,

Το πολυπόθητο αρσενικό

Η Πανούλα (εκ του Παναγιώτα) στα μέσα της δεκαετίας του ’50, σε ένα χωριό της Πελοποννήσου, είχε γεννήσει δύο κορίτσια με διαφορά ενός έτους. Όταν έκανε το δεύτερο, ο άντρας της δεν πάτησε ούτε στο νοσοκομείο που γέννησε. Ένας ξάδελφός της την παρέλαβε, την έβαλε στο λεωφορείο και την έφερε στο σπίτι με το μωρό. Εκεί, με κάτι μούτρα κατεβασμένα μέχρι το πάτωμα, δεν την καλωσόρισαν καν τα πεθερικά της.

Η Ασήμω, η πεθερά, φορώντας μια μπροστοποδιά και μια κάπα του άντρα της ριγμένη στην πλάτη, την έβαλε αμέσως πόστα.

«Έμοιασες της μάνας σου, που έκαμε τσούπρες! Δεν μ’ άκουγε εκείνο το χαϊβάνι ο γιος μου να ’παιρνε την Κατίνα του μπακάλη. Τρία αρσενικά έχει γεννήσει μέχρις τα τώρα. Τ-ρ-ί-α! Χώρια τους παράδες που ’χει ο πατέρας της! ! Ου να μου χαθείς κατσικοπόδαρη! Έφερες τη γρουσουζιά στο σπιτικό μου! Ποιος θα τα προικίσει μωρή τα θηλυκά που γεννοβόλησες; Μου λες; Εσύ, με την ψωροπροίκα που μας έδωκε η χήρα η μάνα σου; Μη κάνει χαρές, να της πεις χαιρετίσματα, ότι θα της βγάλουμε και τ’ όνομα! Το παιδί είναι ταμένο! Κακό χρόνο να ’χεις! Τα χωράφια μας ποια χέρια θα τα δουλέψουν; Ο πεθερός σου γέρος άνθρωπος πόσο θα αντέξει; Ο γιος μου μονάχος του τι να πρωτοκάμει; ‘Η μήπως να περιμένουμε από σένανε, το φλάμπουρο*! Που πήγες και μου ΄κανες κορίτσια αντίς για αρσενικά! Σα δε ντρέπεσαι! Κάλλιο να ’σουνα στέρφα* να σε ξαποστέλναμε από κείθε που ’θες! Κακορίζικη!

Και κοίτα μη μερελιάζεις*! Ετοιμάσου να πας στα πράματα*! Ταχειά* αχάραγα να πάρεις τη σκάφη να ζυμώσεις! Αρκετά στρογγυλοκάθισες! Πιλαλάω* τόσες μέρες, γριά γυναίκα, για να κάνω ούλες τις δουλειές σου και να μικρανασταίνω* από πάνω! Απόκανα* η δόλια και μήτε έκιωσα*! Μου ’θελες και νοσοκομείο, τρομάρα σου, λες κι είχες καμιά αρρώστια! Δεν της έκανε της πριγκηπέσσας η μαμή και το σπίτι, ήθελε γιατρούς και νοσοκομεία! Λες και είναι καλύτερη από μας που γεννήσαμε καταμεσίς στα χωράφια! Χώρια ένα κάρο έξοδα! Και να πεις ότι άξιζε τον κόπο, ότι γύρισες με αρσενικό, χαλάλι! Αλλά πού… τέτοια άχρηστη που είσαι ! Τι τηράς *; Άδικο έχω;».

Δεν κόνταγε* φυσικά να αντιμιλήσει η Πανούλα. Άχνα δεν έβγαλε. Μονάχα έσκυψε το κεφάλι ταπεινωμένη.

Όσο έλεγε αυτά τα ακατανόμαστα η πεθερά της Πανούλας, στην αγκαλιά της είχε την Ασήμω, την μεγάλη της εγγονή που ’χε και το όνομά της. Έτσι βαρυγκώμησε όταν γεννήθηκε κι αυτό το κοριτσάκι, αλλά στην πορεία το αγάπησε φυσικά. Είχε και το όνομά της. Ενώ έβριζε τη νύφη, τάιζε παράλληλα την Ασημούλα τραχανά.

Ο Ντίνος, ο άντρας της Πανούλας, μόλις γύρισε από τα χωράφια, στο γάιδαρο καβάλα και την αντίκρισε, χαμήλωσε το βλέμμα. Θες από ντροπή, θες από απογοήτευση, θες από φόβο μην τον πει μαλθακό η μάνα του. Έριξε μια κρυφή, φευγαλέα ματιά στο νεογέννητο.

«Τράβα και φτιάσε τώρανες δυο αυγά του αντρός σου. Δε πρόκαμα να βάλω τσουκάλι. Βάλτου και λίγαγια τραχανά. Φέρε και τη μποτίλια* με το κρασί να βρέξει το χείλος του μια στάλα. Να στρώσεις τη μεσάλα* πριν σερβίρεις. Κι έλα βύζαξε ετούτο το χλεμπονιάρικο* που πλάνταξε στο κλάμα!», διέταξε η Ασήμω την Πανούλα.

Όταν σαράντισε η λεχώνα και το παιδί, η γριά – Ασήμω είχε κανονίσει πού θα παίρνανε την ευχή. Δεν θα πήγαιναν στην ενορία του χωριού, στον παπά-Νίκο, αλλά παραπέρα. Σε μία ξακουστή εκκλησία ενός πολύ θαυματουργού Αγίου στη μεγάλη πόλη. Η Ασήμω απέκρυψε από τον άγνωστο σ’ αυτή παπά ότι το μωρό ήταν κορίτσι και του ζήτησε να το πάει μέσα στο ιερό, κάτι που δεν επιτρεπόταν κανονικά. Ο ανυποψίαστος ιερέας που δεν τους ήξερε αυτούς τους ανθρώπους, πράγματι το πήγε, νομίζοντας ότι το νεογνό ήταν αγόρι. Η Ασήμω θεωρούσε ότι με την κίνηση αυτή εξόρκιζε το “κακό” και ότι η επόμενη γέννα δεν θα ήταν πάλι κορίτσι! Δύο χρόνια μετά γεννήθηκε το τόσο επιθυμητό αρσενικό!

Τρικούβερτο γλέντι στήθηκε με το χαρμόσυνο μαντάτο. Η Ασήμω κέρασε κουραμπιέδες και ραβανί όλη τη γειτονιά. Με αυτοκρατορικές τιμές υποδέχτηκαν το διάδοχο. Ο Ντίνος στιγμή δεν έλειψε από το πλάι τους μετά τη γέννα και ναύλωσε κούρσα για να τους φέρει σπίτι από το νοσοκομείο. Τα πεθερικά τούς καλωσόρισαν όρθιοι. Η Ασήμω φορούσε τα καλά της. Είχε στην αγκαλιά τη μικρή Γιωργία και από το χέρι κρατούσε την Ασημούλα. Τις λάτρευε τις εγγονούλες της!

Η Ασήμω απέδωσε τη γέννηση του αγοριού στον Άγιο, στον οποίο είχε τάξει το δεύτερο κορίτσι και έδωσε το όνομά του, καθώς και σε όλη αυτή την τελετουργία μέσα στο ιερό. Ο Ντίνος το θεώρησε δικό του κατόρθωμα, και τώρα που βρήκε το “κόλπο” για τα αρσενικά, θα έκανε κι άλλα. Τρία χρόνια μετά η Πανούλα γέννησε δίδυμες κόρες! Ο σύζυγος και τα πεθερικά δυσαρεστήθηκαν μεν, αλλά δε φόρεσαν αυτή τη φορά μαύρες πλερέζες. Εξάλλου, ο σκοπός του πολυπόθητου αρσενικού είχε πια επιτευχθεί!

Δεκαετίες αργότερα….

Η Πανούλα έζησε πολλά χρόνια με την πεθερά της. Πάντρεψε τα δύο μεγάλα κορίτσια και τη μία δίδυμη, έκανε εγγόνια και η γριά εκεί, ντούρος. Δεν χωνευτήκανε ποτές οι δυο γυναίκες. Η Ασήμω μέχρι που έκλεισε τα μάτια της αυτοεξυπηρετούνταν. Δεν ήθελε να πέσει στην ανάγκη της νύφης. Στον ύπνο της πέθανε.

Μαύρη ζωή πέρασε η Πανούλα με την Ασήμω. Όρκο έδωσε ότι δεν θα πάντρευε τις κόρες της στο χωριό να ζήσουν με πεθερά και να βασανίζονται. Σαν σκυλί δούλεψε για να τις καλοπροικίσει και τις τέσσερις, ώστε να καλοπαντρευτούν και να φύγουν από το χωριό, να πάνε να ζήσουν στην Αθήνα. Σε όλες αγόρασε διαμέρισμα ως προίκα. Τα κατάφερε, όλες είχαν πολύ καλή τύχη. Μαύρη πέτρα έριξαν στο χωριό, ως επισκέπτες έρχονταν μία δύο φορές το χρόνο. Το έπαιζαν μάλιστα και πρωτευουσιάνες!

Ο γιος βοήθησε κι αυτός να αποκατασταθούν και να προικιστούν οι αδελφάδες του, κυρίως οι δίδυμες που ήταν μικρότερες. Άργησε να παντρευτεί. Βέβαια σ’ αυτό είχε βάλει το χεράκι της και η μάνα του που είχε θέσει ως βέτο πρώτα να παντρευτούν όλες οι αδελφές του και μετά αυτός. Έτσι ήταν το πρέπον. Δεν είχε σημασία που οι δίδυμες ήταν τρία χρόνια μικρότερες. Γύρω στα τριάντα, ο Στρατής είχε αγαπήσει μία κοπέλα και ήθελε να τη στεφανωθεί και να νοικοκυρευτεί, αλλά η μία δίδυμη ήταν ακόμα ανύπαντρη. Έπεσε του θανατά η Πανούλα να μην την πάρει την κοπέλα.

«Για κάτσε ρε μάνα κι αν η Μελπομένη μείνει γεροντοκόρη, θα πρέπει να μείνω κι εγώ στο ράφι;», της είπε εκνευρισμένος.

«Φάε τη γλώσσα σου! Δεν είσαι έτοιμος εσύ για παντρειά ακόμα! Έχεις γραμμάτιο απλήρωτο!», εννοώντας την αποκατάσταση της αδελφής του. Η κοπέλα του φυσικά δυσανασχέτησε και διέλυσαν τη σχέση. Η Μελπομένη, για τα δεδομένα της εποχής, ήταν μεγαλοκοπέλα πια όταν επιτέλους το αποφάσισε να παντρευτεί.

«Άντε σειρά σου τώρα! Τι περιμένεις;», έδωσε το πράσινο φως η Πανούλα.

Ο Στρατής βέβαια το είχε γυρίσει στη dolce vita, κάθε τόσο με άλλη γυναίκα και δεν τον απασχολούσε πια και τόσο το θέμα του γάμου. Γύρω στα σαράντα ερωτεύτηκε μια πολύ καλή κοπέλα, αλλά εκείνη δεν δεχόταν να έρθει να μείνει στην επαρχία. Έπρεπε αυτός να μετακομίσει στην Αθήνα. Ο ίδιος δεν ήταν αρνητικός στην ιδέα, αλλά η Πανούλα διερρήγνυε τα ιμάτια της! Αυτό ήταν αδύνατον! Πού ακούστηκε το μοναδικό αρσενικό να εγκαταλείπει τους γονείς και την πατρική περιουσία και να τρέχει πίσω από τα φουστάνια μιας Αθηναίας; Ενώ επιδίωκε τη φυγή για το κορίτσια της, για το γιο, τον οποίο σημειωτέον τον έσερνε από τη μύτη, ήταν ανένδοτη! Ο Στρατής ήθελε κι αυτός ν’ απλώσει τα φτερά του και να ξεφύγει από τα στενά όρια και τα στενά μυαλά του χωριού, αλλά αυτός ο ψυχολογικός πόλεμος των γονέων και η αίσθηση του καθήκοντος είχαν ψαλιδίσει τα φτερά αυτά και τον είχαν καθηλώσει εκεί.

Έτσι, χάθηκε η ευκαιρία και μ’ αυτή την κοπέλα, εξαιτίας της Πανούλας και πάλι, η οποία από νύφη-θύμα είχε εξελιχτεί σε μια πολύ χειριστική μητέρα-δυνάστη του μοναχογιού της. Η αλήθεια ήταν ότι και ο Στρατής της είχε τεράστια αδυναμία και δε της γύριζε κουβέντα ούτε της χαλούσε χατήρι.

Την Πανούλα τη ζώσαν τα φίδια σαν έφτασε 45 και ήταν ακόμα ελεύθερος χωρίς οικογένεια. Τι τον έκαναν το γιο αν δεν άνοιγε δικό του σπίτι, αν δεν έκανε αρσενικά να συνεχιστεί το όνομα; Χώρια που γινόταν και σούσουρο στο χωριό ότι θα ’μενε γεροντοπαλίκαρο ο Στρατής.

Την Μαίρη του τη σύστησε μία ξαδέλφη του. Δούλευαν μαζί στην ίδια υπηρεσία. Η Μαίρη είχε διορισθεί στην επαρχία, αλλά είχε ήδη δρομολογήσει την μετάθεσή της για Αθήνα. Ήταν εντυπωσιακή γυναίκα, κοντά στα τριάντα πέντε, μορφωμένη με ισχυρή προσωπικότητα και τα,περαμέντο. Η συμπάθεια ήταν αμοιβαία με τον Στρατή και αφού βγήκαν μερικούς μήνες αποφάσισαν να το επισημοποιήσουν. Δεν είχε πρόβλημα η Μαίρη να μείνει στην επαρχία και έτσι έκανε ανάκληση της μετάθεσης. Θεωρούσε μάλιστα ότι ήταν προτιμότερο να αναθρέψει παιδιά στον καθαρό αέρα και την ασφάλεια μια μικρής επαρχιακής πόλης, παρά στο χάος της μεγαλούπολης. Ούτε να μείνει με πεθερικά είχε θέμα, διότι απλούστατα, η Μαίρη δε χαμπάριαζε. Όταν έγινε ο γάμος και επιτεύχθη η πολυπόθητη εγκυμοσύνη (με αγόρι μάλιστα!) η Πανούλα θεώρησε ότι έδεσε το γάιδαρο και πήγε να βγάλει πάνω στη νύφη κάτι συμπλεγματάκια που είχαν μαζευτεί από τη χρόνια κακοποίηση από τη δική της πεθερά. Η Μαίρη φυσικά δεν μάσησε και έθεσε εξ αρχής τους όρους και τα όρια. Η Πανούλα θύμωσε και αφού έκανε πρώτα παράπονα στο γιο, βάζοντας φιτιλιές στο γάμο του, επιστράτευσε τις κόρες για συμπαράσταση. Αυτές ήταν αρχικά ουδέτερες, αλλά στην πορεία όλο και πετούσαν τις μπηχτές τους εναντίον της νύφης. Της είχαν αδυναμία της μάνας τους, βλέποντας πόσο υπέφερε στα χέρια της γιαγιάς τους και εκτιμώντας τον αγώνα της να μην έχουν κι αυτές την ίδια μοίρα.

Η Μαιρούλα έκανε τα παιδάκια της, έμεινε με τον αντρούλη της που ήταν ένας πολύ καλός σύζυγος και ένας άψογος πατέρας και κράτησε σε απόσταση πεθερά και κουνιάδες. Η οικογένεια αυτή ήταν δική της και κανένας απολύτως δεν είχε το δικαίωμα να επεμβαίνει και να κάνει κουμάντο. Η Πανούλα παρεξηγήθηκε που δεν μπορούσε να ανοίγει και να μπαίνει με το κλειδί της όταν γούσταρε, παρά έπρεπε να χτυπάει την πόρτα. Της κακοφάνηκε επίσης που η νύφη ήθελε να ετοιμάζει μόνη της το φαγητό της οικογένειάς της και να διαπαιδαγωγεί τα παιδιά της με αρχές που αυτή έκρινε. Εξάλλου, αυτή ήταν η μητέρα τους. Εκεί που κυριολεκτικά σκύλιασε η Πανούλα ήταν που η Μαιρούλα αψηφούσε πλήρως τι θα πει ο κόσμος. Πού ακούστηκε να μη μας νοιάζει η γνώμη της γειτόνισσας! Σε κάποια φάση που η Πανούλα άρχισε τις προσβολές, η Μαιρούλα δεν έσκυψε το κεφάλι ούτε χαμήλωσε το βλέμμα. Τότε η πεθερά της άρχισε να της διηγείται την υποτακτική στάση που είχε απέναντι στη δική της πεθερά και απαίτησε από τη Μαιρούλα το ίδιο! «Όχι νύφη όπως ήξερες, όπως βρήκες!», της πέταξε τη γνωστή παροιμία.

Η Πανούλα ήθελε να αλλάξουν τα πράγματα για τις δικές της κόρες και να μην υποφέρουν στα χέρια της πεθεράς. Δεν ίσχυαν όμως τα ίδια στο μυαλό της και για τη δική της νύφη, την οποία ήθελε υποχείριό της και ένα άβουλο ον. Οι καιροί άλλαξαν Πανούλα! Οι γυναίκες ξύπνησαν! Η πανέξυπνη και ετοιμόλογη Μαιρούλα απάντησε στην πεθερά της με μία παροιμία επίσης «Το παιδί σου πάντρεψες, γείτονα τον έκανες!».

Αναστασία Λαζαράκη

_____________________________________________________________________

Το ηθικό δίδαγμα της ιστορίας συνοψίζεται κι αυτό με μία ρήση από την παρακαταθήκη της θυμοσοφίας μας : «Όταν ήμουν νύφη είχα κακιά πεθερά. Τώρα που είμαι πεθερά, έχω κακιά νύφη!».

Ευτυχώς η κοινωνία εξελίχτηκε, μαζί και οι αναχρονιστικές αυτές αντιλήψεις. Όταν υπάρχει ευγένεια ψυχής και ενσυναίσθηση είναι εφικτή η αρμονική συνύπαρξη και η αγάπη μεταξύ πεθεράς και νύφης. (Βέβαια, ίσως η πιο ασφαλής προσέγγιση είναι το «μακριά και αγαπημένοι!»).
————————————————————————————————–
Λεξιλόγιο:
Απόκανα (παρακουράστηκα), έκιωσα (τέλειωσα), κόνταγε (τολμούσε), μερελιάζεις (τεμπελιάζεις), μεσάλα (τραπεζομάντηλο), μικρανασταίνω (να μεγαλώνω μικρό παιδί), μποτίλια (κανάτα), πιλαλάω (τρέχω), πράματα (τα ζώα) , στέρφα (που δεν τεκνοποιεί), ταχειά (το πρωί/αύριο), τηράς (κοιτάς), φλάμπουρο ( μεταφορικά η αδύναμη γυναίκα), χλεμπονιάρικο( αρρωστιάρικο).

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading