,

Το κακορίζικο

Η Ανέστω, βαπτισμένη Σταυρούλα, ήταν η γυναίκα του Ανέστη που έπεσε υπέρ πίστεως και πατρίδος, στο πεδίο της μάχης στον πόλεμο του ’40. Όταν χήρεψε είχε τρία παιδιά, ένα αρσενικό και δύο θηλυκά και ένα στην κοιλιά. Τη γη έχασε κάτω από τα πόδια της σαν της έφεραν το μαντάτο για το χαμό του αντρός της. Η οικογένεια του Ανέστη ήταν από τις φτωχότερες του χωριού. Με το ζόρι τα έφερναν βόλτα όταν ζούσε ακόμα. Πόσο μάλλον μετά το θάνατό του…

Η Ανέστω τράβαγε τα μαλλιά της και καταριόταν τη μαύρη της τη μοίρα.

«Τι θα γίνου τώρα, εγώ η κακορίζικη, χωρίς κανέναν προστάτη», χουλιόταν σαν το πληγωμένο αγρίμι.

Το παιδί γεννήθηκε πρόωρα, κορίτσι κι αυτό. Ήταν αδύναμο και με το ζόρι ανέπνεε. Όταν η μαμή της το ’βαλε στο στήθος, η Ανέστω το ’διωξε.

«Άφηκέ το να πεθάνει, το κακορίζικο. Δε μου χρειάζεται άλλο ένα στόμα να ταΐζω», είπε με ύφος αυστηρό και ανένδοτο.

«Αμαρτία Ανέστω», την επέπληξε η μαμή.

«Mε άλλη μία τι θα αλλάξει; Τόσες που πλερώνω έχασα πια το λογαριασμό. Άμε στη δουλειά σου Κώσταινα, και αύριο θα ’ρθω να σου πλύνω, να βγάλω την υποχρέωση», είπε περήφανα και επιτακτικά στη μαμή.

«Τι λες Ανέστω! Λεχώνα γυναίκα, να κάτσεις αυτού που κάθεσαι. Δε χανόμαστε», της αποκρίθηκε η μαμή.

Τα δυο κορίτσια της Ανέστως το συμπονέσανε το ‘κακορίζικο’ το αδελφάκι τους και προσπάθησαν να το σώσουν αλλά μάταια. Της Ανέστως καρφί δεν της κάηκε. Το εννοούσε όταν έλεγε ότι δε μπορούσε να θρέψει άλλο στόμα, ολομόναχη καθώς έμεινε, χωρίς κύρη και ανθρώπους να τη συντρέξουν. Τα χρόνια της Κατοχής δύσκολα. Πείνα και κακουχίες χτύπησαν όλο τον κόσμο μα πιότερο τη δική της φαμίλια.

Περήφανη καθώς ήταν, δε δεχόταν ελεημοσύνη. Με τη σκληρή δουλειά κατάφερε να κρατήσει στη ζωή τα τρία της παιδιά. Όταν πέρασαν τα πολύ μεγάλα ζόρια, άρχισε να σκέφτεται την τύχη των θυγατέρων της. Ο θεσμός της προίκας μεσουρανούσε. Έπρεπε να τη μαζέψει για τα κορίτσια της, ώστε να παντρευόντουσαν κάποιον της προκοπής και να μην περνούσαν τα δικά της βάσανα. Ευτυχώς ο γιος ήταν ο πρωτότοκος. Ήταν κοτζάμ άντρας πια. Θα δούλευε και θα αποκαθιστούσε τις αδελφάδες του όπως ήταν το πρέπον. Υπήρχαν ευτυχώς και κείνα τα χωραφάκια, ένα για την κάθε μία, δεν ήταν δα και ξεβράκωτες.

Ένα βράδυ καθώς έγνεθε, σκεφτική, την πλησίασε δειλά ο Παναγής, ο γιος της. Της είπε μία και έξω τα καθέκαστα. Μία ψυχή που ήταν να βγει…

«Μάνα, χτες βράδυ ο παπά-Νίκος με στεφάνωσε. Γκάστρωσα μια κοπέλα και έκανα το καθήκον μου».

Ο ουρανός σφοντύλι της ήρθε της Ανέστως! Ποιος είδε το θεό και δεν τον φοβήθηκε.

«Τι είπες ρε κακορίζικε; Τι μασκαροσύνες πήγες και έκανες ρε ρεμπεσκέ! Εσύ έχεις ήδη δύο γραμμάτια απλήρωτα, τις αδελφάδες σου και πήγες ρε άμυαλε και φορτώθηκες κι άλλο! Και ‘κείνος ο τραγόπαπας σας πάντρεψε κρυφά, κακό χρόνο να ’χει ο κακορίζικος!».

Άρχισε η Ανέστω να μαλλιοτραβιέται και να διαρρηγνύει τα ιμάτιά της. Οι κραυγές και οι κατάρες ακούστηκαν σε όλο το χωριό.

«Και ποια είναι η λεγάμενη, ρε τενεκέ ξεγάνωτε, που δεύτερο βρακί δεν έχεις και μου ’θελες γκαστρώματα και παντρειές; Ου να μου χαθείς, τομάρι, που βάλθηκες να με ξεκάνεις σατανά με κέρατα!». Και τι δεν του έσουρε του κακομοίρη του Παναγή.

«Η Αννούλα», απάντησε φοβισμένα αυτός.

«Ποια Αννούλα; Γονιούς δεν έχει; Τίνος είναι το βρωμοθήλυκο που σε ξεμυάλισε ρε άλαλε; Μίλα ρε τρισκατάρατε!», ωρυόταν η Ανέστω εντελώς εκτός εαυτού.

«Δεν έχει γονιούς και δεν είναι βρωμοθήλυκο!», υπερασπίστηκε ο Παναγής τη γυναίκα του.

Μόλις της αντιμίλησε, άρχισε η Ανέστω να τον χτυπά ανελέητα με τη ρόκα που έγνεθε. Αυτός καθόταν και της έτρωγε. Αμάν έκαναν τα κορίτσια της να την ηρεμήσουν και να γλιτώσουν τον αδελφό τους από τη λύσσα της μάνας τους.

Το κορίτσι που παντρεύτηκε ο Παναγής, η Αννούλα, ήταν ένα ορφανό που είχε μαζέψει η Δέσπω η μοδίστρα και την είχε παρακόρη. Κοντά της έμαθε η μικρή την τέχνη της μοδιστρικής. Βέβαια, εκτός από ένα πιάτο φαΐ, που το κέρδιζε πια με τους κόπους της η Αννούλα, η μοδίστρα δεν είχε τίποτε άλλο να της προσφέρει. Πεντάρφανη και πάμφτωχη λοιπόν η Αννούλα. Το τι βρισίδι έριξε η Ανέστω στην Αννούλα όταν πέρασε το κατώφλι του σπιτικού της δεν περιγράφεται. Τα κορίτσια της κατέβασαν το κεφάλι και κοκκίνησαν από την ντροπή τους από τα λόγια που εκστόμισε η μάνα τους.

«Κακορίζικο, που ’ρθες κι εσύ να φορτωθείς στη ράχη μου με το μούλικό σου!», ήταν τα τελευταία λόγια του λογύδριου-οχετού. Αφού ξεθύμανε η Ανέστω, έκοψε τη μιλιά στη νεοφερμένη νύφη και έκανε ότι δεν υπήρχε. Δεν της απηύθυνε ποτέ το λόγο και αν ρωτούσε κάτι η Αννούλα την πεθερά της, η Ανέστω απαντούσε μουγκρίζοντας. Η τακτική αυτή ακολουθήθηκε όλο το διάστημα που έζησαν μαζί. Τα κορίτσια προσπάθησαν να σώσουν κι αυτό το κακορίζικο, τη γυναίκα του αδελφού τους, από τη μανία της μάνας τους, αλλά μάταια, για άλλη μία φορά. Η καρδιά της Ανέστως δεν μαλάκωσε.

Όταν ήρθε η ώρα να γεννήσει η Αννούλα η μαμή ήταν σκεφτική. Πήρε απόμερα τον Παναγή για να μην ακούσει η Ανέστω αυτά που ’χε να του πει.

«Παναγή, το παιδί δεν παίρνει θέση. Έρχεται ανάποδα. Δε μ’ αρέσει και το χρώμα της γυναίκας σου. Άσπρη σαν το πανί και αδύναμη. Δεν αναλαμβάνω την ευθύνη. Μίσθωσε το ταξί του Σταύρακα και κάνε για το νοσοκομείο, να τη δει γιατρός. Πέφτει βέβαια μακριά και θα σου στοιχίσει, αλλά αν θες να σωθεί η μάνα και ίσως και το παιδί, λάκα και μη χασομεράς. Εγώ ό,τι είχα να πω το είπα», ένιψε τας χείρας της η κυρά μαμή.

Η Ανέστω κρυφάκουσε τη συνομιλία. Δε θα ανεχόταν άλλα μυστικά στο ίδιο της το σπίτι. Έτριβε τα χέρια της.

Στα τσακίδια κι αυτή και το μπάσταρδό της. Μακάρι να τα κακαρώσουν και οι δύο να ελαφρύνει η ράχη μου. Μπας και ανοίξει η τύχη των κοριτσιών μου, που μόνο γρουσουζιά έφερε στο σπίτι μου το κακορίζικο. Σιγά μην έχουμε εμείς παράδες να σπαταλήσουμε για κούρσα ως την πόλη και για γιατρούς για την πριγκιπέσσα της φακής! έλεγε μέσα της η Ανέστω με ένα σαρδόνιο χαμόγελο θριάμβου ζωγραφισμένο στα ζαρωμένα της χείλη.

Ο Παναγής, με δύο μάρτυρες και κρυφά φυσικά από τη μάνα του, παραχώρησε στο Σταύρακα το ένα χωράφι για να κάνει το δρομολόγιο. Το χωράφι αυτό το προόριζε η Ανέστω για προίκα της μεγάλης της κόρης, της Καλλιώς.

«Σφάξανε την Αννούλα!», διαλαλούσανε την άλλη μέρα σε όλο το χωριό τα πιτσιρίκια, εννοώντας την καισαρική τομή που γέννησε το κορίτσι, η οποία ήταν αρκετά σπάνια τα χρόνια αυτά. Το μωρό, αγόρι, τα κατάφερε, αλλά ήταν αρκετά αδύναμο και ήθελε φροντίδα και ιατρική παρακολούθηση για να δυναμώσει, όπως και η μητέρα του. Ο Παναγής, για να μη τους λείψει τίποτα, πάλι κρυφά από τη μάνα του, πούλησε και το άλλο χωράφι, την προίκα της μικρής του αδελφής, της Μαλαματένιας.

«Σαν γατί είναι, καχεκτικό κι αυτό το κακορίζικο», έριξε το δηλητήριό της η Ανέστω. Ούτε ευχήθηκε, ούτε συγκινήθηκε με τη γέννηση του εγγονού της, που ήταν φτυστός ο πατέρας του.

Όταν επέστρεψε επιτέλους ο γιος της, τον πήρε και κίνησαν για τα χωράφια τους. Σαν είδε η Ανέστω τους φράχτες κι άλλους να καμώνονται τους νοικοκυραίους, έτοιμη ήταν για σαματά. Ο Παναγής προσπάθησε να τη ρίξει στο φιλότιμο και να της εξηγήσει ότι δεν είχε άλλη επιλογή, όπως είχαν έρθει τα πράγματα. Ήταν ζήτημα ζωής και θανάτου. Έπρεπε να τα δώσει τα χωράφια. Γύρισε το μάτι της Ανέστως. Εγκεφαλικό της ήρθε. Έκανε όπως τότε που σκοτώθηκε ο άντρας της.

«Οι αδερφές σου τι θα απογίνουν τώρα ρε τζερεμέ; Κακορίζικο εσύ και ο σπόρος σου και αυτό το παρτσακλό, το ξεβράκωτο που πήρες για ταίρι σου. Ρε αλαφροΐσκιωτε, σαν καλοπάντρευες τις αδερφάδες σου, θα ’ρχόταν κι εσένα η σειρά σου ρε μουρόχαυλε. Την καλύτερη θα ’παιρνες, νταρντάνα και προικούσα, όχι αυτό το άφραγκο σαμιαμίδι που πήγες και λιμπίστηκες. Αχ, η δόλια, τι αμαρτίες πλερώνω! Αλλά αυτά παθαίνει όποια δεν έχει αντρός πλάτες για να ακουμπήσει και σηκώνει όλα τα βάρη στη ράχη της!», έκλαιγε τη μοίρα της τη μαύρη η Ανέστω.

«Τι ήθελες να κάμω μάνα;», απολογήθηκε ο Παναγής με κατεβασμένο το κεφάλι. Όσο να ’ταν, η μάνα του είχε και τα δίκια της.

«Να το άφηνες να ψόφαγε, το κακορίζικο. Κι αυτό και τη σκρόφα που μου διέλυσε το σπίτι!», απάντησε όλο ινάτι η Ανέστω.

«Δεν είμαστε όλοι μαυρόψυχοι σαν κι εσένα», της αντέτεινε ο Παναγής.

«Ναι, μαυρόψυχη, επειδή δεν πιάνομαι κότσος σαν και του λόγου σου! Γύρευε αν είναι πράγματι δικό σου το παιδί, ρε αχαΐρευτε, και δεν της το ’σπειρε κανένας άλλος και στο φόρτωσε η σουρτούκω, τέτοιος μπουνταλάς που είσαι!», ξεσπάθωσε για άλλη μια φορά η Ανέστω.

«Με τη λογική σου, ξέρω κι εγώ ότι είμαι σίγουρα ο γιος του Ανέστη και δε μ’ έσπειρε κανένας άλλος;», της ανταπέδωσε το χτύπημα κάτω από τη μέση ο Παναγής.

Το χόντρυνε βέβαια και με μία σφαλιάρα ξεγυρισμένη και δυο κατάρες που του ’ριξε η Ανέστω ήρθε στα ίσα του. Το ευχαριστήθηκε όμως που της τα είπε. Από τη μέρα εκείνη η Ανέστω το βούλωσε.

Άπροικα και χωρίς στον ήλιο μοίρα τα δύο κορίτσια της Ανέστως, κακορίζικα κι αυτά. Η μεγάλη, η Καλλιώ, παντρεύτηκε έναν χήρο με πέντε παιδιά. Η μικρότερη, η Μαλαματένια, παντρεύτηκε δια φωτογραφίας. Με μια βαλίτσα στο χέρι και την ευχή της μάνας της, ξεκίνησε για την μακρινή Αυστραλία. Άτυχη στάθηκε κι εκείνη. Ο άντρας που της έτυχε ήταν ένας ακαμάτης που την έστρωσε στη δουλειά και τη σάπιζε στο ξύλο. Η Ανέστω μάθαινε τα χαμπέρια από μια συγχωριανή που είχε παντρέψει κι αυτή τη θυγατέρα της στα ξένα. Άσπρη μέρα δεν είδε η ταλαίπωρη η Μαλαματένια. Κάθε Χριστούγεννα, κρυφά απ’ τον κέρβερο, έστελνε μία κάρτα με πενήντα δολάρια στον καθένα, στη μάνα και στ’ αδέλφια της. Μαύρη πέτρα έριξε πίσω της και δεν ξαναγύρισε ποτέ. Μόνο οι δυο γιοι της, επισκέφτηκαν μία φορά το χωριό, ψάχνοντας τις ρίζες τους.

Τα χρόνια κυλούσαν. Η Αννούλα δεν έκανε άλλο παιδί. Έζησαν πάνω από τριάντα χρόνια με την πεθερά της στο ίδιο σπίτι. Πέρα απ’ τη μέρα του ‘καλωσορίσματος’, η Ανέστω δεν ξανάβρισε τη νύφη της. Η τακτική που ακολουθούσε όλα τα χρόνια ήταν ακόμα πιο ψυχοφθόρα. Η αδιαφορία. Ποτέ της δεν ταχτάρισε τον εγγονό της. Προτιμούσε να συντρέχει την κόρη της με τα παιδιά του άντρα της, τα ξενοσπόρια και όχι το ίδιο της το αίμα. Η Καλλιώ δεν γέννησε δικό της παιδί, ούτε και ποτέ έπιασε. Πλήρωνε την αμαρτία της μάνας της που άφησε το ‘κακορίζικο’, το νεογέννητο, αβοήθητο να ξεψυχήσει.

Η Ανέστω με τη νύφη της είχαν χωρίσει σιωπηρά τις δουλειές. Η μεγάλη είχε αναλάβει το μαγείρεμα και τη λάτρα, καθώς η Αννούλα ξενόραβε όλη μέρα να σπουδάσει και να παντρέψει το μοναχοπαίδι της, τον Ανέστη. Δεν ήθελε να πέσει η Ανέστω στην ανάγκη της νύφης της και να την γεροκομήσει. Τόσο περήφανη ήταν. Με νύχια και με δόντια πάλευε να κρατιέται στα πόδια της και να υπομένει αγόγγυστα τους πόνους απ’ τα γεράματα. Ένα φθινοπωρινό πρωινό, μόλις που είχε κατεβάσει το τσουκάλι απ’ τη φωτιά, ένιωθε τις δυνάμεις της να σώνονται.

«Νύφη, σύρε να φέρεις τον παπά», είπε χωρίς περαιτέρω εξηγήσεις, τις οποίες δεν ζήτησε και η Αννούλα. Τέτοια ήταν η σχέση τους, λακωνική.

Η γυναίκα εκτέλεσε αμέσως τη διαταγή της πεθεράς της, καθώς ήταν από τις λίγες φορές που της απηύθυνε το λόγο. Σε λίγο κατέφτασε ο παπά-Νίκος, ο ίδιος που είχε στείλει η Ανέστω στον αγύριστο πριν χρόνια, όταν κρυφοπάντρεψε το γιο της. Μαζί του κατέφθασε και ο ταχυδρόμος για να παραδώσει ένα γράμμα στην οικογένεια.

Μόλις έφυγε ο παπάς, η Ανέστω κάλεσε κοντά τη νύφη της.

«Σίμωσε να σε ορμηνέψω. Εγώ θα ‘φύγω’. Κάτω από το στρώμα, στο προσκεφάλι μου, είναι το βιβλιάριο τραπέζης με τα λεφτά που μου ’στελνε η Μαλαματένια τόσα χρόνια απ’ την Αστράλια. Να πάρετε για την κηδεία και για τα χρειαζούμενα. Απλά πράματα, όχι μασκαριλίκια. Τα υπόλοιπα δικά σας. Εμένα δε μου χρειάζονται. Δεν υπάρχουν σάβανα με τσέπες. Να σας αφήκω την ευκή μου, άχρηστη θα είναι. Μια φορά την έδωκα στην κόρη μου όταν ξενιτεύτηκε και είδα τη κατάντια της…», έλεγε με δυσκολία η Ανέστω.

«Να μας τη δώκεις την ευκή σου, μάνα! Δεν πήγε στράφι με τη Μαλαματένια. Είδες τι λεβέντες γιους-κυπαρίσσια έκαμε. Όσο για σένα, είσαι γερό σκαρί. Ξεκουράσου και αύριο θα ’σαι περδίκι!», της έδωσε κουράγιο η Αννούλα.

«Φεύγω κόρη μου. Μη με παρεξηγάς για το φέρσιμό μου. Ένα κακορίζικο ήμουνα κι εγώ», απολογήθηκε η Ανέστω, ξεψυχώντας σχεδόν.

«Στάσου, μάνα. Ο Ανέστης μας έστειλε μια φωτογραφία με τη δισεγγονή σου, τη Σταυρούλα».

Ένα δάκρυ κύλησε καθώς η Ανέστω αντίκρισε το μωρό.

«Καλορίζικο», ψέλλισε και έκλεισε τα μάτια της για πάντα.

Αναστασία Λαζαράκη

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading