There is no escape from this… Δεν γίνεται να αποδράσεις, δεν γίνεται να εγκαταλείψεις, δεν γίνεται να φύγεις. Πρέπει να μείνεις εδώ. Πρέπει να παλέψεις. Πρέπει να επιβιώσεις. Ο άνθρωπος, κάθε άνθρωπος, είναι γεννημένος για να τα βγάζει πέρα, πως το λένε; Είναι βαθιά ριζωμένο μέσα μας ένα αρχέγονο ένστικτο που όσο κι αν προσπαθήσαμε, δεν καταφέραμε να ελευθερωθούμε απ’ τα δεσμά του. Όλοι τα καταφέρνουν με κόπΑο κι αγώνα• εμείς μάθαμε να τα ξεχωρίζουμε. Αγώνας είναι και το να σ’ απατεώνας, αγώνας μεγάλος και πολλές φορές σκληρότερος απ’ το να δουλεύεις για να πετύχεις. Όσο μεγαλύτερο το ρίσκο μιας επιλογής, τόσο περισσότερους καρπούς θα δώσει. Ή τόσο πιο βαθιά θα σε θάψει. Προοπτικές. Όλα είναι θέμα οπτικής γωνίας.
Όλα τα παιδιά είναι στοχαστές πριν τα αλυσοδέσουμε σε μια τεχνητή πραγματικότητα, δημιουργημένη από εμάς για άλλους. Τα ακούς να σου κάνουν ερωτήσεις που βάζουν το μυαλό σου σε λειτουργία• αφ’ ενός καλείσαι να απαντήσεις σε ερωτήματα που είχες και πια ξέχασες, αφ’ ετέρου πρέπει να βρεις τον τρόπο να δώσεις σ’ ένα ανθρωπάκι με δική του αντίληψη και προσωπικότητα, την απάντηση με τρόπο που θα γίνει κατανοητός. Φτάσαμε να ζούμε σε μια εποχή που χτίζεται με βασικό δομικό υλικό την πληροφορία• διακυμάνσεις φωτός ή ρεύματος που μεταφέρουν κωδικοποιημένα μηνύματα• και αρνούμαστε να ανταπεξέλθουμε, να σταθούμε στο ύψος μας, να εξηγήσουμε, να καταλάβουμε. Αρνούμαστε την ίδια μας την φύση, τα όσα γνωρίζουμε, τα όσα αφομοιώσαμε σ’ αυτή την αέναη αναζήτηση προς την γνώση και την αυτοβελτίωση. Τώρα. Σήμερα. Στα χρόνια της πληροφορίας. Στον μεσαίωνα του διαδικτύου.
Σκοταδισμός. Αυτό είναι, δεν μπορεί να εξηγηθεί αλλιώς. Είναι σκοταδιστής ο άνθρωπος, εκ φύσεως. Αρέσκεται στο να θεοποιεί κάθε τι άγνωστο αντί να το εκλογικεύσει. Το σύμπαν, μου λένε, δεν μπορεί να είναι ένα τυχαίο γεγονός κι ύστερα αναλύουν, και αναλύουν για να μην καταλήξουν πουθενά. Δέχομαι μόνο όσα γνωρίζω. Δέχομαι την πραγματικότητα όπως την αντιλαμβάνομαι, όπως την νιώθω. Έχω χώρο, όρεξη και διάθεση να δω τις πραγματικότητες των ατόμων που με περιβάλλουν και να βρούμε μαζί τι είναι σωστό και τι είναι λάθος. Εξηγώ πως δεν είμαι τίποτα περισσότερο παρά μια αόρατη κουκκίδα στο χάρτη, αυτό είμαστε όλοι μας. Μια ξεχωριστή κουκκίδα που κάνει την δική της ζωή και όλη την διαφορά στον κόσμο, όσο μικρή και αν είναι.
Αβιογένεση. Ο Θεός πέθανε ή δεν υπήρξε ποτέ. Τυχαίες ενώσεις ατόμων είναι όλα. Δεν τα ξέρω καλά, δεν είχα την τύχη να σπουδάσω για να τα μάθω. Προτίμησα να ακολουθήσω το δικό μου μονοπάτι στην ζωή. Κοιτάζω πίσω και δεν το μετανιώνω. Μαθαίνω όσα μπορώ και όπως μπορώ. Δεν έχω ανάγκη την γνώση αλλά την σοφία. Κανείς δεν μπορεί να κάνει τίποτα με οποιαδήποτε γνώση αν δεν έχει τα εφόδια για να την χρησιμοποιήσει και να την εξελίξει. Να αφήσει πίσω του μια παρακαταθήκη για τις γενιές που θα έρθουν όταν αφήσει τον μάταιο κόσμο πίσω του. Μηδενισμός. Ο κόσμος δεν έχει καμία αξία, εμείς του δίνουμε. Γεννιόμαστε, ζούμε και πεθαίνουμε για να ανατροφοδοτήσουμε τον κόσμο με τα ίδια του τα δομικά υλικά. Πέρα από την σκέψη, πέρα από την νόηση, πέρα απ’ το πνεύμα• αν υπάρχει κάτι τέτοιο φυσικά• υπάρχει μια σκληρή πραγματικότητα που πρέπει να αποδεχτούμε. Είμαστε φτιαγμένοι από τα απομεινάρια των αστεριών που αυτοκτόνησαν, αποτελέσματα της τελειότητας του χάους. Τίποτε δεν γεννιέται και τίποτε δεν πεθαίνει. Όλα υπάρχουν και θα συνεχίσουν να υπάρχουν. Αυτό γνωρίζουμε και τίποτα παραπάνω.
Ξενυχτάω τον τελευταίο καιρό. Δεν μου κολλάει ύπνος. Γυρίζω κομμάτια απ’ την δουλειά και διαβάζω προσπαθώντας να νυστάξω. Ξεκινάω από κάτι ελαφρύ και φτάνω το χάραμα να διαβάζω παρέα με λεξικό και βιβλία, με δέκα καρτέλες ανοιχτές στον φυλλομετρητή μου για να καταλάβω τι ακριβώς γίνεται. Λένε πως όλα προέρχονται από μια αρχική μοναδικότητα, ένα σημείο, ω ναι, σημείο, στο οποίο υπήρχε όλο το σύμπαν. Κι ύστερα ο Θεός είπε να γεννηθεί το φώς κι όλο αυτό εξερράγη κι άρχισε να απλώνεται στο αχανές σύμπαν, να δημιουργεί και να καταστρέφει, να φτιάχνει και να διαλύει, σαν ένα μικρό παιδί που χτίζει σπίτια με τουβλάκια και τα γκρεμίζει για να οικοδομήσει κάτι άλλο. Όλοι, χωρίς καμία εξαίρεση, είμαστε αποτέλεσμα αυτή της πράξης. Εγώ, εσύ, ο κόσμος. Όλοι.
Πολλές φορές πιάνω τον εαυτό μου να ρωτάει «τι υπήρχε πριν» ή «τι θα υπάρχει μετά» και δεν μπορώ να απαντήσω. Κανείς δεν μπορεί να απαντήσει. Καλά – καλά δεν ήμαστε σίγουροι για το αν οι θεωρίες μας έχουν αντίκρισμα. Μπορώ όμως να πω με σιγουριά πως δεν υπάρχει ο Θεός, πως είναι ένα ανθρώπινο κατασκεύασμα για να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα. Ένα παραπέτι που έφτιαξε μια κοινωνία, κάθε κοινωνία, για να κρύψει την βρωμιά της. Όσο κι αν διάβασα, όσο και αν έψαξα, όσο κι αν προσπάθησα να πιστέψω, εκεί κατέληξα.
Είν’ αυτά τα ένστικτά μας, τα ζωικά ένστικτα που ματαίως προσπαθήσαμε να αφήσουμε πίσω. Ζώο είναι ο άνθρωπος. Δίποδο που έχει καταφέρει να χτίσει έναν δικό του κόσμο. Που φτιάχνει φωλιές από τσιμέντο, γυαλί και χάλυβα. Που ξέφυγε, τεχνολογικά, απ’ την εμβρυακή φάση, εκείνη που ζούσε σε σπηλιές. Ακόμη κυνηγάει για να τραφεί, εκτρέφει και καλλιεργεί. Ακόμη φοράει δέρματα ζώων. Ακόμη προσπαθεί να τα βάλει με τον μεγαλύτερο ρατσιστή. Την φύση. Την φύση που επιβάλλει την επιβίωση του ισχυρότερου, με κάθε μέσο, με κάθε κόστος, κάθε στιγμή που περνάει.
Αυτό πέρασε μέσα μας κι έμεινε, ρίζωσε, γαντζώθηκε από πάνω μας και μας έπνιξε. Πρέπει, πάντα πρέπει να είμαστε οι ισχυρότεροι. Πρέπει να έχουμε τον τελευταίο λόγο, να γράφουμε την τελευταία πράξη, να ουρλιάζουμε την τελευταία λέξη. Πρέπει να αρνηθούμε την ίδια μας την φύση και να αναλωθούμε μέσα σ’ όσα μας φυλάκισαν μέχρι να σπάσουμε και να βγάλουμε έξω το ζώο που κρύβουμε μέσα μας. Κάποτε πίστευα πως οι άνθρωποι είχαν την δύναμη να νοιαστούν για τους γύρω τους. Όχι πια. Υπάρχουν όσοι μπορούν να νοιαστούν για τον εαυτό τους και όσοι δεν μπορούν να το κάνουν και το αναζητάν κάπου αλλού. Στον γονιό, στον σύντροφο, στον απόγονο.
Έμαθε ο άνθρωπος να ψάχνει την στοργή στον νεκρό ή ανύπαρκτο θεό, να προσεύχεται για να πάρει δύναμη, να μην αντιλαμβάνεται πως στα δύσκολά του μόνο ο ίδιος του ο εαυτός μπορεί να τον σώσει. «Θέλημα Θεού» λένε και με πιάνουν τα γέλια. Όχι, δεν είναι έτσι. Είναι η ρουφιάνα η αιτιότητα. Κάθε επιλογή έχει κόστος. Κάθε πράξη έχει τίμημα. Ακόμη κι εκείνες που δεν κάναμε εμείς. Καλούμαστε να πληρώσουμε τίμηματα άλλων, έτσι το βλέπουμε, αυτή είναι η σκοπιά μας. Αρνούμαστε να συνειδητοποιήσουμε, μιας και είναι εξαιρετικά επώδυνο και ψυχοφθόρο, πως μόνοι μας αναλαμβάνουμε να πληρώσουμε τα σπασμένα εκείνων που αγαπάμε. Άλλες φορές έχουμε κι άλλες όχι. Κάποιες φορές αντέχουμε και κάποιες τα παρατάμε.
Μέσα σ’ όλη αυτή την σαπίλα και την υποκρισία, τον πλαστό κόσμο της αγάπης όπου πολλοί δεν καταφέρνουν ν’ αγαπήσουν τον ίδιο τους τον εαυτό, καλούμαστε να παίξουμε βάσει κανόνων που δεν ισχύουν ποτέ. Οι κανόνες υπάρχουν μόνο και μόνο για να παραβιάζονται. Δεν υπάρχει ελευθερία. Υπάρχει μόνο μια ρητορική που ενστερνιστήκαμε γιατί έπρεπε να πιαστούμε από κάπου. Υπάρχουν ρεύματα τα οποία καθοδηγούν τις ζωές μας, τις ψυχές μας, τις καρδιές μας, τις επιλογές μας, τα οποία είναι τόσο σκάρτα όσο κι αυτά που διατείνονται πως πολεμούν. Υπάρχει ένα αγρίμι, ο άνθρωπος, που προσπάθησε να υποτάξει τους υπόλοιπους, δίνοντάς τους μια θεωρία. Υπάρχει ο φόβος που κόβει τα φτερά μας. Ένας φόβος που δεν γνωρίζουμε από πού προέρχεται και που αποσκοπεί. Έλεγχος. Όλα είναι μέσα ελέγχου.
Αν σηκώσεις τα μάτια και κοιτάξεις τώρα τον ουρανό θα δεις αμέτρητα αστέρια. Όσα σου επιτρέπει η πραγματικότητα να δεις. Ξέρεις πως υπάρχουν κι άλλα, ακόμη περισσότερα μα το μάτι σου δεν μπορεί να τα δει γιατί έχει τα όριά του. Η αντίληψη όμως, ένα τελείως διαφορετικό πράγμα, μπορεί να πείσει το μυαλό σου πως υπάρχει κάτι εκεί που δεν το βλέπεις. Το ίδιο ακριβώς γίνεται και με τους φόβους. Παράλογες ιδέες μέσα σε μια παράλογη εποχή που επιβάλλει απαγορεύσεις και τιμωρίες για να μην επιτρέψει στον εαυτό της να εξελιχθεί. Μια εποχή κλειδωμένη σ’ ένα χρονοντούλαπο που ενώ μπορεί να αποδράσει, δεν το κάνει γιατί φοβάται.
Ύστερα είν’ οι άνθρωποι που ζουν σ’ αυτή την εποχή, που απαρτίζουν την κοινωνία• φοβισμένα ανδρείκελα με τσακισμένα όνειρα και σπασμένα φτερά, άτομα βιασμένα από τα δήθεν πρότυπα της κάθε προηγούμενης γενιάς, ψυχές ευνουχισμένες από «όχι» και «μη». Κατ’ εξακολούθηση φυλακόβιοι που αρνούνται να σπάσουν τα δεσμά τους και να φτιάξουν ένα νέο κόσμο, ένα γενναίο κόσμο, ένα κόσμο χωρίς παραλογισμό και φόβους. Αντιλήψεις που στράβωσαν απ’ όσα διδάχτηκαν και βλέπουν το λογικό ως παράλογο, το φυσιολογικό ως ανήθικο, το παράνομο ως νόμιμο.
Σ’ αυτό τον σκατένιο και εμετικό κόσμο μας παράτησαν κι ύστερα έφυγαν. Μας εγκλώβισαν εδώ για να διαιωνίσουν ένα παιχνίδι εξουσίας που αποσκοπεί στην επιβεβαίωση του νόμου της ζούγκλας. Ο ισχυρότερος επιβιώνει, ο αδύναμος είναι θήραμα. Βαθμίδες ανθρώπων που καλύπτουν η μία την άλλη, όσο τα άτομα καλύπτουν και συντηρούν όλο αυτό το σαθρό κατασκεύασμα. Φοβισμένα παιδιά που δεν έχουν τους γονείς τους, τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο. Άτομα που λειτουργούν βάσει όσων έπλασε η φαντασία κάποιου κι όχι όπως θα ήθελαν τα ίδια. Αυτός ήταν ο κόσμος, αυτός είναι και αυτός θα παραμείνει. Ένας τεράστιος βόθρος γεμάτος σκατά.
Αυτοί είναι οι άνθρωποι. Εγωιστές, δειλοί, φοβητσιάρηδες, ανίκανοι να αισθανθούν το οτιδήποτε, ευνουχισμένοι απ’ τις νόρμες της εκάστοτε κοινωνίας, βιδωμένοι σε καρέκλες, ανήμποροι να αντιδράσουν, βυθισμένοι σε μια απόγνωση που αρνούνται να παραδεχτούν τι την προκάλεσε. Αυτό είναι το περιβάλλον. Σ’ αγαπάει όσο είσαι εκεί, σ’ εξοστρακίζει όταν παρεκκλίνεις. Σε περιθωριοποιεί, δεν περιθωριοποιείσαι, δεν υπάρχει λογικός άνθρωπος που θα επέλεγε την αυτοεξορία χωρίς να έχει επίγνωση της κατάστασης που τον περιβάλλει. Η εξιλέωση έρχεται μέσα από ένα δρόμο που περιλαμβάνει την… την… την…
Ο Μάρκος χαμογέλασε καθώς σηκωνόταν όρθιος. Κοίταξε βιαστικά το ρολόι του• είπε πάει τρεις κι αυτός ο μονόλογος είχε κρατήσει τέσσερεις ώρες και κάτι. Στην καρέκλα απέναντί του, η Αγάπη είχε γείρει το κεφάλι της στο πλάι και κοιμόταν κάτω απ’ τον ξάστερο ουρανό. Του πέρασε απ’ το μυαλό να την ξυπνήσει, μα αποφάνθηκε πως θα ήταν καλύτερο να την κουβαλούσε μέχρι το κρεβάτι. Την σκέπασε με μια ψιλή κουβέρτα γιατί είχε ψύχρα στο χωριό κι ύστερα επέστρεψε στο μπαλκόνι για να συνεχίσει το κρασί του.
Γεμάτο με έννοιες και λέξεις ήταν το μυαλό του. Είχε καταλάβει απ’ την αρχή εκείνου του μονόλογου τι ήθελε να του πει η Αγάπη, μα την άφησε να τα βγάλει από μέσα της και να νιώσει πως κάποιος την άκουσε. Έπιασε το κινητό του και σκάλισε ένα βιαστικό μήνυμα. Ήπιε μια γουλιά κρασί. Κοίταξε πέρα, στην απόσταση, τα φώτα της πόλης και κάγχασε. Ήταν καιρός που ήθελε να πει πολλά στην μικρή, μα γνώριζε πως η κατάλληλη στιγμή δεν είχε φτάσει. Δεν ήθελε να είναι ένα απ’ τα άτομα που θα άλλαζαν την συνείδηση και την αντίληψή της. Ούτε ήθελε να έχει τον ρόλο κάποιου μέντορα στην ζωή της. Ήθελε να ‘ναι απλά ο εαυτός του.
Αποσύρθηκε πέντε λεπτά αργότερα. Κατέβηκε την βαριά ξύλινη σκάλα κι έπιασε τον καναπέ που υπήρχε στον οντά του κάτω ορόφου. Δεν του κολλούσε ύπνος. Κατάφερε να κλείσει τα μάτια του για μισή ώρα και να τα ανοίξει μόλις λάλησε ο πρώτος κόκορας του χωριού. Έφτιαξε έναν καφέ στα γρήγορα, όπως κάθε πρωί, ντύθηκε κι έκανε να φύγει απ’ το σπίτι. Θυμήθηκε πως η Αγάπη κοιμόταν μόνη της. Ανέβηκε αθόρυβα στον πάνω όροφο. Μπήκε στο δωμάτιο και την είδε να κοιμάται ξεσκέπαστη και κουλουριασμένη. Την σκέπασε. Έπιασε ένα χαρτί για να της αφήσει σημείωμα μα το μετάνιωσε. Χαμογέλασε. Για μία στιγμή ένιωσε πως βρήκε ένα κομμάτι του σκανταλιάρη εαυτού του που ‘χε από χρόνια χάσει. Έψαξε την τσάντα της Αγάπης. Βρήκε ένα κραγιόν και σκάλισε κάτι πάνω στον ολόσωμο καθρέφτη που υπήρχε απέναντι απ’ το κρεβάτι. Κοντοστάθηκε και κοίταξε το είδωλό του.
Μερικά λεπτά αργότερα περπατούσε πάνω στα νοτισμένα από την πρωινή υγρασία χώματα, με τον καφέ στο ένα χέρι και το κινητό στο άλλο. Αμφιταλαντευόταν. Ήθελε να κάνει ένα τηλεφώνημα που είχε αργήσει. Έπρεπε να το είχε κάνει πριν πολλά χρόνια, αυτό του έλεγε ο εαυτός του. Είχε συνειδητοποιήσει πως κανένα μονοπάτι δεν είχε τέλος αν δεν το έβαζε ο ίδιος. Είχε πάψει από καιρό να ελπίζει και να περιμένει να εκπληρωθούν κάποιες παλιές υποσχέσεις.
Σκαρφάλωσε στην μάντρα που χώριζε τα κτήματα, κάθισε, άφησε τον καφέ δίπλα του κι άρχισε να παίζει με το κινητό. Έριξε μια ματιά στα αμπέλια. Είδε το σπίτι και το μπαλκόνι. Έκλεισε τα μάτια του. Άκουσε μουσική με την φαντασία του και είδε πως θα μπορούσε να εξελιχθεί η ζωή του. Νοσταλγούσε ο Μάρκος, μα δεν κοίταζε ποτέ πίσω, τα κενά του τον τσάκιζαν. Τα κενά που του άφηνε η καθημερινότητα σε σχέση μ’ ένα παρελθόν που δεν ήταν διατεθειμένος να ξαναζήσει.
«Θέλω διαζύγιο» είπε κοφτά ύστερα από ώρα, όταν είχε πια ξημερώσει για τα καλά και κατάφερε να κάνει εκείνο το τηλεφώνημα που είχε αργήσει.
«Λέει και μια καλημέρα ο κόσμος, Μάρκο».
«Καλημέρα Άρτεμις. Θέλω διαζύγιο. Καλύτερα τώρα;» την ρώτησε περιπαικτικά.
Η Άρτεμις κοίταζε την οθόνη του ξυπνητηριού με τα κόκκινα ψηφία. Έτριψε τα μάτια της και πέταξε τα σκεπάσματα από πάνω της. «Μπορείς να μου πεις τι σ’ έπιασε;» ρώτησε ενώ σηκωνόταν απ’ το κρεβάτι κι έψαχνε τις παντόφλες της.
«Πάνε κοντά τέσσερα χρόνια. Δεν έχω άλλη υπομονή και καμία απολύτως διάθεση για συμβιβασμό. Οι συμβιβασμοί είναι κοινοί• κάπου πρέπει να κάνεις πίσω, κάπου πρέπει να κάνω κι εγώ πίσω. Αυτό που μου ζήτησες τότε, για εμένα, ήταν κάτι απαράδεκτο. Έπρεπε να πατήσω όλο μου το είναι κάτω, όσο περίεργο κι αν σου φαίνεται. Κατά κάποιο τρόπο, αυτό που σου είπα τότε, ισχύει. Δεν έφυγα γιατί το ήθελα, αλλά γιατί με έδιωξες με τον τρόπο σου. Έκανα υπομονή, πίστεψα ότι θα αλλάξεις γνώμη. Πάει λίγος καιρός που σταμάτησα να πιστεύω πως μπορούμε να τα ξαναβρούμε, τα έβαλα με τον εαυτό μου… Συγνώμη… Κατουράς;»
«Και τι θες να κάνω ρε Μάρκο πρωινιάτικο; Γιατί, με παρεξήγησες; Χάλασε η εικόνα της γυναίκας που αγάπησες κάποτε;»
«Δεν θα αλλάξεις ποτέ. Είκοσι χρόνια είσαι ακριβώς το ίδιο άτομο» είπε ο Μάρκος μέσα στο χαχανητό του.
«Δεν εννοείς τίποτα απ’ αυτά που λες και σ’ ακούω ακόμη, μόνο και μόνο γιατί πάλι σ’ έπιασε η βλακεία σου» του απάντησε εκείνη κι ύστερα ο Μάρκος άκουσε τον ήχο από το καζανάκι.
«Δυστυχώς, αυτή την φορά τα εννοώ. Κάθε λέξη».
«Κι οι υποσχέσεις μας;» τον ρώτησε η Άρτεμις που άρχισε να χλομιάζει.
«Ό,τι δεν εξελίσσεται, πεθαίνει. Αυτή η κατάσταση για εμένα είναι αργός θάνατος…»
«Υπάρχει άλλη, Μάρκο;» ψιθύρισε η Άρτεμις που ‘χε πια κουρνιάσει στον καναπέ και δάκρυζε.
«Με δουλεύεις; Πόσες άλλαξες αυτά τα τέσσερα χρόνια; Δέκα; Δώδεκα; Δεκαπέντε;» της απάντησε ήρεμα ο Μάρκος.
«Δεν…»
«Δεν έχει σημασία και δεν με πειράζει, αλήθεια σου λέω» την διέκοψε ο Μάρκος.
«Μου ‘χες πει… Τότε… Όταν αρχίσαμε να μένουμε μαζί… Μου ‘χες πει… πως… πως θα γερνούσαμε μαζί».
«Κι εσύ μου ‘χες πει ότι θα μ’ αγαπάς γι αυτό που είμαι. Μην μυξοκλαίς, ξέρεις πως μ’ εκνευρίζει. Δεν χωρίζουμε σήμερα, έχουμε χωρίσει εδώ και χρόνια…»
«Σήμερα με χωρίζεις!» ούρλιαξε μέσα στο κλάμα της. «Τσάμπα μάγκας, μέσα από ένα τηλέφωνο, δεν έχεις το θάρρος να έρθεις, να με κοιτάξεις στα μάτια και να μου πεις πως τελείωσαν τα πάντα. Τζάμπα άντρας! Τζάμπα τα έβαλες τα αρχίδια…»
Έκλεισε το κινητό ο Μάρκος και το έχωσε στην τσέπη του. Είχε αγριέψει το πρόσωπό του. Βούρκωνε. Εκσφενδόνισε τον καφέ μέσα στο χωράφι. «Τζάμπα;» μουρμούρισε κι ύστερα κατέβηκε την μάντρα κι άρχισε να τρέχει προς το σπίτι.
«Μαλάκα! Ηλίθιε!» ούρλιαξε η Άρτεμις μέσα στο σπίτι της. Χτυπιόταν μόνη στον καναπέ. Έπιασε το βλέμμα της μια φωτογραφία που υπήρχε πάνω στην βιβλιοθήκη. Εκείνη και ο Μάρκος, δέκα χρόνια πριν. Σηκώθηκε απ’ τον καναπέ, την πήρε στα χέρια της και την πέταξε πάνω σ’ ένα τοίχο. Σμπαράλια έγινε το τζάμι της, κομματιάστηκε και η κορνίζα. Κατέβασε τα άλμπουμ με τις φωτογραφίες απ’ την βιβλιοθήκη και τα πήγε στην κουζίνα. Άρχισε να ξεδιαλέγει αναμνήσεις και να τις καίει στον νεροχύτη. Μέχρι που άκουσε την πόρτα να χτυπάει. Την αγνόησε όπως αγνόησε και το κινητό της που χτυπούσε.
«Θα μου ανοίξεις;» ακούστηκε η φωνή του Μάρκου έξω από το σπίτι. Δεν πήρε καμία απάντηση.
«Όχι κούκλα μου, δεν θα σε παρακαλέσω κιόλας» μονολόγησε βγάζοντας ένα ζευγάρι κλειδιά απ’ την τσέπη του. Άνοιξε την πόρτα, μπήκε μέσα και κοίταξε γύρω του. Δεν είδε την σπασμένη κορνίζα στο πάτωμα, μόνο την Άρτεμις να έρχεται απ’ την κουζίνα με άγριες διαθέσεις. «Ήρθα» είπε ο Μάρκος γέρνοντας το κεφάλι του και σταυρώνοντας τα χέρια του.
Η πρώτη σφαλιάρα τον βρήκε στο αυτί. Η δεύτερη στο μάγουλο. Τρίτη δεν πρόλαβε να ρίξει, της έπιασε το χέρι. «Έτσι ξέρω να παίξω κι εγώ» είπε γαλήνια ο Μάρκος και πρόλαβε και το άλλο της χέρι που πήγαινε κατά το πρόσωπό του. «Για να μιλήσουμε ήρθα» συνέχισε.
«Όχι!» του φώναξε η Άρτεμις.
«Είμαι ακόμη ήρεμος. Μην με φυτιλιάζεις» την προειδοποίησε.
«Γιατί ρε; Θα με χτυπήσεις; Πες ρε! Θα με χτυπήσεις; Θα με δείρεις; Τι θα μου κάνεις;»
«Η-ρε-μη-σε».
«Χτύπα ρε!»
«Δεν θέλω…» πρόλαβε να πει ο Μάρκος πριν συνειδητοποιήσει πως η Άρτεμις θα τον δάγκωνε. Με μια σβέλτη κίνηση την κόλλησε πάνω του και έβαλε τα χέρια της πίσω απ’ την πλάτη της. Σάστισε η Άρτεμις. «Εντάξει; Ηρέμησες τώρα;»
«Μάρκο, σε παρακαλώ, μην μου το κάνεις αυτό…»
«Ξέρω κι εγώ να πατάω κουμπιά και σήμερα θα μ’ ακούσεις μ’ οποιοδήποτε τρόπο και οποιοδήποτε κόστος».
«Φίλα με».
«Όχι».
«Μία τελευταία φορά…» παρακάλεσε η Άρτεμις που άρχισε να βουρκώνει.
«Το κύκνειο άσμα μας έπαιξε πριν χρόνια».
«Σε ικετεύω και σου υπόσχομαι πως πραγματικά θα είναι η τελευταία φορά» του είπε καθώς προσπαθούσε να τον φιλήσει κι εκείνος πάλευε να το αποφύγει.
«Όχι» επέμεινε ο Μάρκος.
«Γιατί με βασανίζεις έτσι;» κλαψούρισε η Άρτεμις.
«Μπορώ να πατήσω ακόμα πέντε, δέκα, εκατό κουμπιά! Σε ξέρω καλύτερα απ’ όσο ξέρεις τον εαυτό σου. Ηρέμησε και κάθισε, σε παρακαλώ πολύ, να μιλήσουμε σαν άνθρωποι! Είμαστε σαραντάρηδες πλέον! Σοβαρέψου!»
«Δεν σοβαρεύομαι, δεν συμβιβάζομαι! Your move!»
Αγρίεψε το βλέμμα του Μάρκου. Δεν απάντησε. «Γιατί;» ρώτησε η Άρτεμις για να τον δει να της χαμογελάει παράξενα. «Μη…» έκανε μα ο Μάρκος την αγνόησε. Της χάιδεψε τον λαιμό κι εκείνη έκλεισε τα μάτια της. «Όχι εκεί…» ψιθύρισε όταν ο Μάρκος άρχισε να παίζει με τον λοβό του αυτιού της. Ούτε που κατάλαβε για πότε απελευθερώθηκε η Άρτεμις, ούτε που συνειδητοποίησε πως τον έριξε κάτω κι ανέβηκε πάνω του.
«Μου χρωστάς ένα πουκάμισο κι ένα διαζύγιο» της είπε ο Μάρκος, ώρα αργότερα, κι εκείνη, ξαπλωμένη στο χαλί, γύρισε και τον κοίταξε θλιμμένα. «Ναι, έχουμε τελειώσει. Δεν έχω κάτι άλλο να δώσω. Δεν θέλω να πάρω κάτι άλλο» συνέχισε εκείνος κι ύστερα της χάιδεψε απαλά το μάγουλο.
«Θα τα πετάξεις όλα στα σκουπίδια, δηλαδή;»
«Έμεινε τίποτα που δεν πετάξαμε αφού το σμπαραλιάσαμε;»
«Εγώ…»
«Εσύ είσαι εσύ κι εγώ είμαι εγώ. Εσύ αγάπησες κάποια κι εγώ εσένα. Ακόμα σ’ αγαπάω κι ακόμη με πονάει. Αλλά, αγάπη μου, δεν πρόκειται να δουλέψει ποτέ αυτό το μεταξύ μας. Πόσες φορές το παίξαμε σ’ επανάληψη αυτό το έργο;»
«Καμιά σαρανταριά; Δεν ξέρω πια».
«Κοίτα μας…»
«Δεν θέλω… Μου λείπουμε… Σαν στιγμές, σαν εικόνες, σαν συναισθήματα. Και… Ρε Μάρκο… Το ξέρω πως είναι λάθος όλο αυτό αλλά δεν μπορώ να κάνω κάτι παραπάνω. Υπάρχουν κενά που δεν μπορεί να μου καλύψει κανένας εκτός από σένα, υπάρχουν κενά που δεν μπορείς να μου καλύψεις εσύ».
«Υπάρχουν κενά που δεν μπορείς να καλύψεις μόνη σου. Αυτό ήταν πάντοτε το πρόβλημα. Όσο δεν τα καλύπτεις, τόσο δεν θα βρίσκεις κάποια να σ’ ανέχεται. Τα ξεπέρασα προ πολλού τα όριά μου…»
«Το ξέρω… Συγνώμη ρε…»
«Το ξέρεις πως δεν σου κρατάω κακία».
«Το πιστεύω. Τώρα τι κάνουμε;»
«Χωρίζουμε» είπε αναστενάζοντας ο Μάρκος.
«Αυτό φοβόμουν πως θ’ άκουγα».
«Αυτό θα γίνει αυτή τη φορά. Όσο κι αν μας πληγώνει. Κουράστηκα να μένω στάσιμος, θέλω να πάω μπροστά και πρέπει κι εσύ να πας μπροστά. Δε θέλω να καυγαδίσουμε, να ψυχρανθούμε, να μη μιλάμε. Θέλω απλά να λύσουμε αυτό το συμβόλαιο που υπάρχει μεταξύ μας και δεν εξυπηρετεί κανέναν» της είπε πριν φύγει για την κρεβατοκάμαρα.
«Να μου αφήσεις τα κλειδιά φεύγοντας» του φώναξε η Άρτεμις που έπινε μόνη καφέ στην κουζίνα ενώ εκείνος έψαχνε ρούχα στις ντουλάπες.
«Σ’ ευχαριστώ» απάντησε ο Μάρκος.
«Το ξέρω ότι θα το μετανιώσω…»
Δέκα λεπτά αργότερα, ο Μάρκος μπήκε στην κουζίνα με μια γεμάτη βαλίτσα και κάθισε απέναντί της. «Τα μάζεψα όλα» της είπε κι εκείνη του χαμογέλασε θλιμμένα. «Καφέ;» τον ρώτησε για να τον δει να της γνέφει καταφατικά.
«Ο τελευταίος καφές μας σαν ζευγάρι, κύριε Κασσιμάτη;» ρώτησε καγχάζοντας η Άρτεμις καθώς του έψηνε τον καφέ.
«Αυτόν, κυρία Κασσιμάτη, τον ήπιαμε πριν μερικά χρόνια…»
«Ένα πράγμα θέλω να μου πεις μόνο» τον διέκοψε κι εκείνος που περίμενε την ερώτηση, χαμογέλασε πριν της απαντήσει. «Ζηλιάρα ήσουν και ζηλιάρα παραμένεις».
«Ποια είναι;»
«Η Αγάπη».
«Άντε γαμήσου κρετίνε!» ούρλιαξε η Άρτεμις κι ύστερα άφησε τον καφέ του στο τραπέζι. «Ναι, εντάξει, συγνώμη, ζηλεύω και θα ζηλεύω» συνέχισε ενώ προσπαθούσε να ηρεμήσει.
«Μα… Δεν είμαι η Αίγλη» της είπε γελώντας ο Μάρκος.
«Δεν είσαι;»
«Δεν ξέρω… Ξανάγινα η Αίγλη μετά από τόσα χρόνια;»
«Δεν καταλαβαίνεις…»
«Δεν μου εξηγείς…»
«Τι να σου εξηγήσω ρε Μάρκο; Χαζός είσαι; Να κάνουμε οικογένεια δεν μπορούμε κι αν ποτέ το επιχειρούσαμε ενώ όλοι ξέρουν ποιος είσαι και τι είσαι…»
«O tempora! O mores! Και άντε και στο διάολο γιατί, ειλικρινά, δεν το περίμενα ποτέ αυτό από σένα!»
Ο ήχος της πόρτας χτύπησε παράξενα στα αυτιά της. Είχε συνειδητοποιήσει πια πως ο Μάρκος δεν θα ξαναγύρισε. Είχε πάρει τα τελευταία του πράγματα, είχε αφήσει τα κλειδιά του στο τραπέζι της κουζίνας και είχε κλείσει την πόρτα πίσω του αφού πέταξε μια από εκείνες τις ατάκες που την διαόλιζαν.
Η πρώτη εικόνα που αντίκρισε όταν μπήκε στο σπίτι του ο Μάρκος, ήταν η Αγάπη, να ανάβει τσιγάρο στον καναπέ και να κοιτάζει με απλανές βλέμμα έναν πίνακα. Χωρίς δεύτερη σκέψη πήγε προς το μέρος της και βούτηξε το τσιγάρο. Το έσβησε κι ύστερα κάθισε δίπλα της. «Μάρκο, σε παρακαλώ, δεν αντέχεται αυτός ο μονόδρομος…»
«Το πλάσμα που μεγαλώνει μέσα σου, τι σου φταίει;»
«Δεν είπα πως…»
«Αγάπη, σοβαρέψου. Στα είπα και χθες αλλά ήσουν πολύ μαστουρωμένη για να μ’ ακούσεις! Δεν είσαι μόνη σου! Δεν είσαι άστεγη! Δεν έχεις ανάγκη κανέναν παρά μόνο τον εαυτό σου!»
«Πρώτη φορά σε βλέπω να φωνάζεις» του απάντησε χαμογελαστά.
«Έχω τα νεύρα μου».
«Πρώτη φορά σε βλέπω με νεύρα».
«Πρώτη και τελευταία. Με σύγχυσε η Άρτεμις. Βγάζω διαζύγιο».
«Τι;» έκανε έκπληκτη η Αγάπη.
«Διαζύγιο, πως το λένε; Είμαστε ακόμη παντρεμένοι».
«Παντρε… Τι;»
«Σοκαρίστηκες;»
«Δεν μου το είχε πει ποτέ…»
«Τέλος πάντων, δεν είναι εκεί το θέμα μας…»
«Έχουμε θέμα;» ρώτησε η σαστισμένη Αγάπη κι ο Μάρκος έβαλε μπροστά την κασέτα που είχε καταφέρει να αποστηθίσει για να μην κολλήσει πουθενά.
«Πάει κάνα δίμηνο τώρα που θέλω να σου μιλήσω κι όλο πέφτω πάνω σε τοίχο. Ναι, ξέρω, περνάς δύσκολα. Ναι, ξέρω, πόσο επώδυνο είναι όλο αυτό για σένα. Ναι, έχω πληγωθεί κι εγώ και ξέρω ότι πονάει, σίγουρα δεν θα μπορέσω να καταλάβω ποτέ το πόσο, αλλά μπορώ να έχω μια ιδέα. Ναι, εδώ και πολύ καιρό θα έπρεπε να σου έχω μιλήσει αλλά το μυαλό μου ήταν αλλού. Έπρεπε να ξεκαθαρίσω την κατάσταση με την πρώην μου, μ’ έπνιγε, δεν ήθελα να σε ανακατέψω σε αυτό γιατί φοβόμουν ότι θα με τουμπάρει όπως με έχει τουμπάρει αμέτρητες φορές από τότε που έφυγα από το σπίτι. Ναι, εγώ έφυγα από το σπίτι, έχει δίκιο η Άρτεμις. Έφυγα τότε που μου ζήτησε να ξαναγίνω η Αίγλη. Ναι, σου είπα ψέματα εκείνο το βράδυ που κοιμηθήκαμε μαζί. Ένιωθα… Νιώθω πολλά. Ήταν όμως τόσο μπουρδουκλωμένο το μυαλό μου μέσα σ’ αυτά που πίστευα, σ’ αυτά που ήλπιζα, σ’ αυτά που ήθελα, που δεν μπορούσα να σε βάλω σε καμία διαδικασία, ιδιαίτερα σ’ αυτή του να με περιμένεις. Ναι, ξέρω τι άνθρωπος είσαι. Όπως επίσης ξέρω ότι απαντάω μόνος μου σε ερωτήσεις που για πολύ καιρό πίστευα ότι θα μου κάνεις αν ερχόταν αυτή ακριβώς η στιγμή. Ναι, δεν έχω πρόβλημα, έμαθα να αγαπάω έναν άνθρωπο για όλα αυτά που είναι και όχι για όλα όσα πιστεύω πως μπορεί να είναι ή μπορεί να μου δώσει. Ναι, λυπήθηκα όταν χάθηκες και περισσότερο λυπήθηκα που αποφάσισες να ζήσεις μια ζωή με κάποιον που εξ’ αρχής σου είπα πως θα σε τσακίσει. Ναι, φτάσαμε στο σήμερα. Τι κάνουμε σήμερα;»
«Σιγά, Μάρκο, δεν κατάλαβα τίποτα. Τι μου λες;» απόρησε η Αγάπη.
«Σου λέω πως θέλω κάτι από εσένα. Για την ακρίβεια εσένα» της απάντησε χαμογελώντας.
«Δεν γίνεται» ψιθύρισε εκείνη σκύβοντας το κεφάλι της.
«Δεκτό. Γιατί;»
«Ξέρεις πώς είμαι. Σήμερα εδώ, αύριο αλλού. Δεν νομίζω πως θα κατασταλάξω κάπου και δεν θέλω και να κατασταλάξω κάπου» ψιθύρισε.
«Αυτό νομίζεις πως ζητάω;»
«Σταθερότητα θες».
«Όχι, Αγάπη. Σταθερότητα θέλεις εσύ».
«Πράγματι. Και την βρήκα στον καθρέφτη σ’ ένα κόκκινο φιλί» μουρμούρισε χαμογελώντας ντροπαλά. Της χαμογέλασε και ο Μάρκος και για λίγο βυθίστηκαν στην σιωπή.
«Και…» έκανε ύστερα από ώρα η Αγάπη.
«Ναι;»
«Με την Άρτεμις… Τέλος;»
«Ναι».
«Και… Δεν έχεις θέμα που το παιδί είναι κάποιου άλλου;»
«Θυμάσαι ότι δεν μπορώ να κάνω παιδιά;» την ρώτησε ο Μάρκος χαμογελώντας μυστήρια.
«Και…» άρχισε πάλι η Αγάπη μα σώπασε όταν είδε τον Μάρκο να κοιτάζει απηυδισμένα το ταβάνι. «Απεχθάνομαι τις περιστροφές και αυτό θα έπρεπε ήδη να το ξέρεις».
Σηκώθηκε όρθια η Αγάπη και άρχισε να βολτάρει στο σαλόνι. Σταύρωσε τα χέρια της και κοίταζε μία τον Μάρκο και μια τον χώρο. Δεν τον είχε ξαναδεί ούτε τόσο ευθύ, ούτε τόσο δεκτικό. Τον είδε να χαμογελάει και να της γνέφει να μιλήσει.
«Θέλω σεξ… Σεξ και μετά να παίξουμε τάβλι και να πάμε βόλτα στα αμπέλια και να μου κάνεις παρέα για να σου μαγειρέψω και να φάμε μαζί… Τι; Εσύ δεν ήσουν τόσο παρορμητικός στα είκοσι πέντε σου;» απόρησε όταν άκουσε το βροντερό του γέλιο να αντηχεί στους πέτρινους τοίχους του σπιτιού.
«Ήμουν ρε φάτσα…» της είπε καθώς πήγαινε να την αγκαλιάσει. «Ήμουν».
«Σεξ;» τον ρώτησε πονηρά κι εκείνος της χαμογέλασε. «Γιατί όχι;» της απάντησε.
«Γιατί έκανες;»
«Ζηλεύεις;»
«Εγώ; Όχι… Ίσως… Εντάξει, λίγο… Βασικά, ναι. Και σου άφησε και σημάδια η …» άρχισε να τον ψέλνει η Αγάπη.
«O tempora, o mores ρε Αγάπη! Εσύ είσαι αυτή που δηλώνεις όπου πετάει ο άνεμος, πολυγαμική και πανσέξουαλ;»
«Λίγο…»
«Μου κάνεις νάζια τώρα;»
«Λίγο…»
«Πόσο καιρό σε ζορίζει;»
«Πολύ…»
«Τι θα κάνω μ’ εσάς που ζείτε σ’ έναν άλλο, πλασματικό κόσμο;»
«Σεξ;»