, ,

Το Μόλεμα – 2

Προηγούμενο

 

Η Μαντώ στριφογυρνούσε μέσα στο μεγάλο ψηλοτάβανο δωμάτιο σα να χορεύει πάνω στις νότες κάποιας εσωτερικής αλέγκρας μουσικής, περνούσε καθαρίζοντας από το ένα έπιπλο στο άλλο, από το ένα διακοσμητικό στο επόμενο με κινήσεις ζωηρές, σίγουρες και με μια δόση νευρικότητας. Παρ΄όλα αυτά η δουλειά της δεν υστερούσε σε λεπτομέρεια. Οχτώ χρόνια είχαν περάσει από τότε που πρωτοήρθε σ΄αυτό το σπίτι, ένα παιδάκι λιανό και χλωμό, οχτώ χρόνια κάθε δεύτερη μέρα καθάριζε, ξεσκόνιζε και γυάλιζε αυτά τα αντικείμενα. Ήξερε πια να το κάνει με τα μάτια κλειστά, ήξερε που μπορεί να κρυβόταν κάποιο ίχνος σκόνης, που υπήρχε κάποιο χτυπηματάκι που χάλαγε την τελειότητα τους, τα χνάρια κάποιου επίμονου λεκέ. Οχτώ χρόνια σφουγγάριζε αυτά τα πατώματα και μέσα στις επιφανειακές λίμνες του νερού όπου καθρεφτιζόταν το πρόσωπο της άλλαξε, από χλωμό και αδύνατο, σε απαλό ρόδινο σπαρμένο με τα σημάδια της ακμής που φαινόταν να κυριαρχούν και τώρα σ΄ένα καθάριο ομορφοσχηματισμένο πρόσωπο, με όμορφα καλογραμμένα και ζουμερά χείλη στο χρώμα του κερασιού που σκιαζόταν μόνο από την λάμψη δύο πράσινων αμυγδαλωτών ματιών. Έγειρε πίσω και σάρωσε με το βλέμμα της το δωμάτιο, έπειτα χαμογέλασε ευχαριστημένη. Όλα αστράφτουν, σκέφτηκε. Βγαίνοντας στο χολ η μυρωδιά των αιθέριων ελαίων που χρησιμοποίησε για να καλύψει την οσμή του ξιδιού τη χτύπησε στα μικρά της ρουθούνια και το χαμόγελο της πλάτυνε, όταν η άκρη του ματιού της έπιασε μια κίνηση ψηλά στην ξύλινη σκάλα με τα σκαλιστά κάγκελα. Κοίταξε προς τα ΄κει και το φρύδι της ανασηκώθηκε ελαφρά ειρωνικό, ενώ το χαμόγελο της κύρτωσε ελαφρά προς τη μια μεριά.

«Ώστε εδώ κρυβόσουν!», είπε δηκτικά βάζοντας τα χέρια της στη μέση της. Ο παχύς μαύρος γάτος σήκωσε αδιάφορος το πόδι του και άρχισε να το γλείφει, έπειτα της έριξε ένα περιπαιχτικό βλέμμα και σηκώθηκε.

«Μην τολμήσεις και πατήσεις στη σκάλα, δεν έχει ακόμη στεγνώσει!», έκανε απειλητικά η Μαντώ, μα ο γάτος, χωρίς να της δώσει σημασία, προχώρησε ως τη μέση του σκαλοπατιού και από ΄κεί άρχισε να κατεβαίνει την ξύλινη σκάλα αργά και νωχελικά, σα βασιλιάς που κάνει την επίσημη εμφάνιση του. Η Μαντώ τον αγριοκοίταξε με τα χέρια της ακόμα στη μέση, μέχρι που ο γάτος έφθασε στα πόδια της και αφού της έριξε ένα ειρωνικό βλέμμα άρχισε να γλείφει το άλλο του πόδι. Η Μαντώ ξεφύσηξε τάχα μου θυμωμένη, έβγαλε τη σφουγγαρίστρα από τον κουβά δίπλα της με τέτοια φόρα που σταγόνες πιτσίλισαν το γάτο που έχασε όλη του την αριστοκρατικότητα, καθώς τινάχτηκε, έτρεξε προς το διάδρομο και χώθηκε στην κουζίνα. Το κορίτσι χαχάνισε και πέρασε γι΄άλλη μια φορά τα σκαλοπάτια, σήκωσε τον κουβά και πήγε στο πλυσταριό όπου άδειασε τα νερά και έπλυνε τη σφουγγαρίστρα. Έπειτα έκανε μια σύντομη στάση στο δωμάτιο της νονάς της, της Φώτως. Εδώ και ένα χρόνο η γυναίκα ήταν κατάκοιτη και τη φρόντιζε η Μαντώ, δουλειά δύσκολη, μα που η κοπέλα έκανε αγόγγυστα.

«Καλώς την! Όλα έτοιμα;» τη ρώτησε με έγνοια η ηλικιωμένη γυναίκα.

«Όλα μια χαρά, σε λίγο θα ξεκινήσω και το μαγείρεμα», είπε η Μαντώ ανασηκώνοντας την και φτιάχνοντας το μαξιλάρι της, ώστε ν΄ακουμπά καλύτερα. Η γυναίκα άφησε ένα βαθύ αναστεναγμό.

«Σ΄ευχαριστώ, κόρη μ΄…», είπε σιγανά και η Μαντώ της χαμογέλασε γλυκά. Έπειτα η κοπέλα πήρε τη χτένα από τη συρταριέρα κι έκατσε δίπλα στην ηλικιωμένη γυναίκα. Χτένισε με απαλές κινήσεις τα μπαμπακένια, λιγοστά πια μαλλιά και έπλεξε δυο λιανές κοτσίδες τις οποίες στερέωσε στην κορυφή του κεφαλιού σχηματίζοντας στεφάνι.

«Έτοιμη!», είπε μαλακά κοιτώντας ευχαριστημένη τη γυναίκα. Σηκώθηκε πήρε ένα μικρό καθρέπτη και τον έβαλε μπροστά στο πρόσωπό της.

«Ναι, ο καθρέπτης με μάρανε…» έγρουξε γκρινιάρικα η Φώτω.

«Σήμερα πρέπει να ΄σαι κούκλα!», είπε χαρούμενα η Μαντώ. Η Φώτω έσφιξε τα χείλη και η Μαντώ πήρε να τακτοποιεί τα μοσχομυριστά σκεπάσματα, έπειτα έγειρε και τη ρώτησε κοιτώντας τη στα μάτια «Διψάς;» Η γριά κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Πεινάς; Να σου φτιάξω ένα τσάι;» και πάλι εκείνη έγνεψε αρνητικά. «Θες να…» της είπε η Μαντώ δείχνοντας με την άκρη του ματιού της την πλαστική πάπια.

«Να φτιάξεις και κεφτέδες» μόνο είπε η γριά Φώτω με έγνοια.

«Θα φτιάξω…», της είπε απαλά η Μαντώ και της χάιδεψε το κεφάλι. «Όπως σου ΄μάθα να τους φτιάξεις». Το κορίτσι της έγνεψε καταφατικά και την κοίταξε γέρνοντας το κεφάλι της στο πλάι και χαμογελώντας αχνά. «Μη ξεχάσεις το δυόσμο».

«Δε θα ξεχάσω», είπε η Μαντώ καθησυχαστικά.

«Της αρέσουν πολύ…»

«Μμμ» συμφώνησε η Μαντώ, ενώ κατευθυνόταν προς την πόρτα «Πάω να ξεκινήσω, αν θέλεις κάτι φώναξε, θ΄αφήσω την πόρτα ανοικτή».

Η Μαντώ μπήκε στην κουζίνα, φόρεσε την ποδιά της και τριγύρισε με το βλέμμα της τα υλικά που είχε απλωμένα πάνω στο τραπέζι. Άρχισε με γρήγορες κινήσεις να ψιλοκόβει τα λαχανικά, ενώ η σκέψη της ταξίδευε σ΄αυτά τα οκτώ χρόνια. Παιδάκι ήρθε στο σπίτι για να βοηθήσει τη νονά της, που ήταν ηλικιωμένη, στη φροντίδα του μεγάλου δίπατου σπιτιού. Την Έρση, την κυρά του σπιτιού, η Μαντώ τη γνώρισε λίγες μέρες μετά την πρόσληψη της. Η Έρση ήταν τότε μόλις είκοσι οκτώ χρονών, μια γυναίκα με μοναδική φυσική ομορφιά, τόσο εξωτερική όσο και εσωτερική. Η Μαντώ ακόμη θυμάται την πρώτη φορά που την αντίκρισε, σαν έτρεξε ένα μεσημέρι στο κάλεσμα ενός μελωδικού χτυπήματος, άνοιξε τη βαριά δίφυλλη πόρτα κι εκεί μπροστά στεκόταν η Έρση. Ο ήλιος έριχνε τις ακτίνες του στα λαμπερά ξανθά μαλλιά της κάνοντας τη ν΄ακτινοβολεί, σαν τις εικόνες που ΄βλέπε η Μαντώ στην εκκλησία με το φωτοστέφανο γύρω από τα κεφάλια των αγίων. Η γυναίκα της χάρισε ένα πλατύ, λαμπερό χαμόγελο, καθώς προχωρούσε με μεγάλη χάρη για την παχουλή σιλουέτα της μέσα στο σπίτι αφήνοντας πίσω της μυρωδιά γιασεμιού.

«Εσύ θα πρέπει να ΄σαι η Μαντώ!», είπε και της έτεινε το χέρι. Εκείνη το κοίταξε αποσβολωμένη, δε θυμόταν ποτέ κανείς να είχε κάνει κάτι τέτοιο ως τότε. Θες που ήταν ακόμη δέκα χρονών, θες που ήταν η κόρη του ψαρά, θες που ήταν πια μια απλή υπηρέτρια, κανείς δεν της είχε συμπεριφερθεί έτσι.

«Μάλιστα», κατάφερε να ψελλίσει ύστερα από κάμποση ώρα κοιτώντας στα μάτια την Έρση. Εκείνη της ξαναπρότεινε το χέρι της γνέφοντας της καθησυχαστικά και η Μαντώ, αφού σκούπισε καλά το χέρι της στην ποδιά της, κατάφερε επιτέλους να τη χαιρετήσει δια χειραψίας. Ένα απαλό ροδαλό χέρι με μακριά δάχτυλα ακούμπησαν το δικό της σφίγγοντας το ελαφρά.

«Χάρηκα, είμαι η Έρση. Πού είναι η καλή μου Φώτω;», τη ρώτησε ζωηρά βγάζοντας τα τσιμπιδάκια που συγκρατούσαν το καπέλο της, καθώς προχωρούσε προς το μεγάλο καθρέπτη του χολ.

«Εδώ είμαι κοκόνα μου! Καλώς την, καλώς ήρθες! Είχες καλό ταξίδι; Για να σε ιδώ μάτια μου!», φώναζε μισοτρέχοντας η Φώτω και οι δύο γυναίκες σύντομα βρέθηκαν σφιχταγκαλιασμένες, να στριφογυρίζουν και να μιλάν ταυτόχρονα.

Η Έρση όμως είχε να έρθει στο δίπατο σπίτι πάνω από τέσσερα χρόνια από τότε που μετακόμισαν, εξαιτίας της δουλειάς του συζύγου της στο Παρίσι. Όσο έμεναν στην Αθήνα ερχόταν κι έμενε στο σπίτι από το Μάιο ως τον Οκτώβριο, κάπου κάπου εμφανιζόταν και ο Γαλφυνός, ο άντρας της. Αυτός ο άνθρωπος με κάνει ν΄αναγουλιάζω, σκέφτηκε η Μαντώ, μα απόδιωξε γρήγορα τη σκέψη και ρίχτηκε με μανία να ζυμώνει το ζυμάρι μπροστά της με τις μπουνιές της, πήρε λίγο αλεύρι, το ρίξε πασπαλίζοντας το ζυμάρι κι άρχισε ξανά να το ζυμώνει και να το στρίβει. Πολύ θα ΄θελα να μπορούσα να κάνω το ίδιο και με το λαιμό αυτού του, άντε να μην πω, σκέφτηκε η Μαντώ και συγχυσμένη άρχισε ξανά να δίνει γροθιές στο ζυμάρι.

Η Μαντώ γύρισε πάλι οχτώ χρόνια πίσω στην εικόνα δύο γυναικών που αγκαλιάζονταν, γελάγανε και μιλάγανε ταυτόχρονα, όταν δίπλα τους εμφανίστηκε η φιγούρα ενός ευτραφή άντρα ντυμένου στα μαύρα που κρατούσε ένα μαύρο χαρτοφύλακα. Οι δυο γυναίκες στράφηκαν προς το μέρος του και αμέσως σταμάτησαν να μιλάνε. Τότε της φάνηκε ότι έγινε κάτι περίεργο, σαν αυτός ο άνθρωπος να ρούφηξε το φως που συνόδευε την Έρση, όπως το σκοτάδι απορροφά το φως και χάνεται. Οι γυναίκες μεμιάς σοβαρεύτηκαν και χωρίστηκαν. Η Έρση γύρισε την πλάτη της, τάχα αδιάφορη και πήρε να συμμαζέψει τα μαλλιά της. Η Φώτω στράφηκε πρώτα στη Μαντώ κι έπειτα στον αχθοφόρο.

«Τραβάτε πάνω τις βαλίτσες», είπε αυστηρά και η Μαντώ τσακίστηκε να εξαφανιστεί.

Το ψητό μοσχομυρίζει και όλα έχουν μπει πια στην τελική ευθεία, σκέφτηκε ευχαριστημένη η Μαντώ τρυπώντας το με την πιρούνα. Έπειτα σκούπισε τα χέρια της στην ποδιά της και κατευθύνθηκε στο δωμάτιο της Φώτως.

«Όλα καλά;», τη ρώτησε ήρεμα βάζοντας το κεφάλι της μέσα. Ο Φιρφιρίκος είχε ξαπλώσει και κοιμόταν πάνω στα πόδια της γριάς του καλού καιρού. Η Μαντώ κοίταξε το τεράστιο μαύρο γάτο αποδοκιμαστικά και η Φώτω σα να μάντεψε τη σκέψη της της είπε «Δε μ΄ενοχλεί, μου κρατά συντροφιά» Η Μαντώ της χάρισε ένα γλυκό χαμόγελο και την κοίταξε με αγάπη.

«Πώς πάνε οι ετοιμασίες;»

«Μια χαρά!»

«Μμμ ανασταίνει ο τόπος…», είπε μ΄ένα θλιμμένο τόνο η γυναίκα.

«Σαν και τα δικά σου βέβαια, δε θα ‘ναι…», είπε χαμογελώντας τρυφερά η Μαντώ και πρόλαβε να δει τη λάμψη στα μάτια της γυναίκας, προτού τρέξει στην κουζίνα καθώς της φάνηκε ότι μύρισε καμένο. Άνοιξε τον φούρνο και ο μυρωδάτος ατμός την τύλιξε. Ευτυχώς όλα είναι μια χαρά, σκέφτηκε ανακουφισμένη. Έπειτα συμμάζεψε γρήγορα το τραπέζι και άπλωσε τα υλικά για το γλυκό, έσπασε τ΄αυγά και τα έριξε στο μπολ, τα οποία άρχισε ν΄ανακατεύει με ζωηρές κινήσεις. Τι καλά που θα ερχόταν επιτέλους η Έρση! Ένιωσε την ανυπομονησία να την κυριεύει. Να ΄χε φτάσει το καράβι στο λιμάνι άραγε; Μπα, είναι ακόμη νωρίς, σκέφτηκε κουνώντας απογοητευμένη το κεφάλι της. Η κυρία είναι ένας θησαυρός, ένας αστραφτερός θησαυρός, συμπλήρωσε τη σκέψη της. Όποτε ερχόταν γέμιζε το σπίτι ζωή και φως. Τα παντζούρια άνοιγαν, κόσμος ερχόταν να τους επισκεφτεί, χοροί γινόντουσαν που κρατούσαν ως το πρωί και το σπίτι πλημμύριζε με το γέλιο της. Όλα γινόντουσαν πιο φωτεινά ακόμα και αυτή η σκοτεινή κουζίνα έμοιαζε πιο φωτεινή εκείνες τις μέρες. Και όταν οι ορδές των καλεσμένων και των επισκεπτών επιτέλους έφευγαν η Έρση ασχολιόταν με τις δυο αγαπημένες της, τη Φώτω που ήταν η νταντά της και τη μεγάλωσε από μικρό κοριτσάκι και την οποία η Έρση λάτρευε και τη Μαντώ.

Η Φώτω για την Έρση ήταν η δεύτερη μάνα της, μιας και η δική της είχε πεθάνει όταν ήταν μόλις έντεκα χρονών, ήταν οι ρίζες της, η σύνδεση της με τα πιο χαρούμενα χρόνια της ζωής της. Αν δεν υπήρχε η Φώτω κι αυτό το σπίτι, το γεμάτο με ευχάριστες αναμνήσεις, μετά το θάνατο της μητέρας της θα ένιωθε σα καράβι δίχως άγκυρα. Η Φώτω ήταν ο συμβουλάτορας της και καθώς η Έρση τη λάτρευε πάντα ακολουθούσε τη συμβουλή της, πάντα εκτός από τη μέρα που αποφάσισε να παντρευτεί τον Νίκο Γαλφυνό. Για όλους αυτός ο γάμος φάνταζε ιδανικός, για όλους εκτός από τη Φώτω. Ακόμα και ο πατέρας της Έρσης είχε θαμπωθεί από τη γοητεία αυτού του πολλά υποσχόμενου άντρα, γόνος μιας από τις πιο παλιές οικογένειες του νησιού και πολύ πλούσιος, μ΄ένα όμορφο παρουσιαστικό αν και λιγάκι παχουλός. Κοιτώντας τον δεν έβρισκες ψεγάδι με τα καστανά μαλλιά του που τα χώριζε με μια προσεγμένη χωρίστρα στο πλάι, δυο καλοσχηματισμένα δασιά τόξα φρυδιών που τόνιζαν τα μικρά αμυγδαλωτά μάτια στο χρώμα του μελανιού. Αυτά τα μάτια που τόσο σιχαινόταν η Φώτω και η Μαντώ και τόσο λάτρευαν οι άλλοι.

Η Μαντώ απόδιωξε την εικόνα των δυο σκληρών ματιών που έκαναν τις τρίχες στο σβέρκο της ν΄ανασηκωθούν και ξαναγύρισε τη σκέψη της στην Έρση. Θα της αρέσει άραγε το γλυκό που ετοιμάζει; Θα είναι πολύ κουρασμένη; Θα της έχει φέρει κάποιο καινούριο βιβλίο; Η Μαντώ ένιωθε ότι ένας στενός, καρδιακός δεσμός είχε αναπτυχθεί μεταξύ τους. Η Έρση ποτέ δεν της συμπεριφέρθηκε σαν να ΄ταν υπηρέτρια, αλλά σα να ΄ταν η μικρή της αδερφή, της έφτιαχνε τα μαλλιά, της έδειχνε πώς να περπατά και να μιλά, πώς να συνδυάζει τα ρούχα της και χωρίς καν να της το ζητήσει την έγραψε στο σχολείο. Η Μαντώ έπεσε στα πόδια της να τα φιλήσει μόλις το ΄μάθε, ήταν σίγουρη ότι από τη στιγμή που μπήκε εσωτερική υπηρέτρια δεν θα μπορούσε ποτέ ξανά να ξαναμυρίσει τη μυρωδιά του καινούργιου βιβλίου, να ξανακούσει τον ήχο της κιμωλίας που γρατζουνά τον πίνακα, να ξαναπαίξει με τις συμμαθήτριες της. Αντ΄αυτού όχι μόνο ξαναγύρισε στο σχολείο, αλλά η Έρση της πήρε μια υπέροχη σάκα, καινούργια τετράδια και μολύβια και της έκανε δώρο ένα σωρό βιβλία. Μόλις δε κατάλαβε την αγάπη της Μαντώς για τα βιβλία άρχισε να της φέρνει ένα σωρό κάθε φορά που ερχόταν και που και που της έστελνε και με το ταχυδρομείο, ακόμη και από το Παρίσι. Η Μαντώ τίναξε τα χέρια της ευχαριστημένη. Τα ΄μυγδαλωτά είναι έτοιμα, σκέφτηκε ευχαριστημένη κι έσπρωξε το ταψί στο φούρνο. Η Μαντώ κοίταξε γύρω της.

«Όλα είναι έτοιμα!», ψέλλισε με βεβαιότητα και ίσιωσε μια ανεπαίσθητη ζάρα στο τραπεζομάντηλο. Ανέστρεψε το βλέμμα στο μικρό ρολόι που βρισκόταν κρεμασμένο πάνω από την πόρτα κι εκείνη την ώρα άκουσε το μακρινό σφύριγμα του καραβιού που έκανε την καρδιά της ν΄αναπηδήσει από την ανυπομονησία και την ταραχή. Τράβηξε για το δωμάτιο της νονάς της με βήμα νευρικό.

«Όλα έτοιμα;», τη ρώτησε εκείνη μόλις πέρασε το κατώφλι. Η Μαντώ της έγνεψε καταφατικά, ενώ το στόμα της είχε σφιχτεί.

«Τώρα δε μένει παρά να περιμένουμε», είπε η ηλικιωμένη και κοίταξε προς το παράθυρο απ΄όπου έμπαινε ένα χλωμό φως που διυλιζόταν από τη γαλαζωπή κουρτίνα. Η Μαντώ κάθισε σε μια καρέκλα καφενείου δίπλα στο κρεβάτι της ηλικιωμένης γυναίκας κι έτριβε νευρικά τα δουλεμένα χέρια της που ακουμπούσαν πάνω στην ποδιά της. Έκατσαν για λίγο αμίλητες αφουγκραζόμενες τους θορύβους της Χώρας, τον ήχο των δεικτών του ρολογιού στην κουζίνα και την καρδιά τους.

Η Φώτω έσπασε τη σιωπή, «Έβαλες τις πορσελάνες έτσι;». Η Μαντώ της έγνεψε ακόμη μια φορά καθησυχαστικά, το στόμα της είχε ξεραθεί, ασυναίσθητα δάγκωνε τα χείλη της, ώσπου ένιωσε τη χάλκινη γεύση του αίματος, αναστέναξε και ξαφνικά κοκάλωσε και τέντωσε τ΄αυτιά της, ενώ τα μάτια της στυλώθηκαν πάνω στα μάτια της Φώτως. Όμως κι η Φώτω κοιτούσε τη Μαντώ μαρμαρωμένη με τα μικρά γκρι μάτια, που έμοιαζαν σα να ΄ναι αυτόφωτα μέσα στο μισοσκόταδο, διάπλατα ανοικτά. Το γουργούρισμα ξυλόροδων πάνω σε πλακόστρωτο ακουγόταν να πλησιάζει, ο ήχος δυνάμωνε, έφθασε απέξω, μα δε στάθηκε. Η Μαντώ άφησε την ανάσα της και μόνο τότε κατάλαβε ότι την κρατούσε. Η Φώτω της χαμογέλασε αχνά. Η Μαντώ πετάχτηκε πάνω, δεν άντεχε πια αυτήν την αναμονή, ίσιωσε ξανά το μαξιλάρι της ηλικιωμένης γυναίκας και εξέτασε το ποτήρι της, ήταν γεμάτο. Έπειτα κοίταξε την κανάτα, η στάθμη της είχε κατέβει ελάχιστα.

«Ανυπομονείς εε;», τη ρώτησε σιγανά η Φώτω. Η κοπέλα την κοίταξε μορφάζοντας. «Κι εγώ…», αναστέναξε η γριά και το βλέμμα της έπεσε σε μια ασπρόμαυρη κορνιζαρισμένη φωτογραφία πάνω στη συρταριέρα. Ένα μικρό παχουλό κοριτσάκι με κατάξανθα μαλλιά ομορφοπλεγμένα και δεμένα με φιόγκους και λαμπερά μάτια της ανταπέδωσε το βλέμμα. «Είναι πονεμένος άνθρωπος και της αξίζει το καλύτερο…», είπε με μια χροιά πίκρας. Η Μαντώ έκατσε στο κρεβάτι και πήρε το δουλεμένο τραχύ χέρι της Φώτως στα χέρια της.

«Της αξίζει…», συμφώνησε η Μαντώ και την κοίταξε συγκαταβατικά. Η Φώτω αναστέναξε και τα μάτια της εξαφανίστηκαν λες.

«Είναι τόσο καλή», ψέλλισε η Μαντώ. Ένας υπόκωφος ήχος πλησίαζε και οι δυο γυναίκες ΄μείναν ακίνητες. Ο ήχος από ξυλόροδες στο πλακόστρωτο σταμάτησε κάπου κοντά τους. Η Μαντώ πετάχτηκε σα να την είχε τσιμπήσει σφήκα και χύθηκε έξω από το δωμάτιο.

Η καλολαδωμένη πόρτα άνοιξε και το χέρι της Έρσης έμεινε μετέωρο πριν προλάβει ν΄ακουμπήσει το αστραφτερό ρόπτρο με τη γυναικεία κεφαλή. Οι δύο γυναίκες κοιτάχτηκαν για δευτερόλεπτα πριν πέσουν η μια στην αγκαλιά της άλλης ξεφωνίζοντας.

«Θεέ μου, Μαντώ!», είπε ζωηρά η Έρση «Για να σε δω! Πώς μεγάλωσες!», αναφώνησε και την τράβηξε από την αγκαλιά της. Τα μάτια της Έρσης σάρωσαν το πρόσωπο της Μαντώς και μετά την απομάκρυνε κι άλλο κατεβαίνοντας στο κορμί της, προτού την ξανασφίξει στην αγκαλιά της κλείνοντας τα μάτια της προσπαθώντας ν΄αποκρύψει την ανησυχία που απλώθηκε στο πρόσωπο της και δαγκώνοντας νευρική τα χείλη της. Πήρε μια βαθιά ανάσα και ξαναβρίσκοντας την αυτοκυριαρχία της κατάφερε να τραβήξει τα χείλη της σ΄ένα προσποιητό χαμόγελο προτού την ξαναφήσει. Οι δυο γυναίκες χωρίστηκαν, μα βλέποντας την προσπάθεια της Έρσης να χαμογελάσει η Μαντώ την κοίταξε παραξενευμένη. Τότε η Έρση την ξανάσφιξε ελαφρά πάνω της και η πρότερη χαρά της επέστρεψε.

«Πόσο χαίρομαι που σε βλέπω και που είμαι εδώ!». Όταν την ξανάφησε ένα πλατύ ειλικρινές χαμόγελο φώτιζε το στρογγυλό πρόσωπο της καθησυχάζοντας τη Μαντώ, η οποία από τη συγκίνηση ένιωθε ένα κόμπο στο λαιμό και δεν μπορούσε ν΄αρθώσει λέξη, απλά έγνεφε με το κεφάλι της και χαμογελούσε καθώς έδειχνε στον αχθοφόρο που ν΄αφήσει τις βαλίτσες.

«Η Φώτω;», ρώτησε με έγνοια η Έρση. Η Μαντώ, μην μπορώντας ακόμα να μιλήσει, την πήρε από το χέρι και την τράβηξε μέσα, προσπέρασε το χολ και κατευθύνθηκε προς την κουζίνα. Γύρισε να προειδοποιήσει την Έρση για το μικρό σκαλοπάτι,αλλά εκείνη της χαμογέλασε πλατιά καθώς το κατέβαινε, έπειτα και οι δυο τους προχώρησαν προς την πόρτα στο βάθος του σκοτεινού δωματίου που διακρινόταν μέσα από μια χαμηλή πόρτα δυο κρεβάτια και μια μεγάλη συρταριέρα. Η Μαντώ που προπορευόταν παραμέρισε. Η Έρση προχώρησε με αβέβαια βήματα προς το δωμάτιο και μόλις είδε τη Φώτω να την κοιτά με μάτια γεμάτα προσμονή και τρυφερότητα έτρεξε στην αγκαλιά της. Η Μαντώ έκλεισε την πόρτα πίσω της κι άφησε τις δυο γυναίκες μόνες. Είχαν τόσα να πουν. Τέσσερα χρόνια. Πόσα πράγματα συνέβησαν μέσα σ΄αυτά τα τέσσερα χρόνια;

Επόμενο

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading