,

Να σε αγαπάς!

Τα τζιτζίκια εχθές τη νύχτα, προμήνυαν την αφόρητη ζέστη της σημερινής ημέρας. Νοτιάς και υγρασία έως το μεδούλι. Άπνοια…

Η γιαγιά Ελευθερία, με τα ρόλεϊ τυλιγμένα στα μόλις βαμμένα ιβουάρ μαλλιά της και με ένα διακριτικό περλέ χρώμα στα νύχια που είχε φτιάξει από πολύ νωρίς το πρωί και που πολύ ταίριαζε στα ροζιασμένα της χέρια, έψηνε ελληνικό κουπάτο για εκείνη και την εγγόνα της τη Λένη, την πολυαγαπημένη της. Του γιου της το καμάρι. Ο μύρος και το χρυσάφι της. Όχι δύο φορές παιδί της. Μα τρεις και δεκατρείς και εκατόν τρεις.

Η Λένη της, ήταν το μοναδικό της εγγόνι, αφού η νύφη της είχε επιλέξει να αφοσιωθεί αποκλειστικά στη μικρή και να δώσει όλη της την αγάπη σε εκείνη. Άλλο βέβαια που είχε βάλει λίγο πιο πάνω την καριέρα της. Κανείς φυσικά δεν της πήγε κόντρα. Σήμερα η εγγόνα της έκλεινε τα είκοσι δύο της χρόνια και μαζί με εκείνη, η κυρά – Λευτέρω δύο χρόνια χηρείας. Μεγάλη απώλεια για τον γιό της και για την Λένη της, μα όχι και τόσο για την ίδια. Της το έβγαλε το λάδι. Και την πίστη μαζί. Τριάντα ολόκληρα χρόνια καταπίεσης και γαϊδουρινής υπομονής.

Οι δύο γυναίκες, πήραν τα φλιτζανάκια τους και το γυάλινο μπολ με τα φοντάν από το ξύλινο σκρίνιο, ώσπου τις υποδέχτηκε η ολόλευκη ροτόντα για μια πολύωρη και πολυεπίπεδη κουβενταρία, καθώς είχαν αρκετό καιρό να βρεθούν. Παρέα τους οι γαρδένιες, οι τριανταφυλλιές, οι κρίνοι και το γιασεμί, που ευωδίαζαν όλο το οικοδομικό τετράγωνο.

-Χρόνια σου πολλά ψυχή μου! Όλα τα καλά να σε βρίσκουν πάντα! Μόνο να γελάς!

-Γιαγιά μου, σε ευχαριστώ πολύ! είπε και της φίλησε το ροζιασμένο χεράκι της. Ύστερα έβαλε στριμωχτά δύο φοντάν στο στόμα.

Είπαν πολλά. Για την καινούρια της δουλειά και την παράξενη προϊσταμένη της, για τις διακοπές που ήθελε να κάνει φέτος το καλοκαίρι, πως έμαθε να φτιάχνει μοσχαράκι κοκκινιστό πιο ωραίο κι από της μάνας της κι άλλα χίλια δυο κουτσομπολιά. Έπειτα σκοτείνιασε το πρόσωπό της. Τα θλιμμένα της μάτια, το πόδι που πήγαινε πάνω – κάτω σαν κομπρεσέρ και λίγο η αστάθεια στη φωνή της, άρχισαν να την προδίδουν. Μπορεί η κυρά – Λευτέρω, να μην την είχε γεννήσει, μα δεν την ξεγελούσες εύκολα. Μυρωδιά σε έπαιρνε στα δέκα μέτρα. Σκάνερ. Μα τι να ξεστόμιζε η καημένη η Λένη; Ότι παραμονή των γενεθλίων της έχασε τη γη κάτω από τα πόδια της; Ότι είχε μια καρδιά ραγισμένη κι όπως κάθε ερωτευμένο κορίτσι περίμενε ένα μπουκέτο τριαντάφυλλα από τον καλό της, μα εκείνος για δώρο της έδωσε ένα γερό χαστούκι επειδή είχαν μια διαφωνία όπως όλα τα ζευγάρια; Όχι, δεν ήταν αποκυήματα της φαντασίας της. Κρατιόταν με νύχια και με δόντια μην βρέξει τα μάτια της μπροστά στην αγαπημένη της γιαγιά. Άλλωστε θυμόταν πολύ καλά πόσο οξύθυμος ήταν ο παππούς και ξεσπούσε πάνω στην κυρά – Λευτέρω, είτε με κάνα μπερτάκι, είτε φωνάζοντάς της. Δεν ήθελε να ξύσει τις πληγές και να ξυπνήσει τους καλά κρυμμένους εφιάλτες της.

– Ούτε με τριαντάφυλλο! θα της απαντούσε. Θα έπιανε τα ιβουάρ μαλλιά της και θα τα τράβαγε με μανία. Τα λιγοστά που της είχαν μείνει στα ογδόντα της πια. Θα έπιανε από το μπράτσο τη Λενιώ της και θα την ταρακουνούσε, να κάνει σεισμό το κεφάλι της, να ξυπνήσει. Κι ύστερα θα της φώναζε με όλη της τη δύναμη, σχεδόν με ουρλιαχτά, να φύγει. Να φύγει μακριά του, γιατί κανένας δεν μένει στην μια φορά. Το είχε γευτεί πολύ καλά εκείνη. Άλλο που το άντεξε. Έπειτα θα αγκαλιαζόντουσαν σφιχτά, κλαίγοντας γοερά.

– Ε, σταμάτα βρε Λενιώ μου να καπνίζεις, τώρα το έσβησες! Τα πνευμόνια σου παιδί μου, δεν τα σκέφτεσαι;

Η Λένη προφασίστηκε έντονο πονοκέφαλο και ζήτησε να ξαπλώσει, γιατί πολύ φοβόταν πως θα την πρόδιδε η λαλιά της. Έκρυψε το παυσίπονο που έκανε πως έβγαλε από την τσάντα της κάτω από το μαξιλάρι και έπεσε απαρηγόρητη στο κρεβάτι. Κλείνοντας τα μάτια ερμητικά, κατάφερε να διώξει τους κακούς λογισμούς που από εχθές την διαφεύντευαν. Κατά λάθος αποκοιμήθηκε, βλέποντας ένα πολύ άσχημο όνειρο.

– Παιδί μου, ψυχή μου γιατί μου κλαις; Εδώ είναι η γιαγιά, μην φοβάσαι.

Η Λένη της, σκούπισε τα δάκρυά της με το σεντόνι, άναψε αστραπιαία ένα τσιγάρο κι αφού ρούφηξε τρεις τζούρες χωρίς ανάσα, απόθεσε το κεφάλι της στα πόδια της δεύτερης μαμάς της. Τίποτα δεν τη ρώτησε. Μονάχα άρχισε να χαϊδεύει τα μακριά καστανόξανθα μαλλιά της, όπως έκανε σαν ήταν κοριτσόπουλο. Και ξεκίνησε να της λέει παραμύθια. Όπως άρεσαν στη Λένη της. Τη Χιονάτη να κάνει παρέα με την Κοκκινοσκουφίτσα, την ωραία κοιμωμένη και την Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων δίχως να ζηλεύουν η μία την άλλη. Τον Πινόκιο με κανονική μύτη διότι ο Τζεπέτο σιχαινόταν τα ψέματα και τον κακό το λύκο αρωγό και φιλόζωο με όλα τα πλάσματα του δάσους. Ένοιωσε και πάλι παιδί…

Σαν τελείωσε τα παραμύθια, την πήγε πολύ πίσω. Παιδούλα ακόμη σαν ήταν. Τότε που την έπαιρνε από το χεράκι κι ανέβαιναν στην πλαγιά του βουνού, κόβοντας πότε χόρτα, άλλοτε ανεμώνες κι λίγο μετά έμπαιναν στο εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία, ανάβοντας κεράκια. Ύστερα έβγαιναν έξω και κοίταζαν τον ουρανό.

– Ανέπνεε δυνατά παιδί της πόλης! της φώναζε η γιαγιά Λευτέρω. Να πάρεις οξυγόνο! συνέχιζε να λέει.

Έπειτα εναπόθεταν τα κορμιά τους πάνω στα βράχια κι αγνάντευαν όλη την Αθήνα από ψηλά.

– Γιαγιά, θα μου φτιάξεις πατάτες; Θέλω και ρυζόγαλο. Θα μου κάνεις τα μαλλιά πλεξούδες; Χάιδεψέ με γιαγιά…

Χατίρι δεν της χάλαγε. Τη λάτρευε. Της είχε μεταλαμπαδεύσει την αγάπη της για όλα. Για τους ανθρώπους, για τα ζώα, για τη φύση. Μα το πιο σημαντικό, να αγαπάει τον εαυτό της. Να τον σέβεται, να τον θαυμάζει. Να μην υποκύπτει σε άσχημες καταστάσεις, να λέει ένα μεγάλο όχι όταν κάτι δεν της αρέσει ή δεν θέλει. Να λέει συγνώμη, ευχαριστώ, παρακαλώ. Να βοηθά αυτούς που έχουν ανάγκη. Να αγαπά ανιδιοτελώς. Το λιθαράκι της το είχε βάλει η γιαγιά Λευτέρω.

– Γιαγιά…

– Ηρέμησε παιδί μου, ξέρω… είπε συνεχίζοντας να χαϊδεύει τρυφερά τα μαλλιά της. Ξέρω, είσαι πολύ στεναχωρημένη και ίσως απογοητευμένη τούτη την στιγμή. Μα μπορείς να το αλλάξεις αυτό. Εσύ είσαι η πρωταγωνίστρια του έργου σου, η ηρωίδα του παραμυθιού σου. Ποιό ρόλο θες να έχεις παιδί μου; Είναι μόνο στο χέρι σου.

Το τηλέφωνο χτύπησε, μα η κλήση προωθήθηκε. Είχε τελειώσει ο εφιάλτης της. Κι αν αυτός επέμενε, θα τον τελείωνε ευθύς αμέσως.

– Γιαγιά; Πώς θα καταλάβω αν κάποιος με αγαπά πραγματικά;

– Εγώ σε αγαπώ παιδί μου;

– Υπερβολικά πολύ!

– Και πώς το ξέρεις;

Η Λένη της ήξερε καλά τι θα πει αγαπώ πραγματικά. Το είχε βιώσει, ευτυχώς.

Γιαγιά και εγγονή, κείνη τη φέγγερη βραδιά που φωταγώγησαν τα αστέρια, ξάπλωσαν μαζί στο μονό ντιβάνι χαζεύοντάς τα. Μόνο καλούς λογισμούς έφερνε τώρα στο μυαλό της.

Elle Kos

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading