,

Το σπίτι

Η Αμαλία πήγε να μείνει με το θείο της και η αδερφή της η Ευγενία, με μια άλλη θεία στην πρωτεύουσα, γιατί έτσι κάνανε εκείνα τα χρόνια. Όταν μια οικογένεια δε βάσταγε οικονομικά να μεγαλώσει όλα τα παιδιά ή αν γινόταν χηρεία, μοιράζονταν τα παιδιά στους άτεκνους συγγενείς. Η μάνα τους, η Ειρήνη, πήρε τη δύσκολη απόφαση όταν έχασε τον άντρα της.

«Δεν μπόρεγε κοκόνες μου να σας μεγαλώσει όλους. Έδωσε εσάς, για να έχετε μια καλύτερη τύχη και κράτησε τα αγόρια. Αυτά θα δουλέψουν στα χωράφια και θα το βγάλουν το μεροκάματο» τους αποκρίθηκε η θεία τους, όταν τις αντίκρισε με δάκρυα στα μάτια το τελευταίο βράδυ του αποχωρισμού.

Η ζωή κύλησε και τα κορίτσια μάθανε η καθεμιά τη δική της τέχνη, μοδιστρική η Αμαλία, κομμωτική η Ευγενία. Οι δουλειές τους πήγαιναν πολύ καλά. Η Αμαλία έγινε η πιο γνωστή παντελονού της πόλης. Είχε μαθήτριες από όλη την περιοχή και τους έκανε μαθήματα για να τους περάσει την τέχνη της. Η Ευγενία πήγαινε σε σπίτια και χτένιζε πλούσιες κυρίες των Αθηνών. Σε ένα από αυτά ήταν που γνώρισε και τον Σταύρο της. Τον έχασε όμως νωρίς, όταν τον εκτέλεσαν οι Γερμανοί και μετά από πέντε περίπου χρόνια “έφυγε” και αυτή. «Αρρώστησε από τη στεναχώρια της και πέθανε», έλεγαν οι συγγενείς της στην Αθήνα. Η Ευγενία πέθανε, αφήνοντας όμως πίσω της το Μανωλάκη της. Ο στενός πυρήνας των συγγενών έπρεπε να αποφασίσει για την τύχη του.

«Το καλύτερο θα ήταν να φύγει από τη γειτονιά. Όλοι ξέρουν ότι το παιδί είναι νόθο… αφού δεν πρόλαβαν να παντρευτούν οι γονείς του» πρότεινε η θεία του η Σταυρούλα, που τον φιλοξενούσε προσωρινά στο σπίτι της.

«Θα τον πάρω εγώ» απάντησε χωρίς δεύτερη σκέψη η Αμαλία, που είχε ανέβει στην Αθήνα για το οικογενειακό συμβούλιο.

«Το έχω μιλήσει και με τον Στέλιο, τον άντρα μου. Το θέλει και αυτός το παιδί». Έτσι, ο Μανώλης πήγε με την αδερφή της μητέρας του, που δεν είχε δικά της παιδιά, γιατί έτσι κάνανε εκείνα τα χρόνια.

Ο Μανώλης μεγάλωνε σαν να ήταν δικό τους παιδί. Του πρόσφεραν τα πάντα και τον λατρεύανε και οι δύο γονείς του. Αν και ήξερε την αλήθεια, δε την ξεστόμιζε για να μη πληγώσει τη δεύτερη μάνα του, την Αμαλία. Όταν μετακόμισαν στο σπίτι που είχαν χτίσει, τον παρουσίασε στην καινούργια γειτονιά σαν δικό της παιδί και με κανένα ποτέ δε συζήτησε την αλήθεια. Ντρεπόταν γιατί ήταν στέρφα και δε μπόρεσε να κάνει δικά της παιδιά. Πολλές φορές σκεφτόταν ότι ίσως γι’ αυτό να της μίλαγε έτσι άσχημα ο άντρας της. Μερικές φορές είχε σηκώσει και το χέρι του να τη χτυπήσει πάνω στα νεύρα του. Αν και δεν του το είχε παραδεχτεί, γνώριζε για τη σχέση του με εκείνη την παστρικιά. Όσο περνούσε ο καιρός, τόσο χειροτέρευε η στάση του απέναντί της. Την υποτιμούσε με την πρώτη ευκαιρία και της συμπεριφερόταν σαν να ήταν σκουπίδι. Η Αμαλία γνώριζε καλά μέσα της, πως δεν την είχε αφήσει για οικονομικούς λόγους. Η Αμαλία βλέπετε, ήταν δουλευταρού και συνέβαλε κατά πολύ στον οικογενειακό προϋπολογισμό.

Μα κάθε μέρα που περνούσε, άδειαζε όλο και πιο πολύ η ψυχούλα της. Προσπαθούσε να τη γεμίσει με τη φροντίδα του Μανωλάκη της και όταν αυτός μεγάλωσε, αφιέρωνε όλο της το χρόνο στον κήπο της. Ήταν ο πιο όμορφος κήπος της γειτονιάς, με ντάλιες, γιασεμιά, φτέρες και τριανταφυλλιές. Η μεγάλη της αδυναμία, αλλά και το καμάρι της, ήταν η γαρδένια της. Την είχε φυτέψει σε ένα τεράστιο πιθάρι και της είχε αλλάξει πολλές θέσεις. «Πού θα μου πάει… θα το βρω το μέρος που της αρέσει πιο πολύ», μονολογούσε κάθε φορά που τη μετακόμιζε σε άλλο μέρος της αυλής. Μέχρι που το βρήκε το “σημείο” της και ήρθε και έγινε ένας ολάνθιστος θάμνος, που μοίραζε απλόχερα το άρωμά του, όχι μόνο στη δική της, αλλά και σε όλες τις αυλές της γειτονιάς.

Τα χρόνια πέρασαν και όταν η αρρώστια χτύπησε τον Στέλιο, εκείνος αποφάσισε να γράψει τη διαθήκη του. Ανακοίνωσε στον Μανώλη πως θα του γράψει το σπίτι, χωρίς να έχει ενημερώσει την Αμαλία για τα σχέδιά του.

«Πατέρα είναι άδικο αυτό που πας να κάνεις στη μάνα. Δούλεψε και αυτή για να χτίσετε το σπίτι. Το ξέρω ότι δεν τα πάτε καλά, αλλά το δίκαιο είναι να το πάρει αυτή. Εξάλλου σε ‘μένα θα καταλήξει το σπίτι. Κάν’ το για χατίρι μου» τον παρακάλεσε ο γιος του. Και φυσικά του την έκανε τη χάρη, γιατί ποτέ δεν του είχε αρνηθεί το παραμικρό.

Κατ’ αυτό το τρόπο, το σπίτι πέρασε στην Αμαλία, η οποία δε στεναχωρήθηκε στάλα που πέθανε το στεφάνι της. Το σπίτι όμως δεν πρόλαβε να το αφήσει στο Μανωλάκη της, γιατί αρρώστησε από καρκίνο και έφυγε. Το σπίτι το πήρε η εγγόνα της, που είχε και το όνομά της. Η ίδια δεν ήξερε και πολλά για τη δύσκολή ζωή της γιαγιάς της. Και πώς να τα μάθει άλλωστε; Ο πατέρας της πέθανε όταν ήταν μικρό κοριτσάκι και η γιαγιά της δεν της εκμυστηρεύτηκε ποτέ το παραμικρό. Μόνο η θεία Σταυρούλα, από την πρωτεύουσα, της διηγήθηκε την οικογενειακή ιστορία.

Πήγαινε και την έβλεπε κάθε φορά που ανέβαινε για δουλειές στην Αθήνα. Η Αμαλία απολάμβανε την παρέα της θείας Σταυρούλας κι ας ήταν 85 χρονών. Ένας άνθρωπος έξω καρδιά, πρόσχαρη και με μυαλό ξουράφι. Καθόντουσαν στην αυλή κάτω από το γιασεμάκι και έπιναν τον καφέ τους παρέα με γλυκό του κουταλιού καρπούζι ή υποβρύχιο με γεύση μαστίχα. Σε ένα από τα απογευματινά τους καφεδάκια, η Αμαλία άρχισε τις ερωτήσεις και κάπως έτσι της αποκαλύφθηκε η ζωή της γιαγιάς της. «Πολύ παιδεμένη η γιαγιά σου Αμαλία μου. Κακοπέρασε με τον άντρα της. Μέχρι και στο σπίτι τους την είχε βάλει την άλλη, όταν η Αμαλία έλειπε για να προβάρει παντελόνια. Μου τα προφταίνανε τα μαντάτα οι άλλες σου οι θείες, όταν ανταμώναμε. Με τη γιαγιά σου δεν είχαμε συζητήσει τίποτα. Δεν ήθελα να τη στεναχωρώ».

Στα τριάντα της χρόνια η Αμαλία παντρεύτηκε τον καλό της, το Χάρη και μετακόμισαν στο σπίτι της γιαγιάς της. Έκανε και δύο αγόρια, τον Αλέξη και τον Μανώλη. Κατά ένα περίεργο τρόπο, η ζωή της Αμαλίας κατέληξε σαν της γιαγιάς της. Ήταν λες και γινόταν ένας κύκλος. Λες και το σπίτι έφερνε κακό ριζικό στους κατοίκους του.

Ο Χάρης την κακοποιούσε λεκτικά με την πρώτη ευκαιρία. Στην αρχή σκεφτόταν ότι κάτι τον απασχολεί και τον δικαιολογούσε. «Ίσως οι δουλειές του που δεν πάνε καλά… όμως δουλεύω κι εγώ και μπορώ να στηρίξω την κατάσταση μέχρι να φτιάξουν τα πράγματα. Ίσως να κουράστηκε με το δεύτερο παιδί και για αυτό να έχει νεύρα. Όμως προσπαθώ να τον επιβαρύνω το λιγότερο δυνατό». Έκανε ένα σωρό σκέψεις και προσπαθούσε να δικαιολογήσει τη συμπεριφορά του, αλλά αμέσως η λογική της τα αναιρούσε όλα. Προσπάθησε να πλησιάσει το Χάρη, αλλά μάταια. Όχι μόνο δεν της έδινε καμία σημασία όταν προσπαθούσε να τον συζητήσει, αλλά την αγνοούσε επιδεικτικά. Όποια γέφυρα επικοινωνίας επιχείρησε να χτίσει, τη γκρέμιζε με όπλα την απαξίωση και την υποτίμηση. Με τη στάση και τα λόγια του την έκανε να αισθάνεται σκουπίδι, χωρίς ποτέ να της έχει ζητήσει συγγνώμη.

Όταν άρχισε να σκέφτεται το χωρισμό, πληθώρα σκέψεων διέτρεχαν το μυαλό της σαν ορμητικός χείμαρρος: Μα εγώ δε παντρεύτηκα για να χωρίσω… Τι θα πει ο κόσμος;Τα παιδιά μου; Πρέπει να κάτσω για τα παιδιά μου… Εντάξει, όλα τα ζευγάρια έχουν τα πάνω τους και τα κάτω τους… Μα να φτάσω σε αυτό το σημείο; Γιατί; Ούτε με χτύπησε, ούτε με απάτησε. Όσο έμενε μαζί του η Αμαλία τόσο μάζευε, μέχρι που έκανε την έκρηξη και έφερε τα πάνω κάτω. Θεωρώντας ότι δεν της αξίζει τέτοια συμπεριφορά, έδιωξε το Χάρη από το σπίτι, παρόλο που ήταν μια δύσκολη απόφαση για αυτήν.

Τα βράδια έκλαιγε βουβά για να μην την καταλάβουν τα αγόρια της. Θρηνούσε για την πορεία της ζωής της και για τις λάθος επιλογές που είχε κάνει. Ώσπου ένα βράδυ, το μικράκι της, την πλησίασε και τη χάιδεψε τρυφερά στα μαλλιά. «Μαμάκα, γιατί κλαις; Εγώ σε αγαπάω πολύ πολύ πολύ!». Άπλωσε τα χεράκια του και έγινε αυτή η μικροσκοπική αγκαλίτσα, το μεγαλύτερο στήριγμα για την Αμαλία. Η καρδιά της γέμισε και ήρθε και ξεχύλισε αγάπη. Αυτή ήταν και η στιγμή που άδειασε από όλα το μυαλό της και επικράτησε μόνο μια σκέψη: «Το ριζικό αυτού του σπιτιού, εγώ θα το αλλάξω».

The BluezGuest

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading