι πρέπει να προσέχει, για να μπορούν σε λιγότερο από ένα μήνα περίπου (και για πολλά χρόνια ακόμα) να τα λένε, να πηγαίνουν βόλτες και όλα αυτά τα ωραία. Αν και, σκεφτόταν συχνά η Αγγελική, ήδη τα λέμε και κάνουμε και μερικά από αυτά που θέλουμε. Όπως κάθε έγκυος με το παιδί της (ή τα παιδιά της), έτσι και εκείνη με τον μικρό είχαν έναν άρρηκτο δεσμό, με σχεδόν μεταφυσικές καταβολές. Βέβαια, όταν έλεγε κάτι τέτοια, ο Ηλίας συνήθως κουνούσε το κεφάλι του και τη δούλευε –για πολύ λίγο, όμως, καθότι κι εκείνη είχε να του πει κάνα δυο πραγματάκια.

Η Αγγελική έριξε μια ματιά στις δύο μεριές του δρόμου. Στις οκτώμισι το βράδυ, συνήθως δεν είχε κίνηση, και η σημερινή βραδιά δε διέφερε ως προς αυτό. Ό,τι οχήματα έβλεπε ήταν ακινητοποιημένα.

Αλλά, για παν ενδεχόμενο, κοίταξε και πάλι το δρόμο, δεν είδε κάποιο όχημα, οπότε…

Τότε, όμως, ήταν που άκουσε τα βήματα. Δεν θα έδινε σημασία, αλλά της φάνηκαν πολύ βιαστικά και, κυρίως, πολύ κοντά της. Γύρισε, ή αυτό προσπάθησε, γιατί δύο χέρια την άρπαξαν. Ο επιτιθέμενος κάλυψε γρήγορα το στόμα της Αγγελικής με ένα βρεγμένο πανί, που διέλυσε τις αισθήσεις του εγκεφάλου της.

Άκουσε τον άντρα να λέει: «Μην ανησυχείς, γυναίκα. Είναι για καλό σκοπό. Είναι για τον Μέντορα».

Μετά σκοτάδι.

Ξύπνησε περισσότερο από την αίσθηση της υπερβολικά έντονης κάψας στο δέρμα της, παρά από τις άγνωστες μυρωδιές του χώρου. Άνοιξε τα μάτια της και αμέσως ένιωσε τα κόκαλα στα άκρα της να βογκούν. Προσπάθησε να τα κουνήσει, όμως δεν το κατάφερε. Έριξε ανησυχητικές ματιές γύρω της και είδε ότι βρισκόταν σε κάποιου είδους εφιάλτη από εκείνες τις ταινίες τρόμου δευτέρας διαλογής που έβλεπε καμιά φορά. Η ίδια ήταν γυμνή, με το δέρμα της να γυαλίζει από τον ιδρώτα, και δεμένη σε ένα κρύο τραπέζι ή φορείο. Πανιά κάλυπταν τα παράθυρα στους δύο τοίχους. Πέρα από τα πόδια της, υπήρχε ένα μαύρο κενό, ενώ δύο μεγάλα κηροπήγια με φωτιά που σιγόκαιγε δεν ήταν αρκετά για να αποκαλύψουν τι υπήρχε εκεί. Δίπλα της, ένα τραπέζι με ένα παλιό βιβλίο (με μια φιγούρα μάγου, ή κάτι τέτοιο, στο εξώφυλλο) και σύνεργα χειρούργου να το περιβάλλουν.

Η Αγγελική κοίταξε αμέσως την κοιλιά της. Δεν είχε αλλάξει κάτι. Αναστέναξε από ανακούφιση. Το παιδί ήταν καλά.

«Ξύπνησες. Ωραία». Πάλι εκείνη η φωνή. Της ήταν αόριστα γνώριμη, αλλά αυτό δεν την έκανε να νιώσει καλύτερα.

«Ποιος είσαι; Τι θέλεις από εμένα;»

«Εγώ δεν θέλω τίποτα από εσένα, γυναίκα. Ο Μέντορας, πάλι, θέλει το παιδί σου. Μια απαραίτητη θυσία, για να έρθει στον κόσμο μας ο υπέρτατος βασιλιάς».

Όχι, όχι, δεν συμβαίνει αυτό. Δεν μπορεί να συμβαίνει αυτό. «Τι; Είσαι τρελός; Άφησε με. Άφησε με και δεν θα πω τίποτα σε κανέναν. Σε παρακαλώ».

«Δεν είναι στο χέρι μου», είπε ο άντρας και ήρθε στα δεξιά της. Ήταν ψηλός, με γκριζαρισμένα μαλλιά, φαινόταν γυμνασμένος και φορούσε καθαρό κοστούμι. Στα ανοιχτόχρωμα μάτια του μπορούσες να διακρίνεις κάτι που είχε χαθεί: τη λογική.

Η Αγγελική χρειάστηκε μόνο μια ακόμα στιγμή, για να καταλάβει ποιος ήταν: ο πάλαι ποτέ γνωστός γιατρός Σεραφείμ Σταυρέλης, τον οποίο αναζητούσε η αστυνομία για πολλαπλές απαγωγές εγκύων γυναικών και ισάριθμους φόνους. Ο Ηλίας μιλούσε συνέχεια για αυτόν, αν και είχαν περάσει τρία χρόνια από την τελευταία επίθεση του Σταυρέλη. Ήταν μια αποτυχία που έπρεπε να διορθωθεί άμεσα, έλεγε.

Η συνειδητοποίηση την χτύπησε κατάστηθα.

Ο Σταυρέλης πήρε το βιβλίο και το άνοιξε. «Μέχρι τώρα, δεν κατάφερα να δώσω στον Μέντορα όσα χρειαζόταν. Και για πολύ καιρό δεν καταλάβαινα το γιατί. Κάτι έλειπε, αλλά εκείνος δεν μου έλεγε. Ήθελε να το βρω μόνος μου. Να φανώ αντάξιος των προσδοκιών του. Αναρωτιόμουν, τι μπορεί να θέλει ο Μέντορας; Ήταν η πιο σημαντική ερώτηση που έπρεπε να απαντήσω».

Η Αγγελική ξεροκατάπιε. Η ζέστη και η γύμνια της και η πιθανότητα χρησιμοποίησης όλων εκείνων των αιχμηρών αντικειμένων στο σώμα της την εμπόδιζαν από το να σκεφτεί καθαρά και από το να διατηρήσει την ψυχραιμία της. Έκλαψε. Βόγκηξε ξανά. Σκέφθηκε τον μικρό που θα αγωνιούσε και αυτός. Ένιωσε το κορμί του να κινείται στα σπλάχνα της.

«Σε παρακαλώ», ψέλλισε. «Σε παρακαλώ, μην μας βλάψεις. Μην κάνεις κακό στο μωρό μου».

Ο Σταυρέλης μίλησε και ήταν φανερό πως δεν της έδινε σημασία. «Τελικά κατάλαβα. Ναι, κατάλαβα. Το λέει και στο βιβλίο. “Σώσε ό,τι αγαπάς”. Να σώσω ό,τι αγαπάω. Συμβολισμός, γυναίκα. Ό,τι αγαπάω. Με άλλα λόγια», άγγιξε την κοιλιά της Αγγελικής, «να δώσω στον Μέντορα ό,τι αγαπάω. Αυτό θέλει, λοιπόν. Κάτι για το οποίο να έχω μια συναισθηματική σύνδεση. Ο μπάτσος με κυνηγάει χρόνια τώρα. Τον μισώ. Αυτό μας συνδέει. Αυτός αγαπάει το μωρό που μεγαλώνει μέσα σου». Χαμογέλασε. «Αυτό συνδέει τον μπάτσο με το μωρό. Άρα, και το μωρό με εμένα».

«Όχι! Όχι, σε παρακαλώ. Όχι!»

Ο Σταυρέλης έκλεισε το βιβλίο. Το άφησε στο τραπέζι και φόρεσε τα γάντια. «Ας μη χρονοτριβούμε».

«Όχι!»

Η Αγγελική δεν ξανάπε άλλη κουβέντα. Μόνο ούρλιαζε.

Ο Σταυρέλης κράτησε στην αιματοβαμμένη αγκαλιά του το αγοράκι, το οποίο είχε αποκόψει εντελώς από την μητέρα του. Χαμογέλασε ξανά και προχώρησε προς τα κηροπήγια και το σκοτάδι.

Έψαλλε.

Και έτεινε το μωρό στο άγνωστο.

Η Αγγελική, που είχε εξαντληθεί και κόντευε να χάσει τις αισθήσεις της, έμεινε ξύπνια, λόγω της μωβ φωτιάς που εμφανίστηκε από το σκοτάδι. Έβλεπε να υλοποιείται κάτι, κάτι σαν μανδύας μάγου από ταινία του Harry Potter. Είδε το μωρό της να απέχει εκατοστά από αυτό. Ήθελε να φωνάξει, αλλά δεν είχε την αντοχή πλέον.

Ο Σταυρέλης έψελνε ακόμα, όταν ακούστηκαν οι σειρήνες. Η πόρτα της παλιάς αποθήκης έσπασε και αστυνομικοί όρμησαν φωνάζοντας.

Μετά ακούστηκαν ήχοι πάλης.

Η Αγγελική έπεσε ξανά σε λήθαργο.

Ο Ηλίας πήρε το μωρό του από τον Σταυρέλη, που τον απομάκρυναν άλλοι αστυνομικοί. Είδε πως ήταν καλά. Δεν έκλαιγε. «Ευτυχώς», είπε και ευχαρίστησε τον Θεό που τους είχε καλέσει έγκαιρα πρώτα ο κυρ Μανόλης, για να τους πει ότι είχε δει έναν άντρα να αρπάζει την Αγγελική και να τη βάζει σε ένα άσπρο βαν, και λίγο αργότερα η γυναίκα που έμενε στο παρακάτω στενό και έτυχε να δει έναν άντρα να βγάζει μια έγκυο όπως-όπως από ένα τυχαίο βαν.

Τύλιξε το μωρό με ένα παράξενο ρούχο που βρήκε πεταμένο και πλησίασε την γυναίκα του. Ήταν κι αυτή καλά, αλλά χρειαζόταν βοήθεια. Αναστέναξε. Είχαν προλάβει.

Τότε, όμως, ήταν που άρχισε να νιώθει το μωρό να τον βαραίνει. Επίσης, το αισθάνθηκε να συσπάται άγαρμπα.

Το κοίταξε.

Και τρόμαξε.

Το αγοράκι μεγάλωνε με αφύσικο ρυθμό. Τα άκρα του μάκραιναν, το στήθος και το κεφάλι φούσκωναν, ενώ τα μάτια του έλαμπαν σε μια αιμοβόρα μωβ απόχρωση.

Ο Ηλίας δεν άκουσε τις κραυγές χαράς του Σταυρέλη, ο οποίος διαλαλούσε ότι επιτέλους τα είχε καταφέρει. Όλη η προσοχή του αστυνομικού ήταν στο μωρό, το παιδί που περίμεναν εναγωνίως με την Αγγελική, έπεσε από τα χέρια του, καθότι πλέον είχε γίνει ένας έφηβος μελαχρινός νέος, γυμνός, εκτός από τον μανδύα που κάλυπτε την πλάτη του. Ήταν γονατισμένος στο βρόμικο πάτωμα, σαν αθλητής που ετοιμαζόταν να τρέξει. Βογκούσε σαν να πονούσε και, απ’ όσο καταλάβαινε ο Ηλίας, πρέπει να τον εξουθένωναν αυτές οι ραγδαίες αλλαγές στη σωματική του διάπλαση, αλλά και στην πνευματική του κατάσταση. Δεν προλάβαινε να περάσει ομαλά από το ένα στάδιο της εξέλιξης στο άλλο, παρά υφίστατο συνεχόμενες παράλογες μεταβολές στην ύπαρξή του.

«Κύριε; Τι στο διάολο συμβαίνει εδώ, κύριε υπαστυνόμε;»

Ο Ηλίας γύρισε και είδε πέντε από τους αστυνομικούς να έχουν πλησιάσει, κρατώντας τα όπλα τους. Φαίνονταν αβέβαιοι, αλλά ο ανώτερός τους ήξερε ότι θα έριχναν με την πρώτη ένδειξη σοβαρής απειλής. Αλλά τι σόι απειλή έχουμε εδώ; αναρωτήθηκε. Δεν ήταν σίγουρος ως προς αυτό, όμως υπήρχε κάτι που έπρεπε να γίνει άμεσα. «Ακούστε με», είπε. «Πάρτε την γυναίκα μου μακριά από εδώ. Επίσης, καλέστε ενισχύσεις και απομακρύνετε τον κόσμο από τους γύρω δρόμους. Μετά επιστρέψτε εδώ, έτοιμοι για μάχη. Τώρα. Τρέξτε!»

Οι ένστολοι υπάκουσαν: δύο εξ αυτών, κάλυψαν την αναίσθητη Αγγελική με μια κουβέρτα και την κουβάλησαν έξω από την αποθήκη, ενώ παράλληλα ένας αρχιφύλακας φώναζε διαταγές στον ασύρματο. Οι υπόλοιποι δύο έμειναν δίπλα στον ανώτερό τους.

«Ποιος είναι αυτός, υπαστυνόμε;» ρώτησε ο ένας τους. «Δεν ήταν εδώ πριν λίγο».

«Ήταν. Αλλά όχι έτσι».

Ο νεαρός είχε ηρεμήσει. Παρέμενε γονατιστός, αλλά απλά ανάπνεε. Δε φαινόταν να πονάει πια. Τα μακριά μαλλιά του κάλυπταν το πρόσωπό του και έσταζαν από τον ιδρώτα. Τα χέρια του ήταν μυώδη, ικανά να αρπάξουν έναν άνθρωπο και να τον στραγγαλίσουν σε δευτερόλεπτα. Η μεταμόρφωσή του είχε πάψει, αλλά αυτό δεν έκανε τον Ηλία να νιώθει καλύτερα –το αντίθετο, μάλιστα.

«Υπαστυνόμε, τον συλλαμβάνουμε ή είναι θύμα;»

«Σημαδεύετέ τον», είπε ο Ηλίας και έβγαλε το πιστόλι του. Όλοι εκείνοι οι τελετουργικοί φόνοι του Σταυρέλη τον είχαν προϊδεάσει εδώ και καιρό ότι ετοίμαζε κάτι πολύ απειλητικό, με μεγαλύτερες προεκτάσεις από αυτές που έθεταν οι περισσότεροι συνάδελφοί του, οι οποίοι έλεγαν πως ο παράφρων γιατρός ήταν ένας ακόμα διεστραμμένος κατά συρροή δολοφόνος και τίποτα περισσότερο. Δεν μπορούσε να τους το εξηγήσει, ήταν απλά μια διαίσθηση για τον υπαστυνόμο, μια από εκείνες τις φορές όπου το ένστικτο επικρατεί των γνώσεων και της λογικής. Και, όπως έδειχναν τα πράγματα, τώρα ήταν μία από αυτές τις φορές όπου το ένστικτο είχε δίκιο.

Ο νεαρός άντρας έκανε να ανασηκωθεί, αλλά οι αστυνομικοί τον πυροβόλησαν.

Χωρίς να καταφέρουν το παραμικρό, πέραν από το να φρικάρουν από αυτό που έγινε: ο άντρας δεν έπαθε κάτι. Ο μανδύας του απορρόφησε τις σφαίρες, δίχως να σκιστεί ή να ακουστεί σάρκα που να προσβάλλεται από πληγές.

Η ηχώ τούς ξεκούφανε, τους ανάγκασε να μορφάσουν και να μισοκλείσουν τα μάτια, όμως επανήλθαν σχετικά γρήγορα στην αποστολή τους, ενώ και άλλοι αστυνομικοί ήρθαν κοντά τους, έτοιμοι και αυτοί για μάχη.

«Υπαστυνόμε;» είπε κάποιος. «Τι κάνουμε τώρα;»

Ο Ηλίας δεν πρόλαβε να απαντήσει, γιατί ο νεαρός σηκώθηκε στο ύψος του, που ξεπερνούσε το ένα και ογδόντα πέντε. Είχε γενειοφόρο πρόσωπο και κορμί που σίγουρα θα γινόταν ποθητό. Αλλά τα μάτια του… Εκεί βρισκόταν όλο το δέος και ο τρόμος που έσφαξε την ψυχή των αστυνομικών. Η μωβ απόχρωσή τους, αλλόκοτη μες στο μισοσκότεινο δωμάτιο, τονισμένη από τις φλόγες στα κηροπήγια δεξιά και αριστερά του άντρα, μαγνήτισε το βλέμμα των πάνοπλων ένστολων, οι οποίοι ανάπνεαν με δυσκολία.

Ο άντρας κοίταξε τον καθένα τους. Παρατήρησε λίγο παραπάνω τον Ηλία.

«Ποιος είσαι;» ρώτησε ο τελευταίος. Υπό άλλες συνθήκες, θα ήταν μια εντελώς χαζή ερώτηση, κυρίως επειδή ο νεαρός με τον μανδύα έμοιαζε πολύ στον Ηλία και την Αγγελική, και ένεκα του ότι ήταν παιδί τους. Μόνο που ο Ηλίας δεν ένιωθε κανένα πατρικό ένστικτο για αυτόν τον άγνωστο άντρα.

«Είμαι ο Μέντορας. Μάγος της Κόλασης». Η φωνή του ήταν απαλή, χωρίς να τη διαποτίζει κανένα ίχνος απειλής. «Και εσύ είσαι ο πατέρας μου».

«Υπαστυνόμε; Τι μαλακίες λέει αυτός;» ρώτησε ένας αστυνομικός.

Ο Ηλίας δεν έδωσε σημασία. Απευθύνθηκε στον Μέντορα: «Δεν είσαι παιδί μου. Υπήρξες, αλλά… Δεν είσαι πια. Δεν ξέρω τι έκανε ο Σταυρέλης, όμως το παιδί που είχα εγώ και η Αγγελική χάθηκε».

Απέξω ακούστηκαν σειρήνες να πλησιάζουν.

«Όπως και να το θέσεις, πατέρα, θα είσαι από τους τυχερούς. Θα ζήσεις αρκετά για να δεις το έργο μου να τελειοποιείται. Θα δεις την Κόλαση να γεννιέται στην Γη, από τα ίδια τα γονίδια της Γης».

«Τι σημαίνει αυτό;»

Ο Μέντορας δεν απάντησε με λόγια. Ο μανδύας του «έκλεισε» γύρω από το σώμα του, εξαφανίζοντάς το από το βλέμμα των αστυνομικών. Έπειτα, τα μάτια του έλαμψαν και κάλυψαν τους ανθρώπους γύρω από τον Μέντορα, οι οποίοι ούρλιαξαν. Όλοι, εκτός από τον Ηλία, που απλά είχε σφαλιστά τα βλέφαρά του.

Όταν χάθηκε η ακτίνα, ο υπαστυνόμος βρέθηκε εν μέσω συγκρούσεων. Οι ίδιοι του οι υφιστάμενοι μάχονταν μεταξύ τους. Χτυπούσαν ο ένας τον άλλο με μανία. Δάγκωναν και χρησιμοποιούσαν τα νύχια τους. Τα όπλα τα είχαν πετάξει. Σύντομα, κάποιοι έμεναν στο πάτωμα, μες στα αίματα και τα διαλυμένα κόκαλα.

«Τι τους έκανες, κάθαρμα;» φώναξε ο Ηλίας. Σημάδεψε ξανά τον Μέντορα. «Πάρε πίσω ό,τι έκανες. Τώρα!»

«Δεν μπορείς να με σκοτώσεις, πατέρα. Το δοκίμασες και απέτυχες». Ο Μέντορας άρχισε να περπατάει. Πέρασε ανάμεσα από τους εμπλεκόμενους και συνέχισε για την έξοδο της αποθήκης.

«Έλα πίσω, καθίκι!» Ο Ηλίας τον ακολούθησε, πυροβολώντας τον μάταια.

Δεν πρόλαβε ο ίδιος να φτάσει στην πόρτα, γιατί η ίδια ακτίνα κάλυψε ξανά το περιβάλλον. Ω, όχι, σκέφτηκε. Όχι, Θεέ μου, όχι!

Δεν το ήθελε πραγματικά, όμως ανάγκασε τον εαυτό του να κοιτάξει. Το ίδιο θέαμα με την αποθήκη, αλλά σε μεγαλύτερη έκταση: αστυνομικοί εναντίον αστυνομικών και αντρών του ΕΚΑΒ, χωρίς άλλα όπλα, εκτός από όσα διέθεταν εκ φύσεως.

«Σταμάτα! Σε παρακαλώ, σταμάτα», φώναξε ο Ηλίας.

«Όχι, πατέρα», είπε ο Μέντορας. «Ζεις μοναδικές στιγμές. Απόλαυσε το μεγαλειώδες έργο μου. Το έργο του γιου σου».

Ο Ηλίας άφησε το όπλο του να πέσει, σαν άχρηστο που είχε αποδειχτεί πως ήταν. Άκουγε τα ουρλιαχτά και τα χτυπήματα των συναδέλφων του. Είδε γροθιές να υψώνονται και να σακατεύουν πρόσωπα, ενώ λαβές πάλης έσπαγαν λαιμούς. Απανωτά. Χωρίς σταματημό. Μέχρι θανάτου.

«Όχι», ψέλλισε. «Όχι», φώναξε. «ΟΧΙ!» ούρλιαξε. «ΣΤΑΜΑΤΗΣΤΕ! ΣΤΑΜΑΤΗΣΤΕ!»

«Είναι ανώφελο, πατέρα», είπε ο Μέντορας και γύρισε προς την πόλη που απλωνόταν πιο πέρα. «Δεν μπορείς να σταματήσεις δυνάμεις ανώτερες από εσένα και κάθε ον στην Γη». Περπάτησε ως το κοντινό ασθενοφόρο και ξερίζωσε τις πόρτες και εισήλθε.

Ο Ηλίας κατάλαβε ποιος ήταν εκεί μέσα και έτρεξε. «Μην τολμήσεις, καθίκι! ΜΗΝ ΔΙΑΝΟΗΘΕΙΣ ΝΑ ΤΗΝ ΠΕΙΡΑΞΕΙΣ!»

Σταμάτησε, όταν είδε τον Μέντορα να βγαίνει έξω με το σκεπασμένο σώμα της Αγγελικής στην αγκαλιά του. Όσο κι αν δεν ήθελε να το παραδεχτεί, όσο και αν τον εξαγρίωνε, έβλεπε το διαβολικό ον να κρατάει με στοργή την λιπόθυμη γυναίκα, και αυτό ήταν κατά κάποιον τρόπο συγκινητικό.

Ο Μέντορας έσκυψε και ακούμπησε στο έδαφος την Αγγελική. Χάιδεψε τα μαλλιά και το δέρμα του προσώπου της. «Μητέρα», είπε. «Θέλω να ξυπνήσεις, μητέρα. Θέλω να δεις τον απόγονό σου να εξουσιάζει τον κόσμο. Τώρα, έλα σε εμένα, μητέρα».

Η Αγγελική πράγματι άνοιξε τα μάτια της και έβηξε. Ένα στιγμιαίο χαμόγελο ήταν έτοιμο να σχηματιστεί στα χείλη της, όμως τα μάτια του Μέντορα την τρόμαξαν. «Θεέ μου… Εσύ;… Εσύ είσαι;…»

«Ναι, μητέρα. Είμαι ο γιος σου».

«Όχι, όχι. Όχι! Εσύ δεν…»

«Εσύ!» ακούστηκε μια άλλη φωνή. «Εσύ είσαι, Μέντορα!»

Ήταν ο Σταυρέλης, που μόλις είχε βγει από ένα περιπολικό. Είχε μια έκφραση έρωτα στο πρόσωπό του, που θα τη ζήλευε κάθε σκηνοθέτης ρομάντζων. Περπάτησε αργά-αργά, με τα χέρια δεμένα μπροστά του, ώσπου έφτασε τον Μέντορα. «Είσαι εδώ. Και είσαι πιο μεγαλόπρεπος απ’ όσο τόλμησα να διανοηθώ ποτέ».

Ο Μέντορας δεν του έδωσε σημασία. Απευθύνθηκε στην Αγγελική: «Είμαι, μητέρα. Είμαι ο γιος σου, και πρέπει να είσαι περήφανη για μένα. Εσύ και ο πατέρας θα ζήσετε για να με δείτε να θριαμβεύω. Να γίνομαι ο δημιουργός της Επίγειας Κόλασης. Όσα ζούσατε μέχρι σήμερα δεν είναι τίποτα μπροστά σε αυτά που επρόκειτο να συμβούν».

Η Αγγελική κούνησε το κεφάλι της. «Όχι. Εγώ δεν… Δεν είναι πραγματικά όλα αυτά. Βλέπω έναν εφιάλτη».

«Όχι, μητέρα. Ζεις και θέλω να με δεις να μεγαλουργώ. Θέλω…»

«Μέντορα», πετάχτηκε ο Σταυρέλης. «Μέντορα, εγώ θα σε υπηρετήσω. Θα σε βοηθήσω σε ό,τι χρειαστείς. Άσε αυτήν την πουτάνα, δεν σου είναι χρήσιμη. Κοίτα την, πόσο αδύναμη είναι».

Ο Σταυρέλης δεν είδε τον Μέντορα να υψώνεται προς το μέρος του και να τον αρπάζει από τον λαιμό. «Αυτό ήταν μεγάλη ασέβεια», είπε ο Μέντορας. «Με διέκοψες, άθλιο ζώο».

«Μα… Μέντορα… με πονάς».

«Πάψε. Εσύ μου είσαι άχρηστος. Είσαι ένα αδύναμο ζώο».

«Εγώ… σε έφερα…»

«Δεν θα ακούσω τίποτα άλλο από εσένα».

Ο Μέντορας πέταξε μακριά τον Σταυρέλη. Το σώμα του γιατρού χτύπησε με δύναμη στον τοίχο της αποθήκης και έπεσε στο έδαφος, όπου έμεινε ακίνητο.

Η Αγγελική, στο μεταξύ, είχε απομακρυνθεί από τον Μέντορα.

«Μητέρα», της είπε, καθώς την έφτανε και τη σταματούσε. Γονάτισε και την σήκωσε, ώστε να σταθεί στα πόδια της. «Κοίταξε». Της έδειξε τους ένστολους που πάλευαν. «Όσοι μείνουν, θα με ακολουθήσουν. Στην πόλη. Και μετά, στον κόσμο. Μέχρι να πεθάνει κάθε ανθρώπινο ον, για να γεννηθεί μετά ως δαίμονας».

Η Αγγελική έκλαιγε. «Λυπάμαι», ψέλλισε, αναφερόμενη στους άτυχους ανθρώπους που υπέφεραν εμπρός της.

Ο Ηλίας είχε ρίξει το κεφάλι και έκλαιγε κι αυτός, νιώθοντας την αδυναμία να τον καταβάλει. Δεν υπήρχε κάτι να κάνει. Είχε να αντιμετωπίσει ένα υπεράνθρωπο τέρας. Οποιοδήποτε όπλο θα ήταν άχρηστο.

«Πατέρα», άκουσε τη φωνή του Μέντορα, «έλα μαζί μας. Έλα, να είμαστε σαν οικογένεια, καθώς ο κόσμος εξελίσσεται».

Πόσο σιχαινόταν να τον αποκαλεί πατέρα… Πόσο αηδίαζε στη σκέψη ότι τα γονίδιά του και της Αγγελικής αποτελούσαν εν μέρει αυτό το τέρας…

«Μπάτσε».

Ο Ηλίας στράφηκε.

«Έλα».

Πλησίασε τον πεσμένο Σταυρέλη. Γονάτισε. Δεν τον άγγιξε, όμως, γιατί το σώμα του γιατρού έμοιαζε εύθραυστο: κάθε κόκαλο σπασμένο. Του ερχόταν να αρχίσει να χτυπάει τον άντρα, αλλά δεν ήθελε να γίνει σαν τους άλλους αστυνομικούς γύρω του. Σίγουρα, όχι απέναντι σε έναν ετοιμοθάνατο.

«Εσείς», ψέλλισε ο Σταυρέλης. «Οι γονείς του. Πρέπει να πεθάνετε, για να πεθάνει και αυτός».

«Τι; Όχι, δεν πρόκειται να γίνει αυτό».

«Τότε ο κόσμος είναι καταδικασμένος».

Ο Ηλίας δεν μίλησε.

«“Save the ones he loves”. Έτσι γράφει στο βιβλίο. Σας αγαπάει. Σας χρειάζεται. Οπότε αν πεθάνετε, θα πεθάνει και αυτός». Έβηξε και έφτυσε αίμα.

«Δεν μπορώ. Η Αγγελική… εγώ…»

«Πρέπει να πεθάνετε. Επίσης, καταστρέψτε και το βιβλίο. Είναι ο μοναδικός τρόπος».

Ο Σταυρέλης δεν είπε κάτι άλλο. Και δεν θα μιλούσε ποτέ ξανά.

Ο Ηλίας σηκώθηκε και όρμησε στην αποθήκη. Είδε έναν αστυνομικό να κουτσαίνει προς την έξοδο, κρατώντας το βιβλίο. «Γαμώτο», είπε. «Αστυφύλακα, δώσε μου το βιβλίο. Είναι διαταγή».

Όπως το περίμενε, ο αστυνομικός δεν του έδωσε σημασία.

«Σε παρακαλώ», προσπάθησε ξανά ο Ηλίας. «Δώσε μου το βιβλίο».

Ο αστυφύλακας απλά συνέχισε, χάνοντας αίμα από το στόμα και τα χέρια του, και με το ένα πόδι να σχηματίζει μια παράταιρη γωνία.

Ο Ηλίας περίμενε να φτάσει ο άλλος κοντά του και μετά του όρμησε. Άρπαξε το βιβλίο και το τράβηξε. Ο αστυνομικός έφερε αντίσταση, οπότε ο Ηλίας αναγκάστηκε να τον χτυπήσει. Τον κλότσησε στα αχαμνά και ο άλλος γονάτισε, όμως δεν άφησε το βιβλίο. Ο υπαστυνόμος αναθεμάτισε και πάτησε το πρόσωπο του κατώτερού του, σπάζοντας τη μύτη του.

Κατάφερε να το πάρει, τελικά. Κοίταξε τριγύρω και είδε τα κηροπήγια με τη φωτιά. Έτρεξε προς αυτά.

«Πατέρα».

Ο Ηλίας σταμάτησε.

«Δεν θέλω να πεθάνω, πατέρα».

Ο Ηλίας στράφηκε προς τον Μέντορα. Είδε ότι κρατούσε την Αγγελική από τους ώμους.

«Δεν θα πεθάνεις», είπε ο υπαστυνόμος και χαμογέλασε. «Απλά θα γυρίσεις εκεί που ανήκεις».

«Μην…»

Ο Ηλίας έριξε το βιβλίο στη φλόγα του ενός κηροπήγιου. Λαμπάδιασε στη στιγμή.

Ο Μέντορας ούρλιαξε και γονάτισε. Μέχρι να καεί και η τελευταία σελίδα, έτρεμε και μαχόταν την αλλαγή που βίωνε.

Η Αγγελική περπάτησε προς τον Ηλία και αυτός έπραξε αντίστοιχα. Αγκαλιάστηκαν και έκλαψαν μαζί.

«Λυπάμαι», της είπε. «Λυπάμαι, μωρό μου».

«Όχι, μητέρα», είπε ο Μέντορας. «Όχι, φύγε μακριά του. Φύγε μακριά του».

«Λυπάμαι», είπε ξανά ο Ηλίας και έβγαλε το δεύτερο πιστόλι που είχε.

Δύο πυροβολισμοί έριξαν κάτω το ζευγάρι.

Ο Μέντορας ένιωσε την καταστροφή που είχε ξεκινήσει με το κάψιμο του βιβλίου να επεκτείνεται στο σώμα του, να του απομυζά όλη την ύπαρξη, και κάθε σκέψη για μεγαλειώδη σχέδια να χάνεται όπως αυτός: σαν σκόνη στοιχειωμένου σπιτιού που σηκώνεται όταν του σπάνε τα τζάμια και ο νυχτερινός αέρας ορμάει μέσα του για πρώτη φορά μετά από εκατοντάδες χρόνια.

Σημειώσεις: Το κείμενο αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας και ουδεμία σχέση έχει με την πραγματικότητα.
Θα ήθελα την άποψή σας είτε εδώ, είτε (και) στην σελίδα του TheBluez.gr στο Facebook: https://www.facebook.com/TheBluez.gr
Βρείτε όλα τα κείμενά μου εδώ: https://thebluez.gr/category/anastkom/
Και στον ακόλουθο συνδέσμου όλα τα κεφάλαια της «Εντολής της Κόμισσας», που δημοσιεύονται σε συνέχειες: https://thebluez.gr/category/serials/

Το κείμενο το εμπνεύστηκα από το «Serpentine Whispers» των HOTH: https://www.youtube.com/watch?v=s8BsorkAHfw&

Φωτογραφία από sebastian del val από το Pixabay

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading