,

Παναγιωτάρας / Περί φιλίας – Αντί Μνημοσύνου

Υπάρχει  τάχα φιλία στο σημερινό κόσμο, ή  χάθηκε κι αυτό το κορυφαίο ανθρώπινο αγαθό που ο Επίκουρος το υπολόγιζε  περισσότερο από την, προβληματική, (όπως την έλεγε)  «αγάπη», μέσα στη δίνη της  παγκοσμιοποίησης και τη θεοποίηση  των οικονομικών συμφερόντων σε βάρος κάθε άλλης αξίας;

Υπάρχουν σήμερα πραγματικοί φίλοι  που ο ένας να είναι διατεθειμένος  να υποβληθεί  σε μια θυσία  μεγάλη η μικρή, για τον άλλο, χωρίς την προσδοκία ανταλλάγματος;

Θεωρώ  λυπηρό ακόμα και το ότι τίθεται αυτό το ερώτημα. Τουλάχιστον στην  Ελλάδα, πριν όχι και τόσα πολλά Χρόνια ,ως ερώτημα θα ήταν γελοίο και  απεχθές.

Διότι τότε υπήρχε  φιλία και κανένας Έλληνας  ποτέ δεν θα διανοείτο να το αμφισβητήσει.

Ο άφιλος άνθρωπος δεν απείχε πολύ από την έννοια «τέρας». Αντίθετα σήμερα μέχρι και που μπορεί να θεωρείται ο πρώτος μάγκας. Τέτοια προπαγάνδα έχει πέσει. Έξωθεν προερχόμενη, από ψηλά και εκ του πονηρού.

Η πραγματική φιλία πρέπει να εκλείψει, είναι «κακό πράγμα», διότι  αντιστέκεται στην απομόνωση του καθενός μας. Διότι η φιλία είναι εμπόδιο  στην επιδίωξη  και προώθηση  του Μεγάλου Σχεδίου της μετατροπής των ανθρώπων σε πειθήνια ρομποτάκια.

Αντί  αυτής, ο νέος λαμπρός κόσμος μας προτείνει τις «δημόσιες σχέσεις» και την «επικοινωνιακότητα» με τις  λυκοφιλίες, τα παγωμένα χαμόγελα, τα ψεύτικα λόγια, τα φτιασιδωμένα προσωπεία και τα στιλέτα στα νεφρά.

Θεωρώ τύχη αγαθή  το ότι η δική μου ΓΕΝΙΑ   γνώριζε ακόμα την έννοια της φιλίας.

Πριν  από λίγες μέρες συμπληρώθηκαν δέκα (10) χρόνια από την ημέρα που έφυγε για την «κάτου γής» ο Παναγιωτάρας ο Αυγερίκος .

Συμπτωματικά φέτος,  αυτές  τις  ημέρες,  έτυχε να γίνουν ταυτόχρονα δύο πράγματα.

Το ένα,  μία συζήτηση που είχα με συμμαθητές  μου, για την ανάγκη  να κάνουμε μια συγκέντρωση όλων των συμμαθητών και συμμαθητριών μας, γιατί με τη θύμηση του Πάνου διαπιστώσαμε ότι τα χρόνια περνούν και χωρίς να το καταλάβουμε έχουμε διανύσει το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου που δικαιούμαστε.

Συμφωνήσαμε ότι πρέπει να βρούμε ένα τρόπο να ξαναβρεθούμε όλοι μαζί για να ξαναϊδωθούμε, τώρα που η «κλάση» μας άρχισε να πληρώνει το τίμημα της ζωής.

Το δεύτερο,   αφορά ένα σχόλιο που διάβασα   ενός  πολύ νεώτερου από εμένα ανθρώπου, αρθογράφου σε κάποιο από τα σοβαρά  υποτίθεται  περιοδικά , που βγαίνουν μαζί με κάποιες σοβαρές, ξαναυποτίθεται, εφημερίδες.

Καλογραμμένο σχόλιο αλλά το κυνικό του περιεχόμενο με εκνεύρισε.

Ακόμα περισσότερο με χάλασε το ότι , κατά πάσα πιθανότητα, το κομμάτι αυτό γράφτηκε για να αρέσει και να ευχαριστήσει  τους νέους αναγνώστες.

Άρα, θεωρήθηκε πως τους εκφράζει ,πώς συμφωνούν μαζί του, έστω και κατά βάθος.

Και τι έλεγε το σχόλιο αυτό;

‘Έγραφε ότι  ο συντάκτης του απεχθάνεται τις συγκεντρώσεις συμμαθητών διότι δεν βλέπει  τι το κοινό  μπορεί να έχει «με αυτούς τους ξένους ανθρώπους»!

Δεν παραθέτω το όνομά του  διότι δεν έχω τίποτα με τον άνθρωπο.

Αντίθετα πιστεύω πως λέει την αλήθεια.

Ούτε τα δικά μου τα παιδιά που πήγαν σε σχολείο διαφορετικό  από το δικό μου, διατηρούν σχέσεις με συμμαθητές ,εκτός ελαχίστων περιπτώσεων.

Ούτε  πολλές καλές αναμνήσεις έχουν από εκείνη την περίοδο της ζωής τους.

Και ίσως αυτή να είναι και η κρίσιμη διαφορά.

Εμείς ΕΧΟΥΜΕ.

Και αυτό είναι  νομίζω το φυσιολογικό.

Οι αναμνήσεις από την πρώτη άνοιξη της ζωής να είναι οι ποιο όμορφες και πολύτιμες.

Και εντελώς στρεβλό το να ΜΗΝ  είναι.

Δείγμα και αυτό ενός ψυχικά κλονισμένου κόσμου.

Βέβαια, η φιλία έχει και αυτή το τίμημά της, όπως και κάθε άλλο αγαθό. Μοιραία φτάνει η πικρή ώρα του χωρισμού με τους φίλους και αυτό είναι καημός επίμονος, γιατί ο χαμός του φίλου είναι μαχαιριά στην καρδιά.

Ειδικά ο συμμαθητής, από πολλές πλευρές είναι ο εαυτός σου, ο καθρέφτης όπου βλέπεις μια ατίμητη εποχή ζωής που άφησες πίσω και που ξαναζεί στο πρόσωπο των άλλων.

Τώρα πού συμπληρώθηκαν δέκα χρόνια από το θάνατο αυτού του ξεχωριστού φίλου, μου έρχεται στο στόμα , όπως κάθε χρόνο , η ίδια πίκρα  της αρρώστιας και στη συνέχεια του χαμού ενός ανθρώπου, ενός συμμαθητή ,ενός λεβέντη από τους λίγους σε αυτό τον κόσμο.   του Παναγιωτάρα (Πανούλη για καμπόσους από μας) Αυγερίκου .

Ηταν ακόμα στα 52 του χρόνια, το ίδιο θηρίο, αλλά και ταυτόχρονα  γλυκό σαν μέλι και ευαίσθητο και συμπονετικό  παιδί, που θυμόμαστε από τα μικράτα μας.

Τα βουνά τα έκανε μια χαψιά.

Αλλά συγχρόνως, όπως η φίλη μας η Πόπη εύστοχα  παρατήρησε, ήταν μια αγκαλιά! μια μεγάλη αγκαλιά, που μέσα της  χώραγαν όλοι, χωρίς εξαίρεση και επιλογές.

Μέχρι που τον πρόφτασε ο χάροντας εκεί στην αρχή της σύνταξης ,όταν είχε αρχίσει να ονειρεύεται, όταν έλεγε και ξανάλεγε:

Τώρα θα δεις τι θα κάνω Στυλιανέ, τώρα πού θα γίνω καπετάνιος και θα πάρω ένα «παπόρο» , θα γυρίσουμε τα πέλαγα.

Εμείς οι βουνίσιοι, θα γυρίζαμε τα…… πέλαγα! θα φτάναμε λέει,  γύρω- γύρω  μέχρι την….. Ιτέα.!

Ένα βράδυ που πόναγε, για να τον κοροϊδέψω και για ν’ απαλύνω τον πόνο του, τον πήγα στο Πασαλιμάνι  στον Πειραιά  για να του δείξω τάχατες το…. «καράβι» που  είχα σταμπάρει και άμα γινόταν καλά, θ αγοράζαμε.

Του άρεσε και αμέσως μετά μου αντίσκοψε:

Που είσαι Στυλιανέ! Σε λίγο καιρό να μου το φέρνεις να το βλέπω στη χτιριαρού (η θέση του νεκροταφείου)στην  Αράχοβα.

Στον τόπο που γεννήθηκε και δίπλα στον πατέρα του, ζήτησε ένα βράδυ στα τελευταία του, από ένα άλλο φίλο, σε μια ταβέρνα που βρεθήκαμε , «αντροπαρέα»,  για τελευταία φορά , να αποθέσει   το παλικάρι το πνεύμα του και το σώμα του, στα χέρια του άρχοντα των ψυχών, να του δώσουμε τη  δραχμή  που δικαιούταν  και να  περάσει αντίπερα……

Πέθανε όπως έζησε, χωρίς φασαρία και  χωρίς βαβούρες , έτσι απλά  έσβησε στα χέρια  της γυναίκας του και τα δικά μου, κοιτώντας μας.

Δεν απομένουν πολλοί τέτοιοι άνθρωποι από σίδερο και με καρδιά από μάλαμα σε τούτο τον κόσμο.

Κρατάμε πολύτιμη τη μνήμη του.

Στη γιορτή των συμμαθητών, άμα γίνει,  είμαι σίγουρος  ο Παναγιωτάρας  θα είναι παντού.

Θα γυρίσουμε  το ποτήρι του  προς  τη Γή κάνοντας σπονδή.

Και θα τον αποχαιρετήσουμε προσωρινά.

Και όταν πάλι θα βρεθούμε όλοι μαζί  στην κάτου γής  και τύχη να συναντήσουμε ζοριλίκια πάλι τον Παναγιωτάρα  θέλω να  χω δίπλα μου και τους άλλους συμμαθητές και φίλους μου, που μαζί τους πορεύτηκα στα πιο ωραία χρόνια της ζωής μου.

Τους έχω εμπιστοσύνη όσο σε κανέναν άλλο. Και όταν είπα  στη γυναίκα του, που τόσο λάτρεψε, να ζήση για να τον θυμάται, εννοούσα ακριβώς αυτό. Όσο είναι εκείνη στη ζωή και εμείς οι φίλοι του, ο Παναγιωτάρας  θα είναι εδώ, μαζί μας.

Ελπίζω να έχω άδικο. Ελπίζω οι σημερινοί νέοι να έχουν ΦΙΛΟΥΣ και όχι μόνο παρέες και γνωστούς και «Κολλητούς» με τα λόγια. Αν όχι, είναι πολύ αδικημένοι…

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading