,

Το Κορίτσι της Διπλανής Πόρτας

TW : Σεξουαλική βία , βι*σμός

«Τι φορούσες;» με ρώτησε ο μπαμπάς.

«Πόσο είχες πιει;» με ρώτησε ο ένας από τους αστυνομικούς που ήρθαν να με σώσουν. Το ύφος του βλοσυρό κι επιτιμητικό, σαν να του χαλάσαμε το βράδυ που τον καλέσαμε για βοήθεια· σαν να ήμουν εγώ εκείνη που εγκλημάτησε κι όχι ο θύτης.
Η μαμά δεν με ρώτησε κάτι. Έκλαιγε και μουρμούραγε «Έπρεπε να προσέχεις Λινάκι. Δεν έπρεπε να πας εκεί πέρα και να κάτσεις μέχρι τόσο αργά. Έπρεπε να γυρίσεις σπίτι, έπρεπε να καλέσεις ταξί με το που ένιωσες το πρώτο ανακάτεμα…».

Έπρεπε, έπρεπε, έπρεπε

Αυτό που θα έπρεπε είναι να μπορούμε να βγαίνουμε έξω ό,τι ώρα θέλουμε, να πίνουμε όσο γουστάρουμε, να φοράμε το βρακί μας καπέλο άμα λάχει και πάλι να είμαστε σίγουρες ότι θα γυρίσουμε σπίτι σώες κι αβλαβείς.

Λοιπόν, εκείνο το βράδυ φορούσα ένα μαύρο φόρεμα με σκίσιμο στο ύψος του δεξιού μηρού, είχα πιει ενάμισι ποτήρι βότκα πορτοκάλι και πρόσεχα όσο μπορούσα να προσέχω, χωρίς όμως να αποφεύγω τη διασκέδαση. Ήμουν σε ένα κλαμπ στο Γκάζι και διασκέδαζα με την παρέα μου· ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΡΕΑ ΜΟΥ! Όλοι οι φίλοι μου ήταν εκεί, η Μαίρη η ξανθόψειρα, ο Αμαρίλντο, ο Στεφάν, η Δέσποινα κι η Αουρόρα. Όλοι είχαν έρθει μόνοι τους, εκτός από τη Δέσποινα που είχε φέρει μαζί της δύο ακόμα παιδιά. Τον Στέλιο, ένα αγόρι που σπούδαζε Οικονομικά και φορούσε πουκάμισο με γιλέκο και… αυτόν, τον βιαστή μου.

Η Αουρόρα είχε γενέθλια· είχαμε ανοίξει μπουκάλι. Όλοι είχαν πιει από λίγο, αλλά εγώ βιάστηκα να αδειάσω το ποτήρι μου, ίσως γιατί διψούσα και το νερό μου είχε τελειώσει, ίσως γιατί ένιωθα κάπως αγχωμένη με τόσο κόσμο τριγύρω, ή μπορεί κι επειδή φοβόμουν εκείνο το αγόρι που δεν έπαιρνε τα μάτια του από πάνω μου και με κοιτούσε σαν να ήθελε κάτι από μένα.

«Έβαλαν το τραγούδι μας, μωρό μου!» είπε η Μαίρη κάποια στιγμή κι εγώ βγήκα από τη μαύρη τρύπα των σκέψεων μου κι άρχισα να χορεύω. Έδινα πανελλήνιες εκείνη τη χρονιά και είχα να διασκεδάσω τόσους μήνες. Δεν το έκανα επίτηδες, δεν χόρευα για να προκαλέσω κανέναν, όμως οι άντρες δεν το συνειδητοποιούν αυτό και προκαλούνται από μόνοι τους· κι ύστερα κατηγορούν εμάς! Ένιωσα ένα χέρι στη μέση μου και μίαν ανάσα στο μάγουλο μου. Γύρισα και κάτω από τα μπλε παλλόμενα φώτα είδα το πρόσωπό του. Δεν θα πω ψέματα, ήταν όμορφος, όμως εμένα δεν μου άρεσε, δεν τον ήθελα, δεν τον ήξερα καν γαμώ το σπίτι μου! Κι όμως, αυτός ήταν εκεί, ανέπνεε στη μούρη μου και με άγγιζε με τα βρωμόχερά του.

«Με κοιτάς πολύ απόψε» είπε. Ίσα που ακουγόταν μέσα σε όλη αυτή τη φασαρία, όμως διάβασα τα χείλη του και το ανώμαλο μειδίαμά του.

«Σε κοιτάω γιατί με κοιτάς» απάντησα εγώ. Δεν ήξερα τι άλλο να πω. Είχα πιει και φοβόμουν και ένιωθα άβολα και ήθελα να βάλω τα κλάματα. Δεν γούσταρα όμως να κάνω φασαρία, δεν ήθελα να χαλάσω τη βραδιά των φίλων μου και να γίνω ο περίγελος του μαγαζιού. Άσε που το βλέμμα μου θόλωνε και το κεφάλι μου έχανε όλο και περισσότερο βάρος, έτσι που έπρεπε να παλεύω να το κρατάω στη θέση του, για να μην το αφήσω να πετάξει σαν μπαλόνι και να σκάσει από τα φώτα στο ταβάνι.

«Μου αρέσεις πολύ» είπε, κι αυτό είναι το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι από εκείνο το βράδυ, γιατί έχασα τις αισθήσεις μου κι όταν ξύπνησα δεν ήμουν εκεί, αλλά στο κρεβάτι μου με εκείνον από πάνω.

Νομίζω πως τον είδα πριν ακούσω τα μουγκρητά του, αλλά θαρρώ πως αυτά αντηχούσαν ακόμα και στον ύπνο μου και δονούσαν τη ψυχή μου· έγδερναν την καρδιά μου σαν αναθεματισμένα γαμψώνυχα αετού.

Τι συμβαίνει; Τι κάνει αυτός από πάνω μου; Τι κάνει αυτός μέσα μου; Τι διαολεμένο όνειρο βλέπω και δεν μπορώ να ξυπνήσω;

Αλλά δεν ήταν όνειρο, γιατί στα όνειρα δεν πονάς τόσο πολύ και στα όνειρα ο ιδρώτας του άλλου δεν σου βρωμάει τόσο έντονα και γιατί στα όνειρα δεν νιώθεις τρελά την επιθυμία να ξανακοιμηθείς και να ξυπνήσεις κάπου αλλού· ή να μη ξυπνήσεις καθόλου, τέλος πάντων.

«Α, ξύπνησες» είπε χαλαρά, με ανάσα κομμένη. «Ελπίζω να σ’ αρέσει».

Προσπάθησα να τον σπρώξω από πάνω μου· ήταν σαν να προσπαθώ να σπρώξω έναν κινούμενο βράχο.

«Σταμάτα» γρύλισε. «Αφού το θες και το ξέρεις πως το θες. Μη μαλακίζεσαι!».

Δεν το ήθελα και πάλευα να τον διώξω από πάνω μου, όμως αυτός ήταν πεπεισμένος πως είχε δίκιο· πως η αντίδρασή μου, τα δάκρυα στα μάτια μου, η καρδιά μου που χτυπούσε τόσο γρήγορα και δυνατά, ήταν μέρος του παιχνιδιού.

Του έγδαρα το βλέφαρο με ένα από τα νύχια μου και τον έκανα να πάρει το χέρι του από το στόμα μου. Έκανα να φωνάξω, αλλά κάτι άλλο βγήκε από το λαρύγγι μου. Έγειρα βιαστικά προς τα δεξιά, προς την άκρη του κρεβατιού, κι έβγαλα ό,τι είχα φάει, ό,τι είχα πιει την προηγούμενη ημέρα.

«Φ-φύγε από πάνω μου» του είπα, χιλιοζαλισμένη και με τον λαιμό μου μπουκωμένο από πράγματα που σύντομα θα λέρωναν το πάτωμα μου. «Φύγε, σε παρακαλώ απλά φύγε…».

Δεν το περίμενα με τη καμία, αλλά το έκανε. Έφυγε από πάνω μου, βγήκε από μέσα μου και κάθισε δίπλα, στο στρώμα. «Μας χαλάς τη φάση» είπε, ή κάτι τέτοιο. «Θα σε έκανα να τελειώσεις πέντε φορές» και άλλες τόσες μαλακίες.

«ΌΧΙ!» φώναξα ωρυόμενη. Αναθεμάτιζα τους πάντες και τα πάντα από μέσα μου. Πώς στο καλό είχα βρεθεί στο σπίτι μου με αυτόν; Πού στο καλό ήταν οι φίλοι μου; Και γιατί… γιατί με εγκατέλειψαν μόνη μου μαζί του; Ποτέ μην αφήνετε τις φίλες σας (ή οποιαδήποτε άλλη κοπέλα) να φύγουν μονές τους με αγνώστους!

«Θα με αφήσεις τουλάχιστον να τελειώσω;».

«ΟΧΙ!» φώναξα ξανά, με περισσότερη ένταση αυτή τη φορά.

«Έλα, σε παρακαλώ. Φτάσαμε ως εδώ. Μη μου το γαμάς. Δεν με λυπάσαι;».

ΟΧΙ. Γιατί να τον λυπηθώ;

Τον έστειλα στον διάολο. Γύρισα πλευρό κι αγκάλιασα τα γόνατα μου. Του ζήτησα να φύγει ξανά και ξανά και πράγματι, τον άκουσα να κουνιέται. Θα μου έπαιρνε μερικές στιγμές ακόμα για να συνειδητοποιήσω πως δεν έβαζε κάλτσες, σώβρακο, οτιδήποτε είχε μαζί του, για να την κάνει, αλλά αυνανιζόταν για να ολοκληρώσει την πράξη του.

Αυτή τη φορά κατάφερα να φωνάξω. Δεν θυμάμαι τι, αλλά ξελαρυγγιάστηκα. Και ήμουν σίγουρη πως θα ακουστώ, αλλά κανείς δεν θα μου δώσει σημασία. Γιατί οι γείτονες ενδιαφέρονται για την ζωή σου, αλλά δεν δίνουν δεκάρα για το αν θα συνεχίσεις να την ζεις. Ξέρουν να κουτσομπολεύουν τον εφιάλτη σου, αλλά δεν κάνουν τίποτα για να του δώσουν ένα τέλος. Να κάτι που πρέπει οπωσδήποτε να αλλάξει.
Σταμάτησε και ήρθε από πάνω μου. «Είσαι για τον πούτσο» είπε. «Κι έτσι και μάθω ότι είπες πουθενά τίποτα… ξέρεις». Με έπιασε από τη μούρη και με έκανε να τον κοιτάξω κατάματα· το βλέμμα του έσταζε αίμα. «Κατάλαβες;».

Θα τον έφτυνα· θα το έκανα, αλλά φοβόμουν πολύ. Πάντοτε έλεγα πως αν μου συνέβαινε κάτι τέτοιο, θα έβρισκα τρόπο να αμυνθώ, αλλά εκείνη τη στιγμή είχα παγώσει, είχα παραλύσει. Ήλπιζα απλά να τελειώσει όλο αυτό και να πέσω για ύπνο κι όταν ξυπνήσω να μη θυμάμαι τίποτα.

«Κατάλαβες;» επανέλαβε, ο μαλακισμένος.

Κούνησα το κεφάλι, αν και ψευδόμουν. Δεν επρόκειτο να κρατήσω το στόμα μου κλειστό. Αυτό το σίχαμα θα έπαιρνε αυτό που του άξιζε, όσο το δυνατόν πιο γρήγορα.

«Ωραία» είπε και έφυγε από πάνω μου για να πάει να ετοιμαστεί και να επιστρέψει στο σπίτι του. «Αν θελήσεις να το κάνουμε ξανά, ξέρεις πού να με βρεις. Είμαι ελεύθερος κάθε σαββατοκύριακο».

Έβαλε τα ρούχα του, φόρεσε τα παπούτσια του κι έκανε να φύγει όταν η πόρτα μου χτύπησε τρεις φορές. Περίμενα ότι θα ανοίξει έτσι αυθάδης και θρασύς όπως ήταν, αλλά αποφάσισε να κάνει πως δεν είναι εδώ.

Αλλά, δεν θα τον άφηνα να ξεφύγει έτσι.

Φώναξα ξανά και φώναξα δυνατά. Η πόρτα ξαναχτύπησε. Μια γυναικεία φωνή είπε ότι θα καλέσει την αστυνομία. Ο βιαστής μου πανικοβλήθηκε, το θρασύδειλο παπάρι. Ξέρω πως σκέφτηκε να το σκάσει από το μπαλκόνι, όμως μένω στον τέταρτο. Παρ’ όλα αυτά, πολύ θα ήθελα να τον δω να προσπαθεί και να αποτυγχάνει.

Ήρθε βιαστικά, αλλά σιωπηλά στο δωμάτιο και μου ζήτησε να πω ψέματα για να μην πάθω τίποτα κακό. Φρόντισε κιόλας να με κατηγορήσει πως είχα φωνάξει ενώ τίποτα άσχημο δεν μου συνέβαινε. Το σκέφτηκα, το σκέφτηκα πολύ και πήρα μίαν απόφαση.

«Εντάξει» είπα και ντύθηκα στα γρήγορα, φορώντας ένα πολύ φαρδύ φούτερ και ένα σορτσάκι. Πήγα στην πόρτα, κάθε βήμα κι ένας άθλος.

Έχασα την ισορροπία μου και τη ξαναβρήκα. Πήγα στην πόρτα κι άνοιξα, αλλά αντί να πω ψέματα στους ανθρώπους που περίμεναν απ’ έξω, τους είπα την αλήθεια.

Ήταν το ζευγάρι νεαρών που έμενε δίπλα μου, αυτοί που κάλεσαν και την αστυνομία. Το κορίτσι κρατούσε το κινητό της και το αγόρι κρατούσε τα κλειδιά του σπιτιού τους, η πόρτα τους ανοιχτή, φωνές ακούγονταν από την φασαριόζα τηλεόραση τους.

«Βγες έξω» είπε το αγόρι κι ύστερα κοίταξε τη σύντροφό του. Στα μάτια του είδα φόβο, αλλά κι αποφασιστικότητα. Κυρίως φόβο, όμως.

«Μην πας μέσα» είπε η κοπέλα στο αγόρι. «Δεν ξέρεις τι μπορεί να σου κάνει».

«Ναι, αλλά αν το σκάσει;».

«Πώς; Είμαστε στον τέταρτο. Τι θα κάνει; Θα πετάξει;».

«Κάλεσε την αστυνομία» είπε εκείνος. «Και πες τα όλα. Εγώ πάω μέσα».

Έσπευσε στο εσωτερικό του σπιτιού και κοίταξε λίγο τριγύρω πριν κατευθυνθεί προς το υπνοδωμάτιο και τη μικρή κουζίνα. Άκουσα φωνές.

Δεν άκουγα καθαρά. Ήθελα απλά να πάω να ξαπλώσω κάπου και να μη σηκωθώ για τρεις ημέρες τουλάχιστον.

Το κορίτσι κάλεσε την αστυνομία, τους είπε τα πάντα κι εκείνοι είπαν πως θα στείλουν κάποιον. Το αγόρι από την άλλη πάλευε με τον βιαστή μου. Άκουγα πράγματα να σπάνε, γρυλίσματα, χτυπήματα, χαμό. Φοβόμουν· και φοβόταν κι εκείνη. Έτσι, με άφησε εκεί στον διάδρομο της πολυκατοικίας και μπήκε κι αυτή μέσα. Το αγόρι πάλεψε σκληρά, αλλά αυτή που έδωσε το τελικό χτύπημα στον βιαστή μου, βγάζοντας τον νοκ-άουτ, ήταν εκείνη· το κορίτσι της διπλανής πόρτας.

Η αστυνομία άργησε, αλλά ήρθε. Συνέλαβαν τον σιχαμένο και πήραν κι εμάς στο αστυνομικό τμήμα για κατάθεση. Πέρασαν… μήνες· χρόνος μέχρι να εκδικαστεί η υπόθεση και ούτε που μπορώ να μετρήσω πόσες φορές κατηγορήθηκα κι εγώ γιατί δεν πρόσεχα όπως θα έπρεπε να προσέχω. Κι ήταν σαν να με κατηγορούσαν πως δεν έκανα τα πάντα για να κρατήσω τα περιστέρια μακριά από το μπαλκόνι μου και τα μάτια των αντρών μακριά από τον κώλο μου. Αλλά, να θυμάστε, αδελφές μου. Σε έναν βιασμό φταίει μονάχα ο βιαστής, ποτέ το θύμα.

Ο βιαστής μου καταδικάστηκε· τα παιδιά που του επέτρεψαν να με γυρίσει στο σπίτι εκείνο το βράδυ, δεν είναι πλέον φίλοι μου κι εγώ απέκτησα ένα τραύμα που δεν με αφήνει να κοιμηθώ τα βράδια, με κάνει να μισώ το σώμα μου εκεί όπου ακούμπησε αυτός ο σκατάνθρωπος και με κάνει να αποφεύγω τον έρωτα, γιατί κάθε στιγμή φοβάμαι ότι θα αναγκαστώ να κάνω κάτι που δεν θέλω, ότι θα παραβιαστώ όπως παραβιάστηκα εκείνο το βράδυ. Η ζωή μου καταστράφηκε πριν καν ξεκινήσει. Κι όλα αυτά γιατί θέλησα να βγω ένα βράδυ και να διασκεδάσω με την παρέα μου.

Αυτό κι αν πρέπει να αλλάξει.

Νίκος Κατέχης

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading