,

Οι επτά λέξεις

“Δε θα μπορέσεις ποτέ να με καταλάβεις!”.Αυτές οι επτά λέξεις, για ακόμη μια φορά τρύπησαν την καρδιά της σαν σφαίρες. Επτά σημάδια που αιμορραγούσαν, όσα και τα χρόνια που ήταν δίπλα του. Αυτή τη φορά δε θα έκανε τίποτα για να κλείσει τις πληγές. Δεν είχε άλλο τρόπο. Όσες φορές και αν τις μπάλωσε, πάντα εκείνες έβρισκαν τον τρόπο ν’ ανοίγουν.

Αυτές οι εφτά λέξεις, ήταν ο τρόπος του να εκφράσει την ανάγκη του για απομόνωση. Ήταν το μέσο του για να τη διώξει από κοντά του έστω και για λίγο. Όποτε εκείνος έβρισκε τα σκούρα, προσπαθούσε να την κάνει να τον μισήσει, λέγοντας αυτές τις επτά λέξεις. Επτά χρόνια το ίδιο πράγμα. Μα κάθε φορά έκανε λάθος… Δε γινόταν να τον μισήσει! Πώς γίνεται να μισείς κάποιον που αγαπάς; Η απάντηση σ’ αυτή την ερώτηση δεν ερχόταν ποτέ.

Κατέβασε το κεφάλι γεμάτη απογοήτευση και περίμενε μία συνέχεια που είχε μάθει απ’ έξω και ανακατωτά. Μετά από αυτές τις επτά λέξεις, μια σιωπή που της φαινόταν αιώνια, σκέπασε το σπίτι τους. Κανένας δεν μιλούσε. Οι μόνοι ήχοι που ακούγονταν, ήταν η προετοιμασία για το στριφτό του τσιγάρο και τα δικά της νύχια που κροτάλιζαν σχεδόν μηχανικά τη γυάλινη κούπα. Ο καθένας χαμένος στις σκέψεις του. Ο καπνός από το τσιγάρο έκανε ακόμη πιο αποπνικτική την ατμόσφαιρα και η απόσταση ανάμεσά τους μεγάλωνε.

Τον άκουσε ν’ αναστενάζει. Εκείνη ξέρει πως μέσα του γίνεται πόλεμος. Από τη μία θέλει να απομονωθεί και από την άλλη να χωθεί στην αγκαλιά της. Κάθε φορά η ίδια αγωνία. Κάθε φορά η ίδια προσμονή. Τί θα υπερισχύσει. Κανένας δεν μιλούσε, αν και οι δύο ήξεραν την κατάληξη. Εκείνος θα χτυπήσει την πόρτα πίσω του για μια ακόμη φορά και εκείνη θα σπαράξει στο κλάμα, καθισμένη στον λευκό καναπέ του σαλονιού. Επτά χρόνια η ίδια ιστορία. Γραφική και αναμενόμενη.

Αυτή τη φορά όμως, κάτι μέσα της είχε φουντώσει. Με το που άκουσε τις γνωστές επτά λέξεις, τις άφησε να καρφωθούν στην καρδιά της με φόρα. Δεν τις σταμάτησε. Πρώτη φορά! Ανακάθισε και άφησε την κούπα στο τραπέζι.

Άφησε το μυαλό της να ταξιδέψει. Άφησε την ψυχή της να τρέξει επτά ολόκληρα χρόνια πίσω. Μια ζωή σε fast forward. Όταν τον είδε να τρέχει να κρυφτεί απ’ την καταρρακτώδη βροχή και έκανε εκείνη άκρη κάτω από το υπόστεγο για να χωρέσει. Δεν θα ξεχάσει ποτέ το χαμόγελο ευγνωμοσύνης που της χάρισε! Όταν της ανταπέδωσε τη “σωτηρία” του, καλώντας την για έναν ζεστό καφέ. Ούτε που θυμάται πια πόσες ώρες κράτησε εκείνος ο καφές!

Θυμήθηκε τα πρώτα τους νυχτοπερπατήματα πιασμένοι χέρι-χέρι. Το πρώτο τους φιλί μπροστά από το κεφαλόσκαλο του σπιτιού της μερικά βράδια μετά τη γνωριμία τους. Την πρώτη φορά που ένιωσε τα χέρια του πάνω στο κορμί της, αλλά και τη ρίγη του δικού του κορμιού, όταν τα χείλη της ταξίδευαν στο κορμί του.

Ξαφνικά ξεπετάχτηκε στον νου της ο πρώτος τους καβγάς. Όταν εκείνος περνούσε δύσκολα και το μόνο που ήθελε ήταν να εξαφανιστεί. Το έκανε πράξη χωρίς να της το πει! Έχασε τη γη κάτω από τα πόδια της. Δεν ήξερε πώς να τον διαχειριστεί. Ήταν ακόμα ξένοι… Το ξεπέρασαν όμως και προχώρησαν. Προχώρησαν μαζί. Ο ένας δίπλα στον άλλον. Ταξίδεψαν στον κόσμο, γέμισαν εμπειρίες, έκαναν όνειρα. Ζούσαν τις ζωές τους στο έπακρο και μαζί, αλλά και χώρια.

Μετά από καιρό έκαναν την εμφάνισή τους οι επτά λέξεις. «Δεν θα μπορέσεις ποτέ να με καταλάβεις!». Όταν έκλεισε πρώτη φορά πίσω του την πόρτα, εκείνη ένιωσε τον κόσμο της να καταρρέει. Πάντα η πρώτη φορά είναι πιο δύσκολη! Αργότερα έμαθε και συνήθισε. Όταν εκείνος ένιωθε τον κόσμο του να μικραίνει και να τον τραβάει μαζί του, αυτές οι επτά λέξεις ήταν η παρηγοριά του. Για εκείνη όμως ήταν το μαρτύριό της, το οποίο το υπέμενε στωικά γιατί τον αγαπούσε.

Όταν της έλεγε ότι την αγαπάει, τίποτα δεν είχε σημασία. Ήξερε πως είχε δίπλα της έναν άνθρωπο που κουβαλάει τον δικό του σταυρό. Ένα πλάσμα με αδυναμίες, φοβίες και ανασφάλειες. Ένα μικρό αγόρι που έκλαιγε στην αγκαλιά της και την χρειαζόταν. Της το έδειχνε με πράξεις. Όλα της τα έδειχνε! Πορευόταν με έναν σύντροφο που η καρδιά του όσο φωτεινή και μεγάλη είναι, άλλο τόσο είναι επιρρεπής στα σκοτάδια της.

Και όταν έρχονται αυτά τα σκοτάδια, τον παίρνουν και εκείνον μαζί του. Χάνεται στις σκέψεις του, απομονώνεται και πιστεύει πως μπορεί να τα καταφέρει όλα μόνος του. Λες και εκείνη δεν υπάρχει πουθενά και αυτό την πονούσε περισσότερο. Δεν θα το άφηνε ξανά στην τύχη του…

«Εγώ δε θα μπορέσω ποτέ να σε καταλάβω;». Πρώτη φορά στα επτά χρόνια απάντησε. Εκείνος γύρισε και την κοίταξε παραξενευμένος. «Εγώ δε θα μπορέσω ποτέ να σε καταλάβω; Εγώ που είμαι δίπλα σου τόσα χρόνια; Εγώ που ποτέ δεν αντέδρασα στα σκοτάδια σου, αλλά ίσα-ίσα τα αγκάλιασα και τα αποδέχτηκα; Είναι κομμάτι σου. Πώς μου λες λοιπόν, πως δε θα μπορέσω ποτέ να σε καταλάβω; Εγώ ποτέ δεν έφυγα. Ποτέ δεν έκλεισα πίσω μου καμία πόρτα. Το μόνο που έκανα ήταν να σε αγαπάω και να σε στηρίζω. Δε σε άφησα ποτέ μόνο, γιατί ξέρω πως όσο κι αν πονάς, θα το ξεπεράσουμε μαζί. Δύο άνθρωποι είναι καλύτεροι από έναν! Αλλά να σου πω κάτι; Ίσως εσύ να μην μπορέσεις ποτέ να με καταλάβεις, για αυτό και θα φύγω εγώ αυτή τη φορά. Δεν αντέχω να το περάσω όλο αυτό ξανά. Δεν αντέχω να με πετάς στα δύσκολα. Δεν είμαι μόνο για τα εύκολα. Δεν αγαπάς μόνο στα εύκολα. Όταν το συνειδητοποιήσεις, ξέρεις πού θα με βρεις!».

Μόλις ολοκλήρωσε όσα είχε να πει, σηκώθηκε από τον καναπέ και κατευθύνθηκε προς την πόρτα. Μέσα της ήξερε πως εκείνος δε θα αντιδρούσε. Θα την άφηνε να φύγει και όταν ένιωθε έτοιμος θα την έψαχνε…  Λίγο πριν κλείσει την πόρτα, άκουσε τη φωνή του.

«Δεν θέλω τα σκοτάδια μου να ρουφήξουν και σένα. Δεν θέλω να πληγώσω κάτι που αγαπάω τόσο πολύ. Εγώ φεύγω γιατί είμαι αδύναμος,  αλλά αν φύγεις εσύ, ξέρω πως δεν θα καταφέρω. Μείνε… Είσαι η δύναμή μου…».

Όταν την έκλεισε στην αγκαλιά του, ήξερε βαθιά μέσα της ότι βρισκόταν στο σωστό σημείο με τον σωστό άνθρωπο.

Κατερίνα Μοχράνη

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading