,

Κορώνα στο κεφάλι μου

Αρχές Νοεμβρίου 2020, με καλό καιρό για φθινόπωρο, με λίγη ψύχρα και λιακάδα και παρά την έξαρση του κορωνοϊού σε όλη τη χώρα, όλα προλόγιζαν έναν συνηθισμένο και ήσυχο χειμώνα. Στη δουλειά ήταν μια μέρα όπως οι άλλες και στο μικρό γραφείο, όλοι μασκοφορεμένοι σκύβαμε πάνω από τα κομπιούτερ μας, καταχωρώντας στοίβες από τιμολόγια και χρηματικά εντάλματα.

Το παιδί πήγαινε στο σχολείο, φορώντας όλη μέρα τη μάσκα της. Δεν παραπονιόταν όμως καθόλου, ίσως επειδή με την ρόμπα για το μάθημα της Αισθητικής Αγωγής και τη μάσκα, αισθανόταν πως ήταν μέλος ομάδας ιατρών σε εκπαίδευση εφημερίας. Το μόνο που έλειπε ήταν οι σειρήνες των ασθενοφόρων, τα φορεία να τρέχουν πάνω-κάτω, νοσηλεύτριες να φωνάζουν δεκαπέντε μιλιγκράμ αδρεναλίνης τώρα, καθώς κι άλλα τέτοια ακατανόητα επιστημονικά που άκουγα συνήθως, κάτι αιώνες πριν, στο σίριαλ της Εντατικής με τον Τζορτζ Κλούνι.

Ο σύζυγος, δραστήριος αγρότης και περήφανο τέκνο της Θράκης, ήταν αφοσιωμένος στα χωράφια του, οργώνοντας και σπέρνοντας όλη μέρα πάνω στο ανοιχτό τρακτέρ του.  Άνθρωπο δεν έβλεπε, εξόν από μακριά και με λιγοστές κουβέντες. Ήταν τόσος ο ζήλος του, που παρότι του έλεγα τόσες φορές με ασυναίσθητα μητρικό οίστρο, ζακέτα να βάλεις, είχε ξυλιάσει για τα καλά πριν τελικά το καταλάβει ότι είχε πουντιάσει. Αλλά και πάλι, ένα τσαγάκι θα μου κάνεις, αύριο περδίκι θα είμαι, μου είχε πει. Χρειάστηκε να τον πιέσω να πάει τουλάχιστον την επομένη στον γιατρό μουρμουρίζοντας σαν άξια σύζυγος, είδες που έκανες πυρετό, δεν προσέχεις, τι θα κάνω μ’ εσένα.

Είχα μόλις τελειώσει την σύνταξη σχεδόν εκατό πρακτικών παραλαβής για τιμολόγια συντήρησης υπηρεσιακών οχημάτων, όταν χτύπησε το κινητό μου. Ήταν ο άντρας μου, αλλά δεν παραξενεύτηκα, λογικά θα πήγε στον γιατρό και θα μου πει για τα φάρμακα που του έγραψε, σκέφτηκα ανακουφισμένη που με είχε ακούσει.

«Έλα» άκουσα τη φωνή του πιο σοβαρή από ό,τι συνήθως «πήγα στον γιατρό και μου είπε για πιο σίγουρα να κάνω ένα τεστ για τον κορωνοϊό, επειδή έκανα πυρετό. Δεν ήθελα να πάω στο νοσοκομείο να το κάνω και πήγα σε ιδιώτη εδώ κοντά, έκανα εκείνο το γρήγορο τεστ, το ραπ, το παπ, το πώς το λένε…»

«Rapid test» του είπα μηχανικά μια που ο άντρας μου ποτέ δεν το είχε με τις ξένες λέξεις.

«… ναι, αυτό, βγαίνει σε μισή ώρα το αποτέλεσμα και τελικά είμαι θετικός» κατέληξε ακόμα πιο βαρύς.

«Θετικός;» επανέλαβα σαστισμένη εγώ «σε τι πράγμα;»

«Σε κορωνοϊό, τι άλλο;» μου είπε κάπως ανυπόμονα τώρα «ενημέρωσε τη δουλειά σου κι εγώ θα πάρω το σχολείο της μικρής να τους πληροφορήσω για να πάει σπίτι. Εντάξει;»

«Ναι… εντάξει» είπα μουδιασμένα και έκλεισα το τηλέφωνο.

Μέχρι εκείνη τη στιγμή, η αντίληψή μου για τον κορωνοϊό ήταν πως ναι, είναι μια μορφή ίωσης όπως κι η γρίπη. Μπορεί να είναι σαν απλό κρύωμα, μπορεί και να γίνει πολύ επικίνδυνη σαν πνευμονία για κάποιες περιπτώσεις ιδίως σε ανθρώπους μεγάλης ηλικίας ή ήδη επιβαρυμένους με άλλες χρόνιες παθήσεις. Και ότι γι’ αυτούς μπορούσε να τους στοιχίσει μέχρι και τη ζωή.

Το γεγονός ότι ο κορωνοϊός είχε γίνει για όλους μας μια ρουτίνα καθημερινότητας με τη χρήση της μάσκας, το λούσιμο με αντισηπτικά και την ενστικτώδη τήρηση αποστάσεων, καλλιεργούσε ένα κλίμα έντονης ανησυχίας και άγχους που κατέληγε σε τρόμο για τον αόρατο εχθρό. Δεν θυμόμουν πώς ήμασταν πριν. Ταυτόχρονα όμως, το ότι ήταν η εποχή που στο παρελθόν έτσι κι αλλιώς οι ιώσεις παρουσίαζαν έξαρση, όλο αυτό μου δημιουργούσε σύγχυση. Υπήρχε ο κορωνοϊός, εντάξει, ήταν τρομακτικός με όλες αυτές τις προφυλάξεις που έπρεπε να παίρνουμε, αλλά στην τελική μια ίωση ήταν. Δεν είχαμε να περιμένουμε κάτι διαφορετικό αυτή τη φορά, έτσι;

Ανύποπτη ακόμα, αφού ενημέρωσα την υπηρεσία, πήρα τα πράγματά μου και έφυγα σχεδόν σαν κυνηγημένη, παρότι δεν ήμουν το μοναδικό άτομο που συγκατοικούσε με επιβεβαιωμένο κρούσμα. Είχαν προηγηθεί κι άλλοι, όμως η ρετσινιά «κρούσμα  COVID19» φάνταζε σαν να μόλις μου είχε πει ο άντρας μου ότι είχε κολλήσει λέπρα ή κάτι τέτοιο. Όταν μπήκα στο αυτοκίνητο και τον είδα, παρότι τίποτα δεν έδειχνε ότι νοσεί –εκτός από μια κάποια ατονία και λίγο βήχα– η παγωμάρα της συνειδητοποίησης ότι ο κορωνοϊός είχε κυριεύσει την οικογένειά μου, είχε αρχίσει να με καταλαμβάνει.

Όταν πήγα σπίτι και είδα και την κόρη μου, μου είπε πως έκανε λίγο πυρετό, λίγο έτρεχε η μύτη της, λίγο την τσίμπαγε κι ο λαιμός της. Δεν ήταν μόνο από τον άντρα μου το μέτωπο επομένως, αλλά και από την μικρή μου. Εγώ ωστόσο, ακόμα ήμουν μια χαρά. Δηλαδή τι, αυτό ήταν όλο;  Εντάξει, είπα στον εαυτό μου, πες ότι γριπώθηκαν μαζί, θα τους κάνω τις σουπίτσες και τα τσαγάκια τους και μια χαρά θα πάνε όλα, έτσι;

Λάθος.

Ως το βράδυ της επομένης κράτησε ο ευσεβής πόθος μου, να το παίζω απλά νοσηλεύτρια σε μπαμπά και κόρη. Που σημειωτέον, ήταν σε φάση, σιγά πώς κάνεις έτσι, πέρσι που περάσαμε ίωση χειρότερα ήταν, ποιος κορωνοϊός και κουραφέξαλα; Παρόλα αυτά έπαιρναν υπάκουα τα φάρμακα που είχε γράψει ο γιατρός, αζιθρομυκίνη, αντιβίωση ειδικά για τον κορωνοϊό και τα κλασικά αντιπυρετικά και σιρόπια για τον βήχα. Ο άντρας μου ήδη είχε αρχίσει και τις πλάκες τραγουδώντας άσματα, έχω κορωνοϊόοοοοο-φέρτε φάρμακα να πιώωωωω, προς μεγάλη δυσφορία μου.

Όσο για την μικρή, ήταν την Παρασκευή λίγο πριν κηρυχθεί η δεύτερη γενική καραντίνα και με την ανακοίνωση πως από Δευτέρα τα σχολεία έκλειναν, είχε ήδη τρελά κέφια. Ποιος πυρετός και ποιος λαιμός, όλα πέρασαν μέχρι τη δεύτερη μέρα και την άραζε με πριγκιπική χάρη στον οντά της απολαμβάνοντας το χουζούρι μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες. Στην επικοινωνία μου με φιλικά μου πρόσωπα, ήμουν χαλαρή «εντάξει, την άρπαξαν τα παιδιά εδώ, μικρά και μεγάλα, ναι φυσικά προσέχω, τους έχω από μακριά με το κοντάρι της σκούπας».

Δεν είχα προλάβει να μακαρίσω τον εαυτό μου που μέχρι εκείνη τη στιγμή ήμουν ακμαιότατη με μόνο περιορισμό μια καραντίνα δεκατεσσάρων ημερών, μέσα στην γενικότερη καραντίνα, γιατί με το σούρουπο της δεύτερης μέρας άρχισα να καταλαβαίνω ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Έχοντας τόσο πολύ εμπεδώσει τα επίφοβα συμπτώματα του κορωνοϊού COVID-19, με βασίλισσα την δύσπνοια και λοιπούς ακόλουθους τον πυρετό, τον ξηρό βήχα και την καταρροή που μη βλέποντας κάποιο από αυτά σε μένα, είχα καθησυχαστεί. Την είχα γλιτώσει, έλεγα με το φτωχό μυαλό μου, θα το παίξω νοσοκόμα και μετά πίσω πάλι στην γνωστή καθημερινότητα.

Μόνο που ξαφνικά άρχισα να έχω μια περίεργη δυσφορία, σαν να είχα φάει κάτι και μου είχε χαλάσει το στομάχι. Το φως μου φαινόταν κάπως χαμηλωμένο και άναβα επιπλέον λάμπες. Δεν θυμόμουν κανένα όνειρό μου. Κι οι σκέψεις μου ξεκίνησαν να εκτροχιάζονται αργά, αλλά σταθερά προς μια νοσηρή κατάθλιψη. Καθόμουν στον καναπέ και αισθανόμουν μια ναυτία ολοένα και πιο αυξανόμενη με μια τέτοια δύναμη, όσο μιας εγκύου τα πρωινά. Μόνο που στη δική μου εγκυμοσύνη, δεν είχα κάτι παραπάνω από ελαφριά ανακατωσούρα τον πρώτο μήνα και αυτό ήταν όλο. Προσπαθούσα να ανιχνεύσω κάτι αντίστοιχο και θυμήθηκα πόσο άτρωτη είμαι στη ναυτία της κίνησης: να έχω βρεθεί σε πλοίο που πορευόταν σε πέλαγος με μανιασμένα κύματα, ο κόσμος να παραπατάει κιτρινοπράσινος από την μία άκρη του καταστρώματος ως την άλλη κι εγώ να διασκεδάζω με τις ταλαντώσεις, λες και βρισκόμουν στη ρόδα του Λούνα-Παρκ.

Προφανώς τώρα πληρώνω την ηλίθια έκφραση ευχαρίστησής μου με την σαλεμένη παλινδρόμηση, σκέφτηκα πικρά, όταν ο υπόλοιπος κόσμος άδειαζε αβέρτα τα στομάχια του. Αλλά θα περάσει κι αυτό, πού θα πάει;

Η νύχτα προχώρησε με ολοένα και πιο μαύρες σκέψεις, επαναλαμβανόμενες φράσεις χωρίς νόημα σε μια καταθλιπτική λούπα χωρίς τελειωμό. Κι αυτό ήταν κάτι που μου τράβηξε την προσοχή, μέσα στην αυξανόμενη νάρκη μου. Γιατί η κατάθλιψη ήταν πάντα μια συντροφιά από τα παιδικά μου χρόνια και πήγαινε παρέα με την αναπηρία μου. Μη φανταστείτε κάτι το τρομερό, μια εκ γενετής βαρηκοΐα, που ωστόσο τρόχιζε την αυτοπεποίθησή μου με υπομονή από τη μέρα που είπα την πρώτη μου λέξη, σε ηλικία πέντε χρονών. Ναι, πέντε χρονών. Μετά φυσικά έτρεχα με ταχύτητα υπερηχητικού τρένου και όσο κι αν είχα τη δυσκολία μου στις συζητήσεις, το ξεπερνούσα κι η γλώσσα μου πήγαινε ροδάνι.

Μόνο που κάποιες φορές, από το πουθενά, ιδίως όταν αποτύγχανα σε κάτι, με θυμάμαι να βουλιάζω σε μια θάλασσα Τι-Νόημα-Έχει-Όλο-Αυτό κι ενώ ποτέ κανείς δεν το κατάλαβε, με τραβούσε πίσω για μέρες, ίσως κι εβδομάδες. Όλο και πιο συχνά στην παιδική μου ηλικία, αραιώνοντας όμως όσο μεγάλωνα, ζούσα για χρόνια με αυτή τη φορτική συντροφιά. Ήξερα τα χούγια της, την αδυναμία που προκαλούσε, καθώς επαναλάμβανε κάθε τόσο «μην το παιδεύεις, άστο, δεν μπορείς, δεν έχει σημασία».

Αυτό που ζούσα τώρα όμως, αυτή η μαυρίλα και η μηδενιστική, παρανοϊκή κυριαρχία στο μυαλό μου δεν ήταν αυτή που ήξερα. Για να το πω με μια αντιστοιχία επιστημονικής φαντασίας, ήξερα την κατάθλιψή μου σαν τον Νταρθ Βέιντερ και ξαφνικά έβλεπα στη θέση της μία, που ήταν φτυστή το Άλιεν.

Και μάλιστα ένα πολύ οργισμένο Άλιεν.

Το βράδυ εκείνο βρέθηκα σε έναν εφιαλτικό τόπο, όπου ζοφεροί στοχασμοί συναγωνίζονταν με ένα απίστευτα χαλασμένο στομάχι και μια τάση να αδειάσω τα σωθικά μου, χωρίς ωστόσο αυτό να συμβαίνει ποτέ. Ο ύπνος δεν ήρθε παρά μόνο σαν ολιγόλεπτη αποχαύνωση και μετά άρχισε ξανά το γαϊτανάκι των συλλογισμών, τόσο μίζερων που φάνταζαν σαν τα σκουπίδια που αδειάζει κάποιος στον κάδο των απορριμμάτων. Η ναυτία χτυπούσε κόκκινο και οι ώρες περνούσαν βασανιστικά αργά, χωρίς να φαίνεται κάποια διέξοδος.

Θυμάμαι για μια ελάχιστη στιγμή, μια εικόνα από ένα όνειρο περισσότερο σαν όραμα σε λήθαργο, όπου βρισκόμουν σε κάποια κενή, λασπωμένη έκταση. Κάποιοι άλλοι ρακένδυτοι άνθρωποι, κείτονταν εδώ κι εκεί, χλωμοί κι ανέκφραστοι, προσπαθώντας μονάχα να κλέψει ο ένας από τον άλλο κάτι λερά, γκρίζα φτερά. Το απόλυτο τίποτα.

Ξημέρωσε η μέρα των Ταξιαρχών που, κατά σύμπτωση είναι και η επέτειος του γάμου μας με τον άντρα μου. Εκείνος ήταν πολύ καλύτερα, όπως κι η κόρη μου, εγώ όμως ήμουν ένα χάλι μαύρο και το χειρότερο, δεν ήξερα τι στην ευχή είχα. Γαστρεντερίτιδα δεν ήταν, είχα μόνο την δυσφορία, μπορεί να ήταν συνεχόμενη αλλά δεν ακολουθούσε αυτό που όλοι ξέρουμε. Ίωση δεν ήταν, δεν υπάρχει κάποιο σύμπτωμα γρίπης που να συνδέεται με απίστευτα πεσιμιστικές και αρρωστημένες σκέψεις χωρίς κανένα νόημα. Η αδυναμία πάλι, που είχε αρχίσει να παίρνει τα ηνία με κρυάδες και φουντώματα, μπορούσε να συνταιριάσει με οποιαδήποτε πάθηση, κυριολεκτικά. Ήμουν πελαγωμένη και φανταζόμουν κάθε λογής πιθανές και απίθανες ασθένειες που μπορεί να είχα, σαν υποχόνδρια σε παροξυσμό.

Φυσικά στο σπίτι συνέχιζα να λειτουργώ στον αυτόματο πιλότο. Έκανα το φαγητό που μου ζητούσαν, αλλά δεν το δοκίμαζα ούτε για πλάκα, έπλενα χέρια-πρόσωπο και έβαζα γάντια για να μην αγγίξω πιάτα και ποτήρια που θα χρησιμοποιούσαν κι οι άλλοι. Όταν δεν ξέρεις τι έχεις, η παράνοια γίνεται ακόμη χειρότερη κι εγώ είχα και τη δική της φορτική παρέα, έτσι κι αλλιώς.

Πέρασαν έτσι δύο μέρες και το λάπτοπ μου παρέμενε κλειστό κι αχρησιμοποίητο. Δεν είσαι καλά, συμπέρανε αμέσως ο άντρας μου γιατί ήξερε πως δεν υπήρχε περίπτωση να μην το ανοίξω κάποια στιγμή για να ασχοληθώ με τα χίλια μύρια πράγματα που έχω εκεί μέσα. Βιβλίο δεν μπόρεσα καν να πιάσω, εγώ που ένα βιβλίο πάντα με βοηθά να ξεφεύγω από την πραγματικότητα. Και το καταβροχθίζω πριν καν το καταλάβω απομένοντας κάπως έκπληκτη συνήθως, τι έγινε, τέλειωσαν κιόλας οι εφτακόσιες εβδομήντα επτά σελίδες του; Εκεί όμως που το πράγμα φάνηκε πως ήταν πολύ πιο σοβαρό, ήταν πως δεν είχα πιει καφέ εδώ και τρεις ημέρες. Που αν δεν πιώ καφέ μία φορά τη μέρα, το ένα βλέφαρό μου φωνάζει στο άλλο, έεϊ ξημέρωσε λέμε, για να του απαντήσει αμέσως αυτό, πέντε λεπτάκια ακόμα ρε συ.

Είχα φτάσει πια στην τρίτη μέρα, όταν πια τα παράξενα συμπτώματα άρχισαν να υποχωρούν κι απέμεινε μόνο μια δυσφορία στο στομάχι και η αδυναμία. Άρχισα να παίρνω κι εγώ αζιθρομυκίνη και να ψευτοτρώω κάτι φρυγανιές, κάτι σούπες, λίγο γιαούρτι και καμιά μπανάνα, μη μου ανοίξει καμιά τρύπα στο στομάχι η αντιβίωση από την αφαγία.  Άρχισε να υπάρχει αισθητή βελτίωση, καφέ δεν είχα πιει ακόμα, αλλά ένα βιβλίο άρχισα να το διαβάζω. Με πάρα, πάρα πολύ αργό ρυθμό, αλλά έστω κι έτσι, το διάβαζα. Επέλεξα ένα που δεν είχα και καμιά ιδιαίτερη διάθεση να διαβάσω, ένα ρομαντικό ιστορικό μυθιστόρημα, αντί για κάποιο που ήθελα πάρα πολύ, επειδή ήξερα πως με την πληγμένη ψυχολογία μου δεν θα το ευχαριστιόμουν.

Ναι, κάτι άλλο που πρέπει να ξέρετε είναι μια ιδιαιτερότητά μου: θυμάμαι πάρα πολύ καλά τα βιβλία που έχω διαβάσει σε περιόδους αρρώστιας και τα θυμάμαι πάντα με άσχημο τρόπο. Θα άφηνα να περιμένουν λοιπόν οι αγαπημένοι μου συγγραφείς, μέχρι να ξεπεράσω αυτή την παράδοξη ασθένεια.

Ο κορωνοϊός βέβαια, δεν είχε δείξει ακόμα τα δόντια του.

Το τι έτρωγα ήταν γελοιωδώς λίγο. Έπαιρνα την αντιβίωσή μου μια φορά τη μέρα και μέχρι την έκτη και τελευταία μέρα, όλα φαινόταν καλά, παρότι η αδυναμία μου γινόταν πιο έντονη, ιδίως τα πρωινά και το κεφάλι μου το αισθανόμουν σαν σωληνάριο οδοντόκρεμας που το ζουλάει κανείς για να παίξει. Αλλά γινόμουν καλά, έτσι δεν είναι;

Αμ’ δε.

Με το που τελειώνει η αντιβίωση, από το πουθενά, σηκώθηκε πυρετός. Στην αρχή ήταν σαν ένα φούντωμα κι όταν έβαλα θερμόμετρο ήταν ήδη στα τριάντα εφτά και εφτά δέκατα. Δεν ανησύχησα ιδιαίτερα. Εντάξει, σκέφτηκα, τώρα είπε να δείξει πως είναι κορωνοϊός όλο αυτό, αντί γι’ αυτό το πρελούδιο εξωπραγματικών συμπτωμάτων πριν. Πήρα ένα αντιπυρετικό, χώθηκα στο κρεβάτι μου και έριξα έναν ύπνο που ήταν γεμάτος από μπερδεμένα και μόνο, όνειρα. Ξύπνησα χωρίς πυρετό και με κάποια σχετική ανακτημένη δύναμη. Μέχρι που βρήκα και κάποια διάθεση και έκανα μερικές δουλειές που, λόγω αδυναμίας μου, τις είχα παρατήσει. Ένα σκούπισμα, έβαλα τα πιάτα στο πλυντήριο, έκανα ένα τσάι για να στρώσει το στομάχι, έπιασα την κουβέντα με τον καραντινάτο τον άντρα μου, είδαμε και σειρές στην τηλεόραση που μας άρεσε να βλέπουμε παρέα και όλα ήταν καλά. Το βράδυ, ακόμα χωρίς πυρετό, έπεσα και κοιμήθηκα βέβαιη πια πως ήταν απλώς ο επίλογος της ίωσης.

Το επόμενο πρωί ξύπνησα νιώθοντας κυριολεκτικά ότι πεθαίνω. Έχω περάσει αρκετές φάσεις στη ζωή μου που μπορώ να πω ότι άγγιξα το σημείο χωρίς επιστροφή. Αλλά αυτό ήταν κάτι που για πρώτη φορά βίωνα. Ήταν τόση η αδυναμία μου, που η καρδιά μου χτυπούσε σαν τρελό, ξεκούρδιστο ρολόι και όπου να ‘ταν, ερχόταν και το έμφραγμα. Σαν τσουβάλι με κλεισμένο μέσα του ένα τρομοκρατημένο γατί που έψαχνε κάποιο άνοιγμα να ξεφύγει. Σηκώθηκα τρέμοντας λες και να με είχαν μαυρίσει στο ξύλο. Πήγα στο μπάνιο, έριξα μπόλικο νερό στο πρόσωπό μου, ενώ με το ζόρι στεκόμουν όρθια. Όταν κοίταξα το πρόσωπό μου στον καθρέφτη ήμουν κίτρινη σαν το λεμόνι. Ένα μελαχρινό λεμόνι, αλλά λεμόνι. Και φυσικά, είχα πυρετό. Πήρα άλλο ένα αναβράζον αντιπυρετικό, δεν άντεχα καν να καταπιώ ένα χάπι και σωριάστηκα στον καναπέ με μια αδυναμία που έκαμνε τα μάτια μου να βλέπουν αστράκια.

Μετά από κάποια ώρα ο πυρετός έπεσε και επανήλθα, όχι τόσο δραστήρια βέβαια όπως την πρώτη φορά. Κι άρχισε το παιχνίδι με την μέτρηση του πυρετού. Το θερμόμετρο έλεγε κάθε τόσο, τριάντα εφτά ακριβώς, τριάντα έξι και τρία, τριάντα οχτώ, τριάντα πέντε και εφτά, τριάντα οχτώ και έξι, τριάντα έξι και δύο, τριάντα εφτά και εννιά και πάει λέγοντας. Σερνόμουν με ένα βάρος στο στέρνο, όχι δύσπνοια αλλά μια αδυναμία παραλυτική, το στομάχι ήταν σαν να είχε χωνέψει δεινόσαυρο και είχε φρακάρει. Και φυσικά έτρωγα ελάχιστα, καθόμουν λίγη ώρα στον καναπέ με απλανές βλέμμα με τον άντρα μου να με τσιγκλάει πειράζοντάς με, για να με κάνει να ευθυμήσω, ενώ μου έλεγε «βρε μήπως να σε πάω στο νοσοκομείο;» κι εγώ να αρνούμαι με τόσο σθένος, όσο και μια αρκούδα σε χειμέρια νάρκη «δεν… τρελάθηκα… ακόμη… γίνεται… χαμός… εκεί… μπορεί … να κολλήσω … τίποτα».

Πέρασαν έξι μέρες.  Στα μεσοδιαστήματα που ξυπνούσα, έλεγα ότι πραγματικά, είμαι στα τελευταία μου. Κάθε κίνηση που έκανα ήταν σαν να σήκωνα τσιμεντότουβλα, η αδυναμία μου, συνηθισμένη σε κάθε ίωση που έχω περάσει ήταν για πρώτη και μοναδική φορά, τερατώδης, σχεδόν ένα βήμα πριν μείνω παράλυτη ή κάτι χειρότερο. Έλεγα στα όρια του τρόμου στον εαυτό μου σαν να ήταν πεντάχρονο κοριτσάκι, πάρε μια ανάσα, ναι, έτσι μπράβο, άλλη μία, σιγά-σιγά, βλέπεις, μια χαρά ανασαίνεις, μην πετάγεσαι επάνω, σύρσου με την ησυχία σου και σήκω, ρίξε λίγο νερό στο πρόσωπό σου και ξεκουράσου πάλι, θα περάσει, πού θα πάει, ε;

Ύστερα από ένα πρόχειρο νίψιμο με ταχύτητα βραδύποδα, απλώς ρυμουλκούσα το κουφάρι μου στο κρεβάτι και ξεραινόμουν σε έναν ύπνο σαν αποχαύνωση, όπου οι αλλοιωμένες σκέψεις είχαν αναγεννηθεί πάλι, παίρνοντας τώρα μια κατεύθυνση επιπέδου Κυρίας με τις Καμέλιες.  Κι άρχιζε μια τόσο πομπώδης και τραγελαφική συζήτηση με τον εαυτό μου, μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, που μόνο ένας Φώσκολος θα μπορούσε να την ξεπεράσει.

Αυτά τα δέκατα κι ο πυρετός που ανεβοκατεβαίνει εδώ και εφτά μέρες… το φούντωμα, η αδυναμία, τα ρίγη και οι κομμάρες… μην είναι καμιά φυματίωση;

– Φυματίωση;! Από πού κι ως πού; Για λίγο πυρετό κάνεις έτσι;

Κάνω έτσι γιατί δεν είναι λίγος πυρετός, μέρες τώρα ανεβαίνει και κατεβαίνει το τρενάκι του τρόμου και δεν λέει να σταματήσει.

– Τρενάκι; Του τρόμου; Μα τι λες; Παραλογίζεσαι; Ώρα είναι να μας πεις ότι ακολουθεί και καμιά αιμόπτυση σε δαντελωτό μαντιλάκι για να δέσει το γλυκό.

Ναι, κορόιδευε εσύ… Τόση αδυναμία, εκείνος ο πυρετός που ανεβαίνει τα απογεύματα, τα φλογισμένα μου μάγουλα, οι μελαγχολικές μου σκέψεις για πράγματα που έχασα και δεν θα ξαναβρώ, παιδιόθεν τα είχα τούτα τα συμπτώματα, αν δεν είναι ενδείξεις φυματίωσης, τι είναι;

– Πού τα θυμήθηκες τώρα όλα αυτά;  Μωρό ήσουν ακόμα που είχες αρρωστήσει και η παιδίατρος είχε πει ότι προσβλήθηκες από φυματίωση, λόγω μη παστεριωμένου γάλατος και παρόλα αυτά κατάφερες να θεραπευτείς από μόνη σου, διακόσια τεστ μαντού έφαγες σ’ όλο σου το κορμάκι, όλα αρνητικά, ούτε βουντού να σε είχε κάνει η μάνα σου για να το βεβαιώσει, τώρα σε θυμήθηκε;

Μάλλον δεν την ξεπέρασα την άτιμη την φυματίωση… Κοιμόταν τόσα χρόνια σαν το ηφαίστειο και τώρα έσκασε μύτη… αλλά δεν με νοιάζει για μένα… αν είναι να χαθώ εγώ, της μοίρας μου θα ‘ναι… Εκείνοι όμως, τι θ’ απογίνουν, μου λες; Αυτό σκέφτομαι μόνο…

– Ποιοι καλέ; Τι μοιρολογάς εκεί πριν της ώρας σου;

Ο άντρας μου και το παιδί μου, βέβαια, τι φαντάστηκες; Πώς θα τα βγάλουν πέρα με την πίκρα που θα τους φορτώσω; ΠΏς;

– Α, καλά, ότι έχεις πυρετό έχεις, βαρύ κι ασήκωτο μάλιστα! Μάλλον αυτό φταίει που κάθεσαι και πλέκεις φτηνιάρικα δράματα του Αλέξανδρου Δουμά! Κι αντί να πάρεις τηλέφωνο τον γιατρό να σου γράψει καμιά αντιβίωση, πας και καταπίνεις τα αντιπυρετικά λες κι είναι καραμέλες, άντε μπράβο!

… Λες;…

– Λέω! Άντε, γιατί πολύ σίριαλ Λάμψη έχει γίνει το μυαλό σου και θα κρασάρεις στο τέλος λόγω ευήθειας!

Λόγω… τι;

– Λόγω μαλακίας λέμε, άντε! Θα ξεχάσεις και τ’ όνομά σου σε λίγο. Πάρε τον γιατρό τηλέφωνο!

Με χίλια ζόρια όντως τον πήρα τον γιατρό και μου έδωσε αντιβίωση οπότε, ύστερα από τέσσερις μέρες πια, σήκωσα κεφάλι. Άρχισα να γίνομαι λούτσα στον ιδρώτα όταν κοιμόμουν το βράδυ και το πρωί σερνόμουν όλο και λιγότερο, μέχρι που πια ο πυρετός έπεσε τελείως.

Η καραντίνα είχε τελειώσει κι εγώ ακόμα ξεφυσούσα όταν περπατούσα παραπάνω από πενήντα μέτρα και κουραζόμουν υπέρμετρα ύστερα από μια απλή δουλειά, π.χ. να στρώσω το πάπλωμα στο κρεβάτι. Το να πάω στη δουλειά ήταν σαν να πήγαινα ως πρόβατο στη σφαγή. Συνάχι να είχε ο οποιοσδήποτε στην υπηρεσία, θα μου γινόταν μπούμερανγκ με ποιος ξέρει τι είδους πνευμονία και ποιος με έσωνε μετά από το νοσοκομείο και τις εντατικές. Το γεγονός δε, ότι οι ΜΕΘ έχουν γίνει τόσο δυσεύρετες όσο και οι προ πολλού εξαφανισμένοι δεινόσαυροι, πρόσθετε επιπλέον ανασφάλεια.

Έτσι, είμαι ακόμα σπίτι και σιγά-σιγά παίρνω τα πάνω μου. Όταν επιστρέψω στη δουλειά θα είναι σαν να πηγαίνω στον πόλεμο, με διπλές μάσκες, πλήρη απομόνωση, γάντια και απολυμαντικό στην τσέπη.

Αλλά κυρίως αυτό που θα έχω στο μυαλό μου είναι πως ο κορωνοϊός δεν είναι «άλλη μια ίωση, σιγά μην υπάρχει κιόλας». Μπορεί σε κάποιους –στους περισσότερους το εύχομαι πραγματικά– από όσους τους προσβάλει να είναι πολύ ήπια τα συμπτώματα ή ακόμα καλύτερα να μην έχουν καν συμπτώματα. Σε μερικούς όμως, που τους χτυπά με μεθοδική ευρηματικότητα, είναι σαν να αναβιώνει ο Γκοτζίλα από τα βάθη του ωκεανού και είναι πάρα, μα πάρα πολύ τσαντισμένος. Φέρνει μάλιστα συμπτώματα που δεν μπορεί καν να τα φανταστεί κανείς.

Το χειρότερο είναι ωστόσο, ο φόβος γύρω από τον κορωνοϊό. Ο φόβος που αναβιώνει μέσα σου την αίσθηση που είχαν όσοι τους περασμένους αιώνες, έπεφταν θύματα κάποιας λοιμώδους ασθένειας και ήξεραν ότι ήταν θέμα τύχης να επιβιώσουν. Γιατί δεν υπήρχαν αντιβιοτικά, ούτε εμβόλια. Ο κόσμος τότε αντιμετώπιζε τις ασθένειες όπως οι ζέβρες τα λιοντάρια: συνυπήρχαν ειρηνικά κι αδιάφορα για μέρες, μήνες, χρόνια και ξαφνικά από το πουθενά, πέθαιναν μέσα σε ελάχιστες στιγμές από μια μοιραία στιγμή ατυχίας.

Το να επιβιώσει κανείς από κορωνοϊό είναι σαν να γυρίζει από μερόνυχτα μάχης, που δεν ήξερε αν θα βγει ζωντανός, όχι απλά αλώβητος.

Αλλά ξέρετε κάτι; Κάποια στιγμή τσαντίστηκα κι εγώ. Βουλιαγμένη στη λασπουριά του ονείρου μου, κοιτάζοντας όλους αυτούς τους κακόμοιρους που μάλωναν για τα χαλασμένα φτερά, σ’ αυτό το ζοφερό τοπίο με το συνεχές λυκόφως, τελικά θύμωσα. Θύμωσα με όλο αυτόν τον φόβο του κορωνοϊού, γιατί αυτό με είχε καταβάλει κυρίως, το ότι τώρα δεν ήταν όπως τις άλλες φορές. Η παράνοια και η σύγχυση δημιουργούσαν τα μίζερα σύμπαντα όπου η ζωή απλώς χανόταν χωρίς καμία ελπίδα.

Σήκωσα το κεφάλι. Αργά. Αλλά το σήκωσα. Δεν θα σου περάσει, έλεγα σαν σε επωδό, δεν θα σου περάσει. Στην αρχή ψιθυρίζοντας αδύναμα, μετά επαναλαμβάνοντας ξανά και ξανά, πιο δυνατά. Μέσα από το όνειρο το λυκόφως και η μουντάδα άρχισαν να ξεθωριάζουν μπροστά στο φως του λαμπρού ήλιου. Κι η λασπουριά χάθηκε κάτω από μια ξέφρενη βλάστηση, έναν αναγεννημένο,  πολύχρωμο παράδεισο της Φύσης. Τα βρώμικα φτερά έγιναν φτερούγες, πετάχτηκαν από τα κεφάλια των ανθρώπων και πλανήθηκαν με την μορφή πανέμορφων ερωδιών στο γαλάζιο στερέωμα. Με το βλέμμα των ανθρώπων που έκπληκτοι ξυπνούσαν από εφιάλτη κι ατένιζαν τα πάντα γύρω τους με δέος.

Όλα καλά επομένως. Αργά-αργά, αλλά όλο και καλύτερα. Μόνο που υπάρχουν μερικές εκκρεμότητες, παρ’ όλα αυτά. Όπως ότι δεν έχω πιει καφέ ακόμα.

Κι ότι μου έμεινε, ως παρενέργεια, η Φωσκολική σκέψη που δεν λέει ακόμα να ξεκολλήσει.

Τι εννοείς, Βίρνα, ποιος είναι αυτός ο Φώσκολος, που έχει κλειδώσει στον νου σου τις αρπάγες του, τι σημαίνει, μίλα, μην κιοτεύεις, εξήγησε με θάρρητα, ποιος σε έχει κυριεύσει, σε έχει ποδοπατήσει και το αδύναμο σαρκίο σου σέρνεις γυρεύοντας με απόγνωση την πολυπόθητη σωτηρία;;

… Ώχου, σκάσε πια κι εσύ, λέμε!

The Two Godmothers

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading