,

Τα ποτήρια της σαμπάνιας

Σαν κόρη οφθαλμού πρόσεχε η κυρά Μαρία τα ποτήρια της σαμπάνιας. Πρώτον, είχαν συναισθηματική αξία. Τα είχε από τότε που παντρεύτηκε. Μαζί τα είχαν αγοράσει με το μακαρίτη τον κυρ Στέλιο, τον πρώτο χρόνο του γάμου τους, για να γιορτάσουν την αλλαγή του χρόνου. Δεύτερον, με τη σαμπάνια γιορτάζονταν μόνο ευχάριστα γεγονότα. Γιορτές, γάμοι, επέτειοι, γεννήσεις , βαφτίσια και παντός είδους επιτυχίες. Δεν ήταν σαν το κονιάκ ή το κρασί που έφερναν συνειρμούς θανάτου ή σαν τα βαριά ποτά που ήταν το καταφύγιο των απογοητευμένων, των προδομένων και των περισσότερων αλκοολικών. Η σαμπάνια ήταν η βασίλισσα της χαράς και της ευτυχίας! Και για την απολαύσει κανείς σωστά, χρειαζόταν και τα κατάλληλα ποτήρια, φυσικά! Κολονάτα, σκαλιστά από το καλύτερο κρύσταλλο της εποχής! Α, όλα κι όλα, δεν τα τσιγκουνεύτηκε η Μαρία. Ήταν ήδη έγκυος και τα ποτήρια αυτά θα περνούσαν από γενιά σε γενιά. Πόσο ευτυχισμένη ήταν την ημέρα εκείνη που αγόρασε αυτά τα ποτήρια της σαμπάνιας! Και πόσες χαρές συνόδευσαν, σε μία πορεία πενήντα χρόνων από τότε!

«Να μας ζήσει Μαράκι η κοράκλα μας! Μόλις έρθετε σπίτι θα ανοίξουμε μια σαμπάνια να γιορτάσουμε τον ερχομό της!», της είχε πει τότε συγκινημένος ο Στέλιος όταν η κυρά Μαρία γέννησε την πρώτη τους κόρη, την Κική.

«Να προσέξεις τα ποτήρια της σαμπάνιας! Προορίζονται για προίκα της κοράκλας σου!», απάντησε χαμογελώντας η Μαρία.

Το ίδιο σκηνικό ακολούθησε στη γέννηση της δεύτερης κόρης τους, της Πελαγίας. Η κυρά Μαρία είχε εν τω μεταξύ αγοράσει κι άλλη μια εξάδα κρυστάλλινα ποτήρια σαμπάνιας. Οι χαρές και αφορμές εορτασμού δεν έλειπαν από το σπιτικό της. Και στα παιδικά πάρτι γενεθλίων ακόμα, ο Στέλιος πάντα άνοιγε μια σαμπάνια.

«Για μας τους μεγάλους!», έλεγε.

Ο Στέλιος της…

Πώς να μη θυμάται αυτόν τον τρυφερό άνθρωπο; Τον σύντροφο, φίλο, συνοδοιπόρο. Με προξενιό περίπου τον γνώρισε. Πέρασε και καλά τυχαία ο Στέλιος από το σπίτι της ξαδέλφης της, της Τούλας, να αφήσει κάτι έγγραφα για τον άντρα της, το Θωμά. Την ώρα αυτή, ‘όλως τυχαίως’ βρισκόταν εκεί και η Μαρία. Ήταν μεν στημένο, αλλά αν η Μαρία το ήξερε, δεν θα πάταγε στο σπίτι της ξαδέλφης της. Η Μαρία ήταν ένα ευαίσθητο κορίτσι, ντροπαλό, πολύ μαζεμένο. Εκτός από την Τούλα και μία φίλη από το σχολείο, δεν είχε άλλες παρέες. Για σχέση ούτε καν συζήτηση! Σπίτι ήταν όλη μέρα και βοηθούσε τη μητέρα της με τις δουλειές. Είχε γίνει μια άριστη νοικοκυρά. Τώρα πώς θα άνοιγε το δικό της σπίτι, ήταν ένα αίνιγμα. Προξενιά δεν ήθελε, κοινωνική δεν ήταν, έξω έβγαινε σπάνια, πού στο καλό θα συναντούσε το ταίρι της; Έτσι λοιπόν η μάνα της με την πανούργα την Τούλα κατέστρωσαν το σχέδιο.

«Σύρε να πας μερικές από τις δίπλες που φτιάξαμε στην ξαδέλφη σου την Τούλα. Προχτές που μιλήσαμε μου είπε ότι τις λιμπίστηκε. Δε κάνει να ζηλεύει, έγκυος γυναίκα. Κάτσε να της κάνεις και λίγη παρέα. Προχτές παραπονιόταν ότι ο Θωμάς έχει πολλή δουλειά και είναι συνέχεια μόνη. Άντε κοκκώνα μου και να προσέχεις!», της είπε η μάνα της και η Μαρία ‘έσυρε’, ανυποψίαστη, για το σπίτι της Τούλας με τις δίπλες υπό μάλης…

Ο Θωμάς, ο άντρας της ξαδέλφης, είχε στην δημόσια υπηρεσία που δούλευε έναν συνάδελφο διαμάντι, το Στέλιο. Η Τούλα τον είχε γνωρίσει σε μία επίσκεψη στη δουλειά του άντρα της. Τον έκοψε από πάνω μέχρι κάτω και έκοβε το μάτι της Τούλας. Εμφανίσιμος κύριος, ευγενικός. Επειδή όμως ενίοτε οι πρώτες εντυπώσεις είναι παραπλανητικές και ουκ ολίγα τομάρια υπάρχουν που μιλούν με το ‘σεις’ και με το ‘σας’, η Τούλα ήθελε να επιβεβαιώσει τις θετικές της εντυπώσεις.

«Εκείνος ο Στέλιος, τι μέρος του λόγου είναι;», ρώτησε το Θωμά.

«Τούλα, όταν ο Θεός έφτιαξε το Στέλιο, πέταξε μετά το καλούπι. Είναι κύριος με τα όλα του. Ξέρεις τι πισώπλατα μαχαιρώματα γίνονται εκεί στη δουλειά. Τώρα που άνοιξε η θέση του προϊσταμένου, ενώ ο Στέλιος έχει πολύ περισσότερα προσόντα από μένα, πρότεινε στον διευθυντή να πάω εγώ. ‘Εσύ έχεις οικογένεια, χρειάζεσαι το επίδομα θέσης’, μου είπε. Ό,τι και να αποφασιστεί για το πόστο, ο καλός του ο λόγος και μόνο με χόρτασε», είπε ο Θωμάς.

«Δηλαδή, είναι ελεύθερος;», συνέχισε το ψάρεμα η Τούλα.

«Τι σου λέω τόση ώρα;», απάντησε με μία δόση απορίας ο άντρας της.

«Εμ δε θα ’ναι για πολύ», αποκρίθηκε η Τούλα που είχε στο μυαλό της ήδη σχεδιάσει την τουαλέτα που θα φορούσε στο γάμο!

Γάτα με πέταλα η Τούλα! Αμέσως έδεσε το γλυκό! Από την πρώτη κιόλας ‘τυχαία’ αυτή συνάντηση, η Μαρία και ο Στέλιος ήξεραν ότι ήταν πλασμένοι ο ένας για τον άλλον.

«Σας αρέσουν κύριε Στέλιο οι δίπλες που έφτιαξε με τα χεράκια της η ξαδέλφη μου;», ρώτησε όλο νάζι και πονηριά η Τούλα.

«Είναι γλυκές σαν τη δεσποινίδα Μαρία», απάντησε αυθόρμητα ο Στέλιος ρίχνοντας μια τρυφερή ματιά στη Μαρία που χαμογέλασε αχνά, κοκκινίζοντας από το φιλόφρων σχόλιο του τόσο συμπαθητικού συναδέλφου του Θωμά.

Τώρα θα δεις πώς θα σε διπλαρώσουμε με τις δίπλες κύριε Στέλιο μας!, σχολίασε μέσα της η καπάτσα Τούλα.

Δεν πρόλαβε η Τούλα να χάσει τα κιλά της εγκυμοσύνης και να ράψει την υπέρλαμπρη τουαλέτα που φαντασιωνόταν. Ο γάμος έγινε στο άψε-σβήσε! Τόσο κεραυνοβόλος έρωτας!

Αν ζούσε ο κυρ Στέλιος, θα γιόρταζαν εφέτος την 50η τους επέτειο. ‘Έφυγε’ πριν μερικούς μήνες. Μισή ένιωθε πια η Μαρία. Η ζωή της ήταν πια πλήρης από εμπειρίες. Αξιώθηκε να γίνει μητέρα, γιαγιά, είχε μάλιστα και δισέγγονο από την εγγονή της, τη Μαιρούλα! Κατάφερε να δει και τις δίδυμες της Πελαγίας φοιτήτριες. Ευτυχώς που πρόλαβε να τις καμαρώσει και ο παππούς. Η επιτυχία των κοριτσιών στις πανελλήνιες ήταν η τελευταία χαρά που έζησαν μαζί. Η τελευταία σαμπάνια που άνοιξαν. Η τελευταία φορά που τσούγκρισαν τα κολονάτα, σκαλιστά, κρυστάλλινα ποτήρια.

Τι άλλο να ζητήσει από τον Πανάγαθο η Μαρία… εκτός από το να συναντηθεί μια ώρα αρχύτερα με τον άνθρωπό της. Οι κόρες της αντιλαμβάνονταν τη θλίψη της μαμάς τους και της έδιναν κουράγιο. Προσπαθούσαν να της εμφυσήσουν όρεξη για ζωή. Το τελευταίο διάστημα η κυρά Μαρία είχε πρόβλημα με την καρδιά της και είχε απορρυθμιστεί τελείως το ζάχαρό της από τη στεναχώρια.

«Μην παραιτείσαι μαμά. Σκέψου πόσες χαρές σε περιμένουν ακόμα! Πόσες σαμπάνιες θα ανοίξουμε! Ο Στελάκης σε λίγο καιρό ολοκληρώνει το μεταπτυχιακό του. Τι στο καλό, δε θα το γιορτάσουμε; Ετοίμασε τα ποτήρια της σαμπάνιας!»

Ο Στελάκης…

Ήταν το μοναδικό αρσενικό από τα πέντε εγγόνια τους. Ο κυρ Στέλιος κόντεψε να σπάσει τα κρυστάλλινα ποτήρια στο τσούγκρισμα, όταν γεννήθηκε ‘ο πασάς’ τους. Και με τις πριγκιπέσσες του δε τσιγκουνεύτηκε τη χαρά και τον εορτασμό, αλλά εδώ το ένιωσε ένα τσικ παραπάνω. Δάκρυα χαράς και συγκίνησης τον κατέκλυσαν κι αυτόν και την κυρά Μαρία, όταν ο γαμπρός τους τούς σύστησε τον… Στυλιανό το νεότερο. Δική του απόφαση ήταν να βγει το όνομα του πεθερού του. Το ζευγάρι είχε τους γαμπρούς καλύτερα από γιους. ‘Για το γαμπρό γεννάει και ο κόκκορας’, έλεγε η κυρά Μαρία κάθε φορά που τους έφτιαχνε ένα αγαπημένο τους φαγητό ή γλυκό.

Οι κόρες του ζευγαριού, καλοπαντρεμένες και οι δύο, είχαν από έναν όροφο στο ίδιο οικοδόμημα που ζούσαν οι γονείς τους. Αρχικά ήταν διώροφο, προίκα της Μαρίας, που ήταν μοναχοπαίδι. Μαζί με το Στέλιο έχτισαν έναν όροφο ακόμα για τη μικρή τους. Η οικογένεια ζούσε μαζί, μοιράζονταν την καθημερινότητα, τις δυσκολίες, μα κυρίως τις χαρές. Φυσικά κάθε χαρμόσυνο γεγονός συνοδευόταν από τι άλλο; Σαμπάνια! Στα ψηλά, κολονάτα, κρυστάλλινα ποτήρια! Κανένα δεν είχε σπάσει η Μαρία. Τα πρόσεχε περισσότερο από τη ζωή της ακόμα! Μία ντουζίνα είχε αγοράσει τότε, νιόπαντρη. Η οικογένεια είχε βέβαια μεγαλώσει, ίσα ίσα έφταναν πια. Κίνησε μια μέρα και πήρε σβάρνα τα υαλοπωλεία μήπως και έβρισκε τα ίδια. Μάταια.

«Το σχέδιο αυτό είναι πολύ παλιό κυρία μου. Δεν βγαίνει πια», την απογοήτευσαν οι υαλοπώλες. Τις πρότειναν κάποια άλλα σχέδια, αλλά η Μαρία δεν ήθελε να ‘μπασταρδέψει’ το σετ. Απογοητευμένη γύρισε στο σπίτι και μοιράστηκε τον πόνο της με την εγγονή της τη Στέλλα. Της Παναγίας, στη γιορτή της, την περίμενε μία τεράστια έκπληξη. Δώδεκα ολοκαίνουργα ποτήρια σαμπάνιας με το ίδιο ακριβώς σχέδιο του σετ της!

Η Μαρία κατενθουσιασμένη, δεν μπορούσε να κρύψει τη χαρά της.

«Μα πού τα βρήκες; Είχα πάει παντού!», απόρησε.

«Στο Internet γιαγιά», απάντησε η Στέλλα.

«Και μπορείς να βρεις εκεί ποτήρια σαμπάνιας;», ρώτησε με αφέλεια η κυρά Μαρία που δεν είχε ιδέα από υπολογιστές.

« Ακόμα και γαμπρό μπορώ να βρω εκεί γιαγιά!», απάντησε χασκογελώντας η εγγονή της.

Την πείραζε η Στέλλα τη γιαγιά, που την παρότρυνε συνεχώς να βρει ένα καλό παιδί να παντρευτεί.

«Καλές οι σπουδές και οι καριέρες, δε λέω. Αλλά να βρεις κι εσύ ένα άξιο παλικάρι να νοικοκυρευτείς. Πότε θα κάνεις παιδιά; Τα χρόνια περνάνε!», της τόνιζε κάθε τρεις και λίγο η γιαγιά της. «Η αδελφή σου, η Μαίρη, μια χαρά συνδύασε δουλειά και οικογένεια».

«Καλά, ας μην είχε εσένα και τη μαμά και θα σου ’λεγα εγώ τι θα κατάφερνε!», απάντησε, κουνώντας το χέρι της η Στέλλα και γελώντας.

«Σώπα ,γλωσσού! Βρες εσύ το γαμπρό και όλα τα άλλα θα γίνουν!», τη μάλωνε τρυφερά η γιαγιά της.

«Θα πω το ‘ναι’ μόνο αν βρω έναν άντρα σαν τον παππού!», είπε την τελευταία κουβέντα η Στέλλα και δίνοντας ένα πεταχτό φιλί στην κυρά Μαρία έφυγε τραγουδώντας ‘Δεν παντρεύομαι, δεν παντρεύομαι, δε νοικοκυρεύομαι!’.

Αχ κοριτσάκι μου, μακάρι να ‘βρισκες άνθρωπο σαν τον παππού σου. Όπως όμως είχε πει ο συγχωρεμένος ο Θωμάς, ‘ο Θεός έφτιαξε το Στέλιο και πέταξε το καλούπι’.

Αυτή η εικόνα με την εγγονή της και πολλές άλλες περνούσαν από το μυαλό της, αυτήν την πρώτη Παραμονή Πρωτοχρονιάς που θα γιόρταζε χωρίς τον αγαπημένο της. Είχε μόλις κατεβάσει τα ποτήρια της σαμπάνιας, τα είχε περάσει με ξύδι, τα είχε αφήσει λίγο να στραγγίξουν και κάθισε στο τραπέζι, δίπλα στο παράθυρο που είχε φως, για να τα σκουπίσει. Είχε πει στα παιδιά να γιορτάσουν μόνοι φέτος, αλλά ήταν αδύνατο να το δεχτούν. Τις καθημερινές η ψυχή της φορούσε τα καλά της για να μη στεναχωρηθούν τα παιδιά και τα εγγόνια. Δεν ήθελε να τη βλέπουν θλιμμένη. Για την αποψινή βραδιά, όμως, δεν μπορούσε να βάλει το χέρι στη φωτιά ότι δεν θα λύγιζε. Ένα ένα ποτήρι που σκούπιζε συνοδευόταν κι από μια ανάμνηση κάποιου ευτυχισμένου εορτασμού με το Στέλιο. Οι στιγμές νοσταλγίας δεν είχαν τέλος. Ακουμπούσε ευλαβικά το κάθε ποτήρι σαμπάνιας πάνω στο δίσκο με το πλεκτό δαντελένιο πετσετάκι που της είχε φτιάξει η μητέρα της. Ένα ποτήρι της είχε μείνει ακόμα…

Στο σπίτι της Κικής οι δύο αδελφές έκαναν ετοιμασίες για το Πρωτοχρονιάτικο δείπνο. Λόγω του πένθους για το μπαμπά τους, δεν θα έκαναν κανονικό ρεβεγιόν, αλλά θα καλωσόριζαν το νέο έτος. Η ζωή συνεχίζεται. Ήταν σίγουρες ότι και ο κυρ Στέλιος δε θα ήθελε τη θλίψη και την κατήφεια.

«Πάμε μην κάνει καμιά κουταμάρα η μαμά και ανέβει πάλι σε κανένα σκαμπό. Θυμάσαι τις προάλλες που ανέβηκε στην καρέκλα για να φτάσει μια πιατέλα; Ευτυχώς που μεταφέραμε τα ποτήρια της σαμπάνιας στο κάτω ράφι. Θα τα ’χει περάσει εκατό φορές με ξύδι να λαμποκοπάνε! Το μεσημέρι που την άφησα, καθόταν δίπλα στο παράθυρο και τα σκούπιζε. Μη της ξεφύγει καμιά σταγόνα! Υποσχέθηκε ότι θα ’φτιαχνε μόνο την βασιλόπιτα φέτος, αλλά την ξέρεις τη μαμά! Στασιό δεν έχει! Όλο και κάποια τυρόπιτα θα ετοιμάζει για τα εγγόνια της με χειροποίητο φύλλο! Τα πήρες όλα; Άντε κουνήσου, πάμε να στρώσουμε για να κατέβουν σιγά σιγά και τα παιδιά! Σε λίγες ώρες αλλάζει ο χρόνος!».

Όταν οι κόρες της μπήκαν στο σπίτι απόρησαν που είχε σκοτάδι.

«Μαμά, πού είσαι μαμά, κοιμάσαι;», φώναξε η Κική ανοίγοντας το φως. Μπροστά της αντίκρισε τη μητέρα της στην ίδια ακριβώς θέση που την είχε αφήσει πριν ώρες. Στο χέρι της κρατούσε σφιχτά, ακόμα, εκείνο το τελευταίο ποτήρι που δεν είχε προλάβει να ακουμπήσει στο δίσκο.

«Μαμά μου, μίλα μου μαμά!», άρχιζε να φωνάζει υστερικά η Κική.

Η Πελαγία πήρε προσεχτικά και ακούμπησε στο δίσκο το τελευταίο ποτήρι που η μητέρα τους προστάτεψε, όντως, περισσότερο από τη ζωή της.

«Κική ηρέμησε. Η μαμά πήγε να συναντήσει τον μπαμπά», είπε προσπαθώντας να συνεφέρει την αδελφή της.

Η κυρά Μαρία ‘έφυγε’ διακριτικά και αθόρυβα όπως έζησε. Εντύπωση έκανε σε όλους που δε γλίστρησε καν από τα χέρια της να πέσει και να γίνει θρύψαλα το ποτήρι της σαμπάνιας που κρατούσε.

«Βρε, πενήντα ολόκληρα χρόνια και δε μου ’σπασε κανένα από τα ποτήρια της σαμπάνιας , τώρα θα μου έσπαγε;», τους ψιθύρισε από κει ψηλά, στην αγκαλιά, πια, του πολυαγαπημένου της Στέλιου…

Αναστασία Λαζαράκη

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading