,

Το φάντασμα

Την πρώτη φορά που είδα το φάντασμα, ήταν Σάββατο κι ήταν θρονιασμένο στο κρεβάτι μου.

Είχα άλλη μια νύχτα χωρίς όνειρα κι όταν ξύπνησα, ένιωθα γεμάτη σύγχυση. Σαν να κοιμόμουν χίλια χρόνια και ταυτόχρονα σαν μην είχα κοιμηθεί ποτέ. Το μισοσκότεινο δωμάτιο με υποδέχτηκε με την μουντή ατμόσφαιρα του πρωινού, όπως ένας δύσθυμος συγγενής που ανέχεται την παρουσία σου, γιατί δεν έχει βρει ακόμα τον τρόπο να σε αποφύγει.

Τότε, πρόσεξα μια σκοτεινή φιγούρα πιο πέρα, αραγμένη στο κρεβάτι μου. Το ξάφνιασμα διαδέχτηκε ο τρόμος, που μ’ άδραξε απ’ τον λαιμό. Απέμεινα άλαλη, να κοιτάζω τη σκιά – που δεν ήταν μια παραίσθηση από έναν σωρό ρούχων, όπως έλπιζα – καθισμένη με την πλάτη σε μένα.

Κλέφτης; Πώς μπήκε εδώ μέσα; Και τι κάνει καθισμένος εκεί, αντί να ψαχουλεύει τα πράγματά μου;

Ίσως να μη τα σκεφτόμουν μόνο, αλλά να τα έλεγα και φωναχτά, γιατί εκείνη τη στιγμή η σιλουέτα γύρισε και τότε είδα πως ήταν μια γυναίκα. Μια νεαρή γυναίκα με μακριά μαλλιά και σκούρα μάτια, που τώρα με κοίταζαν ορθάνοιχτα και γεμάτα έκπληξη. Για απειροελάχιστες στιγμές, καθόμασταν αμφότερες και κοιταζόμασταν σαν να μην πιστεύαμε τι βλέπαμε. Και ξαφνικά, η γυναίκα τινάχτηκε όρθια με μια στριγκλιά. Είδα στα χέρια της να σφίγγει ένα μακρύ αντικείμενο, σαν να ήθελε να προστατευτεί.

Να προστατευτεί; Από τι; Από μένα;

Είχα ζαρώσει στην άκρη του κρεβατιού και προσπαθούσα, στρέφοντας απεγνωσμένα το κεφάλι μου εδώ κι εκεί σαν παγιδευμένο ζώο, να βρω κάποια διαφυγή. Προτού καταφέρω οτιδήποτε, αντιλήφθηκα την εισβολέα από πάνω μου, να υψώνει κάτι σκοτεινό. Πίστεψα ότι ήταν το τέλος μου, όντας στο έλεος αυτής της άγνωστης. Φαντάστηκα ότι θα με αποτελείωνε, όπως θα έκανε κάποιος παρείσακτος, αν πιανόταν επ’ αυτοφώρω. Από τον φόβο μου περισσότερο, παρά από το χτύπημα που ακολούθησε – το οποίο δεν πρόλαβα καν να νιώσω – λιποθύμησα γλιστρώντας σε μια γκρίζα ανυπαρξία. Στα ελάχιστα δευτερόλεπτα πριν χαθώ, πρόλαβα να σκεφτώ πως δεν μου έμοιαζε με διαρρήκτη, ούτε με δολοφόνο.

Όταν, κόντρα στις δυσοίωνες προβλέψεις μου, συνήλθα, ήταν σκοτάδι πηχτό σαν μελάνι. Ήμουν πάλι στο κρεβάτι μου, στην ίδια θέση που είχα λιποθυμήσει. Κοίταξα το ρολόι στο κομοδίνο και τα νούμερα, που έλαμπαν στο σκοτάδι, έλεγαν τρεις και δέκα μετά τα μεσάνυχτα. Όλα ήταν ήσυχα και γαλήνια. Ψαχούλεψα το κεφάλι μου, αλλά δεν αισθανόμουν κανένα καρούμπαλο, ούτε πόνο κι έτσι συμπέρανα πως τελικά είχα γελαστεί από την ξέφρενη φαντασία μου. Η παράξενη άγνωστη δεν υπήρξε ποτέ και προφανώς, ήταν ένα πολύ ζωντανό όνειρο. Και τι όνειρο! στέναξα κι έπεσα να ξανακοιμηθώ, χωρίς να έχω και πολλές ελπίδες. Παρ’ όλα αυτά, ο πηχτός βούρκος του ύπνου με τράβηξε ξανά στα βάθη του.

Το επόμενο πρωί, προς κατάπληξή μου, η αλλοπρόσαλλη σκηνή επαναλήφθηκε, με τη γυναίκα να στέκει όρθια μπροστά στο κρεβάτι μου, με το στόμα ανοιχτό, θέτοντας τέρμα στους ευσεβείς πόθους μου περί ονειροφαντασίας. Ήταν λίγο καλύτερα βέβαια αυτή τη φορά, μια που απλώς κοιτάζαμε άφωνες η μια την άλλη, χωρίς στριγκλιές και ουρλιαχτά. Τότε ήταν που άκουσα για πρώτη φορά την φωνή της παρείσακτης, όταν ψέλλισε ένα τρεμάμενο «Με βλέπεις;».

«Μα φυσικά σε βλέπω, τι θέλεις να πεις;» της είπα και σηκώθηκα μαλακά, πλησιάζοντάς την για να την αγγίξω. Εκείνη δεν πρόλαβε να οπισθοχωρήσει, κεραυνοβολημένη έστρεψε το κεφάλι της εδώ κι εκεί, ψάχνοντας κάποια διέξοδο ίσως. Και τότε, αντί να πιάσω το χέρι της όπως φανταζόμουν, έπιασα μόνο το κενό. Το δικό μου χέρι περνούσε μέσα της και ξαναέβγαινε, σαν να έπαιζα με τον αέρα. Για καλή μου τύχη, η γυναίκα δεν με είχε προσέξει να το κάνω αυτό, γιατί ήδη είχε στραφεί για να φύγει, όπως και την πρώτη φορά.

«Στάσου, περίμενε» την καλόπιασα «μη φεύγεις, απλώς με ξάφνιασες έτσι που εμφανίστηκες… Έλα, μη φοβάσαι, πες μου το όνομά σου».  Ίσως να έχω κατευναστική φωνή ή ίσως είχε μετανιώσει για την προηγούμενη επίθεσή της και γι’ αυτό στάθηκε για μια στιγμή, ψιθυρίζοντας ένα όνομα. Αμέσως μετά, χάθηκε σαν ίσκιος από το δωμάτιο.

Κι έτσι επιβεβαιώθηκα πλέον. Είχα μόλις συναντήσει ένα φάντασμα μέσα στο ίδιο μου το σπίτι.

Μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν πίστευα σε φαντάσματα, στοιχειά και τέρατα. Ούτε τώρα πιστεύω δηλαδή, αλλά η Αντωνία είναι μια άλλη ιστορία. Ναι, το φάντασμα έχει όνομα. Αντωνία. Απλό και τετριμμένο ίσως, που δεν δίνει αρκετή αξιοπιστία σε ένα φάντασμα.  Θα μπορούσε να έχει κάτι πιο ανάλογα σκοτεινό, όπως Ελεωνόρα ή Γενεβιέβη ή Σεσίλια, αλλά τι να γίνει, δεν μπορεί να τα έχει όλα κανείς.

Έτρεξα πίσω της φυσικά, βγαίνοντας από το δωμάτιό μου, αλλά δεν βρήκα τίποτα. Μόνο το χαώδες σπίτι των γονιών μου, γεμάτο ασφυκτικά με ό,τι διακοσμητικό μπορούσε να φανταστεί κανείς, βάζα και κρύσταλλα και ασημένιες θρησκευτικές εικόνες, πολύχρωμα χαλιά και πίνακες ζωγραφικής στους τοίχους. Όλα να αστράφτουν από καθαριότητα, χάρις στην ψυχαναγκαστική υστερία της μάνας μου.

Ο πατέρας μου, θρονιασμένος στον καναπέ, διάβαζε όπως συνήθως την εφημερίδα του, ενώ ο ελληνικός καφές του πάγωνε στο πορσελάνινο φλιτζανάκι.  Το να κάτσω και να αναλύσω στον ρεαλιστή πατέρα μου, το υπερφυσικό θέμα του φαντάσματος της Αντωνίας, ήταν χαμένος κόπος, οπότε δεν το δοκίμασα καν. Όχι ότι θα του έπαιρνα και καμιά κουβέντα, ούτως ή άλλως. Η μεγαλύτερη φράση που ξεστόμιζε ο πατέρας μου στο σπίτι, πέρα από κάτι μονολεκτικές απαντήσεις, ήταν «Το φαΐ είναι έτοιμο;». Οπότε απλώς τον προσπέρασα, ψάχνοντας τη μάνα μου.

Τη βρήκα στην κουζίνα, να τρίβει τον πάτο μιας κατσαρόλας – φυσικά – και πήγα να της πω για το μυστήριο εύρημά μου. Ωστόσο, κάτι με σταμάτησε κι απέμεινα να τη χαζεύω που πάλευε με συννεφιασμένο βλέμμα, λες και το κατσαρόλι ήταν υπεύθυνο για ποιος ξέρει ποια ζόρια της μάνας μου. Ο χρυσός σταυρός που φορούσε συνέχεια, χοροπηδούσε σε κάθε θυμωμένη της κίνηση, καθώς έτριβε με το σύρμα την ήδη λαμπερή επιφάνεια του μετάλλου.

«Τι έγινε πάλι;» κατέληξα να την ρωτήσω κι εκείνη, αφού αρχικά προσπάθησε να διασκεδάσει τις εντυπώσεις με παρατηρήσεις για τα μαλλιά μου (θέλουν λούσιμο!) και τα ρούχα μου (ακόμα με τις πιτζάμες είσαι; Κυριακή είναι, εγώ πήγα και γύρισα από την εκκλησία!) τελικά υπέκυψε και άρχισε ένα ακατανόητο λογύδριο. Για την άτιμη την δείνα, που τα φόρεσε στον τάδε και πόσο υποκρίτρια είναι, σα δεν ντρέπεται στην ηλικία της και τα λοιπά. Χρειάστηκαν αρκετά λεπτά και κάμποσα σταυροκοπήματα, μέχρι να καταλάβω ότι αναφερόταν σε κάποια σαπουνόπερα που παρακολουθούσε φανατικά. Όσο μιλούσε, φανταζόμουν πώς θα έκανε όταν θα της έλεγα για το φάντασμα της Αντωνίας… Όπως το έβλεπα, ίσως να μην ήταν και πολύ καλή ιδέα να της το πω, επειδή ήταν κάπως προληπτική και ίσως αντιδρούσε περίεργα, κραυγάζοντας μετάνοιες και κρεμώντας κομποσκοίνια και εικονίτσες όπου βρει. Κάτι που δεν ήταν υπερβολή, δεν το είχε σε τίποτα να αρχίσει για ψύλλου πήδημα, τις παρακλήσεις και τις γονυκλισίες, βαστώντας την προσφιλή της εικόνα της Παναγίας. Για ώρες ολόκληρες. Όχι.  Καθόλου καλή ιδέα.

Και λοιπόν, επειδή είναι φάντασμα; σκέφτηκα ανασηκώνοντας τους ώμους, καθώς άφησα τη μάνα μου να παλεύει με τις κατσαρόλες της. Δεν με πείραξε, δεν την πειράζω. Ας μάθω γι’ αρχή το γιατί βρέθηκε εδώ στα καλά καθούμενα. Και μετά, βλέπουμε.

Έτσι, όχι μόνο εκείνη την μέρα αλλά και την υπόλοιπη εβδομάδα, το φάντασμα της Αντωνίας παρέμεινε ένα αθέλητα κρατημένο μυστικό. Πού να ήξερα πόσο παράξενο μυστικό θα αποδεικνυόταν και πόσο θα μετάνιωνα γι’ αυτό… Αλλά προτρέχω.

Έμενα ακόμη με τους δικούς μου, παρότι ήμουν φοιτήτρια. Δεν τρελαινόμουν κιόλας, πήγαινα στη σχολή με τη βαρεμάρα να χτυπάει ταβάνι. Με ό,τι είχα γράψει στις Πανελλαδικές, ήταν η τελευταία μου επιλογή, από όσες είχα δηλώσει. Όλα γύρω μου κινούνταν σαν σε ομίχλη, μια ρουτίνα που επαναλαμβανόταν χωρίς τελειωμό. Τα πηγαινέλα όλη την ώρα από ανθρώπους που γλιστρούσαν στα ίδια μέρη, τα απαράλλαχτα, ακατανόητα κατεβατά από τους ανιαρούς καθηγητές, οι παρέες που πορεύονταν συνέχεια σιωπηλές, καθώς όλοι ήταν αδιάφοροι και χωμένοι στα κινητά τους. Σαν να ήμουν δεμένη με αόρατα δεσμά, ακολουθούσα όλο αυτό το συρφετό, νιώθοντας ολοένα και πιο απρόθυμη, με την αίσθηση ότι άδικα έχανα τον χρόνο μου σε λάθος μέρος. Μην έχοντας ωστόσο προς το παρόν κάποια εναλλακτική, δεν αντιδρούσα. Ακόμα και η επικοινωνία με τον αδερφό μου από το τηλέφωνο, καθώς εκείνος έμενε χρόνια στο εξωτερικό, έμοιαζε ανούσια και ψεύτικη, οι ίδιες συμβατικές ερωτήσεις και τα ίδια μπαγιάτικα νέα, χωρίς κάποια ουσιαστική επαφή.

Κάτι τέτοιες στιγμές, χαίρομαι που συνάντησα την Αντωνία, έστω κι αν είναι μόνο φάντασμα, σκέφτηκα το βράδυ της ημέρας εκείνης. Γιατί αντίθετα με ό,τι ήξερα από ταινίες τρόμου και βιβλία υπερφυσικής λογοτεχνίας, η Αντωνία ήταν ένα πολύ λογικό και φιλικό φάντασμα. Ένα κανονικό στοιχειό, με διστακτική αλλά καθαρή φωνή και καλόγνωμο φέρσιμο, που αν δεν είχα δει το χέρι μου να διαπερνά το σώμα της, θα θεωρούσα ότι είναι ζωντανή, όπως εγώ.

Μετά το αρχικό σοκ των πρώτων συναντήσεών μας, αποκτήσαμε μια αμήχανα οικεία σχέση, σαν επιβάτες που συναντιούνται στο λεωφορείο και μοιράζονται αναπάντεχα προσωπικές ιστορίες στον λίγο χρόνο που βρίσκονται μαζί. Πότε στο δωμάτιό μου, πότε στο σαλόνι τις ώρες που οι γονείς μου βρίσκονταν αλλού, συναντιόμασταν ακαριαία με τον φασματικό ερχομό της. Περισσότερο ρωτούσα εγώ βέβαια, ενώ εκείνη δεν φαινόταν καθόλου περίεργη για μένα. Αυτό το έβρισκα κάπως παράξενο, αλλά ίσως ήταν χαρακτηριστικό των φαντασμάτων. Δεν είχα συναντήσει στο παρελθόν άλλα πνεύματα του είδους της, για να μπορώ να βγάλω συμπεράσματα.

Δεν της είχα φανερώσει ότι ήταν φάντασμα ωστόσο. Γιατί δεν το έκανα; Κατά βάθος, ίσως επειδή ήμουν ανάμεσα στη θρησκόληπτη μάνα μου και στον πραγματιστή πατέρα μου, δεν ήθελα να τρομάξω μια ψυχή, μια οντότητα πέρα από κάθε φθαρτό όριο, που ένιωθε ότι όλα ήταν μια χαρά. Γι’ αυτό και υποκρινόμουν ότι ήταν απόλυτα φυσιολογικό να βρίσκεται σε ένα ξένο σπίτι και να τη βλέπει μόνο το ένα μέλος της οικογένειας που ζούσε εκεί. Κάποια στιγμή ίσως το ανακινούσε μόνη της το θέμα και τότε θα ήμουν εκεί για να τη στηρίξω, όπως κάνει κανείς με μια φίλη σε δύσκολη θέση.

«Από πότε βρίσκεσαι εδώ;» τη ρώτησα, αργά το πρωί της τρίτης μέρας από τότε που την είχα πρωτοδεί. Στεκόμασταν στο χολ, καθώς μόλις είχα μπει στο σπίτι μετά από άλλη μια βαρετή μέρα παραδόσεων στη σχολή, όταν την είδα να στέκεται βουβή σαν σε χαιρετισμό, που δεν χρειάστηκε πολύ για να πιαστεί πάλι το γαϊτανάκι από τις κουβέντες μας.

«Έχει λίγο καιρό…» άκουσα τη σιγανή φωνή της «μα ώρες – ώρες, δεν ξέρω… μοιάζει σαν να ήμουν από πάντα εδώ». Τα μακριά της μαλλιά κάλυπταν σαν μυστηριακό πέπλο το χλωμό της πρόσωπο και χάνονταν μέσα στο σκουρόχρωμο ρούχο της.

Από ποια εποχή να είναι; Όχι από πολύ παλιά… αν κρίνω από τα ρούχα της, αναρωτήθηκα και έκανα μια ακόμα προσπάθεια να μάθω, διακριτικά, περισσότερα πράγματα για εκείνη.

«Αλήθεια, Αντωνία, τι δουλειά κάνεις;» τη ρώτησα, περιμένοντας πως θα απέφευγε ν’ απαντήσει, ίσως γιατί ως φάντασμα, δεν θα ήθελε να θυμάται την περασμένη της ζωή. Έμεινε ασάλευτη για μια στιγμή, με τα χέρια της να παίζουν με μια σκούπα. Εκτός από την πρώτη φορά, που δεν είχα προλάβει να δω τι ήταν αυτό που πήγε να με χτυπήσει, τις άλλες την έβλεπα πότε να κρατά κάποιο πανί, πότε έναν κουβά, πότε κάποιο σπρέι καθαριστικού. Δεν είχα δώσει όμως ιδιαίτερη σημασία. Τώρα μου έδειξε την σκούπα, με μια έκφραση σαν ν’ απορούσε που δεν το είχα καταλάβει νωρίτερα.

«Καθαρίζω σπίτια, βοηθάω σε μετακομίσεις. Έχω σύμβαση με ένα κτηματομεσιτικό γραφείο και μου λένε σε ποια σπίτια να πάω… παλιά, καινούρια, δεν ρωτάω, δεν έχω απαιτήσεις. Καθαρίζω, βάζω πράγματα σε κιβώτια, ό,τι χρειάζεται να αδειάσει ένα σπίτι, ή απλώς να καθαριστεί» κατέληξε, κοιτώντας μελαγχολικά το άπειρο. Κάποια στιγμή έστρεψε το πρόσωπό της προς το μέρος μου, σαν να ήθελε για πρώτη φορά κι εκείνη κάτι να με ρωτήσει, αλλά μετά άλλαξε γνώμη. «Τι σημασία έχει;» μουρμούρισε κουνώντας το κεφάλι της κι απλώς μου χαμογέλασε μελαγχολικά. Εκείνη τη στιγμή, σκέφτηκα να επιμείνω περισσότερο από τις άλλες φορές και να το πάω όσο μπορούσα μέχρι το τέρμα. Την έβλεπα άλλωστε, που ετοιμαζόταν πάλι να χαθεί στις σκιές κι η περιέργειά μου δεν είχε ικανοποιηθεί τελείως.

«Από πού είσαι; Μένεις κάπου εδώ κοντά;» τη ρώτησα πλησιάζοντάς την τόσο, ώστε να μην τρομάξει. Την έβλεπα που απέφευγε να είναι πολύ κοντά μου, ίσως γιατί ενδόμυχα της θύμιζα πως κάτι δεν πήγαινε καλά με εκείνη. Ακόμα θυμόμουν το χέρι μου, που χανόταν καθώς περνούσε από μέσα της. Την άμοιρη, σκέφτηκα με συμπόνια.

«Δεν είμαι από ‘δω. Κατάγομαι από τις Σέρρες, αλλά τα τελευταία χρόνια ζω εδώ, στην άλλη άκρη της πόλης». Σαν να πήρε κι εκείνη θάρρος, συνέχισε χωρίς να την πιέσω.

«Έρχομαι με το λεωφορείο. Ζορίζομαι κάπως με το στριμωξίδι, αλλά δεν με πειράζει. Δυσκολευόμουν να βρω δουλειά τον τελευταίο καιρό. Πάω όπου μου ζητήσουν από το γραφείο, δουλειά πολλή, αλλά δεν με πειράζει, αντέχω». Πότε με κοίταζε και πότε γύριζε το βλέμμα της αλλού, με τα χέρια να πασπατεύουν αμήχανα την σκούπα που κρατούσε.

«Εσύ…» πήγε να μου πει τότε το φάντασμα της Αντωνίας, δεν απόσωσε όμως την κουβέντα της. Ακούγοντας κάτι που μόνο εκείνη μπορούσε, έστρεψε απότομα το κεφάλι της, κάπου πέρα, προς τον διάδρομο. «Ναι, έρχομαι, ένα λεπτό» φώναξε στον αέρα και πριν το καταλάβω, είχε χαθεί γι’ άλλη μια φορά. Δεν ανησυχούσα ωστόσο. Ήξερα ότι ήταν συνεπής στο πρωινό ραντεβού της και παρότι δεν είχα μάθει και πολλά, η αρχή είχε γίνει.

Κατευθύνθηκα προς την κουζίνα, όπου η μάνα μου καταγινόταν με κάποιο φαγητό στον φούρνο, μουσακάς μάλλον, αν έκρινα από τις αραδιασμένες μελιτζάνες στην πιατέλα. Ήμουν έτοιμη να της φανερώσω τελικά την ύπαρξη του φαντάσματος, αλλά εκείνη βρίσκοντας πρόθυμο ακροατή, άρχισε πάλι προς μεγάλη μου απογοήτευση, να αραδιάζει ένα κατεβατό με φανταστικά προβλήματα από πλασματικούς χαρακτήρες της τηλεόρασης. Στριφογύρισα απηυδισμένη το βλέμμα μου και αυτή τη φορά, έδωσα υπόσχεση στον εαυτό μου να βρω το συντομότερο κάποια δουλειά κι ένα διαμέρισμα, προκειμένου να μην υφίσταμαι άλλο αυτή την σουρεαλιστική ατμόσφαιρα του πατρικού. Όσο πήγαινε, οι γονείς μου αποτρελαίνονταν κι εγώ ήμουν πια μεγάλη για να ανέχομαι τα χούγια τους. Αν δεν αποστρεφόμουν τόσο πολύ την ιδέα να βρίσκομαι σε μια ξένη χώρα, μιλώντας μια ξένη γλώσσα, δεν το είχα τίποτα να ακολουθήσω τον αδερφό μου, όλο και κάποια θέση θα μπορούσε να μου βρει, να εργαστώ κοντά του. Ή έστω να συνέχιζα τις σπουδές μου εκεί, όσο βαρετές κι αν φάνταζαν, ακόμα και ειπωμένες σε μια άλλη γλώσσα.

Έφαγα στο πόδι ένα τοστ και βιάστηκα να αποσυρθώ, προσπερνώντας γι’ άλλη μια φορά τον οχυρωμένο πίσω από την εφημερίδα του πατέρα μου, ο οποίος στην καλημέρα μου, περιορίστηκε σε ένα απροσδιόριστο μουγκρητό σαν απάντηση. Έλεος ρε μπαμπά, τόσο σημαντικά είναι τα πολιτικά που διαβάζεις συνέχεια; Κοντεύω να ξεχάσω πώς είναι η φάτσα σου έτσι που κρύβεσαι μονίμως πίσω από την ίδια εφημερίδα, ξεφύσησα νοερά.

Λίγο – λίγο τις επόμενες μέρες, οι προσπάθειές μου να μάθω περισσότερα για το φάντασμα καρποφόρησαν. Παρότι οι συναντήσεις μας παράλλαζαν σε διάρκεια και ώρα που εμφανιζόταν ή στον χώρο που την συναντούσα, το φάντασμα της Αντωνίας γινόταν πιο ξεκάθαρο στην ιστορία του.  Ακόμα κι αν κάποιες φορές διακοπτόταν ξαφνικά, από τα φασματικά καλέσματα που την έκαμναν να πετάγεται, φωνάζοντας κάποια απάντηση στο πουθενά και να εξαφανίζεται, μας έμενε χρόνος για να μπορεί εκείνη να ανοιχτεί σε περισσότερες κουβέντες. Με το καλόπιασμά μου, έμαθα πως η Αντωνία πριν πέντε χρόνια, είχε προσληφθεί στο νοσοκομείο της πόλης, με σύμβαση. Η πανδημία που κυριάρχησε τότε, την είχε φτάσει στα όριά της, όπως όλους. Έφτασε να μου διηγείται για την εποχή εκείνη τις μάσκες, τις ολόσωμες φόρμες, τα γάντια και τη διαστημική διάσταση που είχε πάρει η δουλειά της, όπου αισθανόταν «Σαν να προσγειωνόμουν στη Σελήνη με όλα τα φώτα αναμμένα, αν μπορείς να καταλάβεις» όπως μου έλεγε σε μια σπάνια στιγμή, γεμάτη δέος από μέρους της. Μέχρι που η κρίση ξεπεράστηκε και με τη λήξη της σύμβασής της, έμεινε στον δρόμο.

Ζούσε μόνη της όπως έλεγε, χωρίς κανέναν στον κόσμο κι ένιωθε για κάποιον ανεξήγητο λόγο, σχεδόν αόρατη από τους άλλους. «Ίσως φταίει η δουλειά μου» δικαιολογήθηκε, προσπαθώντας να βρει μια λογική αιτία. «Κανένας δεν προσέχει τις καθαρίστριες, ακόμα λιγότερο αυτές που είναι για λίγο καιρό κάπου».

Μπορεί σε άλλη περίπτωση να είχε δίκιο σ’ αυτό που έλεγε, αλλά εγώ ήξερα την αλήθεια. Καθώς μέρα με τη μέρα οι συναντήσεις μας συνεχίζονταν, άρχισα να αναρωτιέμαι τι είχε συμβεί και η Αντωνία από μια γυναίκα με το όποιο μέλλον που είχε, κατέληξε μια σκιώδης μορφή από το υπερπέραν. Κάποιο ατύχημα στον δρόμο ή στη δουλειά; Κάποια ασθένεια; Ή ίσως κάτι χειρότερο, κάποιο δολοφονικό χέρι; Η ζοφερή σκέψη γλίστρησε σαν φίδι και μ’ έκανε να νιώσω μια παγωνιά για τη μοίρα της καημένης της γυναίκας. 

Πώς μπορείς να βρεις με ποιο τρόπο έχει “φύγει” κάποιο φάντασμα; Όχι ότι δεν έψαξα στο ίντερνετ γι’ αυτό, αλλά τίποτα δεν μου έβγαζε, παρά μόνο κάτι άσχετα αποτελέσματα, που θυμόμουν από ευρήματα που είχα ψάξει στο παρελθόν. Αλλά θα την έβρισκα την άκρη. Ήδη είχα κάποια ιδέα με το νοσοκομείο και την πανδημία. Μήπως έπεσε στο καθήκον, θύμα κι αυτή της αρρώστιας που είχε κυριεύσει τον πλανήτη ολόκληρο; Θα το έψαχνα περισσότερο λοιπόν, σ’ αυτή την κατεύθυνση.

Το μόνο που με στεναχωρούσε ήταν ότι όπως το έβλεπα, δεν μπορούσα να την αφήσω άλλο να μένει στον ονειρικό της κόσμο. Έπρεπε με κάποιον τρόπο, όσο το δυνατόν πιο ανώδυνα, να την προσγειώσω στην πραγματικότητα. Ή πιο ακριβέστερα, να την φέρω από τον άλλο κόσμο για λίγο, ώστε να μπορέσει να επιστρέψει εκεί γαληνεμένη.

Τι κρίμα, γιατί ομολογώ ότι τη συμπάθησα πολύ, σκεφτόμουν λυπημένη.

Όταν την άφηνα ελεύθερη, χωρίς να προσπαθώ να της εκμαιεύσω πληροφορίες με δήθεν ανέμελο τρόπο, μου διηγούνταν περιστατικά της καθημερινότητάς της στο νοσοκομείο, πριν τα πράγματα πάρουν την θανάσιμη χροιά της πανδημίας. Απορούσα με το κουράγιο της, να δουλεύει σε εκείνη τη ζοφερή ατμόσφαιρα, μια που τα νοσοκομεία για μένα ποτέ δεν ήταν το φόρτε μου και της το είχα πει κιόλας. Η αποστροφή στην ατμόσφαιρα φαρμάκων και συσκευών που αναβόσβηναν πάνω από κάποιο ασάλευτο σώμα, ήταν οικογενειακό μας. Θυμόμουν τόσο τη μάνα μου, όσο και τον πατέρα μου, να εξαντλούν όλες τις εναλλακτικές πριν αναγκαστεί κάποιος από τους τρεις μας να νοσηλευτεί. Η μάνα μου εναπόθετε τις ελπίδες της στις προσευχές και τις νηστείες και ο πατέρας μου απλώς φοβόταν παθολογικά τις σύριγγες, όπως κι εγώ. Έτσι, το να πηγαίνει κάποιος οικειοθελώς, έστω και με πληρωμή, σ’ αυτό το μέρος καθημερινά, χωρίς να υπάρχει κάποιος λόγος υγείας, μας φαινόταν εξωπραγματικό γεγονός.

Κι αν δεν της πω ποτέ ότι είναι φάντασμα, τι πειράζει; Η μάνα μου σημασία δεν δίνει, έτσι που είναι μαντρωμένη στην κουζίνα και στις σαπουνόπερές της, χώρια τις ώρες που λείπει στην εκκλησία. Ο μπαμπάς πάλι, σεισμός να γίνεται και δεινόσαυροι να περπατούν δίπλα του, χαμπάρι δεν παίρνει, προκειμένου να διαβάζει την εφημερίδα του. Όταν δεν ξημεροβραδιάζεται στο καφενείο με τους φίλους του.

Ήξερα ωστόσο, ότι αυτό δεν ήταν σωστό. Κυρίως για την ίδια την Αντωνία. Γιατί φαινόταν ότι υπέφερε για κάτι, αφού κάθε φορά που την έβλεπα είχε εκείνη τη μελαγχολική, παραιτημένη έκφραση καθώς ανίχνευε το πρόσωπό μου, σαν να έψαχνε να βρει πάνω μου την απάντηση στα ερωτήματα που τη βασάνιζαν.

Ίσως αναρωτιέται γιατί την βλέπω εγώ, άλλωστε ήταν το πρώτο πράγμα που είχε ξεστομίσει την μέρα που συναντηθήκαμε τόσο επεισοδιακά, σκεφτόμουν προσπαθώντας να βρω έναν τρόπο να την απελευθερώσω από τα φασματικά δεσμά της. Αλλά ταυτόχρονα, πάσχιζα να βρω έναν τρόπο να τη κρατήσω κοντά μου. Δεν ήθελα να το ομολογήσω ούτε στον εαυτό μου, ήταν όμως η μοναδική φορά που ένιωσα μετά από πολύ καιρό, πως είχα βρει μια αληθινή φίλη. Πόσο σωστή φίλη ήμουν εγώ αν την κρατούσα, χωρίς να το ξέρει, σε έναν βασανισμένο τόπο, μόνο και μόνο για να διασκεδάζω τη μοναξιά μου;

Κι έτσι έφτασε εκείνη η μέρα, η τελευταία της εβδομάδας, εκείνο το Κυριακάτικο πρωινό, που ενώ ξεκίνησε όπως όλες οι άλλες φορές που συναντιόμασταν, κατέληξε ολότελα διαφορετικό.

Λίγο μετά τον ξαφνικό ερχομό της, το φάντασμα της Αντωνίας, όρθιο στη μέση του σαλονιού, αφού κοίταξε αριστερά και δεξιά της στράφηκε και μου είπε με πιο λυπημένη έκφραση από ότι άλλες φορές «νομίζω ότι είναι η τελευταία φορά που βλεπόμαστε».

Όλα τα σχέδια και τα βήματα που είχα οραματιστεί για να την καταφέρω να φτάσει στον πυρήνα του προβλήματος, αυτομάτως εξαερώθηκαν. «Τι εννοείς, η τελευταία;» ψέλλισα μπερδεμένη. Μήπως το κατάλαβε τελικά ότι είναι φάντασμα; σκέφτηκα φευγαλέα.

«Η σύμβασή μου εδώ τελείωσε. Σήμερα είναι η τελευταία μου μέρα στη δουλειά, όλα τα πράγματα συσκευάστηκαν και τα δωμάτια καθαρίστηκαν. Δεν πρόκειται να ξανάρθω σ’ αυτό το σπίτι». Για μια στιγμή ένιωσα απογοήτευση. Όχι, δεν είχε καταλάβει τίποτα, παρά συνέχιζε να βρίσκεται στον κόσμο της. Δηλαδή τώρα, στ’ αλήθεια πιστεύει ότι είναι ζωντανή και ότι πηγαίνει πραγματικά από το σπίτι που λέει ότι μένει, μέχρι εδώ και εργάζεται; σκεφτόμουν, ενώ η δυσπιστία μου θέριευε περισσότερο. Όταν μου είχε πει από μόνη της, πως είχε βρεθεί στο σπίτι αυτό – στο σπίτι μου, ήθελα να της πω, αλλά φοβήθηκα μήπως την βγάλω από την στοιχειωμένη πλάνη της – για να το καθαρίσει και να συσκευάσει τα πράγματα για μετακόμιση, είχα κρύψει τον καγχασμό μου με έναν ξερόβηχα. Ήθελα να τη ρωτήσω ποιος είχε ζητήσει αυτή την… “μετακόμιση”, ερήμην της οικογένειάς μου, τη στιγμή που μέναμε κανονικά όλοι εδώ. Αν είναι δυνατόν δηλαδή! Αλλά είχα σωπάσει, για να μην πατήσω στο ναρκοθετημένο έδαφος της εύθραυστης λογικής του φαντάσματος.

Κοίταξα τώρα το λεπτό, χλωμό πρόσωπο με τα μακριά μαλλιά, που έγερναν αποθαρρημένα, σαν δυο σπασμένα φτερά και τα σκούρα, θλιμμένα μάτια που με κοίταζαν με αμηχανία. Πλέον η λογική αυτή γινόταν δαμόκλειος σπάθη που έγερνε θανάσιμη πάνω της. Αν δεν της πω την αλήθεια, θα συνεχίσει να ζει αυτή την αυταπάτη και βλέπω ότι πλέον υποφέρει, μαραζώνει λεπτό με λεπτό μπροστά στα μάτια μου.

Τότε πήρα την απόφασή μου. «Αντωνία…» της είπα με μαλακό τρόπο «νομίζω ότι πρέπει να μάθεις κάτι. Δίσταζα να στο πω πριν, γιατί παρότι γνωριζόμαστε λίγες μέρες μονάχα, μου άρεσε η παρέα σου».

Εκείνη χαμογέλασε λοξά και είπε «Παραδέχομαι, όσο παράξενο κι αν μου φαίνεται, πως το ίδιο αισθανόμουν κι εγώ».

«Πρέπει όμως να σου πω την αλήθεια» είπα σοβαρεύοντας. «Δεν ξέρω πώς έγινε, αλλά ενώ πιστεύεις ότι έχεις μια δουλειά, ένα σπίτι και μια ζωή, στην πραγματικότητα…» δαγκώθηκα. Πώς στην ευχή να της πω ότι είναι φάντασμα;

«Στην πραγματικότητα, τι;» με ρώτησε παραξενεμένο το φάντασμά της.

Έσκυψα το κεφάλι μου πελαγωμένη για μια στιγμή. «Θυμάσαι την πρώτη φορά που συναντηθήκαμε;» τη ρώτησα, προσπαθώντας μια νέα προσέγγιση, λιγότερο τραυματική. Εκείνη έγνεψε θετικά, περιμένοντας τη συνέχεια. «Μου είχες πει μια κουβέντα, που δεν ξέρω αν σου έχει μείνει στη μνήμη, στη δική μου πάντως έμεινε» της είπα «με ρώτησες αν σε βλέπω» κατέληξα με ερωτηματικό ύφος.

«Ρώτησα, γιατί όντως δεν ήξερα αν με βλέπεις» είπε εκείνη χωρίς να καταλαβαίνει.

«Κανείς δεν σε βλέπει, Αντωνία, γιατί δεν υπάρχεις, αυτό είναι όλο» της είπα θλιμμένα, καθώς προετοίμαζα τον εαυτό μου για την κρίση που θα ακολουθούσε.

«Τι πράγμα; Τι εννοείς δεν υπάρχω;  Αυτό θα ίσχυε για…» πήγε να πει, αλλά την έκοψα, για να τελειώνει αυτό το βάσανο. Δεν άντεχα άλλο αυτό το παράλογο πλέγμα προστατευτικότητας που είχα στήσει πάνω μας και το τράβηξα με μια αποφασιστική κίνηση, σαν τσιρότο από πληγή.

«Είσαι φάντασμα, Αντωνία» είπα ήσυχα και τότε εκείνη απέμεινε ασάλευτη, για ελάχιστα δευτερόλεπτα, μέχρι να συνειδητοποιήσει τα λόγια μου. Τα χείλη της σχημάτισαν άηχα τη λέξη φάντασμα, που αιωρήθηκε για λίγο, μοιάζοντας με ένα λαμπερό, αέρινο πλάσμα μέσα στο μισοσκότεινο σαλόνι.

Και μετά άρχισε να γελάει. Με ένα αλλόκοτο γέλιο που έμοιαζε περισσότερο με καγχασμό. Όχι ακριβώς ό,τι θα περίμενα από κάποιο φάντασμα σε κατάσταση σοκ. Αλλά παθαίνουν σοκ τα φαντάσματα; αναρωτήθηκα ολότελα συγχυσμένη πλέον.

«Εγώ, φάντασμα;» μου είπε. «Εγώ;» τόνισε δείχνοντας τον εαυτό της με το χέρι της. Μουρμούρισε κάτι που δεν μπόρεσα να κατανοήσω και μετά με κοίταξε. «Όλες αυτές τις μέρες που γνωριζόμαστε, νομίζεις ότι συναντηθήκαμε εδώ για πρώτη φορά. Αλλά δεν έγινε έτσι. Σε έχω δει παλιότερα. Τότε που είχες έρθει μαζί με τους γονείς σου».

Παραξενεμένη στράφηκα προς το μέρος της. «Τι λες τώρα; Πού με είδες;».

Τότε την είδα να με πλησιάζει, χωρίς να φοβάται όπως άλλες φορές.

«Ποιο είναι το τελευταίο πράγμα που θυμάσαι;» μου είπε με τεταμένη έκφραση η Αντωνία.  Μια δυσάρεστη αίσθηση άρχισε σιγά – σιγά να αναδύεται μέσα μου στο άκουσμα των λόγων της, σαν κάποιος να ανακάτευε το βυθό μιας λίμνης, θολώνοντάς την με βρώμικη λάσπη.

«Το τελευταίο… τι;» ψέλλισα. Το φως στο δωμάτιο άρχισε να λιγοστεύει, με έναν παράξενο τρόπο, σαν να στράγγιζαν τα πάντα. Σαν να ξεθύμαιναν τα χρώματα και να ξεθώριαζαν τα σχήματα παντού τριγύρω. Τι παράξενο, σκέφτηκα ξεψυχισμένα, μήπως μου έρχεται λιποθυμία; Αλλά δεν νιώθω ζάλη, το δωμάτιο… είναι σαν να αδειάζει από όλα μέσα του. Το βλέμμα μου πλανήθηκε γύρω, με έναν αυξανόμενο τρόμο, καθώς σαν από κάποιο εφέ ταινίας, το φορτωμένο σκρίνιο στο σαλόνι, τα πλουμιστά χαλιά, τα μπιμπελό που έλαμπαν πάνω στα τραπεζάκια, ως κι ο ολόλαμπρος κρυστάλλινος πολυέλαιος, το καμάρι της μάνας μου, άρχισαν να σβήνουν, να χάνονται, μέχρι που απέμεινε μόνο ένας άδειος χώρος με τοίχους σε ένα μουντό, λευκό χρώμα. Και πού είναι οι γονείς μου; γλίστρησε η γεμάτη τρόμο σκέψη μου, γιατί ξαφνικά δεν θυμόμουν να τους είχα δει να φεύγουν για κάπου, ούτε τους άκουγα μέσα στο σπίτι.

Τότε άκουσα τη φωνή της Αντωνίας, σαν απόηχο από κάποια ορδή τρομερών πλασμάτων, που όλο και πλησίαζαν δυσοίωνα και ανελέητα.

«Ποιο είναι το τελευταίο πράγμα που θυμάσαι πριν πεθάνεις;».

Πριν πεθάνεις.

«Το έχουμε οικογενειακό μας» της είχα πει, μια από αυτές τις φορές που συναντιόμασταν, «να αποστρεφόμαστε τα νοσοκομεία». Και τι παράξενο, τώρα που στο μυαλό μου ερχόταν κάτι θραύσματα εικόνων, μοιάζοντας με πεταμένες φωτογραφίες πάνω στο δάπεδο που αντηχούσε σε κάθε βήμα μου, σαν να θρηνούσε.

Η πανδημία μας είχε κυριεύσει. Πρώτα τον πατέρα, μετά εμένα και τελευταία τη μάνα μου. Έβλεπα που σερνόμασταν ο ένας δίπλα στον άλλον, προσπαθώντας να κρατηθούμε από κάπου, βήχοντας και με τον πυρετό να μας σέρνει στον χορό των παραληρημάτων. Ωστόσο μέναμε εκεί, ταμπουρωμένοι μακριά από όλους, αρνούμενοι να σκεφτούμε, έστω να καλέσουμε ασθενοφόρο. Στον αδερφό μου λέγαμε ψέματα, μια που δεν μπορούσε έτσι κι αλλιώς να έρθει να κάνει κάτι. Παλεύαμε μόνοι μας με αντιπυρετικά και γιατροσόφια της δεκάρας. Και με τις προσευχές και τα λιβανίσματα της μάνας μου. Μέχρι που εκείνη κατέρρευσε τελείως. Κι εγώ με τον πατέρα την πήραμε και συρθήκαμε σαν τους ζωντανούς νεκρούς στο αυτοκίνητό μας. Ο πατέρας άντεχε ακόμα, κατάφερε να μας φτάσει στα εξωτερικά ιατρεία.

Ύστερα, ελάχιστες μόνο εικόνες. Και φώτα. Και σκοτάδι. Φορεία σκεπασμένα. Μισά λόγια. «Η γυναίκα πέθανε στην είσοδο. Ο άντρας είναι στα τελευταία του. Η κοπέλα ίσως…».

Κοίταξα την Αντωνία. Το θλιμμένο βλέμμα της, δεν ήταν γιατί όπως νόμιζα, βασανιζόταν από τη ζωή της που είχε, αλλά εξαιτίας μου.

«Ο αδερφός σου ήταν, που παρήγγειλε από το γραφείο να κλείσει το σπίτι» άκουσα σαν σε εφιαλτικό όνειρο, τη γεμάτη συμπόνια φωνή της Αντωνίας. «Θυμόμουν το επίθετό σας, είχε γίνει ντόρος σ’ όλο το νοσοκομείο όταν είχατε έρθει, το χέρι σου άρπαξε το δικό μου πριν καταλάβω τι γινόταν. Σε θυμόμουν, γιατί χρειάστηκε να κάνω πολλά τεστ για να σιγουρευτούν ότι δεν είχα κι εγώ κολλήσει τον ιό. Κι όταν μου είπαν το όνομα και τη διεύθυνση του σπιτιού, πίστεψα στην αρχή πως ήταν σύμπτωση. Μέχρι που σε είδα».

Eκείνη τη στιγμή που με κοίταξε, θυμήθηκα το πρόσωπό της.

Ήταν το τελευταίο πράγμα που είχα δει πριν να χαθώ. Το πρόσωπο μιας καθαρίστριας, την ώρα που έβγαινε για την καθημερινή απολύμανση των χώρων του νοσοκομείου. Λίγο πριν βγει εκείνη, λίγο πριν μπω εγώ. Για μένα θλιβόταν η Αντωνία και γι’ αυτό κι είχε τρομάξει τόσο όταν με πρωτοείδε. Επειδή με αναγνώρισε.

Τότε ξαφνικά κατάλαβα τα πάντα. Και, πράγμα παράξενο, όλος ο φόβος μου, όλη αυτή η αβάσταχτη θολούρα που με τύλιγε όλο αυτόν τον καιρό, απλώς εξατμίστηκε. Καθώς μου χαμογελούσε τώρα η Αντωνία με τα μάτια δακρυσμένα, σχηματίζοντας μόνο με τα χείλη της τις λέξεις, να ‘σαι καλά όπου κι αν πας, την έβλεπα να μικραίνει καθώς το σώμα μου, η διάφανη, φασματική μου υπόσταση αναδυόταν από το κενό, μισοσκότεινο δωμάτιο.

Κι ένιωσα σαν να ζωντάνευα ξανά, για μια στιγμή και χαμογέλασα φωνάζοντάς της σαν σε αποχαιρετισμό, μα ακούστηκε μόνο σαν ψίθυρος, όπως το ξαφνικό φύσημα από το αεράκι που σείει τις κουρτίνες σ’ ανοιχτό παράθυρο.

«Να είσαι καλά κι εσύ, έχε γεια, Αντωνία!».

Κι όπως αιωρούμουν πάνω από τις γκρίζες στέγες, πάνω από την καμπύλη των νεφών, μεταξύ μέρας και νύχτας, ανάμεσα στον ήλιο και τ’ αστέρια, σπάζοντας ένα – ένα τα λεπτά δεσμά που φωσφόριζαν σαν ασημένιες κλωστές από μετάξι στο πρόσκαιρο σκοτάδι, γέλασα με τον εαυτό μου. Ένιωθα ανάλαφρη ξαφνικά, γεμάτη με μια παράλογη αισιοδοξία, προσμένοντας πράγματα θαυμαστά, πέρα από την φθαρτή ως τότε και περιορισμένη αντίληψή μου, εξαιτίας της αυταπάτης μου.

Πόσο λάθεψα, γλίστρησε η στερνή μου σκέψη, μέσα σε γέλια που σκόρπιζαν σαν αστερόσκονη σ’ όλο το αχανές σύμπαν.

Τελικά το φάντασμα ήμουν εγώ!  

The Two Godmothers

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading