,

Τα Χαμένα Παιδιά

Στήλωσε το βλέμμα της στην αυλή. Είδε δυο κορίτσια να στέκονται δίπλα στον ξερό φοίνικα και να της κουνούν το χέρι: ήταν η ίδια, και η Σάρα, η μικρότερη αδερφή της. Και τότε όσο απότομα εμφανίστηκαν τόσο απότομα ξεθώριασαν οι μορφές τους και βούλιαξαν στο παρελθόν.

Έκλεισε τα μάτια προσπαθώντας να φυλακίσει τα δάκρυα που ετοιμάζονταν να τρέξουν και πήρε μια βαθιά ανάσα. Τα παιδικά γέλια άρχισαν να ηχούν και πάλι στο μυαλό της. Αυτή τη φορά όμως, ήταν εκκωφαντικά. Μόλις άνοιξε τα μάτια οι φωνές σώπασαν. Εκείνη κοίταξε το κτίριο και της φάνηκε ότι είδε «κάτι» να σαλεύει στο παράθυρο του πρώτου ορόφου. Η αίσθηση αυτή κράτησε μόνο για ένα δευτερόλεπτο, αφού αμέσως μετά ότι κι αν ήταν αυτό, είχε εξαφανιστεί. Τη στιγμή που προσπαθούσε να καταλάβει αν ότι είδε ήταν ένα παιχνίδι της αντανάκλασης των φώτων του δρόμου ή όχι, ένιωσε ένα άγγιγμα στον ώμο της. Τσίριξε και γύρισε απότομα.

«Τζέρεμυ!», αναφώνησε. «Τι δουλειά έχεις εδώ;»

«Αυτό θα έπρεπε να το ρωτήσω εγώ», έκανε εκείνος ενοχλημένος. «Βικτώρια τι κάνεις εδώ;»

«Ήθελα…», άρχισε εκείνη αλλά δεν ολοκλήρωσε τη φράση της. «Πώς με βρήκες;»

«Μου τηλεφώνησε η Μάργκαρετ. Μου είπε ότι ακύρωσες τη βόλτα σας, γιατί ξαφνικά δεν ένιωθες καλά, ενώ κοιτούσες το παλιό ορφανοτροφείο. Σε πήρα τηλέφωνο, αλλά δεν απαντούσες».

Εκείνη δάγκωσε αμίλητη τα χείλη της.

«Δεν χρειαζόμουν κάτι άλλο», συνέχισε ο Τζέρεμυ. «Ήρθα αμέσως εδώ και φυσικά είχα δίκιο».

«Τζερ να σου…»

«Γιατί το κάνεις αυτό στον εαυτό σου;», την έκοψε φωνάζοντας.

Οι λιγοστοί περαστικοί γύρισαν και τους κοίταξαν. Εκείνη του έριξε ένα θυμωμένο βλέμμα.

«Με συγχωρείς», της είπε ήρεμα και την έπιασε τρυφερά από τους ώμους. «Με πονάει να σε βλέπω έτσι γι’ αυτό αντιδρώ με αυτό τον τρόπο».

Εκείνη ένευσε.

«Πάμε;», τη ρώτησε και την έπιασε από το χέρι.

Εκείνη ένευσε ξανά. Καθώς απομακρύνονταν, έριξε μια τελευταία ματιά πάνω από τον ώμο της προς το παράθυρο του πρώτου ορόφου. Της φάνηκε ότι είδε πάλι αυτό το «κάτι» να κινείται. Την επόμενη στιγμή είχε εξαφανιστεί.

Το βράδυ ξύπνησε απότομα εξαιτίας ενός ονείρου που όμως δεν μπορούσε να θυμηθεί. Εκείνο που είχε συγκρατήσει μόνο ήταν η αίσθηση ότι άκουγε παιδικές φωνές. Πέρασε λίγη ώρα μέχρι να συνειδητοποιήσει πως δεν ήταν της φαντασίας της. Είχαν δραπετεύσει από το όνειρο και είχαν εισβάλει στην πραγματικότητά της. Κοίταξε τον Τζέρεμυ. Κοιμόταν ήσυχος δίπλα της. Σηκώθηκε προσεκτικά για να μην τον ξυπνήσει και βγήκε από το δωμάτιο. Το λευκό νυχτικό της, την έκανε να μοιάζει με μια αέρινη οπτασία. Το σπίτι ήταν σκοτεινό, αλλά δεν έκανε την κίνηση να ανάψει το φως. Ένιωθε πως οι φωνές θα σώπαιναν και δεν το ήθελε αυτό. Ήθελε να τις ακούσει. Ήθελε να μάθει τι έχουν να της πουν. Όσο προχωρούσε στο μακρύ διάδρομο, οι φωνές, που τώρα είχαν γίνει γέλια, δυνάμωναν. Έφτασε μπροστά στην ξύλινη, εσωτερική σκάλα. Κοντοστάθηκε. Εκείνη τη στιγμή, ένιωσε κάποιον να την ακουμπάει απαλά, κι αμέσως μετά ένα ψυχρό ρεύμα αέρα της χάιδεψε το μάγουλο. Ανατρίχιασε. Άρχισε να κατεβαίνει. Και τότε, όταν έφτασε στο ισόγειο, οι φωνές σώπασαν κι έδωσαν τη θέση τους σε ομιλίες. Έσμιξε τα φρύδια και προσπάθησε να εντοπίσει την πηγή τους. Έστριψε δεξιά και κατευθύνθηκε προς το σαλόνι. Άνοιξε τη συρτή γυάλινη πόρτα.

«Γεια σου Βικτώρια».

Εκείνη αναπήδησε. Αυτό που αντίκρυσε, δεν ήταν το σαλόνι του σπιτιού της, αλλά μια ασυνήθιστα φωτεινή τάξη σχολείου. Ένας άντρας βρισκόταν πίσω από την έδρα και την κοιτούσε στα μάτια.

«Κάθισε», της είπε κι έκανε μια κίνηση με το χέρι του.

Εκείνη έκανε ένα γύρο με το βλέμμα κι ένιωσε την αναπνοή της να κόβεται. Η καρδιά της έχασε μερικούς χτύπους. Μέσα στην αίθουσα υπήρχαν έντεκα θρανία. Στα δέκα, κάθονταν τα κορίτσια του ορφανοτροφείου που χάθηκαν στη φωτιά. Ανάμεσά τους και η Σάρα. Η Βικτώρια έβγαλε μια μικρή κραυγή κι έτρεξε προς το μέρος της.

«Σάρα…», ψέλλισε και γονάτισε δίπλα της.

Εκείνη δεν της έδωσε σημασία. Το βλέμμα της ήταν στυλωμένο στον πίνακα και το πρόσωπό της ανέκφραστο. Έκανε να την αγγίξει.

«Κάθισε Βικτώρια!», της φώναξε αυστηρά ο δάσκαλος.

Εκείνη υπάκουσε και κατευθύνθηκε στο μοναδικό άδειο θρανίο, στο μπροστινό μέρος της τάξης.

«Το σημερινό μάθημα», άρχισε εκείνος και προχώρησε προς τον πίνακα, «έχει σκοπό να μας διδάξει πώς θα πάρουμε πίσω αυτό που έχουμε χάσει».

Ακούμπησε τον πίνακα με τη βέργα του και η μαύρη επιφάνειά του εξαφανίστηκε. Μετατράπηκε σε μια τεράστια οθόνη που έδειχνε ένα κτίριο με πυργίσκους. Την επόμενη στιγμή είχε τυλιχθεί στις φλόγες. Η Βικτώρια ήθελε να ουρλιάξει αλλά η φωνή δεν έβγαινε από το λαιμό της. Ο δάσκαλος στάθηκε μπροστά της και πλησίασε το πρόσωπό του στο δικό της.

«Τι είναι αυτό που έχεις χάσει Βικτώρια;», την ρώτησε.

Βρισκόταν τόσο κοντά της που μπορούσε να μετρήσει τις πολυάριθμες ρυτίδες που είχε στο μέτωπο και τις λιγοστές τρίχες στο κεφάλι του.

«Εγώ…», τραύλισε εκείνη.

«Τι είναι αυτό που έχεις χάσει;», επανέλαβε. «Πρέπει να βρεις αυτό που έχεις χάσει».

Εκείνη τη στιγμή το δωμάτιο άρχισε να τρεμουλιάζει και να στροβιλίζεται. Τα κορίτσια είχαν σηκωθεί από τις θέσεις τους και την είχαν περικυκλώσει. Τα πρόσωπά τους περιστρέφονταν τόσο γρήγορα που τα μάτια και τα στόματα τους παραμορφώνονταν. Έμοιαζαν με μαύρες τρύπες που ήταν έτοιμες να ρουφήξουν όλη τη ζωή και να τη βυθίσουν στη λήθη και τη σκοτεινιά. Εκείνη πίεσε το κεφάλι με τα χέρια της κι έκλεισε σφιχτά τα μάτια της.

«Όχι…», ούρλιαζε. «Όχι, όχι όχι!»

«Βικτώρια!»

Σελίδες: 1 2 3 4

2 απαντήσεις στο “Τα Χαμένα Παιδιά”

  1. Καλημέρα είναι καταπληκτικό. Το κείμενο είναι από βιβλίο σας? Κυκλοφορεί από καποιον εκδοτικό οίκο? Αν ναι ενημερώστε με θα ήθελα σίγουρα να το αγοράσω.

    • ΜΑΡΙΑ ΚΑΡΝΑΣΙΩΤΗ Σας ευχαριστώ πολύ για τα όμορφα λόγια σας! <3 Το κείμενο δεν είναι από κάποιο βιβλίο μου, ωστόσο ετοιμάζω κάτι που σε λίγο καιρό θα ολοκληρωθεί κι ευελπιστώ να πάρει το δρόμο της έκδοσης! Θα σας κρατάω ενήμερη!

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading