,

Τα Χαμένα Παιδιά

Άνοιξε τα μάτια. Ο Τζέρεμυ στεκόταν δίπλα της ανήσυχος. Κοίταξε γύρω της. Καθόταν στο πάτωμα, στη μέση του σκοτεινού σαλονιού. «Τζερ…», ψέλλισε εξουθενωμένη και άπλωσε τα χέρια προς το μέρος του. Εκείνος τη σήκωσε στην αγκαλιά του και την οδήγησε στην κρεβατοκάμαρά τους.

Η επόμενη μέρα κύλησε ήρεμα με τον Τζέρεμυ να της τηλεφωνεί ότι θα αργήσει κι εκείνη να ξαπλώνει από νωρίς γιατί ο πονοκέφαλός της δεν έλεγε να υποχωρήσει.

Ωστόσο δεν κατάφερε να κοιμηθεί πολύ. Ο ύπνος της ήταν ανήσυχος και ταραγμένος. Άκουγε συνεχώς φωνές μέσα στο μυαλό της﮲ φωνές, παιδικά γέλια και ουρλιαχτά﮲ ουρλιαχτά απόγνωσης και τρόμου. Βρισκόταν μέσα σε ένα φλεγόμενο κτίριο κι ένιωθε τις καυτές φλόγες να γλείφουν το κορμί της, τη στιγμή που μια πορσελάνινη κούκλα έπεφτε στο έδαφος κι έσπαγε σε εκατοντάδες κομμάτια. Ξύπνησε απότομα. Μια φράση επαναλαμβανόταν συνεχώς μέσα στο μυαλό της: «Τι έχεις χάσει; Πρέπει να βρεις αυτό που έχεις χάσει».

Κοίταξε το ρολόι στο κομοδίνο. Ήταν περασμένες εννιά και ο Τζέρεμυ δεν είχε επιστρέψει ακόμα. Δεν ήξερε γιατί, αλλά ήταν σίγουρη πως οι απαντήσεις που έψαχνε βρίσκονταν στο παλιό ορφανοτροφείο. Λίγη ώρα αργότερα, στεκόταν έξω από τη βαριά καγκελόπορτα και προσπαθούσε να βρει το κουράγιο να την ανοίξει. Ένα απότομο, ψυχρό ρεύμα αέρα και μια ανεπαίσθητη κίνηση που αισθάνθηκε δίπλα της, έκαμψαν τις αντιστάσεις της. Έσπρωξε την πόρτα, η οποία άνοιξε πολύ εύκολα, και τη δρασκέλισε. Το γρασίδι είχε αρχίσει να ξεπροβάλλει σιγά σιγά και η μυρωδιά του υγρού χόρτου ανέσυρε βαθιά θαμμένες αναμνήσεις μέσα από το μυαλό της. Ένιωσε μια λανθασμένη αίσθηση ξεγνοιασιάς﮲ αυτή που νιώθουν μόνο τα παιδιά, όταν πιστεύουν πως το μόνο τους πρόβλημα είναι ο κακός βαθμός που πήραν στο μάθημα, και η ήττα τους στο επιτραπέζιο παιχνίδι. Η θλίψη της επανήλθε δριμύτερη να της θυμίσει την παρουσία της. Κατευθύνθηκε προς τη μεγάλη, πέτρινη σκάλα που οδηγούσε στο εσωτερικό του κτιρίου και ξεκίνησε να ανεβαίνει χωρίς δισταγμό. Διαπίστωσε έκπληκτη πως η ξύλινη, σκαλιστή πόρτα, ήταν μισάνοιχτη. Μπήκε μέσα και την έκλεισε απαλά πίσω της. Βρισκόταν μέσα σε μια μεγάλη, άδεια σάλα. Ο χώρος ήταν φωτισμένος ελαφρά. Παρατήρησε ότι υπήρχε κρυφός φωτισμός πίσω από τα κουφώματα. Το υπόλοιπο εσωτερικό του ήταν ακόμα σε πολύ άσχημη κατάσταση. Το ξύλινο πάτωμα είχε σκάσει σε διάφορα σημεία και τα πολύχρωμα σχέδια της οροφής είχαν μαυρίσει. Δεν είχε καμιά σχέση με το προσεγμένο κτίριο που είχε δει στον ύπνο της. Είχαν φτιάξει μόνο το εξωτερικό και τον φωτισμό. Είχαν πολλή δουλειά ακόμα μπροστά τους.

«Βικτώρια…», ήχησε ένας ψίθυρος στα αυτιά της προτού προλάβει να περιεργαστεί το μέρος.

«Ναι;», έκανε δειλά εκείνη. «Είναι κανείς εδώ;», ρώτησε ξέπνοα.

Ένα παιδικό γέλιο ήρθε σαν απάντηση στο ερώτημά της.

«Πούν ‘ν΄ το πού ‘ν΄ το, το δαχτυλίδι…», ακούστηκε ένα παιδικό τραγουδάκι.

Εκείνη γύρισε απότομα το κεφάλι της προς τη μεριά που ακούστηκε και η φωνή σώπασε αμέσως.

«Ψάξε, ψάξε δεν θα το βρεις…», άκουσε από την αντίθετη κατεύθυνση.

Εκείνη στράφηκε προς τα εκεί και η φωνή σώπασε και πάλι, δίνοντας τη θέση της σε ένα παιδικό γέλιο.

«Βικτώρια…», ήχησε ένας ψίθυρος ακριβώς δίπλα στο αυτί της.

Γύρισε απότομα, και είδε ένα μικρό κορίτσι να της χαμογελάει από την άλλη άκρη του δωματίου.

«Σάρα;», έκανε απορημένη.

Το κορίτσι γέλασε και δρασκέλισε την πόρτα.

«Σάρα!», φώναξε η Βικτώρια κι έτρεξε προς το μέρος της.

Μόλις πέρασε το κατώφλι η πόρτα έκλεισε με πάταγο πίσω της.

«Πρέπει να το βρεις Βικτώρια!», άκουσε έναν ψίθυρο.

Στράφηκε απότομα προς το μέρος του.

«Αυτό που έχασες!», πρόσθεσε μια άλλη φωνή.

Γύρισε προς την άλλη πλευρά.

«Πρέπει να το βρεις!»

«Σταματήστε!», φώναξε κι έκλεισε τα αυτιά με τα χέρια της.

Οι φωνές σώπασαν αμέσως. Εκείνη κοίταξε γύρω της. Η πόρτα από την οποία είχε μπει και είχε κλείσει με πάταγο, τώρα έστεκε ανοιχτή. Προχώρησε προς τα εκεί και βρέθηκε πάλι στη μεγάλη σάλα. Μια παιδική φωνή ακούστηκε από τον πάνω όροφο. Μουδιασμένη και χωρίς να καταλαβαίνει το λόγο που δεν είχε φύγει ακόμα τρέχοντας, άρχισε να ανεβαίνει την ξύλινη εσωτερική σκάλα που βρισκόταν στο κέντρο του δωματίου. Τα σκαλιά έτριζαν και σε κάθε της βήμα σηκωνόταν ένα παχύ στρώμα σκόνης. Είχε την περίεργη αίσθηση ότι δεν ήταν μόνη της, αλλά ότι ανέβαιναν κι άλλοι μαζί της.

«Βίκυ… Βικτώρια…», τους άκουγε να ψιθυρίζουν.

«Πρέπει να το βρεις…»

«Μόνο τότε θα τελειώσουν όλα…»

«Πρέπει να το βρεις…»

«Έχουμε χάσει το δρόμο μας…»

«Πρέπει να μας βρεις…»

«Πρέπει να…», ψιθύρισε εκείνη τη στιγμή που είχε φτάσει στην κορυφή της σκάλας.

«Βικτώρια!»

Ο Τζέρεμυ στεκόταν στο ισόγειο.

«Τζερ…», ψέλλισε εκείνη καταπτοημένη.

Το κεφάλι της κόντευε να σπάσει.

Εκείνος ανέβηκε τρέχοντας και ήρθε κοντά της.

«Πώς με βρήκες;», τον ρώτησε.

«Σου τηλεφώνησα πολλές φορές αλλά δεν απαντούσες στο κινητό σου. Δεν χρειάστηκε να μαντέψω παραπάνω». Όλως περιέργως ήταν πολύ ήρεμος. «Έλα πάμε να φύγουμε», της είπε και την τράβηξε από το χέρι.

Εκείνη έκανε να τον ακολουθήσει, όταν ένιωσε το πόδι της να βουλιάζει στο πάτωμα. Μια από τις ξύλινες σανίδες είχε υποχωρήσει. Σταμάτησε απότομα κι έσκυψε για να ελευθερωθεί. Τη στιγμή που ετοιμαζόταν να σηκωθεί, είδε «κάτι» να λαμπυρίζει μέσα στην τρύπα. Το πήρε στα χέρια της και το κοίταξε.

«Τι συμβαίνει;», απόρησε ο Τζέρεμυ που στράφηκε προς το μέρος της. «Γιατί σταμάτησες;»

Η Βικτώρια δεν μίλησε. Έτεινε την κλειστή της χούφτα προς το μέρος του. Εκείνος κάρφωσε το βλέμμα του πάνω της. Την άνοιξε. Μέσα της, υπήρχε ένα μαύρο κορδόνι, στην άκρη του οποίου ήταν περασμένος ένας χρυσός σταυρός. Κανείς τους δεν μίλησε για μερικές στιγμές.

«Πού τον βρήκες;», τη ρώτησε τελικά ο Τζέρεμυ.

Εκείνη ξαφνιάστηκε από τη σταθερότητα που είχε η φωνή του. Περίμενε πως θα ένιωθε μετανιωμένος, τρομαγμένος, πανικόβλητος.

«Εδώ», του απάντησε απλά. «Τι γυρεύει εδώ ο σταυρός που σου χάρισα Τζέρεμυ;», τον ρώτησε αμέσως. «Μου είχες πει ότι τον είχες χάσει… Τι δουλειά έχει εδώ λοιπόν;»

Το παρανοϊκό του γέλιο ήχησε σε όλο το κτίριο.

«Ξέρεις αγάπη μου, αν υπάρχει κάτι που δεν μου αρέσει καθόλου σε εσένα, είναι ότι δεν μπορείς να δεχτείς αυτό που σου λένε. Δεν μπορείς να δεχτείς ότι πρέπει να ξεχάσεις αυτό το κτίριο και την αδερφή σου και να τα αφήσεις όλα πίσω σου έτσι δεν είναι; Και φυσικά τώρα, δεν μπορείς να ξεχάσεις ότι βρήκες εδώ τον σταυρό που μου χάρισες…», έκανε αργόσυρτα.

Εκείνη δεν απάντησε στην ερώτησή του.

«Πώς βρέθηκε εδώ ο σταυρός Τζέρεμυ;», επανέλαβε την ερώτησή της τονίζοντας κάθε λέξη.

«Λοιπόν, το πρόβλημα είναι, ότι τελικά μοιάζεις πολύ με την αδερφή σου», είπε εκείνος με μάτια που πετούσαν σπίθες. «Έτσι κι εκείνη, δεν δεχόταν αυτό που της έλεγα. Της είχα πει ότι θα ήταν μόνο για ένα βράδυ, και μετά θα γίνονταν όλα όπως παλιά, αλλά δεν με άκουγε. Ναι, το θυμάμαι σαν να ήταν χθες…», έκανε με ένα ονειροπόλο βλέμμα. «Εσύ δεν ήσουν μαζί μας, είχες διάβασμα, κι εμείς καθόμασταν στην αυλή του ορφανοτροφείου. Την ήθελα καιρό ξέρεις, αλλά προσπαθούσα να συγκρατηθώ. Ήταν τα ταμπού της εποχής, αλλά ήσουν κι εσύ βλέπεις. Εκείνο το βράδυ όμως δεν μπόρεσα να αντισταθώ. Όταν την πλησίασα, εκείνη άρχισε να ουρλιάζει. Έτρεξε μέσα στο κτίριο ζητώντας βοήθεια. Η διευθύντρια έλειπε, αλλά τα κορίτσια την άκουσαν. Την πίστεψαν. Έτρεξαν και κλειδώθηκαν στην τραπεζαρία. Φώναζαν ότι θα τα μαρτυρήσουν όλα. Δεν είχα άλλη επιλογή. Έπρεπε να τις εξαφανίσω όλες. Μπλόκαρα την πόρτα. Η φωτιά, ήταν το μόνο που θα έσβηνε τα ίχνη τους. Από ότι φαίνεται όμως δεν έκανα καλή δουλειά. Εκείνες πέθαναν μεν, αλλά το κτίριο δεν καταστράφηκε ολοσχερώς… κι έτσι εσύ, μπόρεσες να βρεις τον σταυρό μου. Κάπου μπερδεύτηκε γιατί κυνήγησα τη Σάρα μέχρι εδώ πάνω και τον έχασα…»

«Χριστέ μου!», φώναξε η Βικτώρια κι έφερε το χέρι στο στόμα της. «Πώς… Πώς μπόρεσες;», τραύλισε. «Ήταν μόνο δώδεκα χρονών… κι εμείς ήμασταν δεκαέξι… Τόσο καιρό, τόσο καιρό ζούσα με ένα τέρας!», ούρλιαξε ενώ τα δάκρυα που έβγαιναν από τα μάτια της αυλάκωσαν το πρόσωπό της.

Ο Τζέρεμυ έγειρε το κεφάλι του στο πλάι.

«Ε όχι και τέρας αγάπη μου…», διαμαρτυρήθηκε. «Στάθηκα δίπλα σου βράχος. Χάρη σε μένα κατάφερες να ξεπεράσεις το θάνατό της».

«Το θάνατο που εσύ προκάλεσες!»

«Μη με διακόπτεις!», ξέσπασε εκείνος πλησιάζοντάς την απειλητικά.

Εκείνη οπισθοχώρησε κρατώντας την αναπνοή της.

«Όπως έλεγα λοιπόν», συνέχισε εκείνος, «χάρη σε μένα κατάφερες να ξεπεράσεις το θάνατό της. Κι όλα πήγαιναν καλά, μέχρι να αποφασίσεις να μετακομίσουμε πάλι σε αυτό το μέρος. Μέχρι να αποφασίσεις ότι η ζωή στην πόλη σε έπνιγε κι ότι η επιστροφή στο μέρος που μεγαλώσαμε θα σου κάνει καλό. Λοιπόν μάντεψε! Σου έκανε κακό! Έκανε κακό και στους δυο μας!»

«Δεν θέλω να σε ξαναδώ ποτέ. Θα πληρώσεις γι’ αυτό που έκανες!», είπε η Βικτώρια με σφιγμένα δόντια κι έκανε να τον προσπεράσει.

«Όχι αγάπη μου!», αντέτεινε εκείνος και την τράβηξε από τα μαλλιά. Άρπαξε τον σταυρό με το ελεύθερο χέρι του και τον φόρεσε στον λαιμό του.. Εκείνη έπεσε στο έδαφος τσιρίζοντας. «Εσύ θα πληρώσεις που κατέστρεψες την ειδυλλιακή ζωή που είχα φτιάξει για τους δυο μας», συνέχισε και άρχισε να την σέρνει.

Η Βικτώρια χτυπούσε το χέρι του προσπαθώντας μάταια να ελευθερωθεί από τη λαβή του. Την έσυρε μέχρι το τέρμα του διαδρόμου. Εκείνη μπουσούλησε και κόλλησε με την πλάτη της στον τοίχο.

«Και τώρα μάντεψε», άρχισε ο Τζέρεμυ κι έβγαλε ένα σουγιά από την τσέπη του. «Πρώτα θα σε σκοτώσω… και μετά… μετά το κτίριο θα τυλιχθεί στις φλόγες γι’ ακόμα μια φορά. Όλοι ξέρουν πως η αδερφή σου πέθανε στη φωτιά που ξέσπασε τότε. Θα ισχυριστώ πως μου άφησες ένα σημείωμα και μου έγραφες πως ήθελες να φύγεις κι εσύ με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Έτρεξα να σε προλάβω, αλλά δυστυχώς, ήταν πολύ αργά…», κατέληξε κι έκανε να την πλησιάσει.

Εκείνη ένιωσε να χάνει την αναπνοή της. Ο κόσμος γύρω της άρχισε να τρεμουλιάζει και να θολώνει. Και τότε, τη στιγμή που ερχόταν προς το μέρος της κι αισθανόταν έτοιμη να λιποθυμήσει, ένα πολύ σιγανό γέλιο, ήχησε στα αυτιά της. Αμέσως οι αισθήσεις της ξύπνησαν. Από το βλέμμα του κατάλαβε ότι το είχε ακούσει κι εκείνος. Είχε σταματήσει να περπατάει και κοιτούσε το ταβάνι προσπαθώντας να αφουγκραστεί. Όταν δεν ακούστηκε τίποτα, ξαναβρήκε το σαρδόνιο χαμόγελό του κι άρχισε να την πλησιάζει απειλητικά. Τότε το γέλιο ακούστηκε και πάλι, πιο δυνατό αυτή τη φορά. Ναι, ήταν σίγουρη. Ήταν το γέλιο ενός παιδιού. Ένα ρεύμα ψυχρού αέρα φύσηξε και ο σουγιάς έπεσε από το χέρι του. Εκείνος κοίταξε γύρω του σαστισμένος. Τώρα τα γέλια είχαν πολλαπλασιαστεί. Ο χώρος είχε γεμίσει παιδικές φωνές και το κρύο είχε γίνει αφόρητο. Εκείνος παρέλυσε στη θέση του. Κοιτούσε έντρομος σε ένα σημείο στα αριστερά της. Η Βικτώρια ακολούθησε το βλέμμα του. Δέκα κορίτσια στέκονταν στην κορυφή της σκάλας, κρατώντας η κάθε μια από μια πορσελάνινη κούκλα. Τις αναγνώρισε αμέσως. Ήταν οι φίλες της, όσες χάθηκαν στη φωτιά εκείνο το μοιραίο βράδυ. Και μπροστά τους, στεκόταν η Σάρα, η αδερφή της. Της χαμογελούσε. Όλες της χαμογελούσαν. Γύρισε και τον κοίταξε. Είχε χάσει το χρώμα του. Το στόμα του ανοιγόκλεινε ακατάπαυστα χωρίς ωστόσο να βγαίνει η φωνή του.

«Δεν είναι δυνατόν…», τραύλισε τελικά. «Δεν είναι δυνατόν, είναι νεκρές…», μουρμούρησε. «Είστε νεκρές!», φώναξε δυνατά. «Πεθάνατε στη φωτιά δεν…», σώπασε απότομα και κοίταξε τη Βικτώρια. «Πέθαναν στη φωτιά…», ψέλλισε.

Τα κορίτσια άρχισαν να τον πλησιάζουν. Το μέχρι πρότινος παιδικό χαμόγελό τους, είχε γίνει σαρδόνιο και τρομακτικό. Τα γλυκά, αθώα πρόσωπά τους, είχαν δώσει τη θέση τους σε παραμορφωμένα πρόσωπα και καμένες σάρκες. Εκείνος, συνήλθε απότομα κι άρχισε να οπισθοχωρεί. Σκαρφάλωσε πάνω στα κάγκελα και πήδηξε προς τον τεράστιο πολυέλαιο που κρεμόταν από την οροφή. Εκείνος άρχισε να ταλαντεύεται. Προσπάθησε να κρατήσει την ισορροπία του πάνω στις άδειες θήκες των κεριών αλλά δεν τα κατάφερε. Τη στιγμή που γλιστρούσε, το κορδόνι με το σταυρό που είχε περάσει στο λαιμό του πιάστηκε σε μια προεξοχή, στριφογύρισε και τυλίχθηκε σφιχτά γύρω από το λαιμό του. Η αναπνοή του κόπηκε. Τη στιγμή που έχανε την τελευταία του ανάσα, το σώμα του τραντάχτηκε από τους σπασμούς και μετά απόμεινε να κρέμεται στον αέρα νεκρό, και να κουνιέται πέρα δώθε μαζί με τον πολυέλαιο.

Τα κορίτσια στράφηκαν προς την Βικτώρια. Τα πρόσωπά τους ήταν και πάλι όμορφα. Τα γέλια τους σώπασαν. Της χαμογέλασαν για τελευταία φορά και οι μορφές τους άρχισαν να ξεθωριάζουν. Όταν χάθηκαν τελείως, οι ψυχές τους ελευθερώθηκαν. Οι πορσελάνινες κούκλες που κρατούσαν, έπεσαν στο έδαφος κι έσπασαν σε εκατοντάδες κομμάτια. Η Σάρα δεν είχε φύγει ακόμη. Πλησίασε την αδερφή της. Την έπιασε από το χέρι και τη βοήθησε να σηκωθεί. Εκείνη την κοίταξε συγκινημένη. Ο διάδρομος τυλίχτηκε στις φλόγες. Προχώρησαν μαζί προς τη φωτιά που είχε απλωθεί μέχρι τη σκάλα και τη δρασκέλισαν. Η Βικτώρια κατέβηκε ασφαλής. Όταν γύρισε να κοιτάξει τη Σάρα, διαπίστωσε ότι στο χέρι της κρατούσε μόνο μια πορσελάνινη κούκλα.

Σελίδες: 1 2 3 4

2 απαντήσεις στο “Τα Χαμένα Παιδιά”

  1. Καλημέρα είναι καταπληκτικό. Το κείμενο είναι από βιβλίο σας? Κυκλοφορεί από καποιον εκδοτικό οίκο? Αν ναι ενημερώστε με θα ήθελα σίγουρα να το αγοράσω.

    • ΜΑΡΙΑ ΚΑΡΝΑΣΙΩΤΗ Σας ευχαριστώ πολύ για τα όμορφα λόγια σας! <3 Το κείμενο δεν είναι από κάποιο βιβλίο μου, ωστόσο ετοιμάζω κάτι που σε λίγο καιρό θα ολοκληρωθεί κι ευελπιστώ να πάρει το δρόμο της έκδοσης! Θα σας κρατάω ενήμερη!

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading