,

Ρίξε μου ένα ξεμάτιασμα!

Άμα με ρωτήσεις ποια εποχή λατρεύω, θα σου πω την άνοιξη. Για την ακρίβεια, όχι την αρχή της με τις ψύχρες, που κυκλοφορείς το πρωί σαν καλοτυλιγμένη σφολιάτα, με κοντομάνικο – ζακέτα – μπουφάν κουμπωμένο ως το λαιμό και το βράδυ στο σπίτι σαν γκέισα, με κάλτσα – σαγιονάρα! Αλλά εκεί, γύρω στα μέσα Μάη, που έχει στρώσει η θερμοκρασία, μαζί με την ψυχολογία. Που αργεί να δύσει ο ήλιος, που η δροσιά είναι ευχάριστα ζεστή και που δεν σκας ακόμα από την λάβρα του καλοκαιριού! Κυρίως, έχεις την προσμονή της θάλασσας, των διακοπών, της ξενοιασιάς, της… Ιθάκης, φθάσεις δε φθάσεις! Εγώ δηλαδή. Γιατί ο άνδρας μου, αγαπά εξίσου αυτήν την περίοδο, επειδή μπορεί απερίσπαστος να αφοσιωθεί στις αναγκαίες εξωτερικές δουλειές. Μονοκατοικία με κήπο, έχει πολύ πράμα κάθε χρόνο για συμμάζεμα.

Κάπως έτσι και αυτό το πολύπαθο έτος, με το που άνοιξε ο καιρός, το μάτι μας και η μέρα, αποφάσισε πρώτα να καθαρίσει τα χόρτα. Μέγας πράσινος βραχνάς! Γυρίζουμε από τη δουλειά, χαλαρώνει λίγο, καθώς τηρεί πιστά τις ώρες κοινής ησυχίας και παίρνει φόρα με το ηλεκτρικό πραπρά του, να μας γαζώσει τ’ αυτιά παράλληλα με την αγριοβλάστηση. Συνήθως διαρκεί δυο απογεύματα η φασαριόζικη χαρά και χειρωνακτική εργασία. Δεν περνά δίωρο, σταματά μαχαίρι ο μονότονος θόρυβος. Ακούω στο βάθος τον αγαπημένο μου για κάνα λεπτό να μιλά με κάποια. Δεν ξαναβάζει μπρος όμως στο καπάκι, όπως περίμενα. Αντ’ αυτού, ανεβαίνει μαινόμενος την σκάλα με όλες τις τρίχες του σβέρκου όρτσα, κραυγάζοντας σε άπταιστα γαλλικά – Σορβόνης πάντα – διότι του έσπασε η μεσινέζα και θα ξημερώσει να το φτιάξει. Kιχ, εγώ! Μονολογεί:

«Πάει το απόγευμα στράφι! Και όχι τίποτα άλλο, μόλις πέρασε η τάδε και σταμάτησα για να με χαιρετήσει. Τι τη διέκοψα εγώ τη δουλειά; Δεν ξαναπήρε μπρος μετά! Άντε τώρα, τρέχα, τι τις ήθελα τις ευγένειες!».

Περνάνε λίγες μέρες, έχει ξεμπερδέψει με το χορτοκοπτικό, πιάνει να ασπρίσει τη μάντρα έξω. Αυτή την φορά, του πήρε μία ώρα να ξαναμπεί σπίτι, ασβεστοκαπνισμένος! Ξαναπέτυχε την καλή γειτόνισσα και αφού χαζομιλήσανε λίγο, του σχίζεται η μπατανοβούρτσα! Στα δύο άνοιξε, λες και την κοπάνισε σε κάνα ξεροκέφαλο. Συμπάσχω όσο πιο σιωπηρά μπορώ. Είναι αυτές οι στιγμές, που νιώθεις στα βάθη της ψυχής σου το δράμα του συντρόφου σου, αλλά έχεις σηκώσει χεροπόδαρα ψηλά, καθώς το αγγούρι είναι όλο δικό του. Και δε δροσίζεται! Άβολο πολύ! Παντρεμένοι και οι δυο… λάθος άσμα! Ανυποψίαστοι και οι δυο, φεύγα σε παρακαλώώώ! Αυτό έπρεπε να έχουμε αφιερώσει στην θεία – λαίλαπα, αλλά δεν είχαμε συνδυάσει τα καταστροφικά περάσματά της ακόμα.

Την επόμενη βδομάδα, ξεκινά να σκάψει για να φυτέψει λίγες ρίζες ζαρζαβατικά. Εννοείται ότι ξαναπερνά η κυριούλα! Έχω στηθεί όμως και παραφυλάω πίσω από τις κουρτίνες. Την ακούω να τον παινεύει, πόσο προκομμένος, πόσο τον καμαρώνει που τον βλέπει, πόσο παιδεύεται και αυτηνής ο άνδρας με τον μικρό κηπάκο που έχουνε, πως τα παιδιά της τεμπελεύουν και δε βοηθάνε… και άλλα τιμητικά! Δεν περνά πεντάλεπτο που αποχώρισε η κόλακας (κόρακας ήταν στην πραγματικότητα, έτσι μαυροντυμένη), εγκαταλείπει τον γενναίο αγώνα η μύτη της τσάπας. Πήρε οριστικό διαζύγιο από το χερούλι ή απλώς βαρέθηκε, σαν τα τέκνα της θείας και ξάπλωσε στο χώμα διαμαρτυρόμενη. Ευτυχώς κατά την πτώση της δε χτύπησε σε κανένα προεξέχον ανθρώπινο μέλος! Ανάσανα εγώ, ενώ ο ίδιος, τέρμα αγανακτισμένος, στοχοποίησε πλέον τα καντήλια! Ανακαλύψαμε την πηγή του κακού. Δειλά – δειλά ξεστομίζω:

«Καλά τέτοια σου λέει κάθε φορά και παρατάς τη δουλειά να της πιάσεις κουβέντα; Ένα σκέτο νεύμα δε φθάνει δηλαδή;»

Γυρνά το βλέμμα του, ωσάν τον Τζακ Νίκολσον στην Λάμψη – ευτυχώς άνευ τσεκουριού – και με παίρνει λίγο η μπάλα. Ξώφαλτσα, καθώς η ζημιάρα είχε εντοπιστεί πια. Χίλια τα δίκια του πάντως, το παραδέχτηκα, γιατί μιλήσει, δεν μιλήσει, το μάτι το ζουλιάρικο τον είχε σημαδέψει!

Αυτή, η τρίτη ήταν και η φαρμακερή φορά. Αντιστραφήκαν οι όροι πλέον. Ο σύζυγος είναι αυτός που καιροφυλακτεί την γειτόνισσα. Μόλις μπανίσει την δράστιδα ν’ ανεβαίνει το δρόμο, παρατά ό,τι κάνει και οχυρώνεται στο υπόγειο, μέχρι να περάσει η φωτογραφική ενσάρκωση του στίχου “αφήνω πίσω μου συντρίμμια, αρρωστημένους και αγρίμια”! Άσε που μάλλον τον έχει πάρει χαμπάρι η αρχί… βασκάνω και γκαζώνει. Έτσι, κάποιες μέρες του ρίχνει τα βέλη της πισώπλατα, δευτερόλεπτα πριν καλυφθεί. Οπότε, για να μηδενίσει κάθε πιθανότητα, μου βάζει φωνή «Ξεμάτιασέ με, σε παρακαλώ

Ξετσαουλιάζομαι εγώ μετά στο χασμουρητό! Αφού έχει εξαφανιστεί απ’ το οπτικό του πεδίο η τυφωνιασμένη, ελευθερώνεται και συνεχίζει ακάθεκτος. Άλλη στραβή δεν είχαμε, βρήκαμε το γιατρικό! Φυσικά, όταν αρχίζει να σουρουπώνει και μαζεύεται, οριστικά πια, εντός οικίας, παίρνει και την πεθερά μου να του ρίξει ένα διπλό περιποιημένο ξεμάτιασμα. Στο ένα, το δεύτερο, δώρο για μένα! Διότι ποτέ δεν μπορείς να είσαι σίγουρος. Πρόληψη πάνω απ’ όλα!

Τι τραβάμε εμείς οι όμορφοι, έξυπνοι, εγκρατείς και προκομμένοι! Φτου μας!

Για φέτος, ευτυχώς οι χονδρές εξωτερικές εργασίες τελείωσαν. Αρχίσαμε να αράζουμε στην πίσω βεράντα, να μας θαυμάζει ο κήπος, να μην μας βλέπει κανείς, μπας και γλυτώσουν εργαλεία, κεφάλια, χέρια, ποδάρια και σαγόνια. Του χρόνου θα δοκιμάσω και την χάνδρα τη θαλασσιά – αν και δεν έχω αποφασίσει πού ακριβώς πρέπει να την κρεμάσω – και θα σας ενημερώσω!

Μαρίτσα Καρά

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading