,

Ο Μίμης ο άμυαλος

-Αχ Μιμ’ μου άμυαλε, Μίμη συφοριασμένε!

Όπως κάθε σούρουπο έτσι και απόψε αντηχούσε το μοιρολόγι της Μίμαινας στις πλαγιές γύρω από το νεκροταφείο για τον άντρα της τον μακαρίτη. Και όπως κάθε σούρουπο,  η κυρά Λένη την άκουγε από το μπαλκόνι της και ο νους της έτρεχε στο δικό της Μίμη που πάλι αργούσε να φανεί. Ήταν ζωηρό και άτακτο το στερνοπούλι της. Όλο και κάτι σκαρώνει, όλο και κάπου μπλέκει. Έτρεμε το φυλλοκάρδι της κυρά Λένης. Δεν προλάβαινε να γυρίσει το βλέμμα της  και τσουπ! Σκανταλιά ο Μίμης.

Την πρώτη φορά που τη λαχτάρισε γερά, ήταν δεν ήταν δύο χρόνων. Είχε πυρετό και δεν πήγε στο χωράφι η κυρά Λένη. Τον κράτησε μαζί της στο σπίτι, τον τύλιξε με μια κουβέρτα και άναψε και τη σόμπα να τον έχει στα ζεστά. Άφησε και λίγο πετρέλαιο σε ένα ποτήρι μήπως το χρειαστεί αργότερα. Τι το θέλε. «Νεό μάνα νεό» φώναζε ο Μίμης. Και πριν προλάβει να του δώσει, τσουπ αρπάζει και κατεβάζει το ποτήρι με το πετρέλαιο. Μουρλάθηκε η κυρά Λένη! Όλο το χωριό άκουσε τις φωνές της, ήρθε τρέχοντας ο κύρης από το χωράφι, βούτηξε το Μίμη να τον πάει με το κάρο στο διπλανό χωριό που είχε γιατρό. Θες τώρα ο γιατρός, θες ο Μίμης που του βρώμησε το πετρέλαιο και δεν το ήπιε όλο, θες οι προσευχές της κυρά Λένης, τη σκαπούλαρε μόνο με μια πλύση στομάχου και κάμποσες ξυλιές από τον πατέρα του. Η κυρά Λένη δεν είπε τίποτα, ευχαρίστησε μόνο τον Άη Δημήτρη, μεγάλη η χάρη του, που έκανε καλά το παλικαράκι της, αρκετά παιδιά είχε χάσει. Μ’ εκείνα και με τα άλλα έπεσε και ο πυρετός και έμεινε το αστείο, ήπιε ο Μίμης το πετρέλαιο και τα καθάρισε όλα!

Παρόλο το ξύλο και την τρομάρα, ο Μίμης δεν πτοήθηκε. Και κάνα δυο χρόνια μετά πάλι για πλύση. Έφαγε την σκόνη που φύλαγε ο κύρης για τις ψείρες. Φαγώθηκε να φάει ψωμί με ζάχαρη. Δεν του έδωσε η μαύρη η κυρά Λενη ζάχαρη, τη φύλαγε γιατί είχε ξεμείνει. Έψαχνε ο Μίμης να τη βρει, βρίσκει την ψειρόσκονη που έκρυβε ο πατέρας του στο κεφαλάρι, τη βλέπει άσπρη και αυτή, τη βάζει ο μπαγάσας στο ψωμί με μπόλικο νερό και την περιδρομιάζει! Είχε φάει το μισό όταν τον ανακάλυψε η αδερφή του δίπλα στο σακούλι με τη σκόνη και έβαλε τις φωνές. Ήρθε πάλι ο πατέρας με το κάρο, το δρόμο τον ήξερε, καρφί στο γιατρό.

Και μετά ήταν και οι πλάκες. Και τι δε σκάρωνε! Είχε μάθει τη γαϊδούρα να στρίβει. Της βάραγε το δεξί αυτί, έστριβε δεξιά η γαϊδούρα. Της βάραγε το αριστερό, τσουπ αριστερά η γαϊδούρα. Ανεβαίνει μια μέρα ο κύρης, πάει να στρίψει τη γαϊδούρα, τίποτα αυτή. Βρε ντε από δω, βρε ντε από κει, τίποτα αυτή. Της δίνει μια στο αυτί συγχυσμένος, παίρνει μπρος η γαϊδούρα, φεύγει τέρμα δεξιά, δεν το περίμενε ο κύρης, πέφτει χάμω πάνω στις αγκινάρες! Γέμισε ο απαυτός του αγκάθια! Ένα ένα του τα βγάλε η κυρά Λένη και εκείνο το τρελόπαιδο ο Μίμης έσκαγε στα γέλια σε κάθε ωχ του πατέρα του. Έβριζε ο κύρης, αλλά σάμπως μπορούσε και να κουνηθεί; Για καλό και για κακό ο Μίμης πάντως εκείνο το βράδυ κοιμήθηκε στη στάνη μαζί με τη γαϊδούρα αφού την έβγαλε από τη στέρνα που την έριξε ο πατέρας του από τα νεύρα του!

Έπειτα είχε και το άλλο χούι. Δεν τόλμαγες να μιλήσεις, τσουπ από δίπλα επαναλάμβανε τις κουβέντες σου. Φώναζε ας πούμε ο κύρης, «κυρά Λένη φέρε τη μαγκούρα μου!», δώστου από δίπλα ο Μίμης, «κυρά Λένη φέρε τη μαγκούρα μου!». Σκάσε ρε, ο κύρης, σκάσε ρε και ο Μίμης. Μέχρι που τον τρέλαινε και κατέληγε να τον κυνηγά με τη μαγκούρα.

Το πιο ωραίο όμως το κάνε πέρσι τα Χριστούγεννα. Τρέχανε με τα άλλα παιδιά στην αυλή του μικρού σχολείου και πήδαγαν πάνω από ένα λάκκο, τάχα αγώνες. Πάει και ο Μίμης, τρέχει όλο χαρά με το στόμα ανοιχτό και τη γλώσσα έξω, πηδάει με φορά και όπως προσγειώνεται κλείνει το στόμα και τραβάει μια περιποιημένη δαγκωνιά στη γλώσσα του. Σχεδόν την έκοψε. Έγινε χαμός, αίματα κακό, μουρλάθηκε η δασκάλα. Πάλι τρελός ο κύρης με το κάρο στο γιατρό. Να μη μιλάει, να τρώει μόνο σούπες και θα γιάνει είπε ο γιατρός, δεν ήταν πολύ μεγάλη η πληγή, ήταν τυχερός. Ο Μίμης όμως έσκασε, πλησίαζαν Χριστούγεννα πώς θα έλεγε τα κάλαντα; Τη λύση τη βρήκε ο άτιμος. Πήρε το τρίγωνο το βάραγε και μούγκριζε στο ρυθμό. Τον λυπήθηκαν στο χωριό, νόμιζαν όλοι ότι έμεινε μουγκός και γύρισε με το καλάθι του γεμάτο λιχουδιές και λεφτά. Έφαγε ό,τι μπορούσε και τα υπόλοιπα τα μοίρασε στα αδέρφια του. Και ο γέρος καμάρωνε από δίπλα με την εξυπνάδα του γιού του. Τον τρέλανε το στερνοπούλι του, αλλά το αγαπούσε με όλη του την καρδιά.

Αυτά σκεφτόταν η κυρά Λένη όταν είδε το Μίμη να προβάλει τρέχοντας στη στροφή πάνω στη γαϊδούρα με μαυρισμένο μάτι. Η κυρά Λένη χαμογέλασε και κατέβηκε τη σκάλα να ανοίξει στην αυλόπορτα. Κάπου θα έμπλεξε πάλι το διαολάκι της. Αλλά δε βαριέσαι, μαζεύτηκε και απόψε στο σπίτι.

Αφιερωμένο στον πατέρα μου…

ΕΠ

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading