,

Τα καλύτερά μας χρόνια ή αλλιώς… Ο παππούς σαν τον μπαμπά

Πρόσφατα λοιπόν στην ΕΡΤ έκανε την εμφάνισή της μια τηλεοπτική σειρά… κάπως διαφορετική από τις άλλες. Ο μικρός Άγγελος, το μικρό παιδί της οικογενείας Αντωνοπούλου, αφηγείται ως ώριμος ενήλικας πλέον, την «μικρή» καθημερινότητα της οικογενείας του μες στα «μεγάλα» γεγονότα της Ελλάδας, η οποία αναζήτησε μετά από πολέμους, δυσκολίες και φασαρίες την καλύτερη ζωή στην Αθήνα, αφού μαζί με την γιαγιά Ερμιόνη εγκαταλείπουν την φτωχική τότε Μεσσηνία ερχόμενη στο… μεγάλο χωριό. Γεγονός της εποχής… Ο ερχομός της τηλεόρασης που σημάδευε την μετάβαση σε έναν νέο κόσμο ο οποίος βέβαια εκείνη την περίοδο έχει μουσική υπόκρουση εμβατήριο και εθνικούς χορούς και βασικό αξεσουάρ τον…γύψο. Η εκτόξευση στην σελήνη, σημαντικό επίτευγμα του διαχρονικού φίλου και προστάτη μας θείου Σαμ, μας έδειχνε τον δρόμο στο φεγγάρι, στην Δύση. Μας έκανε και μας ρε παιδί μου κοινωνούς σε κάτι μεγάλο… Εμάς, που μετά από την Μικρασιατική καταστροφή, την πείνα και τον θάνατο της κατοχής, την επικράτησίν μας επί του επαράτου Κομμουνισμού (sic) ήμαστε πλέον συνταξιδιώτες -έστω και στην τουριστική δεν έχει σημασία -στο πλοίο της νέον επιγραφής που έγραφε «Εμπρός στο μέλλον, εμπρός στις ΗΠΑ, εμπρός στον αγώνα για την χιλιάκριβη την λευτ… Όπα όπα φίλε, αυτό έστω και ψιθυριστά σήκωνε Μακρόνησο…

Συζητώντας με φίλους οι οποίοι το βλέπουν, καταλήξαμε ότι αυτή η ανασκόπηση δεν είναι τίποτα παραπάνω από τα παιδικά χρόνια του μπαμπά και της μαμάς μας. Αυτά που προσπαθούσαμε να ανακαλύψουμε ψάχνοντας στα συρτάρια του σπιτιού του παππού και της γιαγιάς την Κυριακή το απόγευμα, αυτά που μας διηγήθηκαν οι ίδιοι, αυτά που ακόμα κάρφωσαν δίχως κανένα οίκτο ο παππούς και η γιαγιά όταν μας κάλυπταν για κάποια σκανταλιά που κάναμε. Τι να σου πει άραγε ο μπαμπάς που λέρωσες τα ρούχα σου όταν ο παππούς με την πρώτη ευκαιρία αναφέρει την χιλιοειπωμένη ιστορία με το άσπρο, πανάκριβο μπλουζάκι απ’ το Μινιόν, που ο μπαμπάς του έβαψε κόκκινες ρίγες για να κάνει τον Σιδέρη; Ακόμα λοιπόν φίλοι μου θυμάμαι τους παλιούς Μικρούς Ήρωες που είχα ανακαλύψει σε ένα παλιό ντουλάπι στο σπίτι της γιαγιάς. Αυτό λοιπόν το χάρτινο τεύχος με το κιτρινισμένο μετά από χρόνια χαρτί, φάνταζε θησαυρός στα χέρια του δωδεκάχρονου παιδιού. Κάτι από τα παλιά, που δεν υπάρχει πια και βρίσκεται καλά κρυμμένο στο ντουλάπι του σπιτιού της γιαγιάς. Σωστός θησαυρός. Τα αυτοκινητάκια του μπαμπά, οι γκαζές, τα στρατιωτάκια του θείου, τα βιβλία του θείου από την έκτη δημοτικού, τα δισκάκια – η εφηβεία τους σε μουσική- σωστή μηχανή του χρόνου. Πράγματα σπάνια στα αθώα παιδικά μάτια που δεν μπορούσαν πια να αγοράσουν, είχαν μια ανεξήγητη μοναδικότητα.

Υπάρχει όμως και κάτι άλλο πιο κρυφό και πιο βαθύ, που δυστυχώς φίλοι μου, όσο πλησιάζω τα πρώτα «-άντα» μου αρχίζω και αισθάνομαι… Ο παππούς και η γιαγιά σαν την μαμά και τον μπαμπά… Ο παππούς, που στην φωνή του ακούς αυτά που λέει το βιβλίο της Ιστορίας του σχολείου αλλά με άλλο μάτι, απλό, όμορφο, καθημερινό. Η γιαγιά που μαλώνει ακόμα και τώρα την μαμά όταν εκείνη μονίμως γκρινιάζει για το κρύο μιλώντας για τον Χειμώνα του ‘41. Ο παππούς, που σαν Οδυσσέας της εποχής έφυγε από την επαρχία μετά από πολέμους και ταραχές και ήρθε στην μεγάλη πόλη και γνώρισε την γιαγιά που στην αρχή του έκανε την δύσκολη καθότι ποθητή περιζήτητη, αλλά την κατάφερε, παντρεύτηκαν και κάνανε τον μπαμπά, την θεία και τον θείο. Που από το μικρό σπίτι με την πολλή δουλειά κατάφεραν και πήγαν σε μεγαλύτερο, διαμέρισμα αυτή την φορά παρακαλώ. Με έπιπλα, τηλεόραση και τηλέφωνο που δεν πήγαινε πια η γιαγιά στον μπακάλη για να τηλεφωνήσει. Και πήρε και εισιτήρια στην γιαγιά για να πάει να δει την αδερφή της στην Αμερική. Και σπούδασε και τα παιδιά που μάθανε τα γράμματα που αυτός δεν κατάφερε. Η γιαγιά, που ανέκαθεν κοκέτα και μοντέρνα κυκλοφορούσε με ινδικά καφτάνια, κοσμήματα ασημένια και περίεργα βαψίματα, είδε την Καγιά ντυμένη έτσι και ισχυρίστηκε ότι έφερε το boho στην Ελλάδα πριν την Καγιά, που ένα αυγό δεν ξέρει να ψήσει και κάνει την ωραία, ενώ εκείνες και ντύνονταν και βάφονταν και το τσουκάλι το μεσημέρι ήταν γεμάτο και το σπίτι καθαρό. Η γιαγιά που μου περιέγραφε τις πρώτες εκλογές μετά την μεταπολίτευση, μιλώντας για τον τσακωμό της με τον Αριστερό καφετζή κυρ Αλέκο, που όλο προλετάριος το έπαιζε, αλλά το ‘χε σε κακό να κεράσει έναν Χριστιανό, όπως έλεγε γελώντας χρόνια μετά. Που μου μιλούσε για την αγωνία της όποτε ο συνήθως πολυλογάς και ασυγκράτητος παππούς πήγαινε στο καφενείο και άρχιζε να διαβάζει δυνατά την «Βραδυνή» που ζητούσε ευθαρσώς από τον χαφιέ της χούντας περιπτερά της γειτονιάς και να αρχίζει τα πολιτικά που δεν τον οδήγησαν στα κρατητήρια λόγω παιδικής γνωριμίας με τον διοικητή του τμήματος.

Συγγνώμη, σας ζάλισα το ξέρω… Απλά όταν είδα εκείνη την σειρά, άνοιξα το κουτί της Πανδώρας των αναμνήσεων, αυτών που άκουσα, που έζησα, αλλά και αυτών που ίσως να μην μάθω ποτέ. Ένα μόνο κατάλαβα: Ότι οι άνθρωποι αυτής της εποχής βρήκαν ωραίο προορισμό, γιατί μέσα στον σκυλοπνίχτη της καθημερινότητας και την φουρτουνιασμένη θάλασσα της ζωής τους, απόλαυσαν το ταξίδι… Ακόμα και με μια γιορτή στο σπίτι με γιοματάρι απ’ την ταβέρνα, ακόμα και με ένα ουζάκι με τον γείτονα, αλλά πάντα με μια καρδιά και διάθεση να βλέπουν τον κόσμο όμορφο και ακόμα και αν δεν τον έβλεπαν, να τον ονειρευτούν και να τον αλλάξουν.

The BluezGuest

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading