Η Μελίνα γνώρισε τον Άρη στο νοσοκομείο όπου εργαζόταν ως νοσηλεύτρια. Είχε φέρει τη μητέρα του για μία γυναικολογική επέμβαση ρουτίνας. Τον ερωτεύτηκε σφόδρα. Διέθετε το τρίπτυχο tall, dark and handsome, καθώς και πλείστα άλλα χαρίσματα, όπως ευγενικούς τρόπους, φινέτσα και ένα βλέμμα που μαγνήτιζε. Παρ’ ότι ντροπαλή και οπαδός της θεωρίας ότι ο άντρας κάνει το πρώτο βήμα, επιστράτευσε όλο της το θάρρος να του ζητήσει ένα ‘χαλαρό’ ραντεβού. Η φράση – κλειδί που έκανε τον Άρη να ενδώσει ήταν ‘χαλαρό ραντεβού’, καθώς η Μελίνα ως γυναίκα δεν ήταν του γούστου του. Επιπλέον, εκ πρώτης όψεως δεν πληρούσε ούτε κατά διάνοια τις προδιαγραφές που είχε θέσει ο ίδιος για τη γυναίκα που θα μπορούσε να τον συγκινήσει για μία σοβαρή σχέση. Βέβαια, η στολή της νοσοκόμας είχε εγείρει τη φαντασία του, τις ερωτικές του φαντασιώσεις για την ακρίβεια, οπότε δέχτηκε να βγουν.

Στο πρώτο αυτό ραντεβού η Μελίνα ήταν αγνώριστη. Καθώς ήταν μικροκαμωμένη, οι στιλάτες δεκάποντες γόβες της τής χάριζαν ύψος και αναδείκνυαν τις καλλίγραμμες γάμπες της. Το προσεγμένο της μακιγιάζ τόνιζε τα μεγάλα αμυγδαλωτά της μάτια και έκανε το babyface πρόσωπό της να αποκτά μια έκφραση πιο γυναικεία, όπως και τα κατάξανθα χυτά μαλλιά της. Το κομψό, κοντό, μαύρο φόρεμά της ήταν τόσο – όσο για να αναδείξει τις πολύ καλές αναλογίες του κορμιού της, χωρίς ωστόσο να είναι προκλητικό. Ο Άρης δεν φειδωλεύτηκε τα φιλόφρονα σχόλια και ομολογουμένως εντυπωσιάστηκε από αυτή τη μεταμόρφωση. Η βραδιά κύλησε όμορφα αλλά στο τέλος της ο Άρης… έσκασε τη βόμβα.

«Κοίταξε Μελίνα, είσαι πολύ συμπαθητικό κορίτσι και πέρασα πολύ καλά απόψε. Μπορούμε να το επαναλάβουμε αν θέλεις, αλλά θα είμαι απολύτως ειλικρινής. Δεν ενδιαφέρομαι για σοβαρή σχέση μαζί σου. Αν θέλεις να βγαίνουμε στο χαλαρό, πολύ ευχαρίστως αλλά μέχρι εκεί. Σκέψου το και αν σε ενδιαφέρει χτύπα τηλέφωνο».

Η Μελίνα έμεινε στήλη άλατος. Της άρεσαν οι ντόμπροι άντρες, αλλά αυτός παραήταν ωμός, κυνικός θα έλεγε.

«Εντάξει, κανένα πρόβλημα», απάντησε αμέσως χωρίς δισταγμό. Στον έρωτα με την πρώτη ματιά δε χωρούσε δεύτερη σκέψη.

Με τον καιρό τα χαλαρά ραντεβού εξελίχτηκαν σε χαλαρό δεσμό, επ’ ουδενί λόγω όμως σε σοβαρή σχέση με προοπτικές. Ο Άρης είχε μία θεωρία και μία στοχοπροσήλωση, που ανέπτυξε από τη δεύτερη κιόλας συνάντησή του με την Μελίνα. Έψαχνε το 100%. Την τέλεια γυναίκα. Αυτή που τα διέθετε όλα. Νιάτα, ομορφιά, μόρφωση, επαγγελματική και κοινωνική καταξίωση και φυσικά μεγάλη οικονομική άνεση. Η μεγαλομανία του δεν του επέτρεπε να κάνει καμία απολύτως έκπτωση. Ο ίδιος δεν είχε κλείσει καν τα τριάντα. Σαν άντρας είχε άπλετο χρόνο μπροστά του να τη βρει. Μέχρι τότε, σαν άντρας που ήταν πάλι – και μάλιστα άντρας που μετρούσε – δεν θα έδιωχνε τις ευκαιρίες για ανούσιες, περιστασιακές καταστάσεις. Της εξήγησε ότι για τα δικά του στάνταρ αυτή βρισκόταν στο 75%, ουδεμία πιθανότητα είχε λοιπόν.

«Και μη νομίζεις Μελίνα ότι θα με τυλίξεις με καμιά εγκυμοσύνη ή ότι θα ξυπνήσω μία ωραία πρωία φουλ ερωτευμένος και δε θα μπορώ να ζήσω μακριά σου. Δε ζούμε σε καμιά ελληνική ταινία», της ξεκαθάρισε. «Σου μιλάω σπαθί για να μην έχουμε παρεξηγήσεις», συνέχισε κοφτά και ανάλγητα.

Η ‘ξεκαθαρισμένη’ αυτή σχέση δεν κράτησε ούτε ένα, ούτε δύο, αλλά δέκα ολόκληρα χρόνια. Τόση ήταν η εξάρτηση, η εμμονή σχεδόν που είχε μαζί του αυτό το γλυκό και καλοπροαίρετο πλάσμα. Γιατί όλοι είχαν να το λένε ότι η Μελίνα ήταν παιδί διαμάντι. Τυχερός όποιος θα άνοιγε σπίτι μαζί της. Πρώτον, ήταν έντιμη κοπέλα και καλός άνθρωπος, ευγενική και καλλιεργημένη. Δεύτερον, δεν ήταν καμιά τυχαία. Ήταν δημόσιος υπάλληλος με σταθερό μισθό, είχε ιδιόκτητο τριάρι και δικό της αυτοκίνητο. Επιπλέον ήταν και η πρώτη νοικοκυρά, με τα φαγητά της, τα γλυκά της, την καθαριότητά της. Σωστό κελεπούρι για ένα φυσιολογικό άντρα. Όχι μόνο έφτανε το 100%, αλλά το ξεπερνούσε. Αλλά αυτή εκεί, ήταν κολλημένη σε μία αρρωστημένη σχέση, με έναν άντρα που την έβλεπε ως ένα 75%.

Εν τω μεταξύ, η σχέση αυτή ήταν και αρκετά ιδιόρρυθμη, διότι σπανίως κυκλοφορούσαν μαζί και είχαν τελείως διαφορετικές παρέες. Μία φορά που του ζήτησε να την πάρει μαζί του σε μία έξοδο με φίλους, την απαξίωσε εντελώς.

«Και πώς να σε συστήσω ρε Μελίνα; Από ‘δω η νοσοκόμα; Να πω ότι ήσουν τουλάχιστον μία ειδικευόμενη γιατρός (άρα μικρή σε ηλικία), με πατέρα κλινικάρχη, μεζονέτα στην Εκάλη και να ‘σουν και γυναικάρα 1.75 (είχε κόλλημα με τον αριθμό 75 πάντως), να σε πάρω. Τώρα πώς να σε παρουσιάσω στον κύκλο αυτό; Με τι προσόντα;», ρωτούσε απορημένος ο Άρης. Ο Άρης δεν έκανε χιούμορ, εννοούσε κάθε λέξη. Η Μελίνα υπέμεινε την μείωση και την ταπείνωση διότι ‘της είχε κάνει εξήγηση από την πρώτη μέρα’.

Κατά τ’ άλλα η καθημερινότητα κυλούσε με τη ρουτίνα ενός νορμάλ ζευγαριού. Δεν συζούσαν, αλλά εκεί έτρωγε και έπινε τις περισσότερες μέρες.

«Έλα καλέ μου. Το μεσημέρι σε περιμένω. Έχω ρεπό σήμερα. Έχω φτιάξει παστίτσιο και γαλακτομπούρεκο, τα αγαπημένα σου. Α, και αν προλάβεις, πέρνα απ’ το σπίτι σου να μου φέρεις τα άπλυτα. Αυτά που μου ‘φερες προχθές είναι πλυμένα και σιδερωμένα. Σε φιλώ», του είπε γλυκά και τρυφερά σ’ ένα συνηθισμένο τηλεφώνημά της.

«Καλά θα περάσω. Και τα σιρόπια φύλαξέ τα για το γαλακτομπούρεκο», απάντησε τυπικά και κάπως εκνευρισμένα ο Άρης, καθώς δεν του άρεσαν τα γλυκόλογα.

Τα πρώτα χρόνια η Μελίνα ήταν τόσο ερωτευμένη και δοσμένη στον άντρα αυτό, που ήλπιζε ότι κι αυτός με τον καιρό βλέποντας την αγάπη και αφοσίωσή της θα μαλάκωνε και θα κοίταζε την ουσία της ζωής και όχι το περιτύλιγμά της. Προσδοκούσε επίσης ότι θα της έβαζε και κανένα βαθμό παραπάνω και θα ξεκολλούσε από το 75%. Μάταια. Ο Άρης ήταν αμετακίνητος στις απόψεις του. Βέβαια, αυτή η κατάσταση με τη Μελίνα τον βόλευε. Χωρίς κόπο είχε σπιτικό φαγητό, καθαρά ρούχα και μία γυναίκα πρόθυμη να του κάνει όλα του τα γούστα. Συχνά πυκνά σε αυτό το διάστημα των δέκα ετών, που ο Άρης ήταν παράλληλα στο ψάξιμο της τέλειας γυναίκας, υπήρχαν περίοδοι που ήταν εξαφανισμένος. Μόλις όμως βαριόταν ή δεν του καθόταν η φάση, γύριζε στη Μελίνα που τον περίμενε εκεί, κερί αναμμένο. Πάντα. Χωρίς ερωτήσεις, χωρίς εξηγήσεις, χωρίς παράπονα, χωρίς απαιτήσεις.

Τα χρόνια περνούσαν και η ζωή σιγά – σιγά άρχιζε να προσπερνάει τη Μελίνα. Ο Άρης την τρέναρε τόσο πολύ που στο τέλος η ίδια θα έχανε το τρένο. Ο άντρας αυτός είχε φάει το 75% από τα καλύτερα, τα πιο δημιουργικά της χρόνια. Μετά από μία δεκαετία, εκείνος ήταν στα καλύτερά του, ένας γοητευτικός σαραντάρης πάνω στα ντουζένια του, που μπορούσε με τα προσόντα του να είχε πραγματικά όποια γυναίκα ήθελε. Εκτός από την εμφάνιση, διέθετε μόρφωση και μία καλοπληρωμένη δουλειά που του επέτρεπε να έχει έναν bon vivre αέρα. Η Μελίνα από την άλλη ήταν στο παρά πέντε. Είχε κλείσει τα 41, καθότι ένα χρόνο μεγαλύτερή του – κι ας μην της φαινόταν – και το βιολογικό της ρολόι μετρούσε πια επικίνδυνα ανάποδα. Ήταν καταβεβλημένη σωματικά και ψυχολογικά. Εκτός από μία σχέση – ασανσέρ με τον Άρη, η Μελίνα είχε μια απαιτητική δουλειά με ορθοστασία, τρέξιμο, ξενύχτια, διπλοβάρδιες. Συν τοις άλλοις, οι δικοί της την πίεζαν να νοικοκυρευτεί επιτέλους.

«Πάντως να ξέρεις, αν βρεις ένα καλό παιδί να τον παντρευτείς. Μη διώξεις την τύχη σου. Εμένα μη με υπολογίζεις. Εγώ είμαι αλλού. Εξάλλου εμείς τα έχουμε ξεκαθαρίσει αυτά», της έλεγε πολύ συχνά τελευταία, σαν να επιδίωκε να προλειάνει το έδαφος για το μεγάλο μπαμ.

Η Μελίνα δεν ήθελε να βρει ένα καλό παιδί. Ήθελε αυτόν. Εκτός από εξάρτηση και εμμονή, ο Άρης ήταν πια συνήθεια. Σκεφτόταν πόσο πολύ του ταίριαζε το όνομά του. Ο Άρης, ο θεός του πολέμου. Ενός δεκαετούς πολέμου ανάμεσα στη λογική και την καρδιά της.

Βρε κοριτσάκι μου, στο είπε από το πρώτο κιόλας ραντεβού. Δεν θέλει δέσμευση μαζί σου. Άνοιξε τα μάτια σου επιτέλους. Κοίτα μπροστά, κοίτα αλλού. Έχουν περάσει δέκα ολόκληρα χρόνια. Δεν πρόκειται να γίνει τίποτα, πια. Η σχέση αυτή είναι τοξική! της βροντοφώναζε το μυαλό της.

Τον αγαπάω. Είμαι ακόμα ερωτευμένη μαζί του. Τον θέλω δίπλα μου, να ακούω την ανάσα του, να μυρίζω το άρωμά του, να νιώθω το κορμί του. Έστω και με αυτόν τον τρόπο. Κάθε φορά που γυρίζει κοντά μου εγώ θα τον δέχομαι! αντιδρούσε η καρδιά.

Όντως, ο Άρης είχε γυρίσει πολλές φορές όλα αυτά τα χρόνια. Αυτή τη φορά όμως ήταν αλλιώς. Τη Μελίνα τη ζώσανε τα φίδια όταν πέρασαν μήνες ολόκληροι και αυτός ήταν τελείως άφαντος. Δεν απαντούσε στα τηλεφωνήματά της και δεν είχε δώσει κανένα σημάδι ζωής.

Την τελευταία φορά μάλιστα που συναντήθηκαν, φρόντισε να πάρει όλα μα όλα του τα πράγματά από το σπίτι της και ούτε της έφερε άπλυτα. Ο ένας και μοναδικός κοινός γνωστός τους, τη διαβεβαίωσε ότι ήταν άριστα στην υγεία του και ότι ετοίμαζε κάτι πολύ μεγάλο, χωρίς ωστόσο να προβεί σε λεπτομέρειες. Το αλάνθαστο ένστικτο της Μελίνας κατάλαβε ακριβώς τι ετοίμαζε ο Άρης. Ερωτευμένη ήταν, όχι χαζή. Τα σημάδια ήταν ολοφάνερα, τα έβλεπε κι ας εθελοτυφλούσε και ας ήλπιζε ακόμα σε ένα θαύμα. Μα τι θαύμα, εδώ επρόκειτο για την πραγματικότητα, για τον Άρη και όχι για ελληνική ταινία.

Τελικά, μετά από καιρό έμαθε νέα του. Από τις κοσμικές στήλες των περιοδικών, που πρόβαλλαν το χλιδάτο γάμο του με επώνυμη γόνο της πολύ υψηλής κοινωνίας. Τελικά τα κατάφερε, βρήκε την τέλεια γυναίκα, το 100%, με τα δικά του πάντα στάνταρ.

Ένα χρόνο μετά, στις λεζάντες των περιοδικών και των μεσημεριανών εκπομπών φιγουράριζε ο πηχυαίος τίτλος του πολύκροτου διαζυγίου τους. Όσο πιο ψηλά φτάνει κανείς, τόσο μεγαλύτερος ο θόρυβος όταν πέφτει. Ο Άρης όταν χτύπησε την φλέβα χρυσού και βρήκε το 100%, δεν αναλογίστηκε φαίνεται ότι τα μεταξωτά εσώρουχα απαιτούσαν και μεταξωτά οπίσθια, κατά παράφραση της γνωστής λαϊκής ρήσης. Σύμφωνα με το έγκυρο ρεπορτάζ της κίτρινης φυλλάδας, στο σύντομο διάστημα του έγγαμου βίου τους, ο ίδιος απεδείχθη κατώτερος των προσδοκιών της (λίαν συντόμως πρώην) συζύγου του, κατά δήλωση της ιδίας. Ας πούμε ήταν κάτι σαν το 75%.

Αργά ένα βράδυ, γύρω στις δύο τα μεσάνυχτα, χτύπησε το κινητό της Μελίνας.

«Μελίνα, Μελίνα μου…», ακούστηκε μία φωνή αδύναμη, απελπισμένη σχεδόν.

«Άρη, εσύ;», ρώτησε τελείως σαστισμένη η κοπέλα, ξυπνώντας απότομα.

«Εγώ, Μελίνα μου. Τι κάνεις κοριτσάκι μου; Μου ’χεις λείψει», συνέχισε με μία φωνή μελίρρυτη και λόγια γλυκά, που πότε στα δέκα χρόνια που νταραβερίζονταν δεν είχε εκστομίσει. Ήταν μάλλον πιωμένος.

«Άρη, είναι αργά», απάντησε με σταθερή και σίγουρη φωνή η Μελίνα. Είχε τη διαίσθηση ότι θα ακολουθούσε κάτι σαν ερωτική εξομολόγηση από τον Άρη μετά το στραπάτσο που έπαθε. Μήπως τελικά έπαιζε σε παλιά ελληνική ταινία;

«Το ξέρω ότι είναι αργά. Είχα ανάγκη να ακούσω τη φωνή σου. Θα σε πάρω να τα πούμε το πρωί», αποκρίθηκε, θεωρώντας ότι ήταν τόσο συνεπαρμένη που δεν μπορούσε καν να μιλήσει.

«Εννοώ είναι αργά… για μας. Να μη με ξαναπάρεις ποτέ», του είπε με ήρεμη φωνή, αλλά συνάμα με ύφος αυστηρό.

«Μα Μελίνα έχω αναθεωρήσει. Θέλω να σε παντρευτώ, να κάνω παιδί μαζί σου. Τώρα κατάλαβα τι θησαυρό είχα δίπλα μου όλα αυτά τα χρόνια», έλεγε απολογητικά, με λυγμούς σχεδόν.

«Άρη πρέπει να ξεκουραστώ. Σε λίγες μέρες παντρεύομαι και σε μερικούς μήνες γεννάω. Αντίο», απάντησε με λόγια κοφτά.

«Δεν ήξερα…». Ο Άρης έμεινε κάγκελο. Σαν να τον διαπέρασε ηλεκτρικό ρεύμα.

«Είσαι σίγουρη Μελίνα γι’ αυτόν τον άντρα;», κατάφερε να ψελλίσει μόλις συνειδητοποίησε τι του είπε και μπόρεσε να ανακτήσει κάπως την αυτοκυριαρχία του.

«Ναι Άρη είμαι 100% σίγουρη. Όχι 75%. Εκατό τοις εκατό!», απάντησε η Μελίνα με σιγουριά αλλά και μία διάχυτη ειρωνεία.

Ο Άρης έπιασε το υπονοούμενο και της ευχήθηκε μουδιασμένα.

«Καλή τύχη. Αντίο Μελίνα… Συγγνώμη που σε ξύπνησα…»

«Μην απολογείσαι. Έπρεπε να είχα ξυπνήσει…. χρόνια πριν», ήταν η σιβυλλική της απάντηση πριν κλείσει το ακουστικό για πάντα.

Αναστασία Λαζαράκη

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading