, ,

Ο γιος του Ήλιου ΙV

Προηγούμενο

 

Το να περνάς μπροστά από αυτές τις μαγευτικές παραλίες και τις μυστηριακές σπηλιές και να μην μπορείς να γευτείς την ομορφιά τους είναι εκνευριστικό, σκεφτόταν η Δανάη. Τα χρώματα της γης άλλαζαν συνεχώς, όπως και τα χρώματα της θάλασσας. Το ιστιοπλοϊκό άραξε στ’ανοικτά, μπροστά τους υψώνονταν ψηλός γκρεμός, ωχρά ηφαιστειογενή βραχάκια είχαν εγκλωβιστεί στο σαθρό υπόλευκο πέτρωμα του, ενώ στη ρίζα του γκρεμού χαϊδευόταν η θάλασσα που φορούσε ένα δελεαστικό γαλαζοπράσινο φόρεμα. Μια παρέα νεαρών που φώναζε και γελούσε δυνατά κολυμπούσε μπροστά από τον γκρεμό όπου μια χαρακιά στη γη κατέληγε σε μια σπηλιά, ενώ πιο δίπλα υπήρχε μια αψίδα. Σαν περάσεις την αψίδα βρίσκεσαι σε μια μακρόστενη λωρίδα γαλαζοπράσινων νερών περιτριγυρισμένη με ψηλούς απότομους γκρεμούς που καταλήγει σε μια μικρή αμμώδη παραλία με δυο αβαθής σπηλιές, την παραλία Παπαφράγκα.

Η μαγεία του τόπου σε συνεπαίρνει. Η Δανάη κολυμπούσε στον προστατευμένο κόρφο προσπαθώντας να αιχμαλωτίσει στη μνήμη της την ομορφιά του. Τα βράχια που υψώνονται δεξιά και αριστερά της σαν καστρότειχος έχουν χαραγμένα στο μαλακό πέτρωμα ονόματα και καρδιές των ζευγαριών που έχουν επισκεφτεί τη ζεστή αυτή αγκάλη. Άλλοτε καταφύγιο των πειρατών, σήμερα καταφύγιο των ερωτευμένων. 

Η Δανάη έκατσε στα ρηχά, τράβηξε τα πόδια της στο στήθος της τυλίγοντας τα με τα χέρια της κι ακούμπησε το πηγούνι της στα γόνατα της. Ο Φαέθων ήρθε κολυμπώντας δίπλα της κι έκατσε μπρούμυτα. Το νερό σχημάτιζε μια λεπτή, εύθραυστη κρούστα που αντανακλούσε τα χρώματα τ΄ουρανού και των γύρω  βράχων τα οποία αναμειγνυόταν με  τους τόνους του σμαραγδί και τύλιγαν τη γυμνή ηλιοκαμένη σάρκα των κολυμβητών. Η Δανάη ρουφούσε τον ζεστό ήλιο και την ομορφιά του τόπου σαν πεινασμένη πεταλούδα που μόλις βγήκε από το κουκούλι της απομόνωσης της, ήθελε να τεντώσει τα φτερά της και ν’αρχίσει την εξερεύνηση προτού βουτήξει ξανά στο γλυκό νέκταρ της θάλασσας. Πίσω της ένα στενό απότομο μονοπατάκι κατέβαινε ως τη μικρή παραλία. Όταν ένιωσε το κορμί της να ‘χει μουλιάσει για τα καλά ξεκίνησε για εκεί. Τα πετραδάκια της πονούσαν τα πόδια, αλλά δεν  πτοήθηκε. Ανέβηκε στην κορυφή όπου βρισκόταν μερικά αμάξια παρκαρισμένα και προχώρησε κατά μήκος του γκρεμού παράλληλα με τη στενή σμαραγδί λωρίδα. Συνεπαρμένη από το θέαμα δεν άκουσε τα βήματα πίσω της και στο άγγιγμα που ένιωσε στον ώμο της η ανάσα της κόπηκε και γύρισε ξαφνιασμένη. Ο Φαέθων της χαμογέλασε αχνά «Δε με κατάλαβες;» τη ρώτησε. Εκείνη κούνησε αρνητικά το κεφάλι της κι εκείνος της χαμογέλασε απολογητικά σφίγγοντας τα χείλη του αστεία.

«Τι είναι εκεί;» τον ρώτησε δείχνοντας του ένα περιφραγμένο χώρο πιο δίπλα. 

«Η Φυλακωπή, προϊστορική πόλη, γνωστή για το εμπόριο οψιδιανού. Ο οψιδιανός…» 

«Είναι μια μαύρη, υαλώδες πέτρα που έφτιαχναν τα εργαλεία τους» συνέχισε τη φράση του κι εκείνος της έγνεψε ευχαριστημένος.

«Μπορούμε να μπούμε;» Εκείνος κούνησε ελαφρά το κεφάλι του αρνητικά «Μπα, όλο έργα κάνουν. Δεν το ΄χουν φτιάξει. Υπάρχει ένα μεγάλο κυκλώπειο τείχος και μέρος της πόλης έχει κατακρημνιστεί χιλιάδες χρόνια τώρα». Αυτό της υπενθύμισε ότι βρισκόταν πολύ κοντά στον γκρεμό και είχαν πια φτάσει στην στενή αψίδα που έκρυβε το μέρος από τη θάλασσα. Ο Φαέθων περπάτησε ήρεμος πάνω της, η Δανάη τον κοίταξε επιφυλακτική και κατανικώντας το ένστικτο επιβίωσης της τον ακολούθησε. Η θέα από εκείνο το σημείο είναι απίστευτη.

 

Οι γαλαζωπές σκιές πήραν να μακραίνουν και το νερό σκιάστηκε από το ψηλό γκρεμό έτσι όπως είχε πέσει χαμηλά ο ήλιος. Η Δανάη επέστρεψε απρόθυμα στο σκάφος. 

«Δεν είναι φανταστικό μέρος;» της είπε η Χρύσα που επιτέλους είχε ξεκολλήσει για λίγο από τον Στέφανο, πιάνοντας την από τους ώμους. Δεν περίμενε απάντηση, έφυγε προς το μπροστινό μέρος του σκάφους για να μαζέψει την άγκυρα.

 Η Δανάη έκανε ένα ζεστό μπανάκι φόρεσε ένα λινό παντελόνι και μια μαρινιέρα και βγήκε να κάτσει στο εξωτερικό σαλονάκι, τώρα οδηγούσε ο Φαέθων και η Χρύσα με τον Στέφανο είχαν εξαφανιστεί. Κοιτούσε την πολύχρωμη ακτογραμμή αφηρημένη. Ξαφνικά τινάχτηκε πάνω και με μεγάλα βήματα κατευθύνθηκε στην καμπίνα της, άνοιξε την τσάντα της και τράβηξε το κινητό της, που το ‘χε ξεχάσει αφόρτιστο και είχε κλείσει παρόλο που το είχε βάλει σε λειτουργία πτήσης. Αναθεμάτισε την αφηρημάδα της και αρπάζοντας τον φορτιστή βγήκε για να ρωτήσει που μπορεί να το φορτίσει.

 Είχαν φτάσει στο λιμάνι των Απολλωνίων και άραζαν, όταν άνοιξε επιτέλους το κινητό της, που άρχισε να κουδουνίζει σαν τρελό. Φρίμαξε εκνευρισμένη, έντεκα κλήσεις από τη μάνα της μόνο, εφτά κλήσεις από τον Μαρκ και ευτυχώς μόνο δύο από το γραφείο. Μπήκε στο μαιλ της και εκεί τα πράγματα δεν ήταν καλύτερα. Γύρω της οι άλλοι τριγύριζαν, δένοντας, φωνάζοντας εντολές και επιβεβαιώσεις και μιλώντας φωναχτά. 

 

«Δεν ξέρω για σας, αλλά εγώ πεινάω σα λύκος!», αναφώνησε η Χρύσα την ώρα που πατούσαν το πόδι τους στην προβλήτα. Η παρέα της συμφώνησε και μιλώντας ζωηρά περί ανέμων και υδάτων βολτάρισαν χασκογελώντας στο μικρό γραφικό λιμανάκι, ώσπου ν΄αποφασίσουν να καθίσουν σ΄ένα ταβερνάκι. Η Δανάη ένιωθε πολύ χαρούμενη, ούτε ξέρει πόσο καιρό είχε να νιώσει έτσι, ανέμελη, με καλή παρέα και κάνοντας πράγματα που έκαναν οι συνομήλικοι της. Κοίταξε ένα γύρω τα χαμογελαστά πρόσωπα. Θα μπορούσε να συνηθίσει αυτή τη ζωή και να μην επιστρέψει ποτέ πια στο μουντό Λονδίνο, σκεφτόταν, όταν η ξαφνική ερώτηση της Χρύσας την έκανε να κρεμάσει το σαγόνι της.

«Λοιπόν!», τη ρώτησε ανυπόμονα η Χρύσα. 

«Τι λοιπόν;», έκανε σιγανά η Δανάη προσπαθώντας να βρει την αυτοκυριαρχία της και σφίγγοντας το στόμα της. 

«Λοιπόν, θα μου πεις πως στο καλό έγινες φίλη της Εύης»

«Ποιας Εύης;», ρώτησε η Δανάη προσπαθώντας να κερδίσει χρόνο. 

«Της Φακινού, καλέ ποιας Εύης! Μπα!». Η Δανάη ρούφηξε κοφτά αέρα καθώς ένιωσε όλο της το κορμί να σφίγγεται στ΄άκουσμα του ονόματος. Μια μόνο ερώτηση κουδούνιζε μέσα στο μυαλό της που της ξέφυγε δυνατά «Το θέμα είναι που ξέρεις εσύ, την Εύη;» της  είπε τονίζοντας το εσύ. 

«Εγώ;» χαχάνισε η Χρύσα «Καλέ με την Εύη γνωριζόμαστε χρόνια. Ήμασταν συμμαθήτριες και κάποιο διάστημα κάναμε στενή παρέα! Εσείς πώς κολλήσατε, ήσασταν συμφοιτήτριες;», ρώτησε η Χρύσα και τα μάτια της άστραψαν από πονηριά. Η Δανάη απέφυγε να την κοιτάξει και πήρε να σκαλίζει το πιάτο της.

«Ναι», είπε ξερά. 

«Πάντως δε θα το πίστευα με την καμία ότι εσείς οι δύο είστε φίλες!» 

Καλά κάνεις και δεν το πιστεύεις, σκέφτηκε συγχυσμένη η Δανάη.

«Αα, ένα καραφάκι ακόμα!», είπε η Χρύσα και γύρισε ν΄απαντήσει σ΄ένα σχόλιο του Στέφανου που τις κοιτούσε νευρικός αφήνοντας τη Δανάη χωμένη στις σκέψεις της.

Τι στο καλό γίνεται εδώ; Πώς προέκυψε η Χρύσα γνωστή της ανταγωνίστριας της; Η θύμηση της Εύης Φακινού με τα στενά, έξυπνα καστανά μάτια, το θεληματικό στενό σαγόνι, τη μικρή γαλλική μυτούλα και το μικρό βόστρυχο που έπεφτε χαριτωμένα στο πλατύ μέτωπο της την έκανε ν΄ανατριχιάσει. Με την Εύη έτυχε να ΄ναι συμφοιτήτριες στο διδακτορικό. Απ’ την πρώτη μέρα που την είχε δει είχε νιώσει μια έντονη αντιπάθεια για αυτή. Ίσως ήταν μια τσιμπιά ζήλιας που την έκανε να ξεκινήσει να αισθάνεται έτσι. Δε χρειαζόταν να ‘σαι ιδιαίτερα παρατηρητικός για να καταλάβεις ότι με το που έμπαινε η Εύη στην αίθουσα, όλα τα βλέμματα γύριζαν πάνω της. Εκείνη τους χαιρετούσε όλους ζωηρά μ΄ένα πλατύ λαμπερό χαμόγελο, που όλοι το έβρισκαν γοητευτικό εκτός από την ίδια που την εκνεύριζε απίστευτα. Αντικειμενικά, παρόλο που έχει όμορφα χαρακτηριστικά, δεν  μπορεις να τη χαρακτηρίσεις και ως καλλονή. Μέτρια σε ύψος, με πολύ μεγάλο κορμό και λεπτά άκρα, σε σύγκριση με το δικό της ψηλό ανάστημα με τα μακριά, καλλίγραμμα πόδια και τις μεγάλες πλάτες θα έλεγες ότι ωχριούσε. Κι όμως ήταν αυτή που τράβαγε όλα τα βλέμματα κι όχι η Δανάη, ή έτσι της φαινόταν. Όσες φορές προσπαθούσε να το εξηγήσει έριχνε το φταίξιμο σε ‘κείνο το εκτυφλωτικό, γεμάτο ζωή χαμόγελο και τις κολακείες που ξεστόμιζε ασύστολα προς όλες τις κατευθύνσεις. Σύντομα οι δυο κοπέλες ξεκίνησαν έναν ανταγωνισμό για την πρώτη θέση και αργότερα, όταν προσλήφθηκαν στην ίδια εταιρία, ο ανταγωνισμός μεγάλωσε. Και τώρα που σαν έπαθλο έμπαινε η θέση του διευθυντή, είχε γίνει πιο σκληρός από ποτέ. Η διαφορά ήταν ότι η Δανάη ποτέ δεν έβαλε νερό στα ιδανικά της και τα πιστεύω της, ποτέ δε χρησιμοποίησε πλάγια μέσα, παρά μόνο προσπαθούσε ν’ ανελιχθεί με τη σκληρή δουλειά της. Σ΄αντίθεση με την Εύη που ριχνόταν σαν αρπακτικό στη μάχη καταστρώνοντας μηχανορραφίες τόσο καλοστημένες που ελάχιστες φορές κατόρθωσε να την ξεμπροστιάσει, αλλά ακόμα και τότε είχε καταφέρει να τη γλιτώσει, χωρίς ιδιαίτερο κόπο. 

Τους τελευταίους μήνες όμως η Δανάη είχε βρει έναν απροσδόκητο, πολύτιμο σύμμαχο. Ο Μαρκ είχε το μυαλό της Εύης σε αρσενικό σώμα. Η ίδια πολλές φορές δεν έπαιρνε χαμπάρι τις παγίδες της Εύης, παρά αφού ήταν ήδη πολύ αργά. Ο Μαρκ όμως τις καταλάβαινε από μακριά και χάρη στη βοήθεια του είχε καταφέρει ν΄αποφύγει αρκετά δύσκολες καταστάσεις. Η Δανάη ήταν ευγνώμων για την ανοησία της Εύης να κοιμηθεί με τον σύντροφο του Μαρκ, μόνο και μόνο για ν΄αποκτήσει πρόσβαση στη βάση δεδομένων της αντίπαλης εταιρείας, τουλάχιστον μέχρι εκείνος να παραιτηθεί κι ο οποίος δεν ενέπλεξε ποτέ την Εύη.

«Εε, που ταξιδεύεις;» τη σκούντησε η Χρύσα κάνοντας τη να τινάξει σταγόνες λαδιού πάνω στην καινούρια της μαρινιέρα. Η Δανάη την κοίταξε σαστισμένη και απλά άνοιξε το στόμα της, αλλά μη βρίσκοντας κάτι να πει το ξανάκλεισε. 

«Αυτό που άμα σε ρωτώ κάτι κλείνεσαι σα στρείδι και δεν απαντάς, πολύ με τσαντίζει!» σύρισε η Χρύσα.  Η Δανάη της έριξε ένα μπερδεμένο ύφος και η Χρύσα αναστέναξε απογοητευμένη. 

«Δε με προσέχεις, ποτέ δε με προσέχεις! Σε ρώτησα αν παίζει κανά αμόρε, αν έχεις σχέση βρε παιδί μου!» πρόσθεσε εκνευρισμένη με το γουρλωμένο, έκπληκτο βλέμμα της Δανάης που τώρα κατακόκκινη έριχνε πλάγιες ματιές στον Φαέθωνα. Εκείνη τη στιγμή το κινητό της άρχισε να κουδουνά και να χορεύει πάνω στο τραπέζι, ενώ αναβόσβηνε το όνομα Μαρκ. Η Δανάη τ΄άρπαξε  απότομα και το ΄φερε στ΄αυτί. 

«Hi honey!», 

«Where the fuck are you Danai, I was worried sick!», ούρλιαζε ο Μάρκ από την άλλη άκρη της γραμμής αναγκάζοντας τη να απομακρύνει το τηλέφωνο από τ΄αυτί της και η φωνή του ακούστηκε δυνατά στρέφοντας τα βλέμματα όλα πάνω της.

«Με συγχωρείτε μισό λεπτό…» τους είπε και αγνοώντας το παγερό βλέμμα του Φαέθωνος σηκώθηκε και προχώρησε με γρήγορο βήμα προς την παραλία γυρνώντας τους την πλάτη. 

«Μαρκ, Μαρκ…» είπε και ένιωσε τη φωνή της να λυγίζει. Ο Μαρκ αντιλαμβανόμενος ότι κάτι δεν πάει καλά της μίλησε απαλά και γλυκά.

«Τι συμβαίνει γλύκα, τι έχεις; Έγινε κάτι;» Εκείνη κούνησε το κεφάλι και δεν απάντησε. Το μυαλό της είχε πάρει φωτιά. Ο Μαρκ περίμενε από την άλλη πλευρά της γραμμής υπομονετικός. 

«Μαρκ, κάτι συμβαίνει εδώ…», είπε και ξεφυσώντας έκατσε βαριά στην άκρη μιας βάρκας που ήταν τραβηγμένη στην παραλία. Μια μικρή παύση ακολούθησε και μετά ο Μαρκ τη ρώτησε «Έχει βάλει το χεράκι της Εύη, πάλι;» 

«Έτσι φαίνεται…», είπε με περίλυπο ύφος η Δανάη. Ένα εκνευρισμένο ξεφύσημα ακούστηκε από την άλλη πλευρά. 

«Τι έκανε πάλι;» Η παύση από τη μεριά της Δανάης ήταν για να μπορέσει να βάλει σε μια τάξη τις σκέψεις της, καθώς έψαχνε τα λόγια της. Πέρασε τα δάχτυλα της αργά μέσα από τα μαλλιά της και μετά έγειρε μπροστά και διπλώθηκε στα δύο. Αν ήταν αλλού θα μπορούσε να πάρει την αγαπημένη της εμβρυακή στάση, αυτή που έπαιρνε κάθε φορά που εξιστορούσε στον Μαρκ τις στεναχώριες της. 

«Δανάη;» ακούστηκε ήσυχη σε  προτρεπτικό τόνο η φωνή του Μαρκ. 

«Λοιπόν, θα στα πω όσο πιο σύντομα μπορώ, γιατί με περιμένουν», είπε απότομα, χωρίς ανάσα η Δανάη και έστριψε το κεφάλι της να δει το τραπέζι, όπου καθόταν οι υπόλοιποι και χαχάνιζαν, εκτός από τον Φαέθωνα που την κοίταζε ψυχρά. Απέστρεψε το βλέμμα της νιώθοντας πιο μπερδεμένη. 

«Λοιπόν;» την παρότρυνε ο Μάρκ.

«Έφθασα χθες το απόγευμα στη Μήλο, μαζί μου ταξίδευε από την Αθήνα και ‘κείνη η ενοχλητική κοπέλα που σου έλεγα, από το γραφείο στην  Ελλάδα » 

«Αυτή η αγενής που μιλάει συνέχεια;»

«Ναι, αυτή!» 

«Μμμ» έκανε ο Μαρκ που ήξερε την απέχθεια της Δανάης για τους φλύαρους ανθρώπους.

«Φάγαμε κάμποση ώρα στο αεροδρόμιο, γιατί η βαλίτσα μου χάθηκε» 

«Όου!» 

«Τέλος πάντων εγώ προσπαθούσα να βγάλω άκρη μ’ αυτούς στο αεροδρόμιο και η Χρύσα εμφανίστηκε με έναν ημίθεο που μου παρουσίασε ως αδερφό της » 

«Ημίθεο, χα!» αναφώνησε ο Μαρκ, ποτέ δεν είχε ακούσει τη Δανάη να μιλά έτσι για άντρα. Η Δανάη τον αγνόησε. 

«Η Χρύσα μου ξεφούρνισε ότι αντί για ξενοδοχείο θα  μέναμε στο σκάφος του…» 

«Σκάφος!», αναφώνησε ακόμη πιο έκπληκτος ο Μαρκ. 

«Ένα καταμαράν. Δε βρήκε λέει δωμάτιο και βολεύει καλύτερα για να πάμε στα μερη. Το θέμα είναι ότι πριν λίγο, η Χρύσα, μου ξεφούρνισε ότι είναι φίλη με την Εύη, συμμαθήτριες και ότι αυτή της μίλησε για μένα» 

«Τόμπολα!» ξεφώνισε ζωηρά ο Μάρκ και μια μικρή παύση ακολούθησε για να ρωτήσει στο τέλος.

«Τι άλλο σου είπε;»

«Τίποτα, δεν  πρόλαβε, πήρες εσύ…»

«Γαμώτο!»

«Τι έγινε;» τον ρώτησε έκπληκτη αυτή. 

«Τώρα θα ‘χει καταλάβει ότι έκανε πατάτα και θα ψάχνει τρόπο να το καλύψει» είπε σκεπτικός και ξεφύσησε ενοχλημένος ο Μάρκ. Η Δανάη τον φαντάστηκε να κρατά την κορυφή της μύτης του πιέζοντας την και μισοκλείνοντας τα μάτια του, όπως τον είχε δει τόσες φορές να κάνει κάθε φορά που προσπαθούσε να βρει τους αόρατους ιστούς της Εύης. Η παύση που ακολούθησε της φάνηκε αρκετά μεγάλη κι εκείνη πήρε να σπρώχνει νευρικά την άμμο με τα πόδια της σχηματίζοντας ένα μεγάλο βουναλάκι. 

«Εσύ τη γνώμη έχεις γι΄αυτή τη Χρύσα;» ακούστηκε η μεταλλική φωνή του Μαρκ κάνοντας τη ν΄αναπηδήσει. 

«Χμ, δεν  μπορώ να πω οτι την αντιπαθώ, παρόλο που είναι πολύ φλύαρη, αδιάκριτη, ανταγωνιστική και όταν βάλει στόχο τον κυνηγά με οποιοδήποτε κόστος», είπε  σιγανά και ένιωσε έκπληξη από τα ίδια της τα λόγια. Αυτό το τελευταίο της θύμισε έντονα την Εύη, πράγμα που την έκανε να αισθανθεί άβολα κι έριξε μια γρήγορη ματιά πίσω της στο τραπέζι, που κάθονταν και μιλούσαν οι υπόλοιποι. Μια μικρή παύση ακολούθησε και ο Μαρκ είπε δυνατά τη σκέψη της.

«Αυτό δεν είναι καλό», έκανε σκεφτικός ο Μαρκ. Η εικόνα της Χρύσας αναμαλλιασμένη μετά το βράδυ που πέρασε με τον Στέφανο δεν της άφηνε καμία αμφιβολία, όταν ήθελε κάτι η Χρύσα το κυνηγούσε και χρησιμοποιούσε όλα της τα όπλα.

«Μ΄ακούς;»

«Ναι» ψιθύρισε.

«Πρέπει να μάθουμε περισσότερα… Έχουμε δυο πλεονεκτήματα»

«Τι;»

«Πρώτον το ότι είμαστε ψιλιασμένοι και δεύτερον τη φλυαρία αυτής της Χρύσας. Πρέπει να την ψαρέψεις, έξυπνα! Να δεις πόσο καλά γνωρίζονται, τι της είπε η Εύη, ποιες οι σχέσεις τους. Τι της ζήτησε να κάνει…»

«Χμφ» της φαινόταν βουνό κάτι τέτοιο. 

«Έπειτα εσύ…»

«Τι εγώ;» 

«Δεν πρέπει ν΄αποσυντονιστείς, συγκεντρώσου στη δουλειά, αυτή η έκθεση είναι σημαντική και μην ξεχνάς ότι πρέπει να ετοιμάσεις και την παρουσίαση σου για το τέλος του μήνα. Δεν έχεις χρόνο για χαζολόγημα και βαρκάδες με ημίθεους. Που από ότι φαίνεται είναι σχέδιο της Εύης, για να σε βγάλει από τον στόχο σου. Όσες μέρες εσύ ασχολείσαι με τον Έλληνα Θεό γυρνώντας το Αιγαίο, αυτή είναι εδώ ετοιμάζοντας την παρουσίαση της και το έδαφος γλείφοντας τον Νόρτον. Τελείωνε όσο πιο γρήγορα μπορείς και γύρνα!» Πίσω της άκουσε βήματα

«Okay honey, you are right as always, bye!» είπε γρήγορα η Δανάη και γύρισε απότομα για να δει ποιος ερχόταν.

«Όλα καλά;» τη ρώτησε ψυχρά ο Φαέθων.

«Ναι, μια χαρά!», απάντησε εκείνη προσπαθώντας να δώσει μια ανέμελη χροιά στη φωνή της χωρίς πολύ επιτυχία. Το κορμί της ήταν σφιγμένο και έπαιζε νευρική με το κορδόνι που είχε για ζώνη. 

«Τα παιδιά θέλουν να πάμε για κανά ποτό» είπε εκείνος  απότομα και το στόμα του σφίχτηκε. Πού τη βρίσκουν την όρεξη, αναρωτήθηκε η Δανάη και ανέστρεψε το βλέμμα της στον έναστρο ουρανό. 

«Δεν…» έχω κουράγιο ν΄ακολουθήσω πήγε να πει, αλλά σταμάτησε για το σκεφτεί καλύτερα. Το ποτό είναι μια καλή ευκαιρία για να μάθει αυτά που θέλει, αν κατάφερνε τη Χρύσα να μιλήσει.

«Δεν είναι κακή ιδέα!», είπε ξαφνικά ζωηρά. Ο Φαέθων την κοίταξε φιλύποπτα, μα εκείνη του γύρισε την πλάτη και κατευθύνθηκε προς το τραπέζι, όπου η Χρύσα κάτι ψιθύριζε στ΄αυτί του Στέφανου γατζωμένη πάνω του σαν άγκυρα σε βραχάκι. 

«Λοιπόν, πότε λέτε να ξεκινήσουμε;» τους ρώτησε και κάθισε στην καρέκλα της. 

«Και τώρα αν θες!» της είπε χαμογελαστή η Χρύσα. 

«Ναι, να πληρώσουμε και…» 

«Τακτοποιήθηκε ήδη» της είπε ξερά ο Φαέθων.

«Μα δεν είναι σωστό!» διαμαρτυρήθηκε η Δανάη, αλλά εκείνος την έκοψε με μια απότομη κίνηση του χεριού της. 

«Καλά τα ποτά όμως τα κερνάω εγώ!» είπε αποφασιστικά η Δανάη «και δε θέλω αντιρρήσεις!», πρόσθεσε απότομα κάνοντας την ίδια κίνηση με τον Φαέθων. Εκείνος  έσφιξε το στόμα του και δε μίλησε.

 

Τα Πολλώνια δεν έχουν την κίνηση της Πλάκας ή του Αδάμαντα, είναι ένα γραφικός, κλειστός κόλπος περικυκλωμένος με χαμηλά λευκά κυκλαδίτικα σπιτάκια και μια μεγάλη αμμώδη παραλία. Απέναντι τους τρεμουλιάζουν τα φωτάκια της Κιμώλου. Τα μετρημένα στα δάχτυλα του ενός χεριού μπαρ λειτουργούσαν και σαν καφετέριες. Επιλέξανε ένα μπαράκι πάνω στην παραλία με μικρά τραπεζάκια. Η μουσική ήταν δυνατή, αλλά όχι εκκωφαντική και μπορούσες άνετα να συζητήσεις. Κάθισαν σ΄ένα τραπεζάκι στη γωνία, δίπλα τους μια παρέα φωνακλάδων ιρλανδών έπιναν τη μια μπύρα μετά την άλλη. Η Χρύσα περιέργως έκατσε δίπλα στη Δανάη. Το παιχνίδι αρχίζει, σκέφτηκε η Δανάη, ποια θα ψαρέψει ποια; αναρωτήθηκε.

«Τέσσερα σφηνάκια!», φώναξε στον σερβιτόρο κάνοντας του νόημα.

Το κέφι είχε ανάψει για τα καλά. Δίπλα στα πόδια της Δανάης είχε σχηματιστεί μια μικρή λιμνούλα καθώς άδειαζε τα σφηνάκια. 

«Δε μου πες…», έγειρε στη Χρύσα και μια τούφα έπεσε μπροστά στα μάτια της. 

«Τι;» ρώτησε εύθυμα εκείνη, ενώ η άκρη της μύτη της είχε πάρει ένα ελαφρύ ρόδινο και καθόλου κολακευτικό χρώμα. 

«Να, το ‘χα πάντα απορία. Πώς κατάφερε τ΄αφεντικό σου και πήρε αυτήν τη δουλειά;». Η Χρύσα την κοίταξε απορημένη 

«Μα καλά δεν ξέρεις;» 

«Απλά δεν  μπορώ να το πιστέψω…» έκανε ανασηκώνοντας τους ώμους η Δανάη και αποτράβηξε το βλέμμα της για να μη φανεί η ταραχή της.

«Λες και δεν ξέρεις την Εύη, ότι θέλει το καταφέρνει!» της είπε η Χρύσα χασκογελώντας. «Ο Μανωλάκης είναι ο άντρας της θείας της και ο ίδιος ο πατέρας της είναι αφανής συνέταιρος στην εταιρία. Δεν ήταν και δύσκολο να πείσει τους Αγγλους ότι είναι το κατάλληλο μεσιτικό για να στηριχθούν για το άνοιγμα τους στην Ελλάδα. Φαίνεται ότι αυτό το ΄χαν βάλει στο μυαλό τους κανά χρόνο πριν, γιατί σε όλους έκανε εντύπωση πως ξαφνικά ο Μανωλάκης λύσσαξε να βρει μεγάλα οικόπεδα σε τουριστικές περιοχές και μας έστελνε όλους ταξίδια χωρίς να υπολογίζει, λέμε τώρα, το κόστος. Οπότε είχε έτοιμη την πρόταση του όταν εμφανίστηκαν οι Άγγλοι και φυσικά εγγυήθηκε και η Εύη. Πάντως ακόμη μου κάνει εντύπωση…»

«Ποιο πράγμα;» ρώτησε μισοαφηρημένη η Δανάη που προσπαθούσε να χωνέψει ακόμη αυτά που της είπε η Χρύσα. 

«Να» είπε η Χρύσα και δάγκωσε το κάτω χείλι, φαινόταν σα να προσπαθούσε να τη ζυγίσει. Μισόκλεισε τα μάτια της με πονηριά και έγειρε το κεφάλι της στο πλάι. 

«Πώς γίνεται να ‘σαι εσύ, φίλη της Εύης;» Η Δανάη την κοίταξε επιφυλακτική.

«Γιατί το λες αυτό;» τη ρώτησε σιγανά.

«Γιατί αν την ξέρω καλά. Και την ξέρω. Δε θα μπορούσες ποτέ να ήσουν…ή μήπως;» έκοψε τη φράση της απότομα και συνέχισε να την κοιτάζει εξεταστικά κάνοντας τη να νιώσει άβολα. Η Δανάη έκανε ένα γύρω με το βλέμμα της στο μαγαζί και στάθηκε πάνω στον Στέφανο, το πρόσωπό του είχε μια περίεργη έκφραση σα να ΄ταν σε έξαψη που προσπαθούσε να κρύψει, σαν καραβόγατος που περίμενε κρυμμένος το θύμα του να ξεμυτίσει. Ανατρίχιασε και απόστρεψε τη ματιά της που κατέληξε πάλι στη Χρύσα  που τη ρώτησε ξαφνικά «Τελικά, πόσο καιρό την ξέρεις;»

«Ποια;» ρώτησε αφηρημένα 

«Την Εύη καλέ, ποια;» της φώναξε η Χρύσα σκουντώντας τη με τις άκρες των δαχτύλων της στον ώμο της πονώντας τη. Η Δανάη προσπάθησε να συγκεντρωθεί «Τουλάχιστον επτά χρόνια…» 

«Επτά χρόνια κι είστε φίλες ακόμα;», ούρλιαξε ερωτηματικά η Χρύσα κάνοντας όλους να γυρίσουν και γουρλώνοντας αστεία τα μάτια της. Τώρα ήταν σειρά της Δανάης να σαστίσει, η Χρύσα είχε σκύψει συνωμοτικά δίπλα στ΄αυτί  της και της έλεγε τώρα πολύ σοβαρά. 

«Άκου μια φιλική συμβουλή, η Εύη δεν κρατά φιλίες αν δεν θέλει κάτι και μόλις το πάρει σε πετά σα δευτεροφορεμένο ζευγάρι. Όλη αυτή η “έγνοια” της για το ταξίδι μας, καθόλου δε μου άρεσε. Πρόσεχε λοιπόν!»

«Γιατί το λες αυτό, εσείς είστε φίλες από το σχολείο». Η Χρύσα την  κοίταξε και κούνησε το κεφάλι της υποτιμητικά. 

«Και σ΄είχα για ξύπνια…τς τς τς. Δεν θα έλεγα ότι είμαστε φίλες. Τη φιλιά μας θα τη χαρακτήριζα μάλλον ως, λυκοφιλία…» έγειρε ξαφνικά πίσω και έσφιξε το στόμα της, είχε πει πολλά. 

Ο Στέφανος βλέποντας ΄τες αμίλητες άρχισε να τους μιλά και αρπάζοντας την ευκαιρία για να ελαφρύνει το κλίμα η Δανάη, τον ρώτησε για το πρόγραμμα που είχαν αύριο. Εκείνη τη στιγμή ο Φαέθων σηκώθηκε λέγοντας ένα τυπικό συγνώμη και κατευθύνθηκε προς μια παρέα με τρεις νεαρές, υπερβολικά γδυτές κοπέλες με έντονο μακιγιάζ που τόση ώρα χασκογελούσαν ρίχνοντας συνεχώς ματιές προς το μέρος τους. Η Δανάη κοίταξε την πλάτη του με τους μυς να διακρίνονται κάτω από το λινό λευκό πουκάμισο του. Περπατούσε με τη χάρη αιλουροειδές που πλησίαζε αθόρυβα τα θύματα του κι αυτά εκστασιασμένα από την ομορφιά του έστεκαν ακίνητα, αντί να τρέξουν να ξεφύγουν. Τα μαλλιά του φωτίστηκαν καθώς περνούσε κάτω από το λαμπτήρα διαθλώντας το φως και σχηματίζοντας ένα ακτινωτό στεφάνι που θύμιζε τη χρυσίζουσα γούνα λιονταριού. “Ο μαύρος γάτος” με τον Παπακωνσταντίνου άρχιζε να παίζει στα μεγάφωνα. Ταιριαστό για την περίσταση, σκέφτηκε η Δανάη βλέποντας τον να χαριεντίζεται με τις πιτσιρίκες που χασκογελούσαν και τον κοιτούσαν ξεδιάντροπα με λαγνεία. Αληθινός κεραμιδόγατος, σκέφτηκε η Δανάη.

Έπειτα από λίγο αποφάσισαν ότι ήταν η ώρα να επιστρέψουν στο σκάφος, όσο ακόμα τους κράταγαν τα πόδια τους. Η Χρύσα έκανε νόημα στον Φαέθωνα που χαιρέτησε διαχυτικά την παρέα του και τους πλησίασε με μεγάλα βήματα. 

«Με εντυπωσιάζεις!», του πέταξε η Χρύσα ειρωνικά. Εκείνος της έριξε ένα πλάγιο, ψυχρό βλέμμα. 

«Είσαι σίγουρος ότι θες να μας ακολουθήσεις;» τον ξανατσίγλισε εκείνη κοιτώντας τον με περιπαικτικό ύφος κι έπιασε αγκαζέ τη Δανάη για να στηριχθεί.

«Πραγματικά αν θες να…» του ‘πε εκείνη κοιτώντας τον βαθιά στα μπλε μάτια του κι ένιωσε ν΄ανατριχίαζει σα να βουτούσε σε παγωμένα νερά. Της γύρισε την πλάτη και πήρε να περπατά πιο μπροστά. Ο Στέφανος έπιασε από τη μέση τη Χρύσα και την τράβηξε προς το μέρος του, έπειτα από ένα σύντομο εναγκαλισμό με το απαραίτητο καυτό φιλί πήραν να περπατάνε αφήνοντας τη μόνη. 

 

“Να πάρει η οργή!”, σκέφτηκε η Δανάη συγχυσμένη καθώς η αγκράφα από το πέδιλο της πιάστηκε στην εγκοπή μιας αθέατης, λόγω σκοταδιού, τρύπας. Τα λιγοστά φώτα στην παραλία δε βοηθούσαν την κατάσταση και όσο το τραβούσε τόσο μεγαλύτερη αντίσταση ένιωθε.

«Όλα καλά;» άκουσε τη Χρύσα να της φωνάζει από καμιά δεκαριά μέτρα πιο μπροστά. 

«Ναι» της φώναξε εκείνη και το μετάνιωσε την ίδια στιγμή. Ήταν αργά το βράδυ και δεν υπήρχε σχεδόν ψυχή στο παραλιακό δρόμο. Η Χρύσα με τον Στέφανο συνέχισαν το δρόμο τους αγκαλιασμένοι. Η Δανάη κατάφερε να ξεκουμπώσει την αγκράφα και έβγαλε το παπούτσι, το τίναξε μπρος πίσω και το ξεκόλλησε. Έπειτα κουτσαίνοντας στο ένα πόδι προχώρησε προς την αναποδογυρισμένη βάρκα που είχε κάτσει και προηγουμένως. Τίναξε το πόδι της και βάλθηκε να φορέσει το παπούτσι.

«Ηi!» της είπε μια φωνή δίπλα της κάνοντας τη ν΄αναπηδήσει. 

«Hi», ψέλλισε και προσπάθησε να βρει από πού προέρχονταν η φωνή. Στην πίσω πλευρά της βάρκας κάθονταν πάνω στην άμμο με την πλάτη ν΄ακουμπάει στη βάρκα δύο από τους φωνακλάδες Ιρλανδούς που ήταν δίπλα τους στο μπαρ. Ξεχώριζε τα μαλλιά τους να γυαλίζουν από τα φώτα του δρόμου. Η Δανάη έδεσε βιαστικά το λουράκι. 

«Χρειάζεσαι  βοήθεια;» τη ρώτησε ένας από τους δύο που πετάχτηκε ξαφνικά όρθιος.  Η Δανάη τινάχτηκε πίσω.

 «Όχι, όχι! Είμαι εντάξει, ευχαριστώ», είπε και συγχύστηκε με το τρέμουλο που έπιασε στη φωνή της. Τώρα σηκώθηκε και ο δεύτερος, ενώ ο πρώτος με μια γρήγορη κίνηση είχε βρεθεί ήδη δίπλα της εγκλωβίζοντας τη. Είδε το μπουκάλι που κρατούσε με την άκρη του ματιού της, ενώ η αψιά μυρωδιά ποτού τη χτύπησε κατάμουτρα κάνοντας τη να πισωπατήσει, ένιωθε όλες τις τρίχες του κορμιού της να ΄χουν σηκωθεί. Ένα χέρι την ακούμπησε στη μέση κάνοντας τη να τιναχτεί στο πλάι. Ο μεγαλόσωμος άντρας πίσω της γέλασε εύθυμα. 

«Δανάη, έλα!» ακούστηκε μια απότομη επιτακτική φωνή πίσω από τον μέτριο άντρα που της έκλεινε το δρόμο. Η Δανάη υπάκουσε και μ΄ένα πλάγιο βήμα ξέφυγε από τις συμπληγάδες και με γρήγορα βήματα βρέθηκε δίπλα στη φιγούρα που είχε μιλήσει. Ο Φαέθων την έπιασε από το μπράτσο και την τράβηξε απότομα αναγκάζοντας τη να τον ακολουθήσει καθώς την έσερνε. 

«Με πονάς…» του ψέλλισε έπειτα από λίγο κι εκείνος την άφησε ταχύνοντας το βήμα του κι έστριψε στην προβλήτα που είχαν δέσει. Η Δανάη μη θέλοντας να ξαναμείνει μόνη άνοιξε το βήμα της και σχεδόν μισότρεχε πίσω του, όταν ξαφνικά σταμάτησε. Μην ακούγοντας τα βήματα της ο Φαέθων γύρισε. Στεκόταν κάτω από μια λάμπα και μπορούσε να διακρίνει ότι το κορμί του ήταν σε μεγάλη ένταση, ενώ τα μάτια του έβγαζαν σπίθες. “Θύμωσε;”, αναρωτήθηκε η Δανάη κι έμεινε να τον κοιτά εξεταστικά, προσπαθώντας να ξεδιαλύνει το ρόλο του Φαέθωνος σ΄αυτήν την ιστορία. Εκείνος της γύρισε την πλάτη και με γρήγορα βήματα έφτασε και μπήκε στο σκάφος. Η Δανάη ακολούθησε περπατώντας επιτηδευμένα νωχελικά, το σκάφος ήταν σκοτεινό και ο Φαέθων δε φαινόταν πουθενά. Σαν πέρασε την πασαρέλα μια κραυγή την έκανε να παγώσει στη θέση της. Η Χρύσα το γλεντά! Ένα μικρό πονηρό γελάκι της ξέφυγε και όρμησε στην καμπίνα της, είχε πολλά να σκεφτεί…

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading